5/3/10

“Είμαστε εγκλωβισμένοι στη στιγμή”

Για το βιβλίο της Εύας Στάμου “Μεσημβρινές Συνευρέσεις” (εκδ. Μελάνι) στον Ιανό.

“Τελικά, όλα τα μεσημέρια γίνονται'
οι παιδικές σκανταλιές, οι πλέον παράνομες, παράτολμες διαδρομές, οι αγριευτικότερες κλοπές, τα πιο απίθανα όνειρα και σχέδια.
Ίσως επειδή στα παιδικά μας χρόνια έχουν τις ρίζες τους:
Ο πρώτος μας λανθάνων έστω ερωτισμός, οι πιο παράλογες ενοχές, μια αλλόκοτη μοναξιά και μια νοσταλγία αντίστροφη επειδή γύρευε τί παιχνίδι παίζεται με τον χρόνο, μπορεί και να μας έρχεται απ' το μέλλον. Εκείνο το “τιμώρησέ με” κι ύστερα για όλα τα χρόνια άλλην αγάπη να μην την εννοείς.
“Χάρτης” το σώμα, τόπος όπου κατοικεί ο Χρόνος. Ωσεί Νεκροί, απ' τη στιγμή της γέννησής μας, από την πρώτη εκείνη στιγμή.
“Μεσημβρινές συνευρέσεις” ο τίτλος του βιβλίου της Εύας Στάμου και λόγω ιδιότητας, στην αρχή σε παραπέμπει αλλού. Σε συνεδρίες, ψυχαναλυτικής φύσης, αλλά και σε ερωτικά συναπαντήματα μεσημεριού. Εξάλλου, το ίδιο και τ' αυτό ζητούμενο: ο Χρόνος ο άχρονος, η αιωνιότητα που κατά τον Ταρκόφσκι μάλλον ή κατά τον Γκράχαμ Γκρην; Κατά τον “Ιερέα” καθηγητή της Εύας στη “Στιγμή” η διαδρομή του και η διαδοχή του δεν είναι γραμμική. Όχι η συνέχεια, αλλά κατά κάποιον τρόπο ένας άλλος μαγικός, πείτε τον παιδικά, θεικός, θεολογικά, υπερβατικός, ανθρώπινα, Χρόνος, ο οποίος βιώνεται ή αναζητείται, έστω σε εξαιρετικές “στιγμές”: στα όνειρα, στην προσευχή, στον ερωτικό σπασμό, στις ελάχιστες στιγμές αληθινής δημιουργίας, στις συνεδρίες, αν σου κάτσει, στον επιθανάτιο σπασμό.
Ως πρόγευση, τον έχουμε όλοι λίγο έως πολύ δοκιμάσει. Και τον αποζητούμε ξανά και ξανά σαν τον παράδεισο των παιδικών μας χρόνων, σαν την Εδέμ και την Αιώνια Επιστροφή, σαν τον Χαμένο ή Άγνωστό μας Θεό. Στο “άλλο μισό” μας συνήθως που αλλάζει πρόσωπο κι όνομα και υπόσταση μέσα στον χρόνο.
Και η Εύα, αυτό το γνωρίζει καλά και το ψάχνει παντού. Κάτω απ' τον ίδιο τίτλο, εφόσον πάντοτε ένα είναι το ζητούμενο, να αγαπηθεί κανείς επιτέλους για να μπορέσει να δει και ν' αγαπήσει εαυτόν.
Σε οκτώ διηγήματα -κύκλους που περιλαμβάνουν τα πάντα.
Το ειλικρινές σώμα μας, πρώτ' απ' όλα, που είναι ο Χάρτης ολόκληρης ζωής. Εκεί όπου θα χαραχτούν τα μετέπειτα “αγάπα με” και “τιμώρησέ με” αλλά και θα κάνει παιχνίδι η απώλεια και η φθορά. Θα κατοικήσει ο χρόνος εφόσον “νεκροί είμαστε από την ώρα της γέννησής μας”, το είπαμε.
Με τρόπο κρυστάλλινο, υποδόριο, που μιλά με νεύματα, ψίθυρους και σιωπές. Που συμπληρώνεται από εικόνες του παρελθόντος αλλά και ήχους και σκηνές του δρόμου, εφόσον όλα αυτά εμείς είμαστε κι ο έρωτας είναι ότι είναι και ό,τι θα ήθελε αλλά δεν είναι κανείς.

