Είμαστε ό,τι αφήνουμε πίσω μας
Επαναλάμβανα, διαβάζοντας τον υπέροχο τίτλο του Δημήτρη “Ό,τι αγαπήσαμε πίσω έμεινε” κι έμοιαζε αυτή η φραστική εμμονή μου, σαν επιβεβλημένη απάντηση.
Ποιος στη χάρη μου σήμερα, έτσι?
Ανάμεσα σε δυο άντρες, σε δυο συγγραφείς που αποδεδειγμένα αγαπούν τη γυναίκα.
Το υποστηρίζουν με όλους τους τρόπους, με τη ζωή, με το έργο τους.
Φίλος αδελφικός, άνθρωπος του σπιτιού τολμώ να πω ο Δημήτρης, μου έχει ήδη προσφέρει μεγάλες χαρές.
Με την “Υπατία” του αξιώθηκα να ταξιδέψω μιλώντας για το σπουδαίο βιβλίο του αυτό στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.
Στο “Υστερόγραφο μιας συγγνώμης”, ε πια η αγάπη του στο “δεύτερο φύλλο” που πρώτο το έκανε, ήταν πλέον ολοφάνερη.
Ο Μίμης Ανδρουλάκης, γνωστός σε όλους, και μόνο το να σταθείς στο πλάι του και να μιλάς, καταντά τουλάχιστον αποκοτιά. Αλλά εδώ έχω τολμήσει να μιλήσω για βιβλίο του, τώρα θα κάνω πίσω? Εξάλλου σαν τη Μαρία Ρόζα του Δημήτρη είμαι και λίγο του vivere pericolozamente, τελικά.
Με το καινούργιο του βιβλίο, λοιπόν, ο Δημήτρης Βαρβαρήγος επιστρέφει. Στο ιστορικό μυθιστόρημα που μοιάζει να το κατέχει καλά. Και στην γυναικεία μοίρα σε εποχές που άνδρες νομοθετούν. (Θα μου πείτε και τώρα με την γυναίκα ανδρόγυνη? ας είναι) Επαληθεύοντας εκείνη τη σπουδαία και γενναία ρήση του Μάρκες πως
“την ιστορία μας και την ιστορία της οικογένειάς μας γράφουμε τελικά ξανά και ξανά”. Ακόμα κι όταν μιλάμε για άλλους, για τα δικά του πάλι ο καθένας μιλά.
Τα διλήμματα και τους φόβους μας δανείζουμε στους ήρωες, τις πολυθρόνες που καθήσαμε και τη θάλασσα π' αγαπήσαμε περιγράφουμε θέλοντας και μη στο χαρτί.
Πόσο μάλλον στην παρούσα περίπτωση που κάτι μου λέει πως η Ζωή- Μαρία Μοντανάρη είναι, Δημήτρη μου καλέ, η μαμά?
Ας είναι!
“Ό,τι αγαπήσαμε πίσω έμεινε”,
στο βιβλίο θα παραμείνουμε κι ό,τι αγαπήσαμε γίνεται εμείς.
Επειδή ένα δεν γίνεται να χάσουμε ή πίσω ν' αφήσουμε, τον εαυτό μας, που είναι “ό,τι αγαπήσαμε” και μας ακολουθεί.
“Στον έρωτα πάμε μ' ότι δεν είμαστε κι ό,τι δεν έχουμε”, μου έχει πει η Μαρία Μήτσορα σε συνέντευξη και θυμάμαι είχα ενθουσιαστεί.
Στη μυθιστορία του Δημήτρη, όμως, η Μαρία Ρόζα Καλτσέτι και ο Σαλιβέρι Μοντανάρι ερωτεύθηκαν με ό,τι ήταν, είχαν, και νίκησαν.
Ξεκινώντας από τη Φλωρεντία του 1860, αρχοντοπούλα αυτή, κατώτερος ταξικά ο Σαλιβέρι, πολεμώντας για τον έρωτά τους, δραπέτες της αγάπης στη Ζάκυνθο για να ζήσουν και μια και δυο φορές τον ξεριζωμό με τον μεγάλο σεισμό. Μέχρι να καταλήξουν στην ανοιχτή αγκαλιά της Αθήνας που όλα τα καταπίνει και τα χωρά.
Προτάσσοντας, πρόλογο και καταλήγοντας σε επίλογο ο συγγραφέας, χωρίζει την αφήγησή του σε πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη, αφήνοντας και εκείνο το προσωπικό στοιχείο που ήδη είπαμε να εννοηθεί.
Μια γυναίκα, γυναίκα που του έχει δώσει τα πάντα, θυμάται και αναζητώντας για τον επίγονο ρίζες, αφηγείται την ιστορία της προγιαγιάς.
