15/10/09

“Όποιος έχει βγει έξω απ' τον εαυτό του, τίποτε δε σιχαίνεται περισσότερο, παρά να ξαναγυρίσει εκεί όπου βρισκόταν”.

“ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ” του Τόμας Μανν. Μετάφραση: Μαρία Κωνσταντινίδη. Εκδ. “Ίνδικτος”, σελ. 176, € 8.95

Γράφτηκε το 1912 και γνώρισε τεράστια επιτυχία. Μπορεί το αριστούργημα του Τόμας Μανν να παραμένει “Το μαγικό βουνό” και η ωραιότερη ίσως νουβέλα ο “Τόνιο Κραίγκερ” αλλά και λόγω Βισκόντι και κινηματογραφικής μεταφοράς το “Θάνατος στη Βενετία” παραμένει το πιο διάσημό του βιβλίο.
Με έναν Γουστάβο Άσσενμπαχ ή Φον Άσσενμπαχ σχεδόν πια εμβληματικό να συμβολίζει για πάντα τον απόλυτα πνευματικό και “συγκρατημένο” δημιουργό που υποτάσσεται μέχρι θανάτου στην απόλυτη ομορφιά, επιλέγοντας να βγει “εκτός εαυτού” σε μια πανέμορφη επικίνδυνη πόλη. Αλλά “όποιος όμως, έχει βγει έξω απ' τον εαυτό του, τίποτε δε σιχαίνεται περισσότερο, παρά να ξαναγυρίσει εκεί όπου βρισκόταν”.
Άλλωστε “τί μπορούσαν να του χαρίσουν η τέχνη και η αρετή, μπροστά στην ανομολόγητη ευτυχία που του υποσχόταν το χάος;”
Κι όμως, η ευνοούμενη λέξη του μέχρι πρότινος ήταν “συγκρατήσου”. Αλλά πάντοτε παρέμενε “ο ποιητής όλων εκείνων που λυγίζουν”, “που είναι κιόλας τσακισμένοι και στέκουν ωστόσο ορθοί”.
Θα μπορούσε να μείνει στο τακτικό του σπίτι στην Πρίντσεγκεντεστράσσε στο Μόναχο, στην τακτοποιημένη ζωή του. Ωστόσο αποφασίζει να εκτεθεί στο Νότο, να κάνει το μοιραίο, τελικά, ταξίδι στη Βενετία.
“Ήταν λαχτάρα για ταξίδι και τίποτ' άλλο. Και πραγματικά η επιθυμία τούτη τον εκυρίεψε σαν παροξυσμός και σε τέτοιο παθολογικό βαθμό, που έφτανε ίσαμε την αλλοφροσύνη”.
Εξάλλου, παρά το “συγκρατήσου” ο Άσσενμπαχ γνώριζε καλά ότι “σχεδόν κάθε μεγάλο που υπάρχει, το χρωστά σ' ένα “παρά τούτο”, σε μια πρόκληση ενάντια στα βάσανα και τις έγνοιες, τη φτώχεια, την εγκατάλειψη, τη σωματική αδυναμία, τα ελαττώματα, τα πάθη, τις χιλιάδες τα εμπόδια”.
Κι εκείνο το ταξίδι στο Νότο δεν ήταν παρά το δικό του “παρά τούτο”: στη σύνεση, στο “συγκρατήσου”, σε μια απολύτως αποστειρωμένη ζωή.
Αγαπούσε τόσο τη θάλασσα, ίσως “γιατί η λατρεία αυτού του στοιχείου, του ήταν απαγορευμένη”. “Επειδή δε συμβιβαζόταν με την αφοσίωση στη δουλειά του παρά τον αποπλανούσε να τραβήξει στο αδέσμευτο, το άμετρο, το αιώνιο , το άσκοπο”. Κι “η Βενετία ήταν μια εταίρα που ήξερε να σαγηνεύει”. “Η πόλη του παραμυθιού και της απάτης για τους ξένους”.
Εκεί “η φωνή του γονδολιέρη, πότε σαν απειλή και πότε σαν χαιρετισμός”, θα συνενώσει τα αντίθετα: την Ομορφιά και το απόλυτο Τίποτα, τον Έρωτα και το Τέλος. Την θανάσιμή του αιχμαλωσία με την μορφή του πανέμορφου έφηβου Τάτζιο και την αρρώστια που κυκλώνει την πόλη. Αλλ' ούτε απ' το ένα ούτε απ' το άλλο επιθυμεί να ξεφύγει “γιατί το πάθος είναι η εξύψωσή μας και ο έρωτας ο πόθος της ψυχής”, “αυτή είναι η απόλαυση και η ντροπή μας”.
Ένα ατμοσφαιρικό, αλληγορικό, αριστούργημα για την δημιουργία και για την Ομορφιά, για το Απόλυτο και την αιώνια Πόλη, για τον Έρωτα και τον Θάνατο. Για την Δημιουργία που είναι εκεί, “γράφει” και “γράφεται” με τίμημα την ίδια μας τη ζωή. Επανεκδίδεται σχεδόν κάθε χρόνο επιτυχώς από το 1998 κι απ' τις εκδόσεις “Ίνδικτος”.

ΥΓ. Θα τα πάμε ένα – ένα, ναι? Ένα... καινούργιο κι ένα παλιό- ολοκαίνουργιο με τη καινούργια ψυχή μας! Ξαναδιαβάζοντας βιβλία αγαπημένα συνειδητοποιούμε και “πόσο-άλλαξα”. Κι εξάλλου, όλα αλλάζουν, φίλοι, αγάπες, καταστάσεις, η προσωπογεωγραφία των ρυτίδων, το πρόσωπο της ευτυχίας, ο χωροχρόνος και ένα βιβλίο μέσα σ' αυτόν αλλάζει, γίνεται άλλο. Όσο άλλος γινόμαστε 'η γίναμε κι εμείς.
Εξάλλου γίναμε πια όλοι μας αναγνώστες με... ξύλινα πόδια! Διαβάζουμε Ζυράννα αλλά δεν έχουμε διαβάσει Ντίκινσον, Γουλφ ή Ντυράς, γνωρίζουμε τον Ντοστογιέφσκι, αλλ' ούτε “Ηλίθιος” (κι αυτό είναι το “Έγκλημα και τιμωρία” μας να) μιλάμε για τον Προυστ λες κι είναι πρωτοξάδελφός μας αλλά ούτε που έχουμε αντικρίσει ποτέ εκείνο το εμβληματικό έρμο (και που το πιπιλάμε συνέχεια) “Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”. Εδώ θα μου πείτε ο... Μπόρχες έγινε ευπώλητος! Αλλά εντάξει, νέα ήθη, πώς να το κάνεις. Πάρε το, ρε παιδί μου, κι αχρείαστο να 'ναι! Εξάλλου η βιβλιοθήκη μας είμαστε εμείς (όπως κι η δισκοθήκη μας, η βιντεοθήκη μας, οι φίλοι μας, το σπίτι μας, η ζωή μας, οι έρωτές μας κι ο... θάνατός μας), ε πού ξέρεις μπορεί κάποια μέρα... να μας πιάσει λαχτάρα για ό,τι αξίζει, για ό,τι κρατά. Για ό,τι επιμένει στον Χρόνο που όλα τα εξαφανίζει. Μπορεί αν υπάρξει χρόνος (και κέφια) να αναφερθούμε και στα αξίζει-να-τα-διαβάζω για να μη γίνω κι εγώ αναγνώστης με... ξύλινα πόδια.
Ωραίο Φθινόπωρο, ε?-