Στο πρώτο διήγημα του κύκλου “Ο Χάρτης” το γυναικείο σώμα είναι ο τόπος (όπως τόπος είναι το σώμα και σε όλες τις ιστορίες της συλλογής):
“Κάθε πρωί που ξυπνάω συναρμολογώ τον εαυτό μου”, εξομολογείται η ηρωίδα και ίσως να είναι απ' όλα τα διηγήματα, το πιο δραματικό.
“Δημιουργώ αυτό που θέλω να βλέπουν οι άλλοι.
Καλύπτω την αλήθεια της σάρκας κι επιλέγω μιαν αλήθεια δική μου, διαλύω και ξαναφτιάχνω την εικόνα μου σύμφωνα με τη διάθεση και τις αντοχές της ημέρας. Τα σημάδια μου, τα παράσημά μου τα κρατώ μόνο για μένα, τ' αγγίζω τις νύχτες κουρνιασμένη στο μονό μου κρεβάτι”.
“Θέλω να πω την ιστορία μου, την ιστορία του κορμιού μου”.

Και την λέει. Με έναν τρόπο αρκούντως υπερβατικό, καθαρά ερωτικό:
“Το σώμα μου το κουβαλάω σαν φορτίο, ένα βάρος ξεκομμένο από μένα, μια αποσκευή που δεν γίνεται να αποχωριστώ”.
“Το σώμα μου είναι ένα χάρτης. Ζωγραφισμένο το δέρμα από το παρελθόν μου, την ιστορία μου, τις μέρες και τις νύχτες μου ανάμεσα στους ανθρώπους. Το σώμα μου είναι ένας χάρτης χαραγμένος, σημαδεμένος απ' άκρη σ' άκρη: φλέβες, αρτηρίες, μελανιές, ραγάδες, αποχρωματισμοί και γραμμές έκφρασης. Σημάδια και όρια. Σύνορα ανάμεσα στα κορμιά, στην αλήθεια και στη φαντασία, στη ζωή και στο θάνατο. Ορατές κι αόρατες γραμμές που περιχαρακώνουν, προστατεύουν, απαγορεύουν.
Είμαι το αποτέλεσμα του χρόνου που έχω χρησιμοποιήσει, όπως αυτό μορφοποιείται στο κορμί μου”.
“Μισώ τη νωθρή κι αχόρταγη σάρκα μου, φοβάμαι τη μνήμη της”.
“Υποκύπτει η ύλη στο χρόνο, υποκύπτει κι η περηφάνια μου στους ανθρώπους. Μέρα τη μέρα αλλάζω, σε κάποια που δεν είμαι εγώ”
“Επανάληψη. Λόγια, κινήσεις, πράξεις χωρίς τίποτα καινούργιο κι αυθεντικό. Υλικό ανακυκλωμένο”.
“Πλαστικά εξώφυλλα και πλαστικά ποτήρια πλαστικά αισθήματα”.
“Ψυχή προστατευμένη από την αληθινή, σκληρή και βαθιά ερημιά που νοιώθει κανείς όταν αγαπά”.
“Να μη σκορπίσω”.
“Αυτό που έχει σημασία είναι να επανερχόμαστε στην αρχική μας θέση”.
Γι' αυτό και υπάρχει αυτός ο άντρας που επιμένει να την λέει Έσθερ.
“Το έχω ανάγκη να κρατηθώ από κάποιον ή κάτι, να μην παρασυρθώ, να μην σκορπίσω. Κάθε εβδομάδα οι ίδιες κινήσεις στον ίδιο χώρο σαν σε σκηνή θεάτρου”.
Τον συναντά στο ίδιο πάντα ξενοδοχείο.
Δεν την ξέρει. Κατά κάποιον τρόπο είναι λες και μιαν άλλη να συναντά.
“Δεν ξέρει τ' όνομά μου, δεν ρώτησε ποτέ. Τις νύχτες με φωνάζει Έσθερ”.
“Θα με κοιτάξει έντονα μια μόνο στιγμή πριν αρχίσει να λέει με τη βραχνή, ραγισμένη φωνή του. “Το σώμα σου είναι ένας χάρτης”.

Πρωτοπρόσωπα και μέσα από έναν γυναικείο μονόλογο, ο έρωτας- ανάγκη, ο έρωτας – προβολή. Για τον καθένα, η δική του ανθρωπογεωγραφία, το λαβωμένο πρόσωπό του που πιάνεται από τον άλλο, διεκδικώντας μια χαμένη αιώνια στιγμή.
Ιστορία απίστευτης συγγραφικής δύναμης και συναισθηματικής καθαρότητας, ο έρωτας- πένθος, που αρκεί και μόνο για να κερδίσει η συγγραφέας την αθανασία μιας ζωής. Παρ' ότι ιδωμένο από τη γυναικεία πλευρά, τελικά πανανθρώπινο. Εξάλλου έτσι δεν λένε, ότι γεννιόμαστε με το πρόσωπο που μας έδωσε η φύση και αποκτάμε το πρόσωπο που μας αξίζει; Το πρόσωπο του έρωτα είναι το σώμα και πάνω του ανελέητα καταγράφεται όλη μας η ζωή.

Το “σώμα” είναι ο τόπος και στο “Ρίσκο”, την δεύτερη ιστορία της συλλογής.
'Ενας μεσήλικας κάθεται σε μια καφετέρια και ηθελημένα στην αρχή, αθέλητα ύστερα παρακολουθεί τον διάλογο δυο νεαρών γυναικών:
“Η παρουσία μου δεν τις ενδιέφερε στο ελάχιστο. Μου 'ριξαν μια βιαστική ματιά κι ύστερα βάλθηκαν να διαβάζουν τον κατάλογο. Ηταν πολύ νέες. Πολύ νέες για μένα”.
Ο διάλογός τους στη συνέχεια σε διαλεκτική με τον δικό του εσωτερικό μονόλογο για την δική της
“καληνύχτα που έμοιαζε με βρισιά” ως “όλα είναι ευκολότερα τώρα που είμαι αδύνατη”,
Η συνομιλία με τη γυναίκα του “Σπάνια έδινε σημασία στις απαντήσεις μου, συνήθως μ' έκοβε απότομα και με δύσπιστο ύφος έκανε κάποιο σαρκαστικό σχόλιο για το σώμα της, τα ρούχα της, το δικό μου γούστο. Σύντομα κατάλαβα ότι καμία απάντηση εκ μέρους μου δεν θα ήταν ποτέ αρκετά πειστική και σταμάτησα ν' ανταποκρίνομαι στις ερωτήσεις της”.
“Τα βίαια ξεσπάσματά της τελείωναν πάντα με τη δήλωσή της ότι σιχαίνομαι το κορμί της και το ξέρει. Η αλήθεια είναι ότι σιχαινόμουν τη συμπεριφορά της”
“Το κορμί της, η μόνη σταθερή αξία στη σχέση μας”.
Το σώμα- Τόπος, λοιπόν, ξανά. Το σώμα “έτσι ακριβώς το είπα, την ουσία της ύπαρξής της”. Στο οποίο πάλι και πάλι επιστρέφει σταθερά. Χωρίς να πάρει το ρίσκο να ομολογήσει την ανάγκη του, εν τέλει, ποτέ:
να της ζητήσει “να τον παρηγορήσει, όπως παρηγορούσε την κόρη τους”.
Γνωρίζοντας κατά βάθος ότι και ποτέ δεν θα το τολμούσε, τελικά.
Εδώ, η Εύα Στάμου μέσα από έναν ανδρικό αυτή τη φορά μονόλογο, λύνει την παρεξήγηση αιώνων. Για το σώμα που παρά τις μεταμορφώσεις, είναι το ίδιο, πάντοτε εκεί. Εμείς αλλάζουμε με τον χρόνο. Γινόμαστε άλλοι κι αυτό ρημαγμένη, ακατοίκητη σταθερά.
Με το βάρος να γίνεται παραίτηση, όπλο, πρόσχημα ή και ασπίδα προστασίας καμιά φορά. Ξεχασμένος, χάρτης, παλιός, αυτή τη φορά.

