28/9/09

Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι “η αγάπη που διαρκεί είναι μια πράξη θέλησης”.

“OI MAYTREES” της Annie Dillard. Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής. Εκδ. “Ίνδικτος”, σελ. 275, € 17.40

“Ίσως έχει διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει κανονική διαδρομή για να βγει κανείς από την αγάπη όπως υπάρχει για να μπει”. “Αν και γνώριζε πόσο έντονα θα της έλειπε οποιοδήποτε μπορεί να εξαφανιζόταν, δεν σκέφτηκε ποτέ να αγαπά λιγότερο”... Η Λού. Μια γυναίκα νεράιδα, ξωτικό, στο μυθιστόρημα της Annie Dillard “Oi Maytrees”.
Ο Τόμπι Μέιτρι την είδε για πρώτη φορά επάνω σε ένα ποδήλατο, στο μεταπολεμικό Προβινστάουν της Μασαχουσέτης. Αμέσως την ερωτεύτηκε, μαγνητισμένος απ' τη γαλήνη της. Για δεκατέσσερα χρόνια, ζούνε μαζί στους αμμόλοφους. Εκείνος γράφει ποιήματα, αυτή ζωγραφίζει, γεννά έναν γιο, τον Πίτι. Τους βοηθά η μποέμ φίλη της Ντίρι. Μέχρι που ο Τόμπι Μέιτρι θα ερωτευθεί και θα φύγει με την Ντίρι.
Θα ζήσουν άλλη ζωή, κτίζοντας σπίτια, συσσωρεύοντας αντικείμενα, πλούτη και μεταξωτές ρόμπες.
Η Λου, θα μείνει και τα συνεχίσει ακριβώς τα ίδια: βόλτες στους αμμόλοφους, τα καλοκαίρια της στην καλύβα. Τον πρώτο καιρό, θα πονά. Ήσυχα, θεωρώντας “τα δράματα, εσωτερικά και εξωτερικά, τουλάχιστον κακογουστιά”, σιγά- σιγά θα αρχίζει και να ξαναζωγραφίζει.
Μια ιστορία έρωτα και προδοσίας, θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί, εάν η συγγραφέας δεν του έστηνε στην συνέχεια μια μικρή παγίδα. Σαν τις παγίδες που μας στήνει η ίδια ζωή, όταν αντικρίζουμε το τραύμα μας, ή τη ρωγμή, σε βάθος χρόνου. Τί είναι μια ιστορία απιστίας μπρος την αιωνιότητα, για μια γυναίκα – ξωτικό όπως η ηρωίδα στην ιστορία; Μέσα σε ένα μήνα η Λου είχε ήδη καταλάβει ότι “αν δεχόταν πως δεν είναι η ίδια το κέντρο του κόσμου, δεν υπήρχε αδικία ή προδοσία... Γιατί να προσβληθεί προσωπικά επειδή δυο άτομα ερωτεύτηκαν; Τί σημασία θα είχαν όλα αυτά μετά από διακόσια χρόνια;”
Και στο μυθιστόρημα, όντως, τα χρόνια περνούν και η Ντίρι πολύ βαριά αρρωσταίνει. Αλλά κι ο Μέιτρι, πηγαίνοντας την στο γιατρό, πέφτει και κατασπάζεται, χτυπά τόσο πολύ που έχει απόλυτη ανάγκη κι αυτός, όπως κι η Ντίρι, από φροντίδα.
Το τελευταίο που θα σκεφτόταν ένας άνθρωπος “λογικός” και “δυτικός” σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν η Λου! Κι όμως ήταν η Λου εκείνη που ανέλαβε την φροντίδα. Και δεν αισθανόμαστε καθόλου σαν τον κακό του σινεμά που βγαίνοντας αποκαλύπτει σε εκείνους που μπαίνουν τον δολοφόνο. Διότι σ' αυτή την ιστορία το πρωτεύον είναι η φύση, οι χαρακτήρες, η γλώσσα, το νόημα, η διαπίστωση, η αναζήτηση, ο θάνατος, η πικρή ή γλυκόπικρη σοφία.
Η ιστορία, λίγο έως πολύ, μέσα στη ζωή και τη λογοτεχνία, η ίδια: ένας αγάπησε μια και μετά την πρόδωσε και αγάπησε μιαν άλλη.
Το σπάνιο είναι η αγάπη των δυο να μη καταλαγιάζει ποτέ. Το σπανιότερο να νικά η αγάπη, το έλεος, η φιλία.
Το ακόμα σπανιότερο, αυτό που επιτυγχάνει η συγγραφέας: μια σπλαχνική αρχετυπική σύζευξη ζωής, ωραίους έρωτες κι ωραίους θανάτους. Το μωρό του Πίτι να μπουσουλά στο ρημαγμένο κορμί της ετοιμοθάνατης Ντίρι. Τα αστέρια να λάμπουν στον καλοκαιρινό ουρανό πάνω από το νεκροκρέβατο του Μέιτρι. Την ευλογία να ανακαλύπτεις εγκαίρως τα περιττά και περνοδιαβαίνοντας τους αμμόλοφους να συλλαμβάνεις “το νόημα”: “Μπορεί κανείς να κρατήσει στην αντίληψή του όλους τους ανθρώπους του παρελθόντος και του παρόντος; Αναρωτιόταν επιπλέον μήπως το να το κάνεις αυτό ήταν, κατά κάποιο απίθανο ενδεχόμενο, ο σκοπός- για ποιον τελικό λόγο δεν είχε ιδέα. Όχι ότι η ζωή χρειαζόταν σκοπό. Αλλά έπιανε τον εαυτό της να αρχίζει να κλίνει προς το να εξετάσει τελικά το ενδεχόμενο να υπάρχει. Σκοπός. Οποιοσδήποτε σκοπός. Τα βιβλία πρέπει να ξέρουν κάτι”.
Ενδεχομένως και γι' αυτό από πάντα ο Μέιτρι και η Λου να διάβαζαν σαν μανιακοί. Όπως διαβάζουν και πριν απ' το τέλος. Μαστορεύουν ράφια και μπαλώνουν τις τρύπες στην καλύβα, διαβάζουν βιβλία ο ένας στον άλλον και ατενίζουν τ' αστέρια στον ουρανό και τον ωκεανό, περπατούν χωρίς σκέψεις βαρύγδουπες στους αμμόλοφους μέχρι το τέλος.
Ο επίλογος, θα γραφτεί “φυσικά”, με στοργή, έξω στην ανοιχτή φύση, κάτω απ' τα αστέρια. Διότι παρά τα “υπέρτατα ερωτήματα” και τα “υπαρξιακά μυστικά”, μοιάζει η Λου να έχει αποδεχθεί ότι “οι πάπιες δεν μπορούν να πετάξουν, απλώς κάνουν τεράστια άλματα”. Και πως, όλα μπορεί και να είναι όπως πολύ νεαρή είχε υποπτευθεί, όταν του ζητούσε να υποκριθούν τους γέρους. “Ότι είναι όλα ένα μεγάλο αστείο”. Και “ότι μπορείς να πεθάνεις από τα γέλια”. Αφού “θα πεθάνεις έτσι ή αλλιώς”.
Ζωές ανθρώπων στους αμμόλοφους, λοιπόν, σαν παγανιστική τελετή, χορευτική τελετουργία. Με τη φύση πανταχού παρούσα να θεραπεύει, να καθορίζει αποκαλυπτική, να κάνει το νόημα τόσο απτό κι απλό, σε ένα βαθύτατα υπαρξιακό, ποιητικό, ατμοσφαιρικό, μυθιστόρημα.
Με αξιολάτρευτους ήρωες. Είτε για την τεράστια και ελεήμονα Λου μιλάμε, είτε για τον Μέιτρι που αναζητά στη ζωή ό,τι στο ποίημα: τον αιώνιο έρωτα που ξαναβρίσκει στα άστρα και στην αγάπη.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι “η αγάπη που διαρκεί είναι μια πράξη θέλησης”. Και πώς όλα, και τα πιο δύσκολα “είναι μέρος της ζωής”, όπως κάποτε εκείνο το ναυάγιο που ανήμπορος παρακολούθησε παιδί ο Μέιτρι. Μπορεί όλα να κρύβονταν σε εκείνο το παλιό βιβλίο των Μάγια:
“Τα πρώτα όντα απηύθυναν ευχαριστίες στους θεούς:
Αληθινά τώρα, διπλές ευχαριστίες, τριπλές ευχαριστείς
που σχημαστήκαμε. Μας δόθηκαν
τα στόματά μας, τα πρόσωπά μας.
Μιλάμε, ακούμε, αναρωτιόμαστε,
κινούμαστε... κάτω από τον ουρανό”.
Μπορώ να βλέπω το πρόσωπό Σου κάτω από τον ουρανό, “το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου”, λίγο είναι; Μια ερωτική ιστορία με θείο έρωτα ζωής και για την ζωή την ίδια, σχεδόν θεολογικής σημασίας.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Annie Dillard έχει γράψει έντεκα βιβλία, ανάμεσά τους και τα απομνημονεύματα των γονιών της, “ An American Childhood”, το έπος των πιονιέρων των βορειοδυτικών πολιτειών “The Living”.
Και το μη μυθιστορηματικό αφηγηματικό έργο “Pilgrim at Tinker Creek”.
Κοινωνική αλλά συνάμα αναχωρήτρια, είναι μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων.

ΥΓ. Δημοσιεύτηκε στο 'Εθνος της Κυριακής (27/9/2009)
άλεφ- ελένη γκίκα

26/9/09

Τα εύθραυστα εκείνα που αντέχουν στον χρόνο...

