8/9/10

“Ήταν όλα τυχαία, Τζέρι...”

“Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ” του Φίλιπ Ροθ. Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά. Εκδ. “Πόλις”, σελ. 170, € 15

“Όλα τα θεωρούσε ασκήσεις χωρίς νόημα. Αυτό που εξακολουθούσε να τον φοβίζει, καθώς πλησίαζε η μέρα του εξιτηρίου, ήταν το γεγονός ότι τίποτα από όσα του είχαν συμβεί δεν φαινόταν να συνδέεται με κάτι άλλο”...
“Δεν υπάρχει σοβαρός λόγος για οτιδήποτε συμβαίνει, είπε στον γιατρό αργότερα, την ίδια μέρα. “Χάνεις, κερδίζεις- όλα είναι ένα καπρίτσιο της τύχης. Η παντοδυναμία του καπρίτσιου. Η πιθανότητα της ανατροπής. Ναι, η απρόβλεπτη ανατροπή και η εξουσία της”.
Και το “αγκάθι” στο καινούργιο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ είναι ακριβώς σ' αυτό το σημείο: Το τυχαίο, το Χωρίς νόημα. Το αντιλαμβάνεται ο ήρωάς του, ηθοποιός διάσημος και σπουδαίος, την κορυφαία στιγμή. Εκεί που τελειώνει, μοιραία, η κορύφωση κι αρχίζει η πτώση, ξαφνικά στη σκηνή, σ' ένα ρόλο: “Είχε χάσει τη δύναμη να σαγηνεύει. Η ορμή του είχε ξοδευτεί”, το σημειώνει ο σπουδαίος αμερικανός συγγραφέας από την πρώτη στιγμή, στην πρώτη γραμμή.
Βαθύτατα υπαρξιακός και σε αυτό το καινούργιο βιβλίο, φλερτάροντας με το θάνατο τα τελευταία χρόνια στο “Κανένας” και “Φεύγει το φάντασμα”, παρακολουθεί το ταλέντο- νόημα να χάνεται σε ένα ψυχολογικό θρίλερ μέχρι τη ύστατη στιγμή.
Ηθοποιός ο Σάιμον Άξλερ, κατά συνέπεια “όλα είναι ρόλος”. Αρχίζει με “Πρόσπερο” Σαίξπηρ και τελειώνει με “Γλάρο” του Τσέχωφ, ολόκληρη η ζωή του- σκηνή.
“Τα γλεντοκόπια μας τέλειωσαν πια. Οι θεατρίνοι μας ετοούτοι/ όπως σας είχα προμαντέψει, πνεύματα ήταν όλοι/ κι έλειωσαν, γίναν άνεμος, διάφανος άνεμος”. Στον “διάφανο άνεμο” (τίτλος του πρώτου κεφαλαίου) λοιπόν, κι αυτός, συνειδητοποιεί επί σκηνής, ό,τι έχει τελειώσει, αδειάσει, κάλπης πια, όλα είναι ένα ψέμα, και παρακολουθεί ως ψέμα και τον “ρόλο του” στην όντως ζωή. Αντιστέκεται όσο μπορεί στην αυτοκτονική του διάθεση, νοσηλεύεται, παρακολουθεί εικαστική θεραπεία, γνωρίζει κι ακούει συνασθενείς, επιστρέφει κι απομονώνεται, συναντιέται με τον ατζέντη του, αρνείται την όποια “μέτρια” πια επιστροφή. Την συμβουλή του για διδασκαλία και “το από στιγμή σε στιγμή”, θυμίζοντάς μας εκείνο “το θεικό παρόν” της Φιλοκαλίας και της Γερόντισσας Γαβριηλίας και ενώ επαναλαμβάνεται η λέξη “ταπείνωση” εμείς διαπιστώνουμε ότι μιλά για “εγωισμό” για “τσαλακωμένο εγωισμό” εν πολλοίς. Αυτό που μας γονατίζει, μας κάνει το- απόλυτο- τίποτα απ' εκεί που είμαστε “το- κέντρο- του- κόσμου”, παρ' όλα αυτά ακόμα αντιστέκεται, με λάθος τρόπο, πηγαίνοντας κατ' ευθείαν στα δύσκολα έως αδύνατα, ακριβώς για να καταρρακωθεί. Ερωτεύεται με γνήσιο υποκριτικό πάθος ως “Τον- Ρόλο”, την λεσβία κόρη των φίλων του, που την έχει δει να γεννιέται, την πλάθει και πλάθεται, ηττάται κατά κράτος, εξάλλου γι' αυτό είναι εκεί, ακριβώς για να ηττηθεί.