Στις “Μεσημβρινές συνευρέσεις” που βαφτίζει με τον τίτλο κι όλη τη συλλογή, η Συνάντηση θα γίνει πιο σύνθετη, όπως σύνθετος είναι και ο έρωτας στη πολυσύνθετη σημερινή εποχή. Παιχνίδι εξουσίας και επιβολής.
“Πρώτη φορά γνώριζα αληθινές πουτάνες”.
“Ηθελα να τον παιδέψω, να του δώσω να καταλάβει ότι η παρουσία μου εδώ αποτελούσε μια θυσία, μια πτώση σ' έναν κόσμο όπου δεν ανήκα, που καταδέχτηκα για χάρη του- κι ας μην ήταν αυτό ολόκληρη η αλήθεια”.
“Είχα μάθει από μικρή ότι οι άλλοι μου χρωστούσαν όταν τους καταδεχόμουν. Δηλαδή όσοι δεν ήταν όπως εγώ, όσοι δεν ανήκαν στον κύκλο μου. Αυτό το έμαθα στο ιδιωτικό σχολείο που μ' έστειλαν οι γονείς μου. Τα πράγματα στη ζωή ήταν απλά: Το τίμημα το πλήρωνε πάντα εκείνος που είχε τα λιγότερα, εκείνος που είχε κάτι ν' αποδείξει. Όσο περισσότερα έχεις- σε χρήματα, γνώσεις, γνωριμίες, εμφάνιση- τόσο λιγότερο χρειάζεται να ξοδέψεις για τους άλλους”.
“Στο σπίτι μας τα πάντα ήταν τακτοποιημένα και παστρικά: ασπρόρουχα, επιθυμίες και αισθήματα”.
Εκείνη, μια νεαρή μεταξωτή, κακομαθημένη φαινομενικά αστή.
Εκείνος, ένας άντρας κάποιας ηλικίας που μονάχα μέσα στο χώρο ενός αληθινού μπορντέλου μπορεί να την ποθεί:
“Εγώ είμαι τρελή ή εσύ που δεν μπορείς να κάνεις έρωτα σαν φυσιολογικός άνθρωπος, που δεν μπορείς... που δεν θέλεις να πας μαζί μου επειδή... επειδή δεν είμαι πόρνη. Που με σέρνεις στα μπουρδέλα, που προσπαθώ να...”
“Εγώ είμαι τρελή ή εσύ που πηγαίνεις μόνο με πουτάνες;”
“Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πουτάνα από σένα, κατάλαβες; Νομίζεις πως δεν ξέρω την αλήθεια, νομίζεις ότι η επιθυμία με έχει τυφλώσει;”
“Πουτάνα” για κείνον, εξάλλου κι αυτή.
“Τα ξέρουν όλα, ακόμα και για το όπλο γνωρίζουν”.

Το πιο σύνθετο διήγημα απ' όλα, ο έρωτας- τιμωρία, υποταγή. Και μια καινούργια γενιά τρομοκρατών σε πτωτικά επαναστατικά παιχνίδια που έρχεται μοιραία αντιμέτωπη με μια καινούργια γενιά καταδιωκτών. Σωματική, βεβαίως, αλλά εντελώς διαφορετική η τιμωρία.
Με αδρές, καθαρές πινελιές, η συγγραφέας σκιαγραφεί τους δυο εντελώς διαφορετικούς ταξικά κόσμους που σμίγουν όμως στον ίδιο πάτο σκουπιδιών. Μ' επίγνωση ενίοτε και κάποιες άλλες φορές παίζοντας εντελώς την τυφλόμυγα. Τα μεγαλύτερα ψέματα, άλλωστε, ο καθένας μας τα λέει στον ίδιο του τον εαυτό.

