«Πάνε τρεις μήνες που ξυπνήσαμε κι η τέχνη ήταν νεκρή... Τώρα οι καμβάδες ήταν στη θέση τους, αλλά τα λουλούδια είχαν μαραθεί και τα τοπία ήταν μουντά, πάντως εμείς πήγαμε κανονικά στις δουλειές μας, δεν ήταν καιροί ν’ ασχολούμαστε με φιλοσοφίες πρωινιάτικα».
Είναι είκοσι κάτι χρόνων η Ιφιγένεια Ανδρεδάκη και υπήρξε το πρώτο βραβείο ενός διαδικτυακού διαγωνισμού που οργάνωσε το περιοδικό «Λόγω Τέχνης». Η προσέλευση υπήρξε εντυπωσιακά ενθαρρυντική. Κείμενα δροσερά και με χιούμορ, άποψη και αισθητική. Λόγια κρυστάλλινα, σαφή.
Από τη γενιά της Κρίσης, που διαθέτει και φαντασία και κρίση, αλλά πάνω απ’ όλα Μνήμη, για να τα ξαναχτίσει όλα από την αρχή: «Αλλά εγώ θυμάμαι τότε που οι άνθρωποι διάβαζαν στα τρένα, τότε που τα κορίτσια ξεχνούσαν πως φορούν ακουστικά και περπατούσαν στα πεζοδρόμια με ρυθμό, τότε που κρατιόμασταν χέρι χέρι στα σινεμά και μερικές φορές τα ζευγάρια την Πρωτοχρονιά χορεύανε τανγκό κι έτσι έχω κρύψει μια πένα κάτω απ’ το στρώμα μου και κάθε φορά που νιώθω γκρι, αρπάζω ένα χαρτί και γράφω, αλλά ξέρω πως τίποτα δεν καταφέρνω, γιατί το χαρτί ποτέ δεν παίρνει φωτιά».
Αλλά όσο υπάρχει μια Ιφιγένεια, υπάρχει ελπίδα, και το χαρτί θα πιάνει φωτιά. Καλά Χριστούγεννα!
Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής
ΥΓ. Όλο το κείμενο της Ιφιγένειας:
sic transit
Πάνε τρεις μήνες που ξυπνήσαμε κι η τέχνη ήταν νεκρή.
Δεν είναι πως βρήκαμε κανένα πτώμα ή πως τ' αγάλματα άρχισαν να σαπίζουν στους δρόμους, μόνο που, εκείνο το πρωί, την ώρα που πλέναμε τα δόντια μας, ρίξαμε μια πεταχτή ματιά κι οι πίνακες στους τοίχους ήταν νεκροί, ακόμα κι οι μέτριας αισθητικής πίνακες που μας δωρίζουν παλιοί συμμαθητές στα γενέθλιά μας ή αυτοί που είχαμε στο πρώτο μας δωμάτιο και τους φυλάμε για να θυμόμαστε τον καιρό που καθόμασταν στο πάτωμα και μυρίζαμε το ξύλο. Τώρα οι καμβάδες ήταν στη θέση τους, αλλά τα λουλούδια είχαν μαραθεί και τα τοπία ήταν μουντά, πάντως εμείς πήγαμε κανονικά στις δουλειές μας, δεν ήταν καιροί ν' ασχολούμαστε με φιλοσοφίες πρωινιάτικα. Κι είπαμε καλημέρα στα γραφεία και τις οικοδομές, μιλήσαμε για τον καιρό, που τίποτα το ιδιαίτερο δεν είχε, και, με τον ήλιο πια στη θέση του, οι σκέψεις για πεθαμένους πίνακες φάνταζαν πια γελοίες και ξεχαστήκαμε, δεν κάναμε κουβέντα, δεν είμαστε δα και γκαλερίστες.
Κι ύστερα, κατά το μεσημέρι, μάθαμε πως αυτοκτόνησε ο κύριος Τάδε, ηθοποιός προχωρημένης ηλικίας, που, ανίκανος ν' απαγγείλει το μεσημεριανό του μονόλογο, απέδωσε τον αποτυχία στην άνοια, την οποία απ' τα 50 του έτρεμε, ξεκρέμασε απ' τον τοίχο μια μάσκα τραγωδού, φόρεσε ένα ζευγάρι φτερά που είχε στην ντουλάπα, σκέφθηκε αν είχε κάποιον ν' αφήσει δυο λόγια αποχαιρετισμού σ' ένα χαρτί, απεφάνθη πως δεν είχε και βούτηξε απ' το παράθυρο χωρίς άλλες φανφάρες, τη στιγμή ακριβώς που χτυπούσε το τηλέφωνο που θα του ανακοίνωνε πως το θέατρο είχε πεθάνει νωρίτερα το πρωί.