Συγχώρείστε με για τούτη δω την κίνηση. Από την πρώτη στιγμή που ξεκινήσαμε το Golem με τον Moha, είχαμε πει ότι το Golem αποκτά με σας ανάσσα! Δίχως σχόλια και χωρίς την αγάπη σας, ένα άψυχο ομοίωμα στο τραπέζι με τα ροκανίδια. Ο μαραγκός του, άχρηστος. Πραγματικά, έτσι ήταν. Διότι με το Golem έκανα φίλους. Ξαναβρέθηκα με τον Moha, μπήκε η Νεφέλη στη ζωή μου. Διάβασα βιβλία που θα μου είχαν διαφύγει αλλιώτικα. Περάσαμε νύχτες και μέρες και μεσημέρια δύσκολα, συζητώντας. Μαζί σας έφυγε το "μαύρο" κι ούτε κατάλαβα το γκρι πώς πέρασε.
Υπάρχουν, όμως, κάποιες εποχές που επιθυμείς ολότελα "να ανήκεις"! Ολοκληρωτικά να δίνεσαι σε αγαπημένους, ντρέπεσαι αλλιώς, δεν το αντέχεις. Μπορεί και να το έχεις ανάγκη, όσο υπάρχει ακόμα καιρός. Κι όσο σου επιτρέπεται.
Για κάποιο διάστημα, μπορεί να μου περάσει γρήγορα, το μόνο που επιθυμώ είναι να παραμείνω κόρη, όσο γίνεται! Οσο μου το επιτρέπει ο Θεός και ο καιρός.
Η επικοινωνία μας, θα συνεχιστεί, είμαι σίγουρη. Και σε επίπεδα ανώτερα τώρα μάλιστα. Αρκεί να σκεφτεί ο ένας τον άλλον, το ξέρουμε δα, υπάρχει τρόπος ο άλλος να το αιστανθεί. Σαν τον "Παράξενο Τζων" του Στάμπλετον, για κάποιο διάστημα αξίζει να περάσουμε σε ανώτερα επίπεδα επικοινωνίας. Για ν' αγκαλιάσω τα γονικά μου όσο πιο σφιχτά γίνεται. Να ξαναγίνω η κόρη του μπαμπά μου. Να πάω βόλτες στη θάλασσα και σινεμά με τη μαμά μου, για να ανταλλάξουμε, σαν καλές συμμαθήτριες, κολλιέδες. Να θυμηθώ να τους τα πω εκείνα που τους στέρησα. Οσο είναι καιρός, να γίνω όσο με παίρνει ακόμα κόρη...
Στο μεταξύ, θα σας διαβάζω και θα διαβάζω και θα τα λέμε έτσι εμείς, όπως καλά το ξέρουμε: με δανεικές κουβέντες αλλά και με τα δικά μας τα πιο ειλικρινή μας λόγια.
Εδώ θα είμαι, κι εσείς εδώ, και σας αισθάνομαι. Εξάλλου έτσι είμαι εγώ, βράχος, πέτρα, μήπως φεύγω και ποτέ μου?
Και θα ανεβάζω ποστ, όσο πιο συχνά μου επιτρέπεται.
Μη με ξεχνάτε, ναι?
Να μ' αγαπάτε. Και θα το νοιώθω.

Αυτά για να απολογηθώ για τα σχόλια. Αλλά έρχεται ώρα που η ζωή μας έχει αξιώσεις. Χαρούμενη- να είστε σίγουροι-, περνώ τώρα κι αυτό τον δρόμο. Για ό,τι αξίζει. Γι' αυτούς που αξίζει. Και για όσα "σ' αγαπώ" δεν τους είπα και λέω να τα προλάβω όσο γίνεται.

Σμουτς πολλά,

η άλεφ σας, πάντα,
και για πάντα!

ΥΓ1. Και να το ξέρετε, η σιωπή λέει τα πιο σημαντικά.

ΥΓ2. Μικρή εξομολόγηση για τα κομμένα σχόλια. Και για να σας πω "ευχαριστώ" για όσα είπαμε και ζήσαμε, αλλά και θα πούμε και θα ζήσουμε, με άλλον τρόπο, τον ίδιο τρόπο... Πάντοτε εμπιστευόμουνα τον χρόνο...

22/9/09

Δεν είναι ακριβώς αυτό που νομίζετε (οι χαμένες ημέρες)

“ΨΗΛΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ” του Πωλ Μπόουλς. Μετάφραση: Χίλντα Παπαδημητρίου. Εκδ. “Απόπειρα”, σελ. 243, € 16

Σε συνέντευξή του είχε πει “Πάντα ήθελα να πάω όσο πιο μακριά μπορούσα από τον τόπο που γεννήθηκα”.
Και το έκανε, φυσικά. Εγκαταλείποντας πίσω του τη Αμερική, την δουλειά του συνθέτη, συνδέοντας τη ζωή και τα έργα του με την Ταγγέρη. Στο Μαρόκο, το ζεύγος Μπόουλς, θα επιλέξει να κάνει “στάση ζωής”.
Οι περισσότεροι το γνωρίζουμε από το “Τσάι στη Σαχάρα”. Στην μεγάλη οθόνη αλλά και στο πρώτο του μυθιστόρημα που τον έκανε διάσημο. Αυτοβιογραφικό, εν μέρει. Ένα ζευγάρι Αμερικανών ταξιδιωτών, φορτωμένοι με τα μπαγκάζια τους, ξεκινάνε και “όπου τους βγάλει”.
Μοτίβο που επαναλαμβάνει ο Μπόουλς και στο μυθιστόρημά του “Ψηλά πάνω από τον κόσμο”:
“Δε νομίζω ότι θα μπορούσε να μας πει κανείς τουρίστες”, είπε η κυρία Σλέιντ. “Πηγαίνουμε όπου μας αρέσει, όποτε μας αρέσει. Είναι ο μόνος τρόπος για να δει κανείς μια χώρα. Ο ομαδικός τουρισμός είναι εξευτελιστικός. Η ουσία του ταξιδιού είναι να νιώθεις ελεύθερος. 'Οχι να πρέπει να κάνεις κρατήσεις από νωρίτερα”.
Το μυθιστόρημα γράφτηκε το 1966 και κυκλοφόρησε στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις “Απόπειρα”, πρόσφατα.
Και εδώ, ένα τυπικό ζευγάρι αμερικανών τουριστών, ταξιδεύει. Ο γιατρός Σλέιντ και η νεαρή γυναίκα του Ντέυ. Αλλά δεδομένου του γεγονότος ότι ένα ταξίδι είναι πάντοτε μια περιπέτεια, και τίποτε και ποτέ “Δεν είναι ακριβώς αυτό που νομίζετε”- φράση κλειδί τελικά και της ιστορίας- η κυρία Ρέινμαντλ, μια ηλικιωμένη κυρία που τους έχει κολλήσει τσιμπούρι στο ταξίδι, θα αποτελέσει την αρχή του τρόμου. Καναδέζα, μόνιμη κάτοικος Λονδίνου, που ερχόταν τακτικά στη χώρα για να δει τον γιο της. Θα την εγκαταλείψουν στο ξενοδοχείο, φεύγοντας σαν τους κλέφτες, το πρωί που κοιμάται.
Κι όταν θα φτάσουν πια στον προορισμό τους, ο γιατρός Σλέιν με δέος και τύψεις από τοπική εφημερίδα θα πληροφορηθεί για την πυρκαγιά που ξέσπασε στο ξενοδοχείο, κάνοντας στάχτη την... ενοχλητική γριούλα.
Στο μεταξύ θα γνωρίσουν και ένα μυστηριώδη γοητευτικό νεαρό, ο οποίος θα τους φιλοξενήσει στο αλλόκοτο σπίτι του. Κατά την διάρκεια αυτής της φιλοξενίας, μια σειρά από παράξενα γεγονότα θ' αρχίσουν να τους συμβαίνουν αλυσιδωτά: πέτρες που ζωντανεύουν και βρίσκονται σε διαρκή... αναμονή. Περίεργες ασθένειες με ψευδαισθήσεις και κενά μνήμης.
Κάθε φορά, φαίνεται ότι τους φροντίζουν στοργικά, ο γοητευτικός οικοδεσπότης τους και η όμορφη ερωμένη του. Το ζευγάρι θ' αναγκαστεί να αποκτήσει μια δεύτερη, κρυφή ζωή: “Ήταν σαφές ότι είχε κι αυτός κενό στη μνήμη του' δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα απ' όσα είχαν συμβεί μετά τις πρώτε δυο τρεις ημέρες από τον απόπλου του πλοίου τους από το Σαν Φρανσίσκο. Αλλά δεν σκόπευε να το παραδεχτεί στην Ντέυ' θα της στερούσε την υποστήριξη που χρειαζόταν πάρα πολύ αυτήν την ώρα. Επιπλέον, ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσαν και οι δυο μαζί να συναρμολογήσουν τα ετερόκλητα κομμάτια. Κάθε μέρα, πότε ο ένας και πότε ο άλλος θα πρόσθεταν κι άλλες λεπτομέρειες, μέχρι να αποκτήσουν και οι δυο μια πλήρη εικόνα”.
“Αυτό που με απασχολεί περισσότερο αυτήν τη στιγμή είναι να ξαναβρώ τις χαμένες ημέρες”, είπε ο δρ Σλέιντ.
“Θα τα ξαναθυμηθεί όλα, με κάθε λεπτομέρεια”. Ο Γκροβ...
Αλλά “οι χαμένες ημέρες” της διαμονής τους στο Πουέρτο Φαρόλ, μοιάζουν να να έχουν διαλυθεί οριστικά στις ρωγμές της πρόσφατης μνήμης.
Και παρά τα τσιτάτα του στυλ “Σ' αυτή τη χώρα, λένε ότι όποιος δίνει συμβουλή που δεν του έχουν ζητήσει είναι σαν να βγάνει πολιτικό λόγο. Κανείς δεν τον ακούει, ούτε στη μια ούτε στην άλλην περίπτωση” Και “Λοιπόν, εγώ είμαι σίγουρη ότι δεν θα ευτυχίσεις ποτέ, μέχρι να κάνεις αυτό που ξέρεις ότι είναι το σωστό. Αυτό είναι το νόημα της ζωής άλλωστε”, το νόημα για τη ζωή του καθενός, θα σταθεί άλλο. Και ο καθένας, ο μεγάλος άγνωστος, ενδεχομένως και απειλητικός εχθρός, για τον άλλον.
Ατμόσφαιρα γοτθικού τρόμου, ερωτεύσιμοι χαρακτήρες, ιδιαίτερα εκείνοι οι πιο... σκοτεινοί, ανθρώπινες σχέσεις στα όρια, η ηθική σε εκείνους τους μακρινούς άλλους πολιτισμούς τόσο πολύ ακατανόητη για τον μέσο αμερικάνο. Το ανθρώπινο σκοτάδι και οι τρομακτικές εξωτερικές δυνάμεις: του τόπου, της αλλόκοτης φιέστας, της χρονικής- τελικά- συγκυρίας. Όλοι μας μπορεί κάποια στιγμή να βρεθούμε εκεί, ακριβώς, όπου δεν πρέπει! Μια γοητευτική ιστορία από έναν στυλίστα της γραφής που τον αποδεχόμαστε πάνω απ' όλα για τα διηγήματα: Ανυπέρβλητα τα “Ο Σκορπιός και άλλα διηγήματα” και “Εκατό καμήλες στην αυλή” (κυκλοφορούν, επίσης, από εκδόσεις “Απόπειρα”).