Το επόμενο διήγημα “Μ' αυτό περνούν όλοι οι πόνοι” είναι η παράλληλη ιστορία, διαδρομή, ψυχικό άλγος, δυο γυναικών και όμως, η μία είναι είναι η ψυχοθεραπεύτρια. Που συναρμολογεί κι αυτή, όπως ακριβώς και η γυναίκα της πρώτης ιστορίας, κάθε πρωί εαυτόν:
“Μόνο όταν έχω μαζί μου όλα όσα κουβαλάω νιώθω ασφάλεια, παρόλο που τα περισσότερα σπάνια τα χρησιμοποιώ”.
“η γυναικεία τσάντα: ένας κόσμος ολόκληρος με τ' όνομά της”,
να της υπενθυμίζουν το “ποια είναι” ή οφείλει να είναι, διαρκώς:
“εδώ και τρία χρόνια εργάζομαι σε μια κλινική υγείας για γυναίκες”.
Τεχνικές που της επιτρέπουν να υπάρχει και να επιβάλλεται στον χώρο:
“Την πλησιάζω αργά, χαμογελώντας, γεγονός που την κάνει να νοιώθει άβολα. Δεν χάνω ποτέ την αυτοκυριαρχία μου, παρά τις προσπάθειές της να μ' εκφοβίσει, κι αυτό την κάνει να με σέβεται. Της μιλάω όσο πιο γλυκά γίνεται”.
Εξάλλου και η ίδια το γνωρίζει, δεν είναι σαν αυτές:
“Τις γυναίκες διαφορετικών εθνικοτήτων που επισκέπτονται την κλινική τις αναθέτουν σχεδόν πάντα ή στην Κάρμεν που κατάγεται από τη Χιλή, ή σ' εμένα”.
Τα ραντεβού, η δική της σανίδα σωτηρίας:
“Ανυπομονώ για το πρώτο ραντεβού, που έχει αργήσει δέκα λεπτά, ελπίζοντας ότι η συζήτηση με τη γυναίκα θα καλύψει μ' ένα πρόσκαιρο πέπλο όσα με βασανίζουν τους τελευταίους μήνες, ότι θα λειτουργήσει σαν παυσίπονο για την οδύνη μου”.
Και η γυναίκα θα 'ρθει, θυμωμένη, σπαραγμένη, κρατώντας ένα καρότσι κι ένα παιδί:
“Παρατηρώ ότι αν η γυναίκα και παιδί έχουν κάτι κοινό, αυτό είναι η έλλειψη αντίδρασης σε οτιδήποτε”.
“Έχω κατάθλιψη και παίρνω χάπια. Αντικαταθλιπτικά, αγχολυτικά, ηρεμιστικά, μια σακούλα χάπια. Ο γιατρός αυξάνει συνέχεια τη δόση μου, λέει ότι δεν γίνεται διαφορετικά”.
“Μου λέει ότι ο πατέρας του μωρού πέθανε πριν από τέσσερις μήνες. Δεν έχει συγγενείς.... Οι γονείς της πέθαναν όταν ήταν έφηβη”.
“Ορκιστήκαμε ότι δεν θα χωρίσουμε ποτέ, υποσχέθηκε ότι θα με προστατεύει ό,τι κι αν γίνει”.
“Ορκιστήκαμε ΄ότι δεν θα χωρίσουμε ποτέ”,
“πιστέψτε με, είμαι ένοχη, πώς μπόρεσα να δείξω τόση κακία, πώς μπόρεσα;”
“Φάε την πιπίλα σου αγάπη μου... 'Ετσι μπράβο. Είδες πόσο καλύτερα είναι τώρα; Μ' αυτό περνούν όλοι οι πόνοι”.
Η πιπίλα- αντίδοτο στον σπαραγμό του παιδιού, όπως τα χάπια- αντίδοτο στο δικό της. Το πένθος, η μόνη πρόσβαση, ο δρόμος που θέλοντας και μη η ίδια οφείλει να περάσει:
“Ζήσε τον πόνο σου. Σταμάτα να προσπαθείς να το ξεπεράσεις. Αφέσου στη θλίψη”.
“Θα περάσει;”
“Το πένθος είναι ένας δρόμος μοναχικός, μια πορεία κυκλική, επαναληπτική που διαρκεί απροσδιόριστο διάστημα κι έχει ως μοναδικό σκοπό την επιστροφή. Ξέρω ότι πονάς, ξέρω πως η απουσία της αγαπημένης μορφής είναι αβάσταχτη. Δεν θα ξεχάσεις ποτές, μα στο τέλος της διαδρομής σε περιμένει ο εαυτός σου”.

Το τσιγάρο μετά για την ψυχοθεραπεύτρια, ό,τι ακριβώς η πιπίλα του μωρού
“μ' αυτό περνούν κάθε πόνοι”.
Παρά την επίγνωση
“αυτό που προσπαθώ να ξορκίσω βρίσκεται μέσα μου, είναι ένα με μένα και σαν ανοιχτή πληγή αιμορραγεί με κάθε αφορμή”.
Εξάλλου, άλλο η διάγνωση και άλλο η θεραπεία. Μέσα από διαλόγους τοξικά διαβρωτικούς, κρυστάλλινα καθαρούς, η απώλεια και η επώδυνη επαναφορά, οι μικρές τεχνικές που από μωρά διδαχτήκαμε με τις οποίος “κάθε πόνο περνά”,
καταπραύνεται, τουλάχιστον!

“Η ηχώ”, πέμπτη ιστορία της συλλογής, αποτελεί μια αντήχηση έρωτα. “Έρωτας τόσο, όσο...”
Όσο να μη κινδυνέψει η εικόνα του, να μην πάει το μαχαιράκι της επιθυμίας και της αλήθειας παρακάτω.
Κεντρικός ήρωας ο Μίλτος, συγγραφέας γνωστός που ζει μια ομοίως ζωή χάρτινη:
“Έτσι του συνέβαινε πάντα όταν κινδύνευε να χάσει τον έλεγχο μιας κατάστασης ή του εαυτού του”.
“Είχε αναπτύξει αυτόν τον μηχανισμό άμυνας κατά την διάρκεια της εφηβείας του, τότε που αισθανόταν συχνά την επιθυμία “για να τα σπάσει όλα”. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μια παράξενη κούραση κατέβαλε το κορμί του, μια κούραση που άγγιζε τα όρια της εξάντλησης”.