Η χώρα θρήνησε, εξάλλου ο κύριος Τάδε υπήρξε το σύμβολο μιας εποχής, οι κυρίες θυμήθηκαν τις πρώτες του ταινίες, τις φωτογραφίες στα περιοδικά, τους αναστεναγμούς κι η φασαρία κράτησε μέχρι το επόμενο απόγευμα, όταν ο άνθρωπος βρισκόταν πια ξαπλωμένος αναπαυτικά στον τάφο του κι οι κυρίες έκλεισαν την τηλεόραση, κατά τη συμβουλή των συζύγων, που ήθελαν να φάνε ένα πιάτο φαΐ με την ησυχία τους. Και φαίνεται πως η τέχνη της μαγειρικής δεν είχε υποστεί πλήγμα, διότι το φαΐ ήταν νόστιμο όπως πάντα, πράγμα το οποίο μας κάνει ν' αμφιβάλλουμε για τη θέση της μαγειρικής στις υψηλές τέχνες, αν και τέτοιοι διαχωρισμοί κανονικά δεν πρέπει να γίνονται, ειδικά σε μια κοινωνία που έχει χάσει τις βασικές τις τέχνες και κάπως πρέπει ν' απασχοληθεί.
Κι όταν βράδιασε η χώρα στήθηκε να δει ειδήσεις κι έμαθε πως η τέχνη ήταν νεκρή, οι ειδικοί βγήκαν στα παράθυρα κι εξήγησαν με λεπτομέρειες τι σήμαινε αυτό κι ένας πανεπιστημιακός καθησύχασε τον κόσμο μιλώντας γλυκά, εξήγησε πως η κοινωνία μας δεν είναι μια κοινωνία βασισμένη στην τέχνη, πως μπορεί κάποια πράγματα να μας λείψουν, πως η ζωή ίσως να είναι πιο μονότονη χωρίς το σινεμαδάκι και τη μουσική στο ασανσέρ, αλλά η ανθρωπότητα έχει επιβιώσει από μεγαλύτερες καταστροφές και δεν συντρέχει λόγος πανικού. Κι ένας εκπρόσωπος της κυβέρνησης δήλωσε πως σχηματίσθηκαν ήδη επιτροπές που ασχολούνται αποκλειστικά με το θέμα και πως είναι θέμα χρόνου να βρεθεί λύση, αφού πρώτα, βεβαίως, καθοριστούν οι λόγοι του θανάτου.
Κι η χώρα ηρέμησε, όχι τόσο απ' τα λόγια, μα γιατί είδε πως οι κάμερες δούλευαν κανονικά κι έτσι το μεσημεριανό σίριαλ ήταν εξασφαλισμένο. Αλλά το επόμενο πρωί αποκαλύφθηκε πως ένας μεγάλος σκηνοθέτης νοσηλευόταν στο νοσοκομείο με τρομερά εγκαύματα κι όταν μπόρεσε να μιλήσει δήλωσε πως ξύπνησε πολύ νωρίς, πλησίασε στο παράθυρο κι ο ήλιος ίσα που φαινόταν κι άρπαξε την κάμερα να αιχμαλωτίσει, ως άνθρωπος της τέχνης, την τόση ομορφιά κι όλα πήγαιναν καλά, ο ήλιος ανέβαινε αργά και ξαφνικά άρχισε να φλέγεται κι ο σκηνοθέτης έβγαλε μικρές κραυγές, χρόνια είχε να δει κάτι τόσο μαγευτικό, μόνο που τελικά ήταν η κάμερα που είχε πάρει φωτιά κι ο σκηνοθέτης μόλις το κατάλαβε έβγαλε κραυγές κανονικές και σύντομα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.
Κι από τότε όλοι φοβόμαστε, αναγκαστήκαμε να ξεφορτωθούμε όλα τα επικίνδυνα αντικείμενα, φυσαρμόνικες γυαλίζουν στις χωματερές, τα πιάνα έγιναν ντουλάπες κι όσοι είχαν βιολιά τα έκαψαν στα τζάκια, εξάλλου κι αν δεν είναι επικίνδυνα πια δε χρησιμεύουν πουθενά κι έχει πιάσει ένας βαρύς χειμώνας φέτος. Κι έτσι μάθαμε να ζούμε λίγο πιο μόνοι, λίγο πιο γκρίζα κι όσο περνάει ο καιρός δεν προσέχουμε πια τα χρώματα και μερικοί λένε μήπως είναι καλύτερα, πάνε τρεις μήνες τώρα που δουλεύουμε πιο σκληρά, η χώρα ευημερεί κι οι δείκτες όλο ανεβαίνουν.
Αλλά εγώ θυμάμαι τότε που οι άνθρωποι διάβαζαν στα τρένα, τότε που τα κορίτσια ξεχνούσαν πως φορούν ακουστικά και περπατούσαν στα πεζοδρόμια με ρυθμό, τότε που κρατιόμασταν χέρι χέρι στα σινεμά και μερικές φορές τα ζευγάρια την Πρωτοχρονιά χορεύανε τανγκό κι έτσι έχω κρύψει μια πένα κάτω απ' το στρώμα μου και κάθε φορά που νιώθω γκρι αρπάζω ένα χαρτί και γράφω, αλλά ξέρω πως τίποτα δεν καταφέρνω, γιατί το χαρτί ποτέ δεν παίρνει φωτιά.