«Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς/ θα εφεύρει η ζωή/ ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης/ και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας», είπε κι εφηύρε την ποίηση.
Ή μάλλον η ποίηση μοιάζει να την είχε διαλέξει πολύ πριν καν γεννηθεί. Το θέμα είναι να σε… θέλει ο στόχος.
Πάντα υποστηρίζει πως «το υπέδαφος του ποιήματος, είναι ένα βάσανο, μια πληγή. Το ποίημα «η αναζήτηση της θεραπείας». Η γλώσσα για κείνη «Το παν, οι εμπειρίες της ζωής, η ύπαρξη, η έκπληξη, ο πόνος που δοκιμάζεις». Και όσο για το σώμα, η δική της ποιητική εμμονή. Διότι αν και φθαρτό, στο ποιητικό σύμπαν της Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ μετέχει στη συμπαντική αιωνιότητα. «Ως κι ο Θεός αναγκάστηκε να στείλει ένα σώμα επί της γης να μαρτυρήσει για να πιστέψουμε σε Κείνον».
Ή μάλλον η ποίηση μοιάζει να την είχε διαλέξει πολύ πριν καν γεννηθεί. Το θέμα είναι να σε… θέλει ο στόχος.
Πάντα υποστηρίζει πως «το υπέδαφος του ποιήματος, είναι ένα βάσανο, μια πληγή. Το ποίημα «η αναζήτηση της θεραπείας». Η γλώσσα για κείνη «Το παν, οι εμπειρίες της ζωής, η ύπαρξη, η έκπληξη, ο πόνος που δοκιμάζεις». Και όσο για το σώμα, η δική της ποιητική εμμονή. Διότι αν και φθαρτό, στο ποιητικό σύμπαν της Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ μετέχει στη συμπαντική αιωνιότητα. «Ως κι ο Θεός αναγκάστηκε να στείλει ένα σώμα επί της γης να μαρτυρήσει για να πιστέψουμε σε Κείνον».
Στο καινούργιο ποιητικό της κύκλο «Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα» ως και αυτό το σώμα αναλήφθηκε. «Κανένα σαρκικό παραμύθι δεν πείθει».
Τώρα, «Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω’ να φεύγουν τα περιττά λέω/ να μπω στον ουρανό του τίποτα/ με ελάχιστα».
Η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ στην πιο σημαντική της ώρα.
Γυμνή κι απέριττη όσο ποτέ, ταπεινή και βαθύτατα και βαρύτατα λαβωμένη. Με ένα σώμα που ήταν για κείνη «τα άπαντα». Για ένα σώμα που είναι γι’ αυτήν χαμένο για πάντα.
Από την λυπημένη απώλεια στον θρήνο του αμετάκλητου θανάτου. Μονάχα με τα εντελώς απαραίτητα: «Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω», τα «ελάχιστα». Μοναδικό της μέλημα, πως αλλιώς, το ποίημα: «Θέλω να γράψω ένα ποίημα: «Θέλω να γράψω ένα / για όταν αληθινά κινδυνεύω/ κι όχι για ηδονές / που δεν καθησυχάζουν πια./ Θέλω να γράψω ένα ποίημα για τα πράγματα όταν είναι γυμνά/ και περιπλανιούνται χαμένα/ μες στην ύπαρξη κάτω απ’ το πετσί/ ένα ποίημα για την κοινοτυπία/ του τέλους».
Είπε και έγραψε. «… για τα κρυμμένα αστέρια της καθημερινότητας: / την εξυπνάδα, την καλοσύνη, την ευθυμία/ που σιωπηλές κι ανειδίκευτες/ μας βοηθάνε να ζήσουμε./ Οι κυρίες επιστήμες, γνώσεις, αρετές/ κάθονται στο σαλόνι»… Επειδή «Μόνο μια ιδέα απροσδόκητη, φωτεινή/ μπορεί να σταματήσει/ τον ηλίθιο καταρράκτη της ματαιότητας/ μόνο ένα γέλιο / μπορεί να χρωματίσει / τη σκούρα πραγματικότητα’/ μόνο η καλοσύνη μπορεί να σώσει»…
Κι έτσι κατόρθωσε και βίωσε την «Αιωνιότητα του παρόντος».
Τώρα, «Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω’ να φεύγουν τα περιττά λέω/ να μπω στον ουρανό του τίποτα/ με ελάχιστα».
Η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ στην πιο σημαντική της ώρα.
Γυμνή κι απέριττη όσο ποτέ, ταπεινή και βαθύτατα και βαρύτατα λαβωμένη. Με ένα σώμα που ήταν για κείνη «τα άπαντα». Για ένα σώμα που είναι γι’ αυτήν χαμένο για πάντα.
Από την λυπημένη απώλεια στον θρήνο του αμετάκλητου θανάτου. Μονάχα με τα εντελώς απαραίτητα: «Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω», τα «ελάχιστα». Μοναδικό της μέλημα, πως αλλιώς, το ποίημα: «Θέλω να γράψω ένα ποίημα: «Θέλω να γράψω ένα / για όταν αληθινά κινδυνεύω/ κι όχι για ηδονές / που δεν καθησυχάζουν πια./ Θέλω να γράψω ένα ποίημα για τα πράγματα όταν είναι γυμνά/ και περιπλανιούνται χαμένα/ μες στην ύπαρξη κάτω απ’ το πετσί/ ένα ποίημα για την κοινοτυπία/ του τέλους».
Είπε και έγραψε. «… για τα κρυμμένα αστέρια της καθημερινότητας: / την εξυπνάδα, την καλοσύνη, την ευθυμία/ που σιωπηλές κι ανειδίκευτες/ μας βοηθάνε να ζήσουμε./ Οι κυρίες επιστήμες, γνώσεις, αρετές/ κάθονται στο σαλόνι»… Επειδή «Μόνο μια ιδέα απροσδόκητη, φωτεινή/ μπορεί να σταματήσει/ τον ηλίθιο καταρράκτη της ματαιότητας/ μόνο ένα γέλιο / μπορεί να χρωματίσει / τη σκούρα πραγματικότητα’/ μόνο η καλοσύνη μπορεί να σώσει»…
Κι έτσι κατόρθωσε και βίωσε την «Αιωνιότητα του παρόντος».
Η γλώσσα του σώματος πια ανεπαρκής. Ακόμα κι αυτή η μόνη ειλικρινής, κι αυτή μας πρόδωσε’ τώρα απούσα. «Μπαινοβγαίνει όσο αντέχει ο καθένας/ ποτίζει ο ένας/ ακαλλιέργητο τ’ αφήνει ο άλλος/ απ’ όταν ακρωτηριάστηκε / η σαρκική μνήμη».
Άλλωστε η ερωτική ποιήτρια είναι μια άκρως υπαρξιακή ποιήτρια. Και τώρα, ουδέν ερωτικότερο απ’ τον θάνατο. Τον θάνατο, που όλα τα παίρνει, τι λέω, τα πήρε, και όλα τα καθόρισε. Όλα τα καθορίζει.
Εκτός από την ποίηση. Που τον νικά. Ως άλλη πανοπλία: «Μιαν άλλη πανοπλία / χρειάζεσαι τώρα για να φυλαχτείς/ απ’ του θανάτου τα μηνύματα/ να κουφαθείς όταν σου λεν/ τη μια στιγμή ότι είσαι σε απόσταση αναπνοής/ την άλλη πως έχεις καιρό ακόμη».
Κι από σκοτάδι, όλα είναι φως: «Δεν μπορώ να φανταστώ έναν κόσμο/ που να μη γεννιέται ξανά και ξανά./ Πλημμυρισμένη φως είμαι».
Αναμφισβήτητα το πιο φωτεινό της βιβλίο. Το πιο σκοτεινό, ταυτοχρόνως: Για την οριστική απώλεια, για την απεγνωσμένη κραυγή του σώματος, για την οδύνη της μνήμης, για το επώδυνο ενδεχόμενο της λησμονιάς, και για την θεική δύναμη του ποιητικού λόγου: «Αλλωστε, τώρα έχω μάθει, με δίδαξε εκείνη, πώς να μεταφράζω το τέλος της ζωής σε έρωτα της ζωής», για την ποίηση έχει παραδεχθεί. Και την προσήλωσή της στη γλώσσα σε θρησκεία έχει αναγάγει.
Το αποτέλεσμα, ένας ποιητικός κύκλος για τον θάνατο, που είναι ο κύκλος της ζωής. Του θεικού παρόντος και της μνήμης. Ένα «σώμα θυμήσου», «η εικονογράφηση μιας ζωής άλλης/ πάντα πιο μπροστά στη μέρα/ πάντα πιο θαρραλέα στη μοίρα». Διότι ό,τι υπήρξε, δεν γίνεται παρά να υπάρχει. Ειδικά για τη γλώσσα. Ειδικά μέσ’ στο ποίημα.