“Το σώμα του αρνιόταν να τον υπακούσει και να συνεχίσει να λειτουργεί φυσιολογικά κάτω απ' την πίεση των συναισθημάτων. Συνήθως φαντασιωνόταν ότι έβριζε ή ακόμα ότι ξυλοκοπούσε το αντικείμενο του θυμού του”.
“Στην πραγματικότητα σπάνια εξέφραζε ανοιχτά την επιθετικότητά του. Είχε βρει πιο αποδεκτούς τρόπους για να ξεσπάει: την αδιαφορία, την επιτηδευμένη ευγένεια, την αποστασιοποίηση, την ειρωνεία και, εν τέλει, τη διακοπή της επαφής”.
“Είχαν δώσει ραντεβού στο Σκουφάκι μετά από δική του επιμονή”.
Η συγγραφέας και πάλι θα κάνει θαύματα, υπηρετώντας το θέμα με σκέψεις, κινήσεις, φράσεις, περιβάλλοντα χώρο, συμπεριφορές:

“... Ο Μίλτος χάιδευε επιδεικτικά με το βλέμμα του το κορμί της και της χαμογελούσε με υπερβολικό τρόπο”.
“Εκείνος δεν μιλούσε από θυμό κι ο Γιάννης – όπως υπέθεσε- από αμηχανία ή φόβο”.
“Τις περισσότερες φορές σταματούσε απλά να επικοινωνεί και να απαντά στα τηλεφωνήματα των νεαρών για κάποιες μέρες ή εβδομάδες, ώσπου να πάρουν το μήνυμα και να σταματήσουν ν' ασχολούνται μαζί του”.
“Του άρεσε να ξέρει ότι είναι επιθυμητός”.
“Κάθε νέο κορμί που χάιδευε, φιλούσε, διαπερνούσε, ήταν ένα ταξίδι σε μια άγνωστη γη”.
“μια απόδραση από τη δική του περιορισμένη χώρα”.
“Οι φιλίες του διακρίνονταν για την αντοχή τους στον χρόνο κι όχι για το βάθος και την εντιμότητα της επαφής. Όσο λιγότερο τον απειλούσες με συναισθηματική εγγύτητα, τόσο αυξάνονταν οι πιθανότητες να εισχωρήσεις στον κύκλο αυτών που αποκαλούσε φίλους. Για την ακρίβεια, ο τίτλος “φίλος” ήταν ένας χαρακτηρισμός που απέδιδε σε όσους τον άντεχαν χρόνια, δίχως να τον γνωρίζουν ή να τον πλησιάζουν αληθινά, δίχως να ενδιαφέρονται να προσεγγίσουν τον άνθρωπο πέρα από το ρόλο, δίχως να τον ενοχλούν”.

Ο,τι του χαλά την εικόνα που θέλει να πλάσει, το πετά, το ξεχνά, σαν παράγραφο από την ίδια του την ιστορία, που δεν αποκαλύπτει ούτε στον ίδιο του τον ψυχαναλυτή. Στον οποίο δεν πάει για να θυμηθεί ή να σωθεί, αλλά για να τον σαγηνεύσει, για ακόμα μια φορά να επιβεβαιωθεί.
“Δεν μίλησε για τον Δήμο ούτε στον ψυχαναλυτή. Άνοιξε στον Βασιλειάδη μια κουβέντα για τις κακές προθέσεις, την προδοσία και την ατολμία των ανθρώπων να αντιμετωπίσουν την αλήθεια και το θέμα έμεινε εκεί”.
Αλλά βρικολακιάζουν τα φαντάσματα όταν τα ξεχνάμε και ζωντανεύουν στην ίδια μας τη ντουλάπα οι σκελετοί.
Στον αντίποδά του, ο Γιάννης, ο τελευταίος του εραστής. Ταλαιπωρημένος, ομοίως, αλλά γενναίος. Με την διάθεση να μην κάνει τα στραβά μάτια ποτέ. Καθρέφτης σκληρός κι ανελέητος για τον Μίλτο και δεν τον αντέχει:
“Μα δεν είναι αξιολύπητος κάποιος που κρύβει την αλήθεια κι απ' τους άλλους και από τον εαυτό του κάποιος που στην ηλικία σου...
Ξέρεις τί κατάλαβα για σένα; Δεν έχεις τίποτα δικό σου, τίποτα αυθεντικό, είσαι μια αντανάκλαση. Τα λόγια κι οι πράξεις σου είναι πάντα αντίλογος κι αντίδραση στα λόγια και στις πράξεις των άλλων”.
“Είσαι δειλός και ψεύτικος”.
“Έχεις μεγάλη διάρκεια, αλλά τίποτα αυθεντικό”.
Αλλ' ο καθένας μας συντηρείται με τις δικές του αλήθειες και ψεύδη και ο Μίλτος έχει μάθει να ζει την δική του καλοχτισμένη κι οχυρωμένη ζωή. Ευκαιρία εξάλλου και για το καινούργιο του μυθιστόρημα. Εχει ήδη τον τίτλο. Καθόλου δεν σκάει.
Μια προδοσία, λοιπόν, που του συνέβη σε ηλικία εφηβική, θα τον κάνει φυγά και προδότη μια ζωή από την ίδια του τη ζωή. Η αντανάκλαση του μέλλοντός μας έχει πάντοτε παρελθούσες ρίζες και μια ψυχαναλύτρια το γνωρίζει καλά.

Στην “Αλυσίδα” ζορίζουν τα πράγματα. Λαγνεία θανάτου και τ' αναπόδραστο. Και πώς μπορεί κανείς ν' αναμετρηθεί μαζί του.
Η ηρωίδα πιασμένη στο δόκανο κι απέναντί της ένας άντρας που το έχει βιώσει και έχει επιβιώσει:
“Υπάρχει μια αόρατη αλυσίδα που μας κρατάει ενωμένους με τη ζωή. Όταν έρθει η ώρα να φύγουμε, τα νήματά της σιγά- σιγά χαλαρώνουν κι όταν είμαστε έτοιμοι να επιστρέψουμε στη μήτρα του σύμπαντος, διαλύονται και μας αφήνουν ελεύθερους”.
“Κάποιες φορές η αλυσίδα κόβεται απότομα, όσο χρόνο παίρνει απ' τη μια ανάσα στην άλλη κι ψυχή ανέτοιμη ν' αλλάξει μορφή βρίσκεται για ένα διάστημα μετέωρη ανάμεσα σε δυο καταστάσεις: το άδειο, σάρκινο περίβλημα που την περιέκλειε και τον άυλο κόσμο απ' όπου ξεκίνησε”.
“Είναι που κουβαλούν το βάρος δυο ψυχών”.
Η απώλεια του άλλου, που για κείνη σχεδόν σημαίνει απώλεια εαυτού. Φεύγοντας πήρε και την εικόνα της μαζί του. Θα χρειαστεί με κόπο πολύ να την αναπλάσει,
κι αν ίσως, ίσως σταθεί τυχερή, να την ξαναβρεί.

Στην προτελευταία ιστορία της συλλογής με τον προστατικό τίτλο “Τιμώρησέ με”, ο μηχανισμός θύτη και θύματος και το ερωτικό παιχνίδι φύλλο- φτερό.
“Η παιδική μου ηλικία χαρακτηριζόταν από αφθονία αγαθών και περιορισμό αισθημάτων”.
“Δεν μπόρεσα ποτέ να την ξεπεράσω την επιθυμία μου για τιμωρία”.
“Χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα μου από καρκίνο και την απομάκρυνση από τη μητέρα μου και τ' αδέλφια της, αναζητούσα σε κάθε ερωτική σχέση τον άντρα που θα με επανέφερε στην τάξη και θα με προστάτευε από τα πάθη και τα λάθη μου, από τον ίδιο μου τον εαυτό”.
“Το μικρό κορίτσι μέσα μου δεν έπαψε ωστόσο ν' αναζητά τη μόνη μορφή προσοχής που του είχε επιβληθεί σταθερά, από την παιδική ηλικία ως την ενηλικίωση: την τιμωρία”.
“- Ωραία, λοιπόν. Είμαι κούκλα και δεν μπορώ να σου αντισταθώ. Είμαι φτιαγμένη για να παίζεις μαζί μου. Αλήθεια από τι υλικό είμαι φτιαγμένη;
- Από βαμβάκι.
- Υπέροχα. Πάρε το σχοινί από το κρεβάτι και δέσε με. Δέσε τα χέρια μου πίσω απ' την πλάτη.
- Δεν θέλω να σε πονέσω.
- Γιατί με παιδεύεις; Γιατί δεν κάνεις αυτό που σου ζητάω;
- Σε λατρεύω. Ψιθυρίζει στ' αυτί μου..
περνάω την αλυσίδα στο λαιμό μου και...”

Η αγάπη, σκληρότητα και τιμωρία βιωμένη, δεν γίνεται διαφορετικά να την δει.
Όσο την τιμωρεί, ο κυρίαρχος είναι εκείνη. Εκείνη που διατάζει. Οταν αρχίζει να την λατρεύει, παιχνίδι γίνεται, αντικείμενο, και παρά την αγάπη του, ο κυρίαρχος γίνεται αυτός!
Ένα παράδοξο παιχνίδι εξουσίας όπως είναι ο έρωτας, σαν αντεστραμμένο κάτοπτρο, με κανόνες τόσο σκοτεινά ασαφείς. Τους οποίους η συγγραφέας λαμπίκο μας τους επιστρέφει, καλογυαλισμένος, σαφείς.