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Πωλ Μπόουλς (1910- 1999) ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 γράφοντας ποίηση, συνέχισε τη δεκαετία του 1930 συνθέτοντας μουσική και τη δεκαετία του 1940 μεταπήδησε στον πεζό λόγο.
Η έκδοση το 1949 του πρώτου του μυθιστορήματος “Τσάι στη Σαχάρα” τού χάρισε μεγάλη φήμη και η συγγραφική του δραστηριότητα επισκίασε όλες τις άλλες.
Την επόμενη εικοσαετία ο Μπόουλς έγραψε τρία ακόμη μυθιστορήματα, “Καλώς να πέσει” (1952),
“The Spider's House” (1955) και
“Ψηλά πάνω από τον κόσμο” (1966).
Στη συνέχεια, αφιερώθηκε στα διηγήματα, τις μεταφράσεις και τα ταξιδιωτικά κομμάτια.
Στο έργο του χαρτογραφεί τη σύγκρουση ανάμεσα στον “πολιτισμένο” Δυτικό και τις κοινωνίες που επισκέπτεται, τις οποίες δεν θα μπορέσει ποτέ του ν καταλάβει.

18/9/09

Το φλερτ του... τροχονόμου

Friday, September 18, 2009

Ελένη Γκίκα, Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς, Άγκυρα 2006

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα (από τον Μπάμπη Δερμιτζάκη)


Μια ερωτική ιστορία την οποία η αφηγήτρια αφηγείται άλλοτε σπαρακτικά και άλλοτε με μια δοκιμιακή διαύγεια.

«Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς», αυτό τον οξύμωρο τίτλο διάλεξε για το όγδοο μυθιστόρημά της, το πρώτο μιας τριλογίας, η Ελένη Γκίκα, η γνωστή δημοσιογράφος, πεζογράφος και ποιήτρια.
Αν η ιδιότητά της ως δημοσιογράφος δεν εμφανίζεται σ’ αυτό της το έργο, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την ιδιότητά της ως ποιήτρια: Το έργο είναι γεμάτο στίχους.
Και όχι μόνο. Η γραφή της είναι ολότελα ποιητική. Αν η Ρέα Γαλανάκη έκανε τη στροφή με το «Βίος και Πολιτεία του Ισμαήλ Φερίκ Πασά» με μια μεταβατική, ποιητική πρόζα, προς την πεζογραφία, η Ελένη Γκίκα φαίνεται πως δεν σκοπεύει να παρατήσει την ποίηση. Δημοσιεύει περίπου εναλλάξ ποίηση και πρόζα.
Η παραδοσιακή λογοτεχνική θεωρία χωρίζει τον αφηγητή σε δύο είδη: τον πρωτοπρόσωπο και τον τριτοπρόσωπο. Διαβάζοντας το βιβλίο της Γκίκα μου ήλθε στο μυαλό μια άλλη τυπολογία: Ο αφηγητής που εξαφανίζεται πίσω από την αφήγησή του, και ο αφηγητής που βρίσκεται συνεχώς σε πρώτο πλάνο. Στην πρώτη περίπτωση για παράδειγμα ανήκει η Έρη Ρίτσου, της οποίας διαβάσαμε πρόσφατα το δεύτερο πεζογράφημα. Ο αφηγητής υποχωρεί στο βάθος αφήνοντας τους ήρωες να μιλήσουν, σε ένα μυθιστόρημα όπου κυριαρχεί ο διάλογος.
Και αυτό δεν έχει να κάνει με την τριτοπρόσωπη αφήγησή της. Στην τριτοπρόσωπη αφήγηση του Ανδρέα Μήτσου, για να θυμηθούμε το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο σκύλος της Μαρί», ο αφηγητής βρίσκεται συνεχώς σε πρώτο πλάνο, σχολιάζοντας και αναλύοντας τα πρόσωπα και τις πράξεις τους.
Στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση βέβαια ο αφηγητής δεν κρύβεται στο παρασκήνιο, ιδιαίτερα όταν είναι αυτοδιηγητικός και όχι μάρτυρας. Όμως και πάλι υπάρχουν διαβαθμίσεις πόσο κοντά βρίσκεται στο μπροστινό μέρος της σκηνής ή πόσο στο βάθος της.
Η Ελένη Γκίκα είναι από τους πρωτοπρόσωπους αφηγητές που βρίσκεται στην άκρη άκρη της σκηνής. Σε μια σκηνή όπου η πλατεία είναι άδεια από θεατές. Αυτός που λέμε «αποδέκτης της αφήγησης» είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Αν υπάρχει κάποιος αποδέκτης, αυτός μάλλον είναι ένας ψυχαναλυτής, οπότε πρέπει να αλλάξουμε τη μεταφορά, η Γκίκα δεν βρίσκεται πάνω στη σκηνή αλλά σε ένα ψυχαναλυτικό ντιβάνι, όπου, κατά το πρότυπο της ψυχανάλυσης, μιλάει με ελεύθερους συνειρμούς. Ή μάλλον όχι η ίδια, αλλά η αφηγήτριά της, μια και η σύγχρονη λογοτεχνική θεωρία ξεχωρίζει τον συγγραφέα από τον αφηγητή, ανεξάρτητα αν ο αφηγητής, άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο, δεν είναι παρά μια περσόνα του συγγραφέα.
Ίσως και αυτή η μεταφορά να είναι ανεπαρκής. Ακόμη και με τους ελεύθερους συνειρμούς του ο ψυχαναλυόμενος προσπαθεί να πει κάτι στον ψυχαναλυτή. Εδώ βρισκόμαστε περισσότερο στην περίπτωση του εσωτερικού μονόλογου. Η αφηγήτρια μοιάζει να αναπολεί μια ιστορία και όχι να την αφηγείται. Και στην αναπόληση μιας ιστορίας ο ελεύθερος συνειρμός παίζει κυρίαρχο λόγο. Η αφήγηση δεν είναι μια ευθεία, αλλά ένα συνεχές ζιγκ ζαγκ, ή μάλλον είναι σαν τις γραμμές σε ένα καρδιογράφημα, που πηγαίνουν πάνω και κάτω από μια ευθεία.
Έτσι και η αφηγήτρια της Γκίκα. Το ερμητικά πυκνό και αφαιρετικό, συχνά κρυπτικό, στην αφήγησή της, ερμηνεύεται σαν μια καθόλου επιμελής προσπάθεια καταγραφής της αναπόλησης μιας ερωτικής περιπέτειας, στην οποία ο συνειρμός κυριαρχεί.
Ο συνειρμικός αυτός χαρακτήρας της αφήγησης αιτιολογεί και τον διακειμενικό της χαρακτήρα: Δεν θυμάμαι να έχω συναντήσει σε τέτοια συχνότητα σε αφήγηση αναφορές και παραπομπές σε συγγραφείς, ηθοποιούς, ζωγράφους, μουσικούς, βιβλία ταινίες κλπ. Κάποιους τους ξέρουμε. Ποιος μπορεί όμως να ξέρει τον Τεντ Χιουζ αν δεν ξέρει τη βιογραφία της Σίλβια Πλαθ;
Σε ένα μεταμοντέρνο παζλ ονομάτων υπάρχουν και αυθεντικά αποσπάσματα από βιβλία, Φρόιντ, κλπ. Η Γκίκα σπάνια μπαίνει στον κόπο να μας τα ταυτοποιήσει. Τα βάζει όμως σε πλαγιαστά, για να δείξει ότι δεν είναι δικά της. Έτσι αίρεται κατά τόπους και η εντύπωση της αμεσότητα της ροής της συνείδησης της αφηγήτριας.
Ο συνειρμικός χαρακτήρας της αφήγησης ερμηνεύει και την αδιαφορία για την ταυτοποίηση των γεγονότων χωροχρονικά. Μόνο το πριν και το μετά ξεχωρίζουν. Επίσης και ο χώρος της κύριας ιστορίας, που είναι η Ρόδος. Ποιος όμως είναι ο χώρος των αναδρομών, η κοινή γενέθλια πόλη της αφηγήτριας και του φίλου της, με τον οποίο περνάει ένα ευτυχισμένο εικοσαήμερο; Δεν μας το λέει.
Πότε συνέβησαν λοιπόν τα γεγονότα που μας αφηγείται η Ελένη Γκίκα; Δεν θα μας το πει. Όμως το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
Γράφει κάπου προς το τέλος: «Το βράδυ πήγαμε σε ένα συνοικιακό, θερινό σινεμά και είδαμε τη ‘Φρίντα’».
Το ότι η ιστορία λαμβάνει χώρα καλοκαίρι το ξέρουμε ήδη. Όμως πότε;
Πηγαίνουμε στο google και ψάχνουμε για τη «Φρίντα». Περιμένετε.
Το βρήκαμε. Σκηνοθέτης η Julie Taymor, και πρωταγωνιστές η Σάλμα Χάγιεκ, ο Άλφρεντ Μολίνα και ο Αντόνιο Μπαντέρας. Γυρίστηκε το 2002. Το 2002 είναι λοιπόν το terminus post quem, και το terminus ante quem φτάνει μέχρι τη συγγραφή του έργου, υποθέτουμε λίγο πριν την έκδοσή του. Τα θερινά σινεμαδάκια παίζουν και παλιές ταινίες.
Μόνο στις ερωτικές ιστορίες των Άρλεκιν υπάρχει happy end. Στα σοβαρά μυθιστορήματα το τέλος είναι συνήθως unhappy. Έτσι και εδώ, η ηρωίδα δεν άντεξε τον αλκοολικό ήρωά της και τον εγκατέλειψε. Με πόσο κομψό τρόπο, είναι αλήθεια! «Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς» του γράφει. Στο λιγότερο ποιητικό: «Θα ’ταν καλύτερα για σένα να με ξεχάσεις».
Και η ηρωίδα;
Αν ο ήρωας κουβαλάει το φορτίο της αυτοκτονίας του πατέρα του, αυτή κουβαλάει το θάνατο της μάνας της πάνω στη γέννα και επίσης το θάνατο του πατέρα της.
Η ηρωίδα γράφει κάμποσες φορές ότι θέλει να την αγαπάνε. «…όλο εκείνο το ‘φλερτ’ με τη μάνα και τον πατέρα μας, τον δάσκαλο και τον φροντιστή μας, τον ‘φίλο’ μας και τη φίλη μας, τη συμμαθήτριά μας, τον συνάδελφο και τον… τροχονόμο στη γωνία, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα παιδικά άρρωστο ‘αγάπα με’ που μονάχα σαν βυθιστούμε μες στη σιωπή και τη μοναξιά θα μπορέσει, ενδεχομένως, κάποτε, και να γιατρευτεί» (σελ. 31). Θυμήθηκα ένα βιβλίο που μετάφρασα, το «Ψυχολογία και ψυχική υγεία» του Τζέημς Χάντφηλντ. Δεν ήξερα πώς να μεταφράσω τη λέξη ingratiating. Πρόκειται για τον τύπο ανθρώπου, ή μάλλον ασθενούς, που θέλει να κάνει πράγματα που να ευχαριστούν τους άλλους, γιατί έχει μεγάλη ανάγκη να τον αγαπάνε. Η απόρριψη τον συντρίβει. Πρόκειται συνήθως για παραχαϊδεμένα παιδιά, όπως είναι τα μοναχοπαίδια. Μοναχοπαίδι και εγώ, είμαι πάντα πρόθυμος να γράψω βιβλιοκριτική για κάθε βιβλίο που μου δίδουν.
Μπορεί ένα βιβλίο να είναι αυτοβιογραφικό; Σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, ναι. Ακόμα και η βιβλιοκριτική. Δεν φαντάζεστε πόσο μου άρεσε το 12ο κεφάλαιο, που αναφέρεται στο Μαρόκο. Ακόμη και για το πώς φτιάχνεται το κουσκούς γράφει.
Η θεωρία της αφήγησης μας λέγει ότι υπάρχουν οι εξής σχέσεις ανάμεσα στο χρόνο της ιστορίας και στο χρόνο της αφήγησης, το χρόνος δηλαδή που χρειάστηκε να συμβεί ένα γεγονός ή που θα χρειαζόταν να συμβεί αν ήταν πραγματικό, και το χρόνο που χρειάζεται για να το αφηγηθούμε ή για να διαβάσουμε τις σελίδες που το αφηγείται κάποιος. Η κλασική περίπτωση είναι η περίπτωση της περίληψης, όπου ο χρόνος της ιστορίας είναι μεγαλύτερος από το χρόνο της αφήγησης. Στους διαλόγους έχουμε περίπου ισοχρονία. Η τελευταία περίπτωση κατά την οποία ο χρόνος της αφήγησης είναι μεγαλύτερος από το χρόνο της ιστορίας είναι σπανιότατη. Στους δασκάλους που δίδασκα στο πρόγραμμα της εξομοίωσης ανέφερα φανταστικό παράδειγμα. Σ’ αυτό το βιβλίο της Γκίκα βρήκα επί τέλους ένα παράδειγμα που θα το χρησιμοποιώ στη διδασκαλία.
«Λοιπόν, τι σκέφτεσαι, θα μου το πεις τελικά τ’ όνομά σου; Ή τώρα το σκέφτεσαι;» (σελ. 43).
«Λοιπόν;», ξαναρωτά μετά από τρεις σελίδες.
«Σαβίνα. Με λένε Σαβίνα».
Οι σκέψεις της αφηγήτριας δεν μπορεί να κράτησαν τόσο χρόνο όσο θέλουν να διαβαστούν αυτές οι τρεις σελίδες, σκέψεις που αναφερόταν στο πως πήρε αυτό το όνομα, για τον παππού της, τη μαμά της κλπ. Είναι ένας κλασικός τρόπος για να κρατήσει ο συγγραφέας τον αναγνώστη σε αγωνία, ή ένα πρόσχημα για αναδρομές στο παρελθόν που φωτίζουν την προσωπικότητα του ήρωα ή κάποια γεγονότα.
«Κι ο Μπάμπης; Τι σόι ιστορία ένας Μπάμπης μπορεί να γράψει;» (σελ. 56).
Διαβάζοντας αυτή τη βιβλιοκριτική ξέρετε τι σόι βιβλιοκριτική μπορεί να γράψει ένας Μπάμπης. Τουλάχιστον ο Μπάμπης Δερμιτζάκης.
Posted by Babis Dermitzakis at

ΥΓ. Το ανέβασε κάποια στιγμή ο Μπάμπης Δερμιτζάκης (σύντροφός μου στα σοκολατάκια και όχι μόνο που κάτι του χρωστώ, δεν ξέχασα Μπάμπη) στο Λέξημα, το ανέβασε και στο μπλογκ του. Μπάμπη, κοίτα τα δεις σύμπτωση, σήμερα το πρωί σκεφτόμουν ότι αυτό το βιβλίο, ναι-σιγά-δεν-πολυείναι-καλό! Αχ Μπάμπη, ούτε στην κεφάλα μου να ήσουν! Διαβάζοντάς σε με έκανες να το... ψιλοαγαπήσω. Μπάμπη, σ' ευχαριστώ (και δεν ξεχνώ!) (αλλά με μπέρδεψες την Κυριακή με το προφιτερόλ!)

17/9/09

Τα... δάκρυα του Ξέρξη

“Στα νιάτα μου δεν μπορούσα να μπω σε κάποια μεγάλη βιβλιοθήκη, ας πούμε εκατό χιλιάδων τόμων, χωρίς να με κατακλύσει ένα συναίσθημα οδύνης και πνευματικής ταραχής, που θύμιζε τα δάκρυα τα οποία έχυνε ο Ξέρξης όταν ατενίζοντας τον τεράστιο στρατό του σκεφτόταν ότι σε εκατό χρόνια δεν θα υπήρχε ψυχή ζώσα. Εμένα, σε σχέση με τα βιβλία, θα με κατέκλυζε το ίδιο συναίσθημα την ημέρα του θανάτου μου. Εδώ, είπα μέσα μου, υπάρχουν εκατό χιλιάδες βιβλία, που ακόμα και το χειρότερό τους θα μπορούσε να αποτελέσει για μένα πηγή χαράς και γνώσης· μόνο που κατά πάσα πιθανότητα θα κληθώ στους ουρανούς προτού προλάβω να βγάλω το μέλι ούτε από το ένα εκατοστό αυτής της κυψέλης. Είμαι σίγουρος ότι και απ' το δικό σας μυαλό περνάει συχνά η ίδια σκέψη· μπορείτε, λοιπόν, να καταλάβετε πόσο πιο σοβαρή έγινε όταν ανακάλυψα ότι ακόμα κι αν απομάκρυνα από την παγκόσμια βιβλιοθήκη της Ευρώπης όλα τα επαγγελματικά βιβλία αναφοράς, όπως τα λεξικά κ.λπ., πάλι θα έμενε ένα σύνολο από τουλάχιστον ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες βιβλία, άλλα μεγάλα σε μέγεθος και άλλα μικρά, χωρίς να υπολογίσουμε όσα ρίχνουν στον ωκεανό της λογοτεχνίας τα τυπογραφεία της Ευρώπης. Κατά συνέπεια, από τα είκοσι μέχρι τα ογδόντα του -αν έχει την ατυχία να ζήσει τόσο ο άνθρωπος- μπορεί να ταξιδέψει το πολύ σε είκοσι χιλιάδες τόμους, αριθμός που ίσως δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής παραγωγής στο ίδιο χρονικό διάστημα. Δεν θα ήθελα σε όλες αυτές τις αριθμητικές πράξεις να δείτε το σύμπτωμα δεν ξέρω ποιου φανταστικού μαρτυρίου. Όχι. Σας διαβεβαιώνω ότι μιλάω για την πιο αληθινή βάσανο που είναι δυνατό να υπάρξει ποτέ”.

