Στο πρώτο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε στα ελληνικά, απ’ όπου και τον γνωρίσαμε, «Μια ομπρέλα για τη μέρα», ο ήρωάς του ήταν… δοκιμαστής παπουτσιών. Και η τελευταία του φιλενάδα η Λίζα τον εγκατέλειψε, επειδή δεν άντεχε την άρνησή του να συμμετάσχει σ’ αυτόν τον κόσμο.
Στο καινούργιο μυθιστόρημα του Βίλχελμ Γκενατσίνο «Η βλακεία του έρωτα» που κυκλοφόρησε πρόσφατα, ο ήρωάς του κάνει ένα επίσης απίθανο για τα δικά μας δεδομένα επάγγελμα: είναι ελεύθερος «αποκαλυπτής», διοργανώνει σεμινάρια σε ξενοδοχεία, εντυπωσιάζοντας τους ανθρώπους με τις εκπληκτικές του προβλέψεις. Και πρέπει επειγόντως εκείνος να εγκαταλείψει μια φιλενάδα απ’ τις δυο, εφόσον τα χρόνια περνούν και το να έχει κάποιος δύο γυναίκες, όσο να ‘ναι, είναι ένα πρόβλημα.
Ένα πρόβλημα που αγγίζει το ανυπέρβλητο σχεδόν εφόσον είναι και κόντρα στην ιδεολογία του… παθόντος και πάσχοντος ήρωα: «Περιμένει κανείς από εσάς να αγαπάω μόνο έναν από τους δύο, είτε τον πατέρα μου είτε τη μητέρα μου; Τότε όμως γιατί δεν μπορώ να αγαπώ ταυτόχρονα δύο γυναίκες;» Αναρωτιέται κι έτσι πορεύτηκε μια ζωή. Αγαπώντας την Σάντρα και την Γιούντιθ το ίδιο καλά και πολύ, ταυτοχρόνως.
«Δεν μπορώ παρά να συστήσω ανεπιφύλακτα τη μόνιμη αγάπη για δυο γυναίκες», ακόμα και τώρα, στα… ζόρια, επιμένει: «Λειτουργεί σαν ένα θαυμάσιο, διπλό αγκυροβόλημα στον κόσμο. Σιτεύεις με αγάπη, και αυτό είναι ακριβώς αυτό που χρειάζομαι. Η αγάπη για δυο γυναίκες δεν είναι ούτε χυδαία ούτε κακή, πόσο μάλλον διεστραμμένη ή φιλήδονη. Αντίθετα, είναι τελείως ομαλή (και εξομαλυντική), είναι μια σημαντική εμβάθυνση σε όλα όσα έχουν σημασία στη ζωή. Τη συγκρίνω συχνά με την αγάπη για τους γονείς. Κανένας δεν αξίωσε ποτέ να αγαπάμε μόνο τη μητέρα ή μόνο τον πατέρα».
Εξάλλου οι δυο γυναίκες της ζωής του είναι τόσο… κόντρα ρόλος, που σχεδόν αλληλοσυμπληρώνονται: Η Σάντρα είναι σαράντα τριών χρονών, ένα κεφάλι πιο κοντή απ’ αυτόν, επικοινωνιακή, προισταμένη γραμματέας, που της αρέσει να μαγειρεύει και να φιλιέται στο δρόμο. Είκοσι τρία χρόνια είναι μαζί.
Η Γιούντιθ από πολλές πλευρές είναι το ακριβώς αντίθετο της Σάντρα. Πενήντα ενός ετών, έχει σχεδόν την ίδια ηλικία με κείνον, και δεν την ξέρει όσο την Σάντρα. Η Γιούντιθ είναι αποτυχημένη πιανίστας. Λίγο πριν τα τεσσαρακοστά γενέθλιά της αποδέχτηκε οριστικά ότι νεότερες της την έχουν ξεπεράσει και έτσι τα βγάζει πέρα με ιδιαίτερα μαθήματα πια. Δουλεύει καθημερινά τουλάχιστον έξι ώρες, μερικές φορές και επτά κι οκτώ, και τρέχει η ίδια στα σπίτια των μαθητών της. Η Γιούντιθ χρειάζεται λάμψη γι’ αυτό και τρέχουν να ακούσουν τ’ αηδόνια σε βουκολικές εκδρομές, αλλά επαινεί τη Σάντρα που τα καταφέρνει και δίχως τη λάμψη.
Βεβαίως η μια γυναίκα δεν γνωρίζει την ύπαρξη της άλλης.
Ο ήρωας θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τελικά ζει μια ευτυχισμένη ζωή, εάν ο χρόνος δεν κυλούσε επισημαίνοντας το επερχόμενο τέλος. Διότι όσο περνά ο καιρός, τόσο μεγαλύτερες προσπάθειες πρέπει να καταβάλει. Γι’ αυτό και πρέπει να αποφασίσει να χωρίσει τη μια απ’ τις δυο.
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, έτσι θα κυλήσει, μ’ αυτό το βάσανο. Και κάπου εκεί στο μέσον θα αρχίσει να αναρωτιέται για την ερωτική αποβλάκωση που το συνειδητό του μετατρέπει σε βλακεία του έρωτα. Ο ήρωας, δεν ξέρει τι νοσταλγεί, πολύ φοβάται και «κάτι που δεν υπάρχει». Υπάρχει περίπτωση η αγάπη του για τη Σάντρα και τη Γιούντιθ να έχει μεταμορφωθεί εδώ και καιρό σε «τέως αγάπη» και να μην την εκλαμβάνει ως τέτοια από φόβο και εγωισμό. Αυτό θα σημαίνει βέβαια ότι «παραμένει με την Σάντρα και τη Γιούντιθ εξαιτίας της αφοσίωσης που γεννούν τα γεράματα». Τα οποία επικείμενα γεράματα, βεβαίως, είναι και αυτά που του υπαγορεύουν να φύγει απ’ τη μια.