Στο τελευταίο διήγημα”Η στιγμή”, επί χάρτου και οι μηχανισμοί μνήμης, τα παιχνίδια του μυαλού και του χρόνου, οι αρμοί της αφήγησης όπου όλα βρίσκονται εκεί. Κι ο χρόνος σαν του Θεού, ενιαίος. Το τέλος, ευθύς εξ' αρχής. Ο χρόνος που γερνά και η στιγμή που διαρκεί αιώνια.
'Ηρωάς της, ένας πια γερασμένος αλλά γοητευτικός καθηγητής.
“Οι ζωντανοί είναι οι νεκροί” ισχυρίζεται και “οι νεκροί είναι ζωντανοί”.
Τον ακολουθεί παντού. Αυτοαναφορική η ιστορία της. Τον έχει ανάγκη τόσο ώστε δεν θέλει να τον χάσει που αποφασίζει να τον διασώσει, τελικά, στο χαρτί.
Για να διασωθεί μαζί του η άποψή του για τον χρόνο, για να ζήσει “το πλήρωμα του χρόνου” που της υποσχόταν αυτός. Ετεροχρονισμένα. Και όταν θα το έχει τόσο μεγάλη ανάγκη. Είναι αρκετά επεξηγηματική. Να φανερώσει θέλει, ν' αποκαλύψει, δεν επιθυμεί να κρυφτεί:
“Ο λόγος είναι ο θάνατος του πατέρα”.
Και ενδεχομένως μ' αυτό να εξηγεί και την αναγκαιότητα της γραφής.
Ως Χρόνος πεπληρωμένος. Τάξη στο άχρονο Χάος, διασωθείς ο απωλεσθείς χρόνος με τρόπο ώστε ποτέ πια να μη χαθεί.
“Είμαστε εγκλωβισμένοι στη στιγμή”,
Η αιώνια στιγμή, που αποτελεί για τον συγγραφέα η κάθε του ιστορία.

Η Εύα Στάμου μέσα από διαφορετικές ερωτικές συναντήσεις φωτίζει κάθε μας αυτοκαταστροφική επαναληπτικότητα, ακτινογραφεί κάθε κρυφή πληγή. Απομονώνοντας το σύμπτωμα και επαναφέροντας στο προσκήνιο το αρχικό άλγος με καθαρότητα σπάνια, γλώσσα σχεδόν σωματική. Χωρίς να κλείνει τα μάτια της πουθενά: παρελθόν και παρόν και μέλλον, εδώ, και στην πιο ανεπαίσθητη κίνηση των ηρώων, και στην κάθε φράση, στην κάθε σιωπή. Στον περιρρέοντα χρόνο και χώρο. Γιατί όλα είναι “εγώ”, όλα γίνονται “εσύ”.
Με ό,τι έχουμε γράφουμε κι ερωτευόμαστε με ό,τι είμαστε. Και η Εύα ως ψυχοθεραπεύτρια είναι εντελώς ιαματική. Σαν συγγραφέας, ήδη το καταλάβατε, έχει κάνει θαύματα.

Τα μεσημέρια περνούσαν “αράπης” και “γύφτος”, τα μεσημέρια οργίαζε ο νους, τα μεσημέρια, μη το ξεχνάτε, παίζαμε τον γιατρό. Και οι μηχανισμοί της μνήμης έχουν την δυνατότητα της διαρκούς επανάληψης. Στόχος μας, φιλοσοφικά και θεολογικά, το απόλυτο. Η αιώνια στιγμή. Το δίπολο έρωτας- θάνατος. Το ξόρκι μαζί και η προσευχή. Διότι “χάρτης το κορμί”και η ζωή μαγική, η συγγραφέας Εύα Στάμου δε ιαματική, από μας, αρκεί μονάχα η αποδοχή.

Τώρα θα υπογράφω alef, μ' αρέσει, εκεί ήμουν ελένη γκίκα

ΥΓ. Ήταν μια σπανίως αποκαλυπτική νύχτα (είδαμε ΚΑΙ όσα δεν βλέπαμε), είναι ένα βιβλίο- καθρέφτης. Εκεί είμαστε εμείς. Όλοι μας. Αλλά ό,τι θέλει, βλέπει, συνήθως κανείς...