Thomas De Quincey (“Επιστολές σε έναν νέο του οποίου η εκπαίδευση έχει παραμεληθεί”, εκδόσεις “Printa”).

ΥΓ1. Από τον Μπόρχες τον έμαθα και τον αγάπησα και τον αναζήτησα σα μανιακή. “Ο εκδικητής”, “Οι αναμνήσεις ενός οπιομανούς”, “Η δολοφονία ως μια εκ των Καλών Τεχνών”, ό,τι μπόρεσα, διάβασα.
Και τώρα, δώρο ημέρας μου ήρθε αυτό!

ΥΓ2: Όσο για την “αληθινή βάσανο” και μόνο η αδιάβαστή μου βιβλιοθήκη, φτάνει και περισσεύει για να βασανιστώ (αλλά έλα μου ντε που υπάρχουν κι όλα τα άλλα, αλλού κι αλλού κι αλλού...) (κι από το παρελθόν και στο μέλλον και...)

16/9/09

Η ανομολόγητη ευτυχία του χάους

“Όποιος όμως, έχει βγει έξω απ' τον εαυτό του, τίποτα δε σιχαίνεται περισσότερο, παρά να ξαναγυρίσει εκεί όπου βρισκόταν”.
“Τί μπορούσαν να του χαρίσουν η τέχνη και η αρετή, μπροστά στην ανομολόγητη ευτυχία που του υποσχόταν το χάος; Σώπασε και έμεινε”.
Πείτε το σημάδι της παρακμής, ακόμα -ακόμα και της ηλικίας. Αλλά το καλοκαίρι που μας πέρασε, επέστρεψα. Σε ό,τι θυμάμαι πως μ' είχε κάποτε συγκλονίσει. Έτσι δεν κάνουμε όταν αισθανόμαστε ότι χάνουμε την... μπάλα από τα χέρια μας;
'Όχι δεν ήταν το “Μαγικό Βουνό”, αλλά εκείνο το εμβληματικό για την παρακμή και το φινάλε. Μιλώντας για την “καταστροφή” του ενός, για την ήττα του Άσσενμπαχ, ο Τόμας Μανν, μιλά και για την ήττα των πάντων. Αλλά και για την μέγιστη νίκη. 'Όχι μονάχα της Τέχνης, αλλά και της “αδυναμίας”: “Γιατί το πάθος είναι η εξύψωσή μας και ο έρωτας ο πόθος της ψυχής μας- αυτή είναι η απόλαυση και η ντροπή μας. Καταλαβαίνεις τώρα, γιατί εμείς οι ποιητές δεν είναι βολετό νάμαστε μήτε φρόνιμοι, μήτε αξιοπρεπείς; Πώς αναπόφευκτα ξεγελιόμαστε, πως μένουμε ανικανοποίητοι, πώς δεν μπορούμε να μην είμαστε ριψοκίνδυνοι, παράξενοι στα αισθήματά μας;”
Παρ' ότι στον “Θάνατο στην Βενετία” ο συγγραφέας Γουστάβος Άσσενμπαχ ξεκινά με τις αντίθετες προσθέσεις: “Η ευνοούμενή του λέξη ήταν “συγκρατήσου” και μέσα στο αγαπημένο του μυθιστόρημα δεν υπογράμμισε τίποτ' άλλο από την αποθέωση αυτής της εντολής, που τη θεωρούσε σαν συμπύκνωση της παθητικής αρετής”.
Παρά τούτο, όμως “Ο Άσσενμπαχ ήταν ο ποιητής όλων εκείνων που λυγίζουν κάτω απ' το βαρύ μόχθο, που είναι κιόλας τσακισμένοι και στέκουν ωστόσο ορθοί”....
Τέτοιοι, και είναι πολλοί οι ήρωες κάθε εποχής.
“Αν μελετούσε κανείς όλα τούτα τα πεπρωμένα σίγουρα θα παραδεχόταν πως δεν υπάρχει άλλος ηρωισμός, απ' τον ηρωισμό της αδυναμίας”.
Το αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της συνταύτισης, “ανάμεσα στην προσωπική μοίρα του δημιουργού του και ολάκερης της σύγχρονής του γενιάς”, ενδεχομένως να είναι και “το μεγάλο έργο”.
Γιατί “Σχεδόν κάθε μεγάλο που υπάρχει, το χρωστά στο “παρά τούτο”, σε μια πρόκληση ενάντια στα βάσανα και τις έγνοιες, τη φτώχεια, την εγκατάλειψη, τη σωματική αδυναμία, τα ελαττώματα, τα πάθη, τις χιλιάδες τα εμπόδια”.
Το “παρά τούτο” σκέφτηκα, συνειδητοποιώντας πως αυτή η επιστροφή, μου χάρισε, τελικά, τη βάση μιας σημαντικής και επί της ουσίας λογοτεχνίας.

ΥΓ: “Συγκρατήσου” ήταν ο πρώτος τίτλος που είχα κατά νου, πράττοντας ακριβώς το αντίθετο.
Και το σωστό θα ήτο “Ο ποιητής των τσακισμένων” ή “Ο ηρωισμός της αδυναμίας”. Αλλά... Χάος στη κεφάλα μου χάος και στα χαρτιά μου....

14/9/09

Η διαρκής επανάσταση του Τομάζι Ντι Λαμπεντούζα

'Εγινα κατανοητός?

Από φιλότιμο και μεγάλη επίγνωση, έγραψε όταν ήταν ήδη εξήντα χρονών. Απ' την τυφλότητα των ιθυνόντων, έγινε γνωστός μετά θάνατον. Εξάλλου, δεν χρειάστηκε και πολύ, υπήρξαν αρκετά τα δυο τελευταία χρόνια. Ανίατα άρρωστος κι έγραφε έναν “Γατόπαρδο” που αποτέλεσε το κλειδί της Ιστορίας. Λέγοντας εκείνο το απλό αλλά τόσο αλτρουιστικά γενναίο “Αν θέλουμε να μείνουν όλα όπως είναι, τότε πρέπει όλα ν' αλλάξουν. Έγινα κατανοητός;”
Φυσικά και δεν έγινε κατανοητός. Κι όμως κι εκείνος, όπως ο προπάππος του ο ήρωας, ήτο Πρίγκηψ και τα έχασε όλα. Το πατρικό των 300 δωματίων στάχτη από το βομβαρδισμό, τα φέουδα, λάφυρα στους νεόπλουτους. Ένα δεν θα 'χανε ποτέ, αυτό που ήταν, τον εαυτό του.
Γι' αυτό και ο σχεδόν άστεγος Τζουζέπε Τομάζι, δούκας της Πάρμας και πρίγκιπας Ντι Λαμπεντούζα, ακριβώς στο μεταίχμιο της Ιστορίας και της Ζωής (πέθανε τον επόμενο χρόνο) συγκέντρωσε σε ένα μυθιστόρημα “Ο Γατόπαρδος” και σε μια αυτοβιογραφική συλλογή αφηγημάτων “Η Σειρήνα και άλλα διηγήματα”, τα άπαντα “ενός ανθρώπου που από τη ζωή είχε καταλάβει τα πάντα”.
Αδυσώπητα διορατικός, ποιητικός και “με ένα υπαρξιακό αίσθημα που ήταν ταυτόχρονα στωικό και απεριόριστα φιλάνθρωπο”, αντιμετώπισε ειρωνικά και διεισδυτικά, τα παρακμιακά, αναγκαία γυρίσματα της Ιστορίας.
Για μας που σαν “Τα τυφλά γατάκια” του όλη μας η ζωή είναι ένας Χορός, όπως εκείνος ο αξέχαστος κινηματογραφικός στον “Γατόπαρδο” που μας χάρισε ο πρίγκιπας του σινεμά Λουκίνο Βισκόντι. Δυο νέοι ερωτευμένοι, ανίδεοι στα γυρίσματα της ζωής, χορεύουν χωρίς να βλέπουν τα αμοιβαία τους ελαττώματα και δίχως ν' ακούν τις προειδοποιήσεις της μοίρας. Δυο εφήμερα κι ανύποπτα πλάσματα που χαίρονται και την παραμικρή αχτίδα φωτός, “πώς θα μπορούσε κανείς να τα βάλει μ' εκείνους που αναπόφευκτα κάποια μέρα θα πεθάνουν;”
Ο Ντον Φαμπρίτσιο του βιβλίου, προπάππος, αλλά κι ο ίδιος ο Τζουζέπε Τομάζι, μέσα στην πάμφωτη σάλα του μεγάλου χορού θ' αναγνωρίσει ότι “η σκέψη του θανάτου, τελικά, τον ηρεμούσε, ενώ τον τάραζε η σκέψη του θανάτου των άλλων”. Γι' αυτό και σκέφτηκε πως “η ενδόμυχη άγνοια αυτής της υπέρτατης παρηγοριάς είναι ο κύριος λόγος που οι νέοι λυπούνται και πονούν με μεγαλύτερη οξύτητα απ' ό,τι οι γέροι που, για τους τελευταίους “η έξοδος κινδύνου είναι πιο κοντά”.
Με “το φαινόμενο Λαμπεντούζα” και τον “Γατόπαρδο”, δεδηλωμένα αριστοκρατικό κι αθεράπευτα επαναστατικό, κατανόησα, τελικά, την εποχή και την παρακμή μας.

(Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής)

ΥΓ. Διακοπές με τον... Πρίγκιπα, έκανα φέτος. Διαβάζοντας τα ίδια και τα ίδια, ξανά και ξανά. Και ξαναβλέποντας παλιές ταινίες. Τώρα, όλα τόσο στο πόδι, τόσο “γιατί έτσι”, τόσο “για την υπογραφή”... αλλά δίχως βαριά σκιά, ούτε έρωτας, ούτε επανάσταση, ούτε τέχνη. Αλλά ο μη υπάρχων, τί σκιά??? Υπάρχει, για να αφήσει και ίχνη?

10/9/09

“Να ρουφήξουμε με τις γλώσσες μας την άβυσσο, τίποτα λιγότερο απ' την άβυσσο!”

“ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΦΟΡΕΣ” της Ζυράννας Ζατέλη. Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 668, € 25.16.

“Αυτός είναι ο ουρανός, ωραία μου!... Μην τον φοβάσαι, μην τον τρέμεις- όσο δεν ρίχνει αστραπές, μην τον φοβάσαι... Κι εκείνος εκεί ο τζίτζικας, εκεί στην κορυφή του στύλου, είναι ο Συμεών ο στυλίτης- όλοι οι άγιοι σήμερα εδώ μαζευτήκαμε, όπως βλέπεις. Άλλοι κολλημένοι στην γη, άλλοι σκαρφαλωμένοι στον αέρα. Για χάρι σου!”
“Για χάρι μας” μοιάζει, εν τέλει, να έγιναν όλα. Αλλά μονάχα ο μαγεμένος μπορεί να μας μαγέψει.
Επτά χρόνια μετά από το πρώτο βιβλίο της τριλογίας “Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους” και το βιβλίο “Ο θάνατος ήρθε τελευταίος”, η Ζυράννα Ζατέλη, η συγγραφέας του επανέρχεται για να μας δώσει το αντίθετό του, αντίδοτό του: “Το πάθος χιλιάδες φορές”. Φροντίζοντας μέσα από την δεκατριάχρονη Λεύκα, τη μικρή μεσίτρα, να ρίξει γέφυρα στο εδώ και στο επέκεινα, και να αναστήσει για μια νύχτα Πρωτοχρονιάς, δηλαδή για πάντα, εφόσον έγιναν ήρωες πια- όλους τους άσωτους, όλους τους άσαρκους, όλους τους πεθαμένους. Σε ένα δείπνο που παραθέτει η μυστηριώδης συγγραφέας Λεύκα αλλά και Λύκα Ταυ και Ραμάνθις Ερέβους, σε ζώντες και κεκοιμημένους. Ένα βράδυ χιονισμένης Πρωτοχρονιάς κατά το οποίο καταλύονται τα σύνορα. Τα αινίγματα τίθενται επί τάπητος και ψάχνονται όλοι κρατώντας το κλειδάκι του έκαστος, το το πρωί.
Διότι μετά απ' εκείνο το ανεκλάλητο γεύμα, την άλλη μέρα έχουν να ιστορούν και να αναλύουν οι ζώντες:
Η Λεύκα “αλλιώτικη απ' τις άλλες, τί να κάνουμε” που καίγεται από πάθος για το πάθος και γράφει ανάποδα για να διαβάσει τα ανείπωτα του κόσμου. Ο παππούς της ο Τριαντάφυλλος και Ντάφκος, που καθαρίζει τα παπούτσια του για να πάει πέρα στους τάφους, κρατώντας το τσεκούρι σαν ομπρέλα, και οι άλλοι της οικογένειας, που βρέθηκαν αρχικά στην ξενιτιά: η Θωμαή κι ο Νικήτας (μάνα και πατέρας), η γιαγιά Ελένη και τα άλλα δυο παιδιά, Φυλλίτσα και Στέλιος.
Κι ανάμεσά τους, σχεδόν όλο το Ζατέλειο Σύμπαν, αυτή τη φορά: Η Ζίνα και η Δάφνη κι ο Σέρκας, ο Ζάφος και ο Δαβίκος, ως και αυτή η γνωστή αλλόκοτη Ιουλία που πήγε με τους λύκους. Επειδή η μικρή μαγεμένη μάγισσα της γραφής, Λεύκα, κρατά καλά κρυμμένα τα λεπτομερή τεφτέρια: “Να μην ξεχάσω για τον μικρό Νικολάκη που κρεμάστηκε από το δέντρο. Και για τον άντρα που τουφεκίστηκε επειδή δεν άντεχε τα δειλινά. Και η Αθανασία που την ρούφηξε η άμμος, τα νερά. Η μητέρα της, όταν την είδε πως την φέρανε, είπε: “Εγώ την κόρη μου δεν την στέλνω στον άλλον κόσμο με άμμο!” Και την έπλυνε, την καθάρισε, την έντυσε με καλά ρούχα, και μετά άρχισε να την κλαίει”.
Δεν βιάζεται, ακριβώς όπως η συγγραφέας που την γεννά: “Κανείς δεν ανεβαίνει ως εκεί για να κατέβει αμέσως”, κι ο έντιμος αναγνώστης το ξέρει.
Κι απολαμβάνει το “θηρίο”, “Μονάχα εσύ θα μείνεις, ω θηρίο, δείξε έλεος”, όπως της λέει ο νεκρός Σέρκας από την αρχή, δίνοντας συμβουλές σαν μαντεψιές, “Άν όποτε των ημερών αγαπήσεις, πέραν του μοναδικού θανάτου, και κάποιο πρόσωπο της γης που δεν κάνει να μας πεις το όνομά του, να λες “ο λύκος”! Έφυγα με τον λύκο, να λες, γιατί ο κόσμος δεν με χωράει πια, ούτε κι ο εαυτός μου- α μα τί!” σα να το ξέρει. Επειδή “Μερικές γι' αυτό γεννιούνται, δεν το ξέρεις; Να ερωτεύονται ανέμους”. Και περιμένοντας από “το θηρίο” παραγγελιά: “Πόσα μελανοδοχεία να σου παραγγείλω, πόσες δεσμίδες χαρτί- που το γεννούν τα δάση, τα δεντράκια, να θυμάσαι- για να μας στείλεις όλους από πάνω κάτω και τανάπαλιν;”
Αυτό λοιπόν βλέπουμε στο δεύτερο βιβλίο, το πάθος χιλιάδες φορές, το πάθος για το ανομολόγητο πάθος και για την ακατάκτητη γραφή, σα να 'ναι λύκος κι αυτή, κι όλα είναι από πάντα εκεί, σαν την εικόνα: “Το κορίτσι και ο λύκος, σαν να μην υπήρχε τρίτο πρόσωπο στην εικόνα, να μη μετρούσε ο ίδιος ο αγαπημένος της κοπέλας, αυτός που την έκλεψε πάνω στον λύκο”.
“Με μαχαιρώνουν όσα έχω να θυμάμαι” και “Πες μου τί θέλεις, και θα γίνει πραγματικότητα”. Αυτό κάνει η Λεύκα κι είναι το ίδιο ακριβώς που επιχειρεί να εξιστορήσει μαγεύοντάς μας, μαγεμένη η Ζατέλη. Γινόμαστε κι εμείς, θέλοντας και μη, ακριβώς σαν τη γιαγιά Ελένη: “Σαν να διάβαζε μικρά ανατριχιαστικά παραμύθια η Ελένη, που την έκαναν να τινάζει ασυναίσθητα τον γιακά της απ' τα χώματα... για να 'ναι ο θάνατος από δω, από εκεί, θα ταν το άλλο, το αντίθετό του...” Και στο καινούργιο μυθιστόρημα, όλα είναι εδώ: ο αλλόκοτος θάνατος και το ανομολόγητο πάθος, το αντίθετό του. Το βάσανο και το βάλσαμο της γραφής. Η Λεύκα και το δίδυμο αντίθετό της, η Ζήλη ή Ωραιοζήλη.
Η ζωή η ζώσα που είναι σαν μαύρο ρόδο και παραμύθι και η σπαρταριστή γραφή, τα σημαδάκια της φωτιάς, τα ανάποδα γράμματα πρώτα στο ίδιο το σώμα. Η τελετουργική διαδικασία της γραφής, κι εκείνα που υπερβατικά καταλύει: ο χωροχρόνος.
Ο τόπος που, όπου κι αν πάμε μας ακολουθεί, κι ο χρόνος που ζωντανεύει και τους νεκρούς, επιτρέποντας στο μέλλον να φανερώνεται και στο παρελθόν να επιστρέφει αποκαλύπτοντας μυστικά που διακριτικά θα κάνει αινιγματική ιστορία το συγγραφικό παρόν της Ζατέλη.
“Να ρουφήξουμε με τις γλώσσες μας την άβυσσο, τίποτα λιγότερο απ' την άβυσσο!” Διότι η συγγραφική επιδίωξη είναι αυτή, η ερωτική επιδίωξη της Δάφνης.
'Ενα μυθιστόρημα που εξιστορεί το αίνιγμα της ζωής και της γραφής, με μια γραφή – αν και ορθή αυτή τη φορά- εντελώς δαντελοπλεγμένη.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Η Ζυράννα Ζατέλη γεννήθηκε το 1951 στον Σοχό Θεσσαλονίκης.
Σπούδασε θέατρο στην Αθήνα, μα δεν ασχολήθηκε παρά με το γράψιμο.
Η “Περσινή αρραβωνιαστικιά” είναι το πρώτο της βιβλίο με διηγήματα (1984).
Ακολούθησε το “Στην ερημιά με χάρι” (1986), επίσης με διηγήματα.
Το 1993 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της “Και με το φως του λύκου, επανέρχονται” (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1994), το οποίο μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ολλανδία, τη Σερβία και τη Λιθουανία.
Ενώ το 2001 εκδόθηκε το μυθιστόρημά της “Ο θάνατος ήρθε τελευταίος”, πρώτο μέρος της τριλογίας “Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους” (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, 2002).
Το 2005 εκδίδεται από τον Ιανό η νουβέλα της “Ο δικός της αέρας” και
το 2006 από τις εκδόσεις “Καστανιώτη” το αφήγημα “Οι μαγικές βέργες του αδελφού μου”, με αφορμή την έκθεση ξυλογλυπτικής του Χρήστου Καρακόλη στο Μουσείο Μπενάκη.
Από τις εκδόσεις “Καστανιώτη” κυκλοφόρησε φέτος το καλοκαίρι το δεύτερο μέρος της Τριλογίας της “Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους” και με τον τίτλο “Το πάθος χιλιάδες φορές”.

