“Δεν είναι η Δικαιοσύνη καλύτερος υπηρέτης των ανθρώπων, αλλά η σύμπτωση, η τύχη, το απρόσμενο, σύμμαχοι του υπομονετικού χρόνου, οι οποίοι φέρνουν ακρίβεια κι ισορροπία στη ζυγαριά” (ε Κόνραντ, σταθερά περί της νομοτέλειας του τυχαίου)
“Ο ΑΡΓΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΛΟΥΣΙΑΝΑ ΜΠ.” του Γκιγιέρμο Μαρτίνες. Μετάφραση: Ιφιγένεια Ντούνη. Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 272, € 15.50
“Γιατί είπα ναι, αφού όλα μέσα μου έλεγαν όχι; Γιατί δεν την αποχαιρέτησα με μια οποιαδήποτε δικαιολογία και δεν έφυγα χίλια χιλιόμετρα μακριά; Υπάρχουν κάποιες φορές στη ζωή, λίγες φορές, που άνθρωπος δεν καταφέρνει να αντιληφθεί το μοιραίο ιλιγγιώδες σταυροδρόμι που ανοίγεται μπροστά σε μια μικρή πράξη. Την καταστροφή που παραμονεύει πίσω από μια ασήμαντη απόφαση. Εκείνο το απόγευμα ήξερα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ότι δεν έπρεπε να συνεχίσω να την ακούω. Ωστόσο, σαν από αδράνεια απέναντι στη συμπόνια και τους καλούς μου τρόπους, βγήκα μαζί της στο δρόμο”.
Την είχε γνωρίσει δέκα χρόνια πριν. Όταν η Λουσιάνα Μπ. ήταν μόλις 18, ευτυχισμένη, χαρούμενη, θελκτική και δακτυλογράφος ήδη του διάσημου συγγραφέα Κλόστερ. Ο αφηγητής στο τελευταίο μυθιστόρημα του Γκιγιέρμο Μαρτίνες, συγγραφέας επίδοξος στο δεύτερο μόλις βιβλίο. Είχε σπάσει το χέρι του, ο σπουδαίος Κλόστερ ήταν σε διακοπές και ο εκδότης τους τότε του συνέστησε την Λουσιάνα Μπ, την δακτυλογράφο.
Δέκα χρόνια μετά, την χρονική στιγμή που ξεκινά το βιβλίο, η Λουσιάνα Μπ. θα ξαναμπεί στη ζωή του σε κατάσταση αλλόφρονα. Το δικό της μοιραίο σταυροδρόμι ήδη το διάβηκε, ήταν εκείνη η πια πολύ μακρινή μήνυση, που υπήρξε αφετηρία μιας γεωμετρικής ακολουθίας φόνων! Ατυχήματα φαίνονται, αλλ' όμως η Λουσιάνα επιμένει, ότι τα καταστρώνει εκείνος!
Δυο συγγραφείς, μια πρώην δακτυλογράφος και τέσσερις νεκροί, απ' τη πλευρά εκείνης. Ως αντιστάθμισμα ενός πολύ επώδυνου θανάτου. Με πόσο πόνο και ποια δίκαιη ή άδικη τιμωρία ξοφλά κανείς τον άδικο θάνατο μιας κόρης; Ο Κλόστερ εξαιτίας εκείνης της μήνυσης, έχασε την κόρη του και όλα αυτά τα χρόνια, η Λουσιάνα, επιμένει, ότι πληρώνει μετρώντας τους οικείους νεκρούς της! Της απομένουν δυο, η γιαγιά και η αδελφή της, μέχρι να ολοκληρωθεί η ακολουθία των επτά, να φτάσει σε εκείνην! Το κλειδί της υπόθεσης, μια παλιά δανεική βίβλος, τα τετράδια σημειώσεων του Χένρι Τζέιμς, η κατά Κόνραντ άποψη για το Τυχαίο. Υπάρχει νομοτέλεια και σ' αυτό, επιμένει ο Κλόστερ. Και δυο βιβλία. Το ένα ως πρόσχημα, το άλλο που αργογράφεται χρόνια και χρόνια απειλώντας τη ζωή με την τέχνη! Πρώτα γράφεται το συμβάν, ο φόνος επί τω προκειμένω, και κατόπιν συμβαίνει! Παρ' όλα αυτά, όπως του είχε πει ο Κλόστερ, “ακόμα και το τυφλό νόμισμα δείχνει να νοσταλγεί την επανάληψη, τη φόρμα, το σχήμα”.
Χρησιμοποιώντας για ακόμα μια φορά την μέθοδο αυτή της μαθηματικής ακολουθίας (Η ακολουθία της Οξφόρδης), ο συγγραφέας παρακολουθεί φιλοσοφικά και θεοσοφικά με τρόπο αρκετά εγκεφαλικό και ψυχαναλυτικό, μια σειρά από φόνους. Την τέχνη που δανείζεται απ' τη ζωή και τη ζωή που μοιάζει να μιμείται την τέχνη. Κάπου στο μέσον της ιστορίας, όλα θα μοιάζουν πιθανά, το θύμα, κάλλιστα θα μπορούσε να είναι κι ο θύτης, να αυτοτιμωρείται ακρωτηριάζοντας τους οικείους της που της προσφέρουν χαρά. Αλλά θα μπορούσε και ο συγγραφέας να είναι ένας σατανικά ευφυής δολοφόνος.