Αλλ’ όσο κι αν προσπαθήσει ο ταλαίπωρος ο αφηγητής δεν θα μπορέσει να χωρίσει καμία. Για να σπάσει το ερωτικό τρίγωνο μόνο μια λύση – σχεδόν εκ Θεού – θα βρεθεί. Να αποχωρήσει σταδιακά και επί της ουσίας ο ίδιος. Να χάνεται όσο προχωρά το μυθιστόρημα σαν χάρτινη φιγούρα και σαν σκιά, να αποσύρεται σιγά- σιγά ο εν εγρηγόρσει αναποφάσιστος εαυτός του.
Κι έτσι από ένας αναποφάσιστος, μελαγχολικός μεσήλικας γίνεται ένας απών ουσιαστικά άνθρωπος που αντιμετωπίζει ως παρατηρητής και σαν καρικατούρα τη ζωή αλλά και τη ζωή του να περνά. Και από ένα μυθιστόρημα για τον έρωτα γίνεται μια ιστορία περί του επερχόμενου τέλους. Διότι μιλώντας για έρωτα, τον φόβο του θανάτου ξορκίζουμε και όπου το ένα υποχωρεί δεν γίνεται παρά η επικράτεια του άλλου να είναι ο νικητής.
Κλειδί για το επερχόμενο μη τέλος, τελικά, ένα «εγχειρίδιο για εξουθενωμένους» που είχε πρόθεση να γράψει ο ήρωας αρχικά. Ένας ήρωας ήδη εξουθενωμένος.
Παρ’ όλα αυτά όμως ο συγγραφέας κατορθώνει να μιλήσει με τρόπο ειρωνικό και μελαγχολικό, σχεδόν ανάλαφρο, για πράγματα κατά βάση βαριά, συνεχίζοντας τη μεγάλη παράδοση των γερμανών προκατόχων του (Κάφκα, Μούζιλ), αγγίζοντας τα άδυτα της ψυχής μαλακά και μελαγχολικά, με ένα χαμόγελο ευγενικό, αξιοπρεπές, αποδεικνύοντας και υποδεικνύοντας ταυτοχρόνως και όσα τριγύρω φθίνουν.
Διότι μιλώντας για την παρακμή του έρωτα, για την παρακμή της ζωής μας μιλά. Κι αποσυρόμενος απ’ αυτόν, απ’ τη ζωή αποσύρεται.
«Παρόλο που μέχρι χθες ήμουν σίγουρος ότι θα εγκατέλειπα ή τη Σάντρα ή τη Γιούντιθ, τώρα αισθάνομαι ότι εγώ θα είμαι ο εγκαταλειμμένος». «Το απαλό γλίστρημα στο θάνατο έκανε ασήμαντο το ερώτημα αν αγαπάω μία ή δυο γυναίκες», θα αποδεχτεί.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Βίλχελμ Γκενατσίνο γεννήθηκε το 1943 στο Μανχάιμ και ζει στη Φρανκφούρτη.
Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους γερμανούς συγγραφείς.
Το 2004 τιμήθηκε με το Βραβείο Γκέοργκ Μπίχνερ της Γερμανικής Ακαδημίας, τη σπουδαιότερη λογοτεχνική διάκριση της Γερμανίας.
Στην Ελλάδα κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημά του «Μια ομπρέλα για τη μέρα» (μτφρ. Βίκυ Βολιώτη, Εκδ. «Καστανιώτη»).
«Η ΒΛΑΚΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ» του Βίλχελμ Γκενατσίνο, Μετάφραση από τα γερμανικά: Βίκυ Βολιώτη, Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 204, τιμή: 12.5 ευρώ.
Εδώ το αγοράκι παίζει τον άλλο ρόλο. Και δεν του αρέσει. Γιατί είναι θέμα οπτικής. Και θέσης. Και τα επιχειρήματά του, συναισθηματικής φύσης βέβαια, γίνονται ωραίες κουβέντες. Λέει και κάτι μικρότητες, αλλά ποιος τον αδικεί; Και καταλήγει σ' ένα σπαρακτικό δίστιχο που κρύβει έναν φόνο. Αυτών που νιώθει. Αλλά φόνο.
moha
Elvis Costello - I want you
I want you
Youve had your fun you dont get well no more
I want you
Your fingernails go dragging down the wall
Be careful darling you might fall
I want you
I woke up and one of us was crying
I want you
You said young man I do believe youre dying
I want you
If you need a second opinion as you seem to do these days
You can look in my eyes and you can count the ways
I want you
Did you mean to tell me but seem to forget
I want you
Since when were you so generous and inarticulate
I want you
Its the stupid details that my heart is breaking for
Its the way your shoulders shake and what theyre shaking for
Its knowing that he knows you now after only guessing
I want you
Its the thought of him undressing you or you undressing
I want you
He tossed some tatty compliment your way
I want you
And you were fool enough to love it when he said
I want you
I want you
The truth cant hurt you its just like the dark
It scares you witless
But in time you see things clear and stark
I want you
Go on and hurt me then well let it drop
I want you
Im afraid I wont know where to stop
I want you
Im not ashamed to say I cried for you
I want you
I want to know the things you did that we do too
I want you
I want to hear he pleases you more than I do
I want you
I might as well be useless for all it means to you
I want you
Did you call his name out as he held you down
I want you
Oh no my darling not with that clown
I want you
Youve had your fun you dont get well no more
I want you
No-one who wants you could want you more
I want you
Every night when I go off to bed and when I wake up
I want you
I want you
Im going to say it once again til I instill it
I know Im going to feel this way until you kill it
I want you