Ο συγγραφέας τον παρακολουθεί τριτοπρόσωπα με ακρίβεια εντομολόγου και ωμότητα ιατροδικαστή, ερμηνεύοντας συναισθήματα, φόβους, διλήμματα, άγχη, με ρόλους, αναζητώντας μέσα από αυτόχειρες ήρωες την απαραίτητη δύναμη ή ερμηνεία για την ύστατη έξοδο- στιγμή.
Η κατάρρευση θα ρθεί με την τελική, ερωτική αποτυχία-αφορμή. Η σαραντάχρονη Πεγκίην τον εγκαταλείπει για το “ερωτικό παιχνίδι” την Τρέισι που “της χάρισε” ο ίδιος κάποια στιγμή. Αλλά και πάλι, για να επιτύχει την έξοδο, γίνεται “ο ρόλος”. Ο Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς Τρέπλιεφ, ο τσεχοφικός αποτυχημένος κι απελπισμένος συγγραφέας του “Γλάρου” που του χάρισε τον αρχικό θρίαμβο, ως κύκνειο άσμα του, αυτή την ύστατη στιγμή. Ξαναγίνεται ο ρόλος. Και με ένα σημείωμα με εφτά λέξεις, με απόλυτη επιτυχία, κάνει φινάλε σ'- αυτή- τη – σκηνή: “Γεγονός είναι ότι ο Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς αυτοπυροβολήθηκε”. Με την τελευταία αράδα του “Γλάρου”.
Σε ένα σύντομο, μεστό, “ρωμαλαίο και πετυχημένο” δυνατό μυθιστόρημα που μπορεί να αποτελεί και το κάποια στιγμή, “αναπόφευκτο” υπαρξιακό δράμα για κάθε οπαδό του Τυχαίου, εφόσον “όλα είναι καπρίτσιο της Τύχης” και ουδεμία σημασία έχει το αν παίζουμε ή δεν παίζουμε εμείς!
Αρχετυπικός ο χαρακτήρας του Σάιμον Άξλερ, ενσαρκώνει τον κάθε δημιουργό “σε κρίση” που θα περάσει ούτως ή άλλως, ο Φρόυντ δεν τόπε; έχουμε έρθει για τα χάσουμε όλα σ' αυτή τη ζωή. Αλλά άλλο “Ταπείνωση” άλλο “Ταπεινότητα”. Η ταπείνωση έρχεται εκ των έξω και η μόνη αντίδραση είναι η πτώση ή η προσαρμογή.
Η τραγωδία του σύγχρονου ανθρώπου σε αριστουργηματική μετάφραση της Κατερίνας Σχινά (ούτε συγγραφική ανάσα δεν πάει χαμένη).
“Ήταν όλα τυχαία, Τζέρι, τυχαίο που μου δόθηκε ένα κάποιο ταλέντο, τυχαίο που μου αφαιρέθηκε. Η ίδια η ζωή είναι τυχαία, από την αρχή ως το τέλος”, ε ναι Σάιμον Άξλερ, Φίλιπ Ροθ, έχετε δίκιο, δεν αντέχεται τελικά όλο αυτό! (το κενό) σ' αυτή τη ζωή.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Φίλιπ Ροθ γεννήθηκε το 1933 στο Νιούαρκ του Νιού Τζέρσεϊ. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στα πανεπιστήμια του Bucknell και του Σικάγου. Διετέλεσε καθηγητής της συγκριτικής λογοτεχνίας στα πανεπιστήμια του Πρίνστον, της Νέας Υόρκης (Hunter College) και της Πενσυλβανίας. Διηύθυνε τη σειρά "Συγγραφείς της άλλης Ευρώπης" στις εκδόσεις Penguin και γνώρισε στο αμερικανικό κοινό συγγραφείς όπως ο Bruno Schulz και ο Μίλαν Κούντερα. Ο Φίλιπ Ροθ έχει τιμηθεί με τα βραβεία National Book Award, Pulitzer, PEN/Faulkner, National Book Critics Circle Award, National Medal of Arts και με το Gold Medal in Fiction της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων.
Έργα του: “Η ταπείνωση”, “Αγανάκτηση”,
“Φεύγει το φάντασμα”, “Επιχείρηση Σάυλωκ”, “Η αντιζωή”, “Το σύνδρομο του Πόρτνοι”,
“Το ανθρώπινο στίγμα”, “Καθένας”,
“Το ζώο που ξεψυχά”, “
“Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής”,
“Κι ό,τι θέλει ας γίνει”,
“Κουβέντες του σιναφιού”,
“Αντίο Κολόμπους”, “Ζούκερμαν”,
“Δεσμώτης”, “Η ζωή μου ως άντρα”, “Πατρική κληρονομιά”, “Απάτη”, “Το βυζί”,
“Η νόσος του Πορτνόυ”...

Για τους φίλους που υπήρξαν “τυχαία”...

ΥΓ1: Τυχαίες συναντήσεις

“Όταν σχολάω καταφεύγω στην πεζογραφία για να σωθώ, σαν να' ταν νησί. Όλη μέρα την περνάω μέσα σ' ένα θορυβώδες ποτάμι στη σύνταξη της εφημερίδας, όμως το απόγευμα μεταφέρομαι ψηλά πάνω σ' ένα νησί, και μόλις αρχίζω να διαβάζω τις πρώτες λέξεις, νιώθω κάθε φορά λες και κωπηλατώ και φεύγω μακριά μες στο νερό. Μονάχα χάρη σε αυτή την καθημερινή ανάγνωση έχω σήμερα ακόμη τα λογικά μου”.
Φτάνοντας Βιέννη φέτος το καλοκαίρι για να βρω... δροσιά, ανάμεσα στα βιβλία που κρατούσα, ήταν κι ο Ζέμπαλντ, κεραυνοβόλος έρως που διαρκεί. Από το “Αίσθημα ιλίγγου” είχα διαβάσει μόνο το πρώτο μέρος. “Μπελ ή Το παράξενο γεγονός του έρωτα”. Με τρόπο αλλόκοτα μαγικό, ο Ζέμπαλντ ένωνε ως συνήθως ταξίδι, ιστορία, αίσθημα, φιλοσοφία, λογοτεχνία. Εκλεκτικές συγγένειες, επί τω προκειμένω με τους ιλίγγους του Φλωμπέρ.
Εκείνο που ακολουθεί θα μπορούσα να το είχα γράψει κι εγώ: “Ξεκινούσα νωρίς το πρωί και έκανα βόλτες στη Λέοπολντστατ, στο κέντρο της πόλης και στη Γιόζεφστατ, προφανώς δίχως σκοπό και προορισμό, από τις οποίες καμία, όπως διαπίστωσα αργότερα ρίχνοντας μια ματιά στο χάρτη, δεν ξέφευγε από ένα σχήμα δρεπανιού ή το πολύ μισοφέγγαρου...”. “Στις περίπου δέκα ημέρες που πέρασα στη Βιέννη δεν είδα τίποτα, δεν μπήκα πουθενά, παρά μόνο σε καφενεία και εστιατόρια...” Εάν δεν με είχε ξαφνιάσει εκείνος στα μισά της διαμονής. Μέρος δεύτερο και οι τυχαίες του συναντήσεις με τον Καζανόβα και με τον Κάφκα, πέφτοντας επάνω σε φοιτητές που τους μοιάζουν και διαβάζοντας για κείνους, όλως τυχαία αλλά χρονικώς επετειακά. Περπατώντας στους ίδιους ακριβώς δρόμους, που περπατούσα και τον διάβαζα:
“Στην αρχή δεν κατάφερνα να κουνηθώ από τη θέση μου, τόσο βαρύνουσα σημασία απέδιδα σ' αυτές τις προφανώς απολύτως τυχαίες συναντήσεις”. Ζέμπαλντ, σελ. 67.
Στην τελευταία του ιστορία, κι άλλα τυχαία: “Il ritorno in patria”(Επιστροφή στην πατρίδα), σελ. 152: “Σε μια αλάνα με μπάζα, δίπλα στη γέφυρα, όπου φύτρωναν ιτιές, μπελαντόνες, κολλητσίδες, φλόμοι, βερβένες και αρτεμισίες, τα καλοκαίρια των πρώτων χρόνων μετά τον πόλεμο έστηναν εδώ τα τσαντίρι τους οι Τσιγγάνοι”. Με τσιγγανάκια μεγάλωσα παίζοντας στην αλάνα στο πατρικό της μαμάς. Αλλά κι ο φόβος για το σκοτάδι του Ζέελος, τελευταία και του δικού μου μπαμπά. Το αίσθημα ιλίγγου πού και πού και οι τυχαίες παρατηρήσεις με συγγραφικά πεπρωμένα, βήματα, πάθη, λάθη, διαδρομές...