Εμείς ο καμβάς αλλά και το νυστέρι εμείς! Πινέλο... ο χρόνος ίσως?
“Ο δολοφόνος έπρεπε να κάνει το θάνατό της ασυνήθιστο και εντυπωσιακό και στο σχεδιασμό και στην εκτέλεση. Στο ρόλο του ως σουρεαλιστή καλλιτέχνη αποφάσισε το έργο του να είναι ένα μακάβριο αριστούργημα, ένα έγκλημα τόσο συγκλονιστικό και φρικτό, που θα έμενε, θα απαθανατιζόταν μέσα από τα χρονικά της εγκληματολογικής παράδοσης. Ως εκδικητής θα χρησιμοποιούσε το σώμα της σαν καμβά και το χειρουργικό νυστέρι του σαν πινέλο”. Και τον έκανε.
Δηλαδή, έκανε το μακάβριο αριστούργημά του μετά θάνατον ερωτεύσιμο και αλησμόνητο, ποιος δεν γνωρίζει αφ' ότου δολοφονήθηκε την “Μαύρη Ντάλια”;
Ο Τζέιμς Ελρόυ την έκανε μυθιστόρημα. Ο Ντε Πάλμα, ταινία. Αλλά την μέγιστη, σχεδόν λαγνική σχέση με την “υπόθεση” την είχε έτη και έτη ο Στιβ Χόντελ. Ιδιωτικός ντετέκτιβ που εργάστηκε πάνω από είκοσι χρόνια στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών του Λος Άντζελες.
Αλλά η 22χρονη Ελίζαμπεθ Σορτ από την Μασαχουσέτη που δολοφονήθηκε στο Λος 'Αντζελες τον Ιανουάριο του 1947, του έγινε έμμονη ιδέα. Όπως αποδεικνύεται στο 655 σελίδων βιβλίο του “Ο εκδικητής της Μαύρης Ντάλιας” (Πατάκη). Ο δολοφόνος της, αποδεικνύει και ισχυρίζεται, ήταν ο ίδιος του ο πατέρας. Πρώην αξιωματικός, γνωστός ψυχίατρος, μυστηριώδης και γοητευτικός διανοούμενος, υπήρξε κατά τον συγγραφέα – υιό, και ένας κατά συρροή δολοφόνος!
Για να το αποδείξει, σπατάλησε μετά τον θάνατο του πατρός, μια ζωή. Συλλέγοντας φωτογραφίες και μαρτυρίες. Ψηφίδες από τα παιδικά χρόνια για να ολοκληρώσει το παζλ ενός αινιγματικού και ασύλληπτου κτήνους. Αλλά και ο Ελρόυ, από την προσωπική του μυθολογία ασχολήθηκε με την υπόθεση “Μαύρη Ντάλια”. Ήταν δέκα χρονών όταν η μητέρα του δολοφονήθηκε στις 22 Ιουνίου το 1958. Ανεξιχνίαστη και ατιμώρητη δολοφονία. Κατά συνέπεια και για κείνον ήταν σα να γνώριζε ήδη από τότε, με τον δικό του απόλυτα επώδυνο βιωματικό τρόπο, της ζωής του την “Μαύρη Ντάλια”.
Ο Στιβ Χόντελ, αργοπόρησε κάπως να την γνωρίσει. Την ημέρα που πέθανε ο πατέρας. Όταν στο φωτογραφικό άλμπουμ που η μητριά του, παρακούοντας τις εντολές του εκλιπόντος δεν έκαψε, ανακάλυπτε την γυναίκα του, παλιά ερωμένη του πατέρα, και φωτογραφία νεαρής που όλα έδειχναν πως ήταν η Μαύρη Ντάλια.
Υπόθεση πατρός για τον ένα και μητρός για τον άλλον η Μαύρη Ντάλια. Και το βιβλίο της ζωής τους.
Όπως προσωπική μας υπόθεση είναι, εν γένει, η Τέχνη και εν μέρει η Λογοτεχνία. Με το χέρι στη φωτιά, συνήθως γράφουμε. Ακόμα και όταν αυτό δεν το αντιλαμβάνεται κανένας.
ΥΓ. Κατ' αρχάς θα πρέπει να σας πω ότι λατρεύω τις ντάλιες! Θυμάμαι την πίσω παλιά χωμάτινη αυλή γεμάτη κόκκινες, άσπρες, μπορντό, πορτοκαλιές και ό,τι χρώμα βάλει ο νους σας ντάλιες! Η μαμά μου έχει πάθος με τα λουλούδια, και μετά τις αρχικές κόντρες για το δικό μου... κακτικό πάθος, μεγαλώνοντας μοιραζόμαστε και συμμεριζόμαστε πια τα ίδια (ε ναι! Ντάλιες και ορτανσίες και τριανταφυλλιές και κρεμαστές γαριφαλιές και γιασεμιά και ζουμπούλια εκείνη, κάκτους εγώ! Με κάτι αγκάθια, να!) Βέβαια, τώρα, όχι ότι απαρνήθηκα τους κάκτους, αλλά αγάπησα μετά πάθους ντάλιες, βιολέτες, πασχαλιές και ζουμπούλια. Και τριανταφυλλιές (σε όλες τις εκδοχές: καρφίτσα τριαντάφυλλο με μαύρα κοράλλια, δαχτυλίδι τριαντάφυλλο με πλατίνα και μαργαριτάρια, τριανταφυλλάκια από ύφασμα, από δέρμα, από κρύσταλλο, από κόκκαλο... ως και ένα... χρυσό, ε ναι, μου το χάρισαν και σώθηκε ένεκα άνθους!)
Αλλά με την “Μαύρη Ντάλια” έπαθα... νταλίτιδα λέμε φέτος το Καλοκαίρι! Καλά, την είχα διαβάσει την κλασική (Έλρόυ), του... μπάτσου όμως, παρά το μεγαλειώδες εξώφυλλο θυμάμαι την είχα σνομπάρει! (την χάρισα στη Λένα, άλτερ έγκο μου σε μια ομάδα βιβλίου πια παρελθόν). Την τρικλοποδιά ντάλα Αύγουστο μου την έβαλε ο Ντε Πάλμα (ε ναι, λατρεύω Ταρκόφσκι, Μπέργκμαν, Τρυφώ αλλά μ' αρέσει και ο... Γκοντάρ και ο Ντε Πάλμα! Άβυσσος, ξέρω, άβυσσος ναι, αλλά στα αντίθετά του στηρίζεται σύμπαν και... μικροσύμπαν!)
Διακοπές λοιπόν, ντάλα Αύγουστος λέμε, στο φουλ το κλιματιστικό, και ξαπλωμένη σε πολυθρόνα- ημιανάκλιντρο (της έχω προσθέσει σκαμπό), πάνω από κατακόκκινους δερβίσηδες (ριχτάρια από Καππαδοκία σε κόκκινο και μπλε παντού, πήξαμε φέτος στους δερβίσηδες λέμε, και σε... πιατάκια, πινακάκια, μαγνητάκια, μουσικό κουτί...) έβλεπα “Μαύρη Ντάλια”! Ε μετά πήραν και όλα τ' άλλα σειρά (χούι κακό! Έτσι κι αρχίσω, κάνω... αφιέρωμα σκηνοθέτη ή συγγραφέα, σα να του ψάχνω αχίλλειο πτέρνα και παρελθόν). Ξανά μανά Ελρόυ, και φυσικά και “Ο εκδικητής της Μαύρης Ντάλιας” (και τον αγόρασα παρακαλώ, τον... χαρισμένο τον χάρισα αλλά για όλα – δεν το είπαμε? - έρχεται η ώρα!)
Απολαυστική ώρα! Είχα, το ομολογώ, παθιαστεί!
Αλλά το νόημα το συνέλαβα όπως σε όλα, βραδυφλεγώς και, φυσικά, κατόπιν εορτής!
Φανταστείτε τώρα γιο, μετά από τον θάνατο του πατέρα, να αναλώνεται σε όοοολο το υπόλοιπο της ζωής για ν' αποδείξει ότι ο... αποδημήσας πατήρ είναι κατά συρροή δολοφόνος! (ε εντάξει και της Μαύρης Ντάλιας!) (διότι ναι, πιστεύω τελικά, ότι εδώ είναι το... σασπένς και το ζουμί! Ως περιστατικό, δηλαδή, θα έτριβαν τα χέρια τους όλοι οι ψυχαναλυτές του κόσμου!)
Αλλά μετά ξανασκέφτηκα ότι μήπως κάπως έτσι δεν κάνουμε τέχνη, ή τέλος πάντων ό,τι κάνουμε? Από άλυτους γρίφους, καημούς, εμμονές? Αν το καλοσκεφτούμε, δηλαδή, έχει ο καθένας μας, τελικά, μια δική του, παλιά, κρυμμένη, ανεξιχνίαστη και βασανιστική, αεί υπάρχουσα ως βαμπίρ εξωτικόν και αινιγματικόν, Μαύρη Ντάλια! Ακόμα κι αν ζήσει μια ζωή χωρίς καθόλου να το αντιληφθεί η αποδεχθεί.
Όοοοχι! Δεν θα σας μιλήσω, φυσικά, για την δική μου μαύρη Ντάλια! Για τη δική τους θα σας πω, τί λέω, ήδη σας είπα, ναι?
Για τα δικά μου, το μόνο που έχω να πω είναι ότι αυτή τη βδομάδα φυτέψαμε φρέζες και αγιοδημητριάτικα (ε ναι, σε όλα τα χρώματα, είπαμε, η μάδερ πες, ανθοκόμος! Τους μιλά, τους γελά, τους τραγουδά' και στη βεράντα μου μεγαλώνοντας έχω αρχίσει κι εγώ να κάνω το ίδιο).
Θα υπογράφω... Alef της μαμάς μου, ειδικά γι' αυτό εδώ.