7/9/09

Τρελαίνομαι για τη σιωπή. Και για τις ιστορίες που καταφθάνουν σαν έρωτας, κεραυνοβόλα, και κατακέφαλα με κτυπούν.

Στο αίθριο του Πανδοχείου. Ελένη Γκίκα

Αγαπημένοι σας διαχρονικοί και σύγχρονοι συγγραφείς.

Κάφκα, αυτά τα “Γράμματα στον πατέρα” σε ηλικία... δώδεκα χρονών που δεν θα ξεχάσω ποτέ (ενδεχομένως επειδή ήθελα να τα στείλω ή να γράψω κι εγώ στη μαμά μου), Ντοστογιέφσκι, στον οποίο γυρνώ και ξαναγυρνώ (ο πρίγκιπας Μίσκιν που με σημάδεψε, ο μισάνθρωπος αυτός που ώρες – ώρες κάτι μου θυμίζει από το “Υπόγειο”, οι “Λευκές νύχτες” του αλλά και όλα όλα, ο Μπόρχες, Ευαγγέλιο και ξόρκι για κάθε κακό, η Πλάθ, ο Χιουζ με αυτά τα συγκλονιστικά “Γράμματα γενεθλίων”, η Ντίκινσον, ο Καρυωτάκης, ο Μαγιακόφσκι και το “σύννεφό” του, η Γιουρσενάρ, η Μπλίξεν, η Βιρτζίνια Γουλφ δίχως αμφιβολία, τα Πατερικά Κείμενα, είναι στο κομοδίνο μου, στην καρδιά μου, πάντα μα πάντα σε πρώτη ζήτηση, εδώ, εκεί.

Αγαπημένα σας διαχρονικά και σύγχρονα βιβλία.

Τα Διηγήματα και τα Ποιήματα του Μπόρχες, η “Άβυσσος” της Γιουρσενάρ, “Ο Ηλίθιος” του Ντοστογιέφσκι, “Η Άννα Καρένινα” του Τολστόι,“Ο γυάλινος Κώδων” της Σύλβια Πλαθ, “Το σύννεφο με τα παντελόνια” του Μαγιακόφσκι, “Το σπάσιμο” του Φιτζέραλντ, “Η Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων” του Λιούις Κάρρολ σ' όλες τις εκδοχές, ο Άντερσεν ακόμα και τώρα με τα σκοτεινά παραμύθια του...

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Τα απίστευτα του Πωλ Μπόουλς, ειδικά όσα βρίσκονται στον “Σκορπιό” (εκδόσεις “Απόπειρα”), όλα τα διηγήματα του Μπόρχες (το... “άλεφ” εννοείται!), τα διηγήματα της Κάρεν Μπλίξεν “Ανέκδοτα του πεπρωμένου”, “Οι επτά γοτθικές ιστορίες” και “Οι ιστορίες του χειμώνα”, τα διηγήματα της Κάθριν Μάνσφηλντ “Το γκάρντεν πάρτι”...

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Η Μαρία Μήτσορα από τα πρώτα της κιόλας! “Αννα, να ένα άλλο”, το έχω διπλό, “Σκόρπια δύναμη”, “Η περίληψη του κόσμου” και “Ο ήλιος δύω”, πήγαινα στο Αντί, δεκαεννιάχρονη, έμενε απέναντι. Η γάτα της ήταν ερωτευμένη με τον γάτο μας τον... Ερρίκο! Ναι, αυτό που κάνει η Μαρία, μ' αρέσει πολύ! Και ο Καλλιφατίδης. Μ' αρέσει ο ερωτισμός για τη γλώσσα, ο τρόπος που όλα είναι παρτίδα σκακιού, αυτός ο αισθησιασμός που υποδόριος στο κείμενο, σε κάνει να τον λατρεύεις.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας;

Ο Μίσκιν, για να του μοιάσω, η Άννα Καρένινα που μου έχει κάνει ζημιά! Όποτε ερωτευόμουν, γύρευα... τρένο! Ο Χίθκλιφ, αλλά πού να τον βρεις! Ο “υπέροχος Γκάτσμπι”, μήπως τον είδε κανείς???

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Διαρκώς! Μαζί τους ζω κι όταν ακόμα χωρίσουμε! Αλλά εκείνοι που δεν είχαν, τελικά, ξεκολλημό, ήταν και οι πλέον.... κρυπτόμενοι: ο Άγγελος από το “Αν μ' αγαπάς, μη μ' αγαπάς” που με παρέσυρε, τελικά, στον “Υγρό χρόνο” του και η Σαβίνα, επίσης, από το ίδιο, που σαν κούκλα ήρθε και ράγισε στο “Πλήθος είμαι”. Καθόλου τυχαίο αυτό! Ο πρώτος, μέσ' στον σαγηνευτικό του αλκοολισμό, άφησε μόνον λίγα χειρόγραφα, σελίδες ημερολογιακές. Εκείνη, ό,τι είχε να πει, το έλεγε μέσα από κείμενα άλλων, πού να την βρεις!

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Παντού, αλλά παντού, όμως! Και ειδικά σε δωμάτια ξενοδοχείων! Τα λατρεύω αυτά! Αν είχα χρήματα, δεν θα είχα σπίτι. Σε ξενοδοχείο θα έμενα, πάντα. Για πάντα. Αλλά όσο περνά ο καιρός, κυριολεκτικά παντού! Περπατάμε μαζί, ούτε καν παράλληλα. Εγώ και η ιστορία. Η μάλλον η ιστορία και ξοπίσω, ασθμαίνοντας, εγώ. Και οι ήρωες, όλοι, χεράκι- χεράκι με μένα. Τους έχω ανάγκη και το ξέρουν αυτοί. Γι' αυτό και όσο περνά ο καιρός, με καταδέχονται παντού.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Ο... ερωτικός! Να με χτυπήσει η ιστορία, κατακούτελα! Κι ο τίτλος! Κι ο ήρωας! Ε και μετά να την ξεθάβω έκθαμβη σιγά – σιγά! Να μου λύνει απορίες, να με γεμίζει απορίες, να μου εξηγεί τη ζωή. Αλλά και το αθέατο. Του κόσμου και το δικό μου.

Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Τρελαίνομαι για τη... σιωπή! Με μαγεύει η τζαζ, η όπερα και η σιωπή. Όταν γράφω, ακολουθώ την μουσική της ιστορίας. Δεν μου αρέσει καθόλου να μπερδεύω τις μουσικές. Ούτε και να υπαγορεύω εγώ στους ήρωες το ρυθμό, μ' αρέσει ν' ακολουθώ τα βήματά τους. Χορεύω στο δικό τους... χορό. Φτάνει να πετύχει όλη αυτή η... τελετουργία και να συντονιστώ. Η πρώτη σελίδα είναι το δύσκολο. Μετά ακολουθώ την ουρίτσα. Την κρατώ πια κι αυτό μου είναι αρκετό.

Μια μικρή παρουσίαση/εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά [ή για όσα κρίνετε]. Είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν. Τυγχάνει κάποιο περισσότερο αγαπημένο των άλλων;

