7/12/10

Η ζωντανή έρημος


Ο κόσμος μας είναι ακριβώς ίδιος. Πέφτει βροχή κι ανθίζουν τα λουλούδια. Δεν βρέχει, μαραίνονται. Τα έντομα τα τρώνε οι σαύρες, τις σαύρες τις τρώνε τα πουλιά. Στο τέλος όμως όλα πεθαίνουν. Πεθαίνουν και ξεραίνονται. Η γενιά μας πεθαίνει κι έρχεται η επόμενη. Έτσι πάει. Χίλιοι διαφορετικοί τρόποι να ζήσεις. Και χίλιοι διαφορετικοί τρόποι να πεθάνεις. Στο τέλος όμως δεν έχει και τόση σημασία. Το μόνο που μένει είναι η έρημος”.


ΝΟΤΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ, ΔΥΤΙΚΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ” του Χαρούκι Μουρακάμι. Μετάφραση: Βασίλης Κιμούλης. Εκδ. “Ωκεανίδα”, σελ. 298, € 14


Δεν θα την ξανάβλεπα ποτέ, μόνο στις αναμνήσεις. Ήταν εδώ και τώρα έφυγε. Δεν υπάρχει μέση λύση. Το μάλλον είναι μια λέξη που μπορεί να τη βρει νότια των συνόρων. Αλλά ποτέ, μα ποτέ, δυτικά του ήλιου”.

Με διαβρωτική ροκ, τζαζ και κλασική μουσική να διατρέχουν ως συνήθως και αυτό το βιβλίο, με έρωτα και θάνατο πανταχού παρόντα εξ αρχής, ο μεγάλος Ιάπωνας συγγραφέας γνωστός μας από το “Κουρδιστό πουλί” κι αγαπημένος απ' το “Νορβικό δάσος”, συμπυκνώνει σε ένα απόλυτης ποιητικής απλότητας μυθιστόρημα, όλο το μυστήριο του έρωτα και της ζωής.

Ως συνήθως ο ήρωάς του, ο Χατζίμε, είναι ένας απολύτως συνηθισμένος άνθρωπος. Μοναχοπαίδι τραγικό, ούτε θηρίο, ούτε θεός, ερωτεύεται πλατωνικά τη Σιμαμότο στα δώδεκά του, την χάνει και το ελαφρώς κουτσό πόδι της το κάνει φετίχ.

Στην εφηβεία του, ερωτευμένος με την Ιζούμι θα την πληγώσει με το χειρότερο τρόπο. Θα φύγει για Τόκιο, θα σπουδάσει, θα πιάσει δουλειά ως επιμελητής που δεν τον αφορά, θα μετρά νεκρές σχέσεις, άδειες ημέρες, τον παντελώς χαμένο καιρό:

Μου έμεναν τριάντα τρία χρόνια μέχρι τη σύνταξη, να σέρνω καθημερινά τις αλυσίδες μου σ' ένα γραφείο, κοιτάζοντας τυπογραφικά δοκίμια, μετρώντας αράδες, διορθώνοντας λάθη. Θα παντρευόμουν ένα καλό κορίτσι, θα κάναμε μερικά παιδιά, θα παίρναμε δυο φορές το χρόνο το δώρο- η μόνη φωτεινή στιγμή μιας κατά τα άλλα πληκτικής ύπαρξης”.

Αλλά δεν θα πάψει να επαναλαμβάνει: “Δεν είν' αυτό που ψάχνω”. Και να γνωρίζει καλά: “Χρόνια απογοήτευσης και μοναξιάς. Και σιωπής. Παγωμένα χρόνια, όπου τα αισθήματα βρίσκονταν κλειδωμένα μέσα μου”.

Η ζωντανή έρημος” του Ντίκενς κι ένας συμφοιτητής θα του προσφέρει το μελλοντικό πλάνο:

Ο κόσμος μας είναι ακριβώς ίδιος. Πέφτει βροχή κι ανθίζουν τα λουλούδια. Δεν βρέχει, μαραίνονται. Τα έντομα τα τρώνε οι σαύρες, τις σαύρες τις τρώνε τα πουλιά. Στο τέλος όμως όλα πεθαίνουν. Πεθαίνουν και ξεραίνονται. Η γενιά μας πεθαίνει κι έρχεται η επόμενη. Έτσι πάει. Χίλιοι διαφορετικοί τρόποι να ζήσεις. Και χίλιοι διαφορετικοί τρόποι να πεθάνεις. Στο τέλος όμως δεν έχει και τόση σημασία. Το μόνο που μένει είναι η έρημος”. Και τότε στη ζωή του απρόσμενα σε μια νεροποντή θα εμφανιστεί η Γιουκίκο. Και θα την παντρευτεί. Ο πεθερός του θα τον βοηθήσει να γίνει ο ιδιοκτήτης σε δυο τζαζ μπαρ, θα κάνουν δυο παιδιά, η ζωή φαίνεται πια ό,τι επιτυχημένα κι ευτυχισμένα κυλά.

