“ΟΜΟΡΦΙΑ ΚΑΙ ΘΛΙΨΗ” του Γιασουνάρι Καουαμπάτα. Μετάφραση από τα ιαπωνικά: Παναγιώτης Ευαγγελίδης. Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 262, € 18
“Αν πέθαινες, δεν θα ζούσε πια κανείς να με θυμάται όπως μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις”, είπε ο Όκι.
“Αν πέθαινε αυτός που αγαπάω, δεν θ' άντεχα να ζω εγώ και να τον θυμάμαι”, η Οτόκο.
Επέζησαν, τελικά, και οι δυο. Στο μυθιστόρημα του μεγάλου Ιάπωνα Γιασουνάρι Καουμπάτα “Ομορφιά και Θλίψη”. Ενός πάθους αλλόκοτου όπως αλλόκοτη μας φαίνεται η σχέση της ιαπωνικής κουλτούρας με έρωτα και θάνατο, κατά συνέπεια και με την μυστική τελετουργία ζωής.
Στην ιστορία όλα αρχίζουν ανάποδα, σχεδόν από το τέλος, αλλά από την αρχή μιας χρονιάς. Ο μεσήλιξ ήδη διάσημος συγγραφέας Όκι αποφασίζει να επιστρέψει στο Κιότι για να ακούσει με μια παλιά του αγαπημένη τις καμπάνες της Πρωτοχρονιάς. Κι ηθελημένα ή αθέλητα, κάνει απολογισμό ζωής: για ένα παιδί που ποτέ δεν γεννήθηκε, για έναν έρωτα που θα μπορούσε ν' ανθίσει στη σκιά, για τη ζωή που δεν έζησε, για τον ήρεμο γάμο του, για τη μετέπειτα μοναχική πορεία- επιβίωσης της Οτόκο μέσα από τη ζωγραφική.
Η Οτόκο θα τον εκπλήξει, επιλέγοντας να φέρει μαζί της και την Κέικο, μαθήτριά της – είπαμε, στο μεταξύ ήδη γνωστή ζωγράφος- και το ιδανικό συμπλήρωμά της. Η νεότης που παρήλθε, παραμερίζοντας στη σαγήνη του χρόνου. Κι οι δυο μαζί, θα αποτελέσουν για τον ευτυχή ή δυστυχή τελικά Όκι, την ιδανική γυναίκα, την τέλεια Ομορφιά.
Διότι “Τα χρόνια περνούσαν και μόνο η μυθιστορηματική ηρωίδα του “Δεκαεξάχρονου κοριτσιού” παρέμεινε αναλλοίωτη”. “Το έργο είχε φύγει από τον συγγραφέα και ζούσε τη δική του ζωή”. Κι ο Όκι το γνώριζε, φλεγόταν από περιέργεια; μεταχρονολογημένη μεταμέλεια; επέστρεψε και όφειλε να πληρώσει το τίμημα της επιστροφής. Επειδή “Η δεκαεπτάχρονη Οτόκο είχε γίνει σαράντα”, αλλά ο Όκι μέσα της παρέμενε αμετακίνητος, σαν χρόνος που λίμναζε στα χρώματα. “Για έναν ζωγράφο είναι αυτονόητο ότι μια νεκρή φύση ή ένα τοπίο, αλλά και κάθε είδους δημιουργία του, δεν είναι παρά το πορτρέτο της ίδιας του της καρδιάς”.
Και κατ' αυτό τον τρόπο- έχοντας δηλαδή τους ήρωές τους δημιουργούς, συγγραφέας ο Όκι, ζωγράφος η Οτόκο αλλά και η Κέικο, ανατέμνει της τέχνης τη μυστική ζωή. Το παράλληλο σύμπαν που, ενίοτε, μας υπερβαίνει σε χρόνο, πάθος, ζωή.
Αλλά ανατέμνει και αυτή καθ' εαυτή ναρκισσιστική φύση του Έρωτα, τον εαυτό μας που αναζητάμε να αγαπήσουμε μέσα απ' τα μάτια του άλλου. Και έτσι, περιπλέκοντας τα πράγματα, εν τέλει, τον ερωτικό γρίφο μας κάνει πιο απτό.
Το αποτέλεσμα, μια ιστορία πάθους με εραστές και ερωμένες που εναλλάσσονται στον βασικό ρόλο και με τον θάνατο ως αντίπαλο δέος, είτε ακολουθεί, είτε έπεται, να καραδοκεί.
Η ατμόσφαιρα σαγήνης, το μεγάλο προσόν όχι μόνο του Καουαμπάτα αλλά γενικότερα των Ιαπώνων συγγραφέων, και η αντιφατικότητα των ηρώων, για εκείνον τον ενδιαφέροντα λαό, εντέλει, σχεδόν φυσική.
Ένα βιβλίο που εμπεριέχει όλο το μεγαλείο του δημιουργού του, το πάθος του για τη γραφή, τη μοναξιά, τον έρωτα για τον θάνατο που τον ακολουθεί.
Ας μη ξεχνάμε ότι το μεταθανάτιο βουδιστικό του όνομα σε μια πρόχειρη απόδοση είναι κάτι σαν “ένας καθρέφτης λογοτεχνίας σ' ένα μοναχικό βουνό”.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1899 στην Οσάκα της Ιαπωνίας.
Ορφανός από μικρός πηγαίνει να ζήσει σε συγγενείς εκ μητρός και μπαίνει εσωτερικός σε σχολείο μέχρι την αποφοίτηση.
Σπουδάζει στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο, (τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας). Κατά την διάρκεια των σπουδών μεταπηδά στο τμήμα Ιαπωνικής Φιλολογίας, επανεκδίδει το πανεπιστημιακό περιοδικό “Νέα Γραμμή” όπου και δημοσιεύει την πρώτη του ιστορία “Σκηνή από μια συνεδρία” και κατόπιν το λογοτεχνικό περιοδικό “Η εποχή της τέχνης”.
Το 1926 εκδίδεται “Η χορεύτρια του Ίζου”, έργο που τον κάνει αμέσως γνωστό.
Ακολουθούν: “Η πορφυρή συμμορία της Ασάκουσα”, “Η χώρα του χιονού”,, “Χίλιοι γερανοί”, “ Ο δάσκαλος του Γκο”, “Ο ήχος του βουνού”, “Η λίμνη”, “Οι κοιμισμένες καλλονές”, “Η παλιά πρωτεύουσα”, “Ομορφιά και θλίψη”, “Ένας βραχίονας”...
Το 1961 η Ιαπωνική κυβέρνηση τον τιμά με την υψηλότερη διάκριση, το Μετάλλιο του Πολιτισμού.
Το 1968 γίνεται ο πρώτος Ιάπωνας στον οποίο απονέμεται το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Το 1972, στις έξι το απόγευμα της 16ης Απριλίου (και μετά την τελετουργική αυτοκτονία του Γιούκιο Μισίμα, το 1970, ο θάνατος του οποίου τον συγκλόνισε), ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα αυτοκτονεί με γκάζι στο γραφείο του χωρίς να αφήσει κανένα επιθανάτιο σημείωμα.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής (alef- ελένη γκίκα)
ΥΓ. “Τα χρόνια περνούσαν και μόνο η μυθιστορηματική ηρωίδα του... παρέμεινε αναλλοίωτη”.
Και ίσως γι' αυτό και να γράφουμε. Οι ήρωες θα είναι πάντοτε εκεί. Νέοι. Κι αθάνατοι. Και οι καταστάσεις. Και τα αισθήματα. Και οι αγάπες, βέβαια, πως αλλιώς...