Το φινάλε, απρόβλεπτο, και για τις δυο υποτιθέμενες εκδοχές. Ο καταλύτης- τύχη που αρέσκεται ως τυφλό νόμισμα στις επαναλήψεις, θα επιβάλει το δικό του αινιγματικό τέλος σε μια γοητευτικά ευφυή αινιγματική ιστορία. Σε ένα βιβλίο σαν σκάκι, εξίσωση μαθηματική, που παίζει με τα ενδεχόμενα, χρησιμοποιεί και τα ελάχιστα, αξιοποιεί την λανθάνουσα λεπτομέρεια.
Έτσι που η ζωή να φαντάζει σαν μυθιστόρημα που μοιάζει να γράφεται από μόνο του!
Το αποτέλεσμα, μια ιστορία νουάρ που εξασφαλίζει πολλά: φιλοσοφία, θεολογία και μαθηματικά, ψυχολογία και λογική, χρησιμοποιώντας τους πάντες και σχεδόν τα πάντα: Μπόρχες, Ντε Κουίντσι, Βιτκενστάιν και Κόνραντ. Κατορθώνοντας με εκείνο το περίφημο απόσπασμα “Δεν είναι η Δικαιοσύνη καλύτερος υπηρέτης των ανθρώπων, αλλά η σύμπτωση, η τύχη, το απρόσμενο, σύμμαχοι του υπομονετικού χρόνου, οι οποίοι φέρνουν ακρίβεια κι ισορροπία στη ζυγαριά”, του Κόνραντ, να κάνει και τον πιο ευφυή αναγνώστη να αμφιβάλει.
Είναι κι εκείνος ο δεξιοτέχνης συγγραφέας, εξάλλου, που μέχρι το τέλος, μοιάζει να επιμένει: “Τη νύχτα εκείνη ένας λόχος συγγραφείς είχαν φανταστεί διάφορους θανάτους. Έτυχε σε μένα να γίνουν οι δικοί μου πραγματικότητα. Ένας αριθμός στη λοταρία της θάλασσας της στατιστικής, τον οποίο μου κλήρωσε η τύχη”. Ένα μυθιστόρημα που δίνει άλλο νόημα στον όρο “νουάρ” και σίγουρα αλλάζει αυτό που εννοούμε “αστυνομική λογοτεχνία”. Παρά τους θανάτους, όλα μοιάζει σα να συμβαίνουν στο κεφάλι ή στα βιβλία των πρωταγωνιστών, εφιάλτης μέσα στον εφιάλτη, στον εφιάλτη...
Τελειώνοντάς το σχεδόν νιώθεις ορφάνια...
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Γκιγιέρμο Μαρτίνες γεννήθηκε στην Αργεντινή το 1962.
Σπούδασε Μαθηματικά στο Μπουένος Άιρες όπου ζει από το 1985, με ένα διάλειμμα δυο ετών στην Οξφόρδη.
Το 1989 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο “Infierno Grande”, το ομότιτλο διήγημα της οποίας δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2009 στο αμερικανικό περιοδικό New Yorker.
Το “Σχετικά με τον Ροδερέρ” (Acerea de Roberete, 1992, Εκδ. Πατάκη, 2008), το πρώτο μυθιστόρημά του, εξυμνήθηκε ομόφωνα από την κριτική στη χώρα του, κυκλοφόρησε στη συνέχεια στην Ισπανία και μεταφράστηκε στα αγγλικά, στα σερβικά και στα νορβηγικά.
Ακολούθησαν το “La mujer del maestro” (1998), καθώς και ένας τόμος δοκιμίων με τίτλο “Borges y la matematica” (2003).
Με την “Ακολουθία της Οξφόρδης” (Crimenes imperceptibes, 2004, Εκδ. Πατάκη, 2006) απέσπασε το ισπανικό βραβείο Planeta, ενώ το βιβλίο μεταφράστηκε σε 37 γλώσσες και μεταφέρθηκε το 2008 στον κινηματογράφο.
“Ο αργός θάνατος της Λουσιάνα Μπ” είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα, μεταφράζεται σε 19 γλώσσες και αναμένεται η κινηματογραφική του μεταφορά από τον Adolfo Aristarain.
Δημοσιεύτηκε στο “Έθνος της Κυριακής”
YG. Μια ανάσα δρόμος χωρίζει το σοβαρό απ' το γελοίο εντέλει. Κι αυτή η ανάσα μπορεί να είναι και η σωτηρία μας. Το σίγουρον ένα, είτε Θεός υπάρχει, είτε τυχαίο ή και κωλοχαρακτήρας- πεπρωμένο μας. Ο,τι κάναμε, θα το ξανακάνουμε, με μαθηματική ακρίβεια, ακόμα και αποφεύγοντάς το!
Ωχ Πανανία μου! Τόσο γελοίο κι όμως για να μη το βλέπουμε πονέσαμε τόσο! (και ως συνήθως ματαίως δηλαδή αλλά ας μη το κάνουμε θέμα)