Η ιστορία της Μαρίας Ρόζας τριτοπρόσωπη εξελίσσεται, όσον αφορά τον χρόνο, γραμμικά. Η ζωή των ηρώων στη Φλωρεντία και ο παράφορος και παράνομος έρωτάς τους, ο εγκλεισμός της ηρωίδας στο σπίτι και η αναγκαστική φυγή. Ακολουθώντας τη γυναικεία μοίρα της μητέρας, αλλά τολμώντας να ζήσει τη ζωή που δεν επέτρεπαν οι καιροί, αλλ' ούτε και τόλμησε να ζήσει κι αυτή. Ο ερχομός του ζευγαριού στη Ζάκυνθο. Ξένοι ανάμεσα σε ξένους. Η βάφτιση, ο γάμος, η ένταξη. Οι εγκυμοσύνες και τα νεκρά παιδιά. Ο κύκλος της ζωής και η πικρή διαπίστωση “απ' τα λάθη μας” και “υποφέροντας μαθαίνει κανείς”. Η ελπίδα, ο γιος, το σπίτι, ο σεισμός, το παρελθόν και τα κρυμμένα του μυστικά, η ζωή ξανά και ξανά απ' την αρχή, και γέννα και θάνατος και ελπίδα και “χτίζω στην άμμο σα να 'ναι στην πέτρα” και ξανά και ξανά απ' την αρχή, η ζωή με τους αποχαιρετισμούς, ο ερχομός στην Αθήνα και τα “Χρόνια που περνούσαν σαν σελίδες βιβλίου”,
σ' ένα βιβλίο που τα έχει όλα, ευθύς εξαρχής:
Ατμόσφαιρα εποχής, στη Φλωρεντία του 19ου αιώνα, στη Ζάκυνθο και στην Αθήνα της ίδιας σχεδόν εποχής.
Ιστορικό πλαίσιο, η ταξική κοινωνία στην ιταλική κοινωνία που επεμβαίνει στ' ανθρώπινα κι απαγορεύει ή επιτρέπει, υπαγορεύοντας γάμους, συμφέροντα, αγάπες και συμπεριφορές. Η Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα και οι μικροί προσωπικοί αγώνες που καθορίζουν ζωές.
Χαρακτήρες, με βασικούς τη Μαρία Ρόζα και τον Σαλιβέριο, που επαναστατούν, τολμούν και ξεπερνούν τη μοίρα τους, εκείνη τη γυναικεία, κι αυτός τη ταξική, τον σκληρό πατριαρχικό πατέρα, την υποταγμένη αυστηρή κυρία Νίνα- μαμά, τη στοργική, πιστή Φραντζέσκα, την ιδανική αδελφή Οφηλία και τους απλούς ανθρώπους της Ζακύνθου με όλες τις αντιφάσεις που μπορεί ένας άνθρωπος να εμπεριέχει, όλοι μας είμαστε σκοτάδια και φως.
Μια ιστορία που περικλείει όλον τον κύκλο και τη χαρμολύπη της ζωής. Τον άνθρωπο που σηκώνει ανάστημα στο ίδιο του το πεπρωμένο. Την αγάπη που όλα τα νικά. Την Ιστορία και τα Φυσικά Φαινόμενα που υψώνονται πάνω από τη μικρή ιστορία του καθενός και τη σοφή Νομοτέλεια, πως, ό,τι και να γίνει, στην πορεία η ζωή συνεχίζεται: γέννηση, θάνατος, επανάσταση, καταστολή, φόβος, ελπίδα, φως και σκοτάδι, ξανά και ξανά απ' την αρχή.
Επιτρέψατέ μου να τελειώσω με ένα μικρό απόσπασμα που μου επιβάλει το ίδιο το βιβλίο του Δημήτρη, το τόσο απολαυστικό και σπαρακτικό:
“... Τι θα συνέβαινε αν ο Οιδίπους και προ αυτού ο Λάιος υπήκουαν στον χρησμό? Αν δηλαδή και οι δυο δεν σήκωναν κεφάλι στο θείο θέλημα? Βεβαίως δεν θα υπήρχε λόγος να γραφτεί το έργο, θα έλειπε το δράμα απ' τη ζωή. Κι αλλιώς: ο άνθρωπος θα δεχόταν αυτόματα την τάξη των πραγμάτων, όπως ένα μυρμήγκι δέχεται ενστικτωδώς το φυσικό νόμο.
Η τραγωδία αρχίζει με την παρακοή του ανθρώπου στην κοσμική μοίρα, εκείνη των βιβλικών πρωτοπλάστων... Η απουσία του δράματος προυποθέτει παραίτηση από τον ελεύθερο εαυτό, απόλυτη παραδοχή των τεταγμένων γεγονότων. Το δράμα συνιστά εξέγερση, ανατρεπτική προσπάθεια της ιδρυμένης θείας τάξεως, η οποία δεν έχει καμία σχέσην με ηθική κακότητα....”
Στέλιος Ράμφος “Το αίνιγμα κι η μοίρα” (ποιητική τέχνη στον Οιδίποδα Τύραννον).
Δημήτρη μου καλέ, πολύ σ' ευχαριστώ, για την απόλαυση, την φιλία, την τιμή.
Κύριε Ανδρουλάκη μας, χαίρομαι τόσο πολύ που σας ξανασυναντώ.
Αναστασία και Χαρά μου (ε ναι, έχουμε εδώ και την εκδότριες, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη γενιά? Φίλη της καρδιάς μου η Αναστασία και η Χαρά η τελευταία μου αισθητική, με ανέλαβε, να με ντύνει, να με στολίζει, να μου φιλοτεχνεί εξώφυλλα με τις υπέροχες ατμοσφαιρικές της φωτογραφίες, και τη ζωή.
Και αποχαιρετώντας σας να σας αποκαλύψω και ένα δικό μας οικογενειακό μυστικό που μπορεί και να εξηγεί πολλά. Πως η γιαγιά μου η Χρυσούλα, Σάββα, Σαβίνα, αψηφώντας τον πατρικό νόμο έκλεψε τον παππού Γιώργη και αποκληρώθηκε γι' αυτό.
Σας ευχαριστώ.
YΓ. Το... ποίημά μου στον Ιανό χθες για τον Δημήτρη.