Τα πρώτα που κυκλοφόρησαν ήταν ποίηση. Ένα παιχνίδι με πρόσχημα ή όχημα τα γράμματα, παιχνίδι ζωής και θανάτου, τελικά. Μ για το μέλι, τη μαμά και το μαχαίρι (παιδική ηλικία, “Μέλι, μελό, μέλισσα, μάλιστα), Ε για τον Έρωτα και την δική του αλλόκοτη Ερημιά (εφηβεία, “Έως, εαρινός, έρημος, έρχομαι”), Σ για την σάρκα που μας σταυρώνει, τελικά (ηλικία της ωριμότητας, “Σώμα, σταυρός, σάρκα, σταυρώθηκα”), Θ για το... φινάλε που είναι θάνατος αλλά και θαύμα και Θεός (γήρας να το πω? “Θόλωσα, θύελλα, θάμβος, θυμήθηκα”) και Άλφα διότι όλα εν τέλει ξαναρχίζουν (Άβυσσος, άλγος, άλμα, αρχίζω”). Το φθινόπωρο θα κυκλοφορήσει η ποιητική συλλογή “Το γράμμα που λείπει”. Τώρα στα πεζά...Επιθυμία, Ενοχή, οι βασικές εμμονές. Και η επανάληψη ως μοτίβο πεπερασμένου σύμπαντος και ζωής, κατά το θεώρημα του Πουανκαρέ. Τα ίδια λάθη, λες από μνήμη κυττάρου. Στο “Αναζητώντας τη Μαρία” μια κόρη βάδιζε ακριβώς στ' αχνάρια της μητέρας, κάνοντας τα όλα ακριβώς αλλιώς! Στο “Να τα μετράω ή να μην τα μετράω τα χρόνια;” ένας άνδρας “σκυφτός” από αρχαίο τρόμο, έχασε τη Μεγάλη Συνάντηση και τη Μεγάλη Στιγμή. Στο “Μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου” η Μαρίνα της Βορινής κουζίνας “συνομιλούσε” με μιαν άλλη Μαρίνα που είχε ζήσει 150 χρόνια σε μια άλλη κουζίνα, αψηφώντας εκείνο που όλο το σώμα της επιζητεί. Στο “Χαίρε παραμύθι μου” δυο εραστές βαδίζοντας στα βήματα του Μαγιακόφσκι και της Λίλια Μπρικ, χάνουν το πρόσωπό τους. Στο “Αίνιγμα του άλλου” τρεις σε μια ερωτική δίνη, βλέπουν το ίδιο αλλιώς, αναγνωρίζοντας πως ο μεγάλος άγνωστος δεν είναι ο άλλος, αλλά ο επικίνδυνος, άγνωστος Εαυτός. Στο “Αν μ' αγαπάς, μη μ' αγαπάς” οι δυο ήρωες “φεύγουν” μακριά από το παρελθόν τους και σκουντουφλούν πάνω του στην άκρη της γης. Στο “Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω” οι δυο κόντρα ρόλοι της ίδιας γυναίκας. Στον “Υγρό Χρόνο” ένα ερωτικό γαιτανάκι γύρω από έναν νεκρό. Τον πιο ζωντανό, όλων! Στο “Πλήθος Είμαι” η ηρωίδα αυτής της άτυπης τετραλογίας (που ξεκινά από το “Αν μ' αγαπάς, μη μ' αγαπάς”) επιστρέφει. Στο πατρικό σπίτι που “ευνοεί” τον αλλόκοτο έρωτα και το Κακό. Η θεωρία της επαναληπτικότητας, στην απόλυτη πράξη. Στα παραμύθια, ένα που κυκλοφορεί (“Το κοριτσάκι που πίστευε στα θαύματα”) και τα άλλα που ακολουθούν (“Η Νεφέλη στο νησί του Παντός”) το θαύμα της τέχνης. Μια μικρή ηρωίδα που μπαινοβγαίνει στις ζωγραφιές, στις ιστορίες, στις καρτ- ποστάλ, στις μουσικές.

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;

Το τελευταίο βιβλίο είναι το “Πλήθος Είμαι” που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο. Και είναι εκείνο που ήδη σας είπα: το λάθος και το πάθος που μας ακολουθεί. Ένα σπίτι που, ως ζωντανός οργανισμός, αναπαράγει σχεδόν “την ίδια στιγμή”. Και μια γυναίκα η οποία για να ξεφύγει, μέσα απ' τα κείμενα, γίνεται άλλη. Γίνεται “άλεφ”, όλοι, οι άλλοι. Για να επιζήσει και να κατανοήσει, για να αγγίξει το ύψιστο, τελικά. Και για να λύσει την κατάρα ή τον γρίφο.

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;

Το καινούργιο της Τόνι Μόρισσον, “Έλεος”. Συγκλονιστικός τίτλος. Και τελειώνω (το διαβάζω σιγά- σιγά, δεν θέλω να μου τελειώσει) τους “Maytrees” της Annie Dillard (Εκδ. “Ίνδικτος”), για την τεράστια Λου! Δεν έχω ξανασυναντήσει άνθρωπο που να μπορεί να αγαπά αιώνια με αυτόν τον τρόπο! Ε ναι, ήθελα να είμαι η... Λου. Κι ας με.... προδώσουν όσοι αγαπώ!

Τι γράφετε τώρα;

Ένα μυθιστόρημα, αλλά με εμποδίζει ένα... άλλο! Μπήκε με το “έτσι θέλω” στη δική μου ζωή και θα πρέπει οπωσδήποτε να το ακολουθήσω. Αλλά αν το πω, φοβάμαι ό,τι θα μου χαλάσει, είναι λιγάκι σαν το... μυστικό. Σκάβεις ένα λακκάκι στο χώμα, στο βουνό, ή χαράζεις το δέντρο, ε κι εκεί το λες. Για να εξακολουθεί να υπάρχει και να σε βρει. Αλλιώς...

Ασχολείστε επισταμένα με την κριτική λογοτεχνίας. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Σας κλέβει συγγραφικό χρόνο ή εξαργυρώνεται με κάποιο τρόπο;

Διαβάζω σαν μανιακή, από μικρό παιδί. Διαβάζω όπως πίνω νερό, αναπνέω. Το πρώτο που κάνω όταν ανοίγω τα μάτια μου το πρωί. Και το τελευταίο, προτού τα κλείσω το βράδυ. Διαβάζω για μένα. Ε είχα και την σπάνια τύχη όλο αυτό να το έχω και... δουλειά, δηλαδή πως να το πω... θα πλήρωνα για εκείνο που με πληρώνουν να κάνω! Και εννοείται ότι όλη αυτή η αναγνωστική δίψα, συνήθως σε οδηγεί στη γραφή. Η ιστορία σου που την βλέπεις να σχηματίζεται ή την ξεθάβεις στο άσπρο χαρτί, έχει για σένα, τις πιο μεγάλες εκπλήξεις. Φιλοδοξείς, βεβαίως, εις μάτην μάλλον, να σου κρατά κι όλες τις απαντήσεις! Αλλά μπα, δεν... ίσως γι' αυτό και να γράφουμε και να ξαναγράφουμε. Αλλά και δεν μπορείς να ζήσεις διαφορετικά. Όχι, για μένα, ανάγνωση και γραφή, είναι ένα. Το ίδιο. Η ζωή μου. Η Εδέμ. Ελπίζω ο καλός Θεός να με στείλει, πεθαίνοντας, σε... αναγνωστήριο.

Οι εμπειρίες σας από το ιστολογείν;

Ξανάγινα... παιδί! Καθόλου τυχαίο το σύνηθες σχόλιο για τα “alef” και “moha” “δυο πιτσιρίκια που παίζουν!”. Έκανα φίλους, είδα να μ' αγαπούν ως άγνωστη άλλη, έφτασε ως εμένα ένα θεόσταλτο παιδί! Η Νεφέλη, η βαφτιστήρα μου. Από φίλο καλό (που γνώρισα στο... ίντερνετ!) γνώρισα τον μπαμπά της. 'Ηρθε με την μαμά της κρατώντας στους ώμους ένα θεικό μωρό. Με ξανθά κοτσίδια ολόρθα και μου πέρασε τα χεράκια της στο λαιμό. Ναι, αυτό το υπέροχο παιδάκι μου το έστειλε ο καλός άγγελος του διαδικτύου. Και πιστέψτε με, όχι μόνο, αυτό!
Σας ευχαριστώ.

YΓ. Δημοσιεύθηκε στο “Αίθριον” του “Πανδοχείου” στις 9 Αυγούστου 2009 και στο Mic (www.mic.gr/books.asp?id=18480) στις 7 Αυγούστου 2009 από τον φιλόξενο “πανδοχέα” Λάμπρο Σκουζάκη και θερμά τον ευχαριστώ. Δεν μ' έχουν πολυσυνηθίσει σε κάτι τέτοια, συνήθως στέκομαι απέναντι. Αυτή τη φορά με “υποχρέωσε” όμως να σκύψω να δω. Πόσο χαρούμενη και δυνατή με κάνουν, τελικά, τα βιβλία. Γενικώς τα βιβλία. Και των άλλων, ακόμα πιο πολύ!
Στο μεταξύ, γύρισα στη γωνιά μου, ξαναχώθηκα στα βιβλία και μ' αρέσει πολύ. Αυτά. Ας πάμε παρά κάτω, όμορφα θα 'ναι. Και μαγικά. Όπως είναι η ζωή εάν κατορθώνουμε να κρατάμε ανοιχτά τα μάτια και την καρδιά μας. Ας προσπαθήσουμε, έστω. Κάτι είναι κι αυτό, ναι?

1/9/09

Παρά τούτο...

"Η ευνοούμενή του λέξη ήταν "συγκρατήσου" και μέσα στο αγαπημένο του μυθιστορηματικό αφήγημα του "Μεγάλου Φρειδερίκου" δεν υπογράμμισε τίποτ' άλλο από την αποθέωση αυτής της εντολής, που τη θεωρούσε σαν συμπύκνωση της παθητικής αρετής".

"Σχεδόν κάθε μεγάλο που υπάρχει, το χρωστά σ' ένα "παρά τούτο", σε μια πρόκληση ενάντια στα βάσανα και τις έγνοιες, τη φτώχεια, την εγκατάλειψη, τη σωματική αδυναμία, τα ελαττώματα, τα πάθη, τις χιλιάδες τα εμπόδια".

"Αν μελετούσε κανείς όλα τούτα τα πεπρωμένα και τόσα άλλα παρόμοια, σίγουρα θα παραδεχόταν πως δεν υπάρχει άλλος ηρωισμός, από τον ηρωισμό της αδυναμίας...
Ο Άσσενμπαχ ήταν ο ποιητής όλων εκείνων που δημιουργούν στα ορόσημα της εξάντλησης, που λυγίζουν κάτω απ' το βαρύ μόχθο, που είναι κιόλας τσακισμένοι και στέκουν ωστόσο ορθοί..."

Τόμας Μανν, ανυπέρβλητος! Αλλά από πού???? (εύκολο είναι!)

Καλό Φθινόπωρο με έναν Σεπτέμβρη υπέροχο, "παρά τούτο"...