Μέχρι εκείνο το βροχερό βράδυ που η Σιμαμότο, επιστρέφει. Για να του αναποδογυρίσει σαν το πουλόβερ όλη του τη ζωή. Μυστηριώδης, σπαραγμένη και σπαρακτική, γοητευτική. Θα δείξει ότι προτίθεται να την ακολουθήσει έως την άκρη της γης. Στο ποτάμι, για να σκορπίσει τις στάχτες του πεθαμένου μωρού της, στο εξοχικό όπου θα κάνουν έρωτα σαν μελλοθάνατοι ή ως τρελοί. Για να την χάσει για πάντα, κατόπιν. Χωρίς να μπορέσει να λύσει το αίνιγμά της ποτέ.

Το φάντασμά του, κάποια στιγμή επιστρέφει, αλλά ο Χατζίμε το ξέρει ότι “Κάτι πολύ ουσιώδες είχε χαθεί”. Γνωρίζει ακόμα και ότι “Η ζωή δεν είναι τόσο εύκολη και δεν πιστεύει ότι πρέπει να είναι”.

Αγκαθάκι στο χρόνο το τραγούδι τους εκείνο της βροχής.

Star – Crossed Lovers”. Ο Ντιουκ Έλινγκτον κι ο Μπίλι Στρέιχορν το έγραψαν πριν από πολλά χρόνια. Αλλά παρ' όλα αυτά, μιλάει γι' αυτούς: “Εραστές που γεννήθηκαν κάτω από άτυχο άστρο. Άτυχοι εραστές”.

Και η ζωή τους, αντανάκλαση σε ένα υπαρκτό ανύπαρκτο χρόνο, επειδή “Μπορεί το αστέρι να μην υπάρχει πια. Κι όμως μερικές φορές αυτό το φως μού φαίνεται πιο αληθινό απ' οτιδήποτε άλλο”. Σαν τον Χατζίμε, την Σιμαμότο: “Τουλάχιστον φαίνεται να είσ' εδώ. Μπορεί όμως και να μην είσαι. Μπορεί να είναι απλώς η σκιά σου. Ο αληθινός εαυτός σου μπορεί να βρίσκεται κάπου αλλού”.

Ένα αγρίως ερωτικό, υπαρξιακό μυθιστόρημα, για την αντανάκλαση της ζωής και τον πόνο του έρωτα, για τον θάνατο που γεννιέται ταυτοχρόνως με την ίδια πράξη την ερωτική. Ονειρικό, παραληρηματικό, απλό αλλά αφάνταστα σύνθετο. Υφασμένο με εκείνο το πυκνό υλικό των ονείρων και της ζωής.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:

Ο Χαρούκι Μουρακάμι, ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, γεννήθηκε στο Κιότο το 1949. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Waseda.

Τον Απρίλιο του 1974, παρακολουθώντας έναν αγώνα μπέιζμπολ, του ήρθε ξαφνικά η έμπνευση να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα. Tο 1974, επίσης, άνοιξε στο Τόκιο μαζί με τη γυναίκα του τη Γιόκο το τζαζ μπαρ «Peter Cat», το οποίο πούλησε το 1981 για ν’ αφοσιωθεί στο γράψιμο. Tο 1986 ταξίδεψε στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Tο 1991 πήγε στις HΠA, όπου έμεινε τέσσερα χρόνια, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Princeton και στο William Howard Taft στην Καλιφόρνια κι έγραψε το μυθιστόρημα “Το κουρδιστό πουλί”.

Έργα του: “Hear the wind sing, Pindall”, 1973, και “A wild sheep chase”,τρία μυθιστορήματα που συνθέτουν την Τριλογία του Αρουραίου, “Hard -boiled wonderland and the enti of the world”, “Νορβηγικό δάσος”, “Dance dance dance”, “South of the border”, “The elephant vanishes”,“Undergraund”, “Σπούτνικ αγαπημένη”, “After the quake” “Kafka on the shore”, “Blind willow, sleeping woman” “After dark”.

Για το έργο του έχει τιμηθεί επανειλημμένα με βραβεία και τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 40 γλώσσες. Έχει μεταφράσει στα γιαπωνέζικα έργα των Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, Tρούμαν Kαπότε, Tζον Ίρβινγκ και Pέιμοντ Kάρβερ. “Είναι απλώς ένα χόμπι”, λέει, “όχι δουλειά”. Από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα» κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του “Το κουρδιστό πουλί”, “Νορβηγικό δάσος”, “Σπούτνικ αγαπημένη” και “Μετά το σεισμό”.



Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής