18/5/07

Το χρονικό ενός αποχαιρετισμού


Μικρός άχρηστος πρόλογος για ένα ακόμα πιο άχρηστο θέμα:

«Γράμμα προς τη θεία χάρη», έτσι μεγαλοπιανόμουν όταν το ‘γραφα. Αλλά αμέσως σκέφτηκα πως μπορεί και να ‘ναι αποχαιρετισμός «στο νησί μου». Κι όποτε με καταλαμβάνει μανία αποχαιρετισμού, σ’ αυτό προσέτρεχα. Κάθε φορά μου άφηνε την ίδια γεύση στα χείλη. Σα να αποχαιρετούσα αγαπημένο.

Μέχρι που φέτος (τέτοια ώρα, τέτοια λόγια) το αποδέχτηκα: ό,τι και αν αποχαιρετούσα, εσένα αποχαιρετούσα’ λες και το ‘ξερα! Τότε, δηλαδή, εντελώς χωρίς να σε ξέρω!

Στο… θέμα μας, τώρα!

Ήρθα για να Σε αποχαιρετήσω. Όσο και αν ακούγεται παράξενο όλο αυτό, εγώ όμως μόνον για κείνο ήρθα.
Να ξαναμπώ στο λιμάνι για ακόμα μια φορά. Να προσκυνήσω στη χάρη Σου για να μην αποστρέψεις από μένα, να δω τη νύχτα σαν διάστιχτα αστέρια στο βουνό τα χωριά, να δω μέσα στο μαύρο πέλαγος ολοφώτεινα τα καράβια, να δω τους περιστεριώνες σαν φάρους ν’ αντέχουν και ν’ αναβοσβήνουνε στο βουνό και να χαιδέψω με την πρεσβυωπία μου την απαλότητα των καμπύλων των βράχων.
Να καταλάβω, χλωμό. Δεν το βλέπω. Όσο κι αν βάζω αγίασμα και πασαλείβομαι λαδάκι.
Κοιτώ, ξανακοιτώ την εικόνα και... όχι, για το χατίρι μου δεν δάκρυσε. Πέρασε όμως κάποια ώρα από πάνω μου σαν χάδι το βλέμμα Της.

Ήταν χαράματα στο νησί κι εγώ είχα φτάσει γονατιστή απ’ το λιμάνι.
Στα γόνατα την βρήκα και με χάιδεψε. Αυτή, ήταν δεν ήταν θεική παρηγορία.
Σ’ αφήνει, όμως, όσο να ‘ναι, κάποια σιγουριά αυτή η επίσκεψη. Κι έτσι και έρθει μια φορά, εσύ, αενάως μετά την περιμένεις.
«Υπάρχει», λες με σιγουριά.
Κανείς δεν πείθεται απ’ τους ισχυρισμούς σου.
Κι άντε να λειώνεις εσύ παπούτσια σαν το Άγιο.
Άλλωστε σ’ αυτήν εδώ την Παναγιά στρατιές προσώπων κατάθεσαν το βλέμμα τους και μια σειρά κουβάδες δάκρυα. Αφού αυτό που πίνεις - λέει- το αγίασμα, έγινε από τα δάκρυα. Όσο για το λαδάκι, απ’ τον ιδρώτα.
Κι όλα αυτά γίνανε επειδή μου επέτρεψες.
Μην αποστρέφεις το βλέμμα Σου και τώρα που Σε προσκυνώ Σε έχω πάλι ανάγκη.
Εύλογα, βέβαια, θα μου πεις, «φεύγοντας»;
Όπου κι αν είμαι, όμως, θα σου γράφω. Γιατί μονάχα σε ένα το βλέμμα το ‘χω στραμμένο. Κι ας φαίνεται πως απιστώ με άλλα νησιά, ας γονατίζω σ’ άλλους άγιους κι ας λέω στον αέρα «Παναγιά μου». Είναι που ένιωσα στο δέρμα μου τη χάρη Σου. Σε μια ψυχή που τόσο εύκολα ραγίζει από ρυτίδες.
Φεύγοντας, θα Σου γράφω. Συνέχεια. Με κομποσκοίνι, καντηλάκι, Άγιο Πορφύριο «γιατί παντού μπορεί ν’ αγιάσει κανείς» έτσι σκέπτομαι «έχω κι εγώ ελπίδα».

Το πιο αμήχανο σημείο θα είναι η επίκληση. Το πως θ’ ανοίγω κάθε φορά, και πως θα κλείνω ύστερα το κάθε γράμμα. Βλέπεις στην επιστολογραφία αυτό δε μου το μάθανε. Κι εγώ τι να σου λέω.... «αγαπημένο μου νησί», «πολυαγαπημένη Παναγιά», «απόγνωσή μου ταπεινή», μέσα στο βράδυ;
Απόψε πάλι Σε χρειάζομαι, θα λέω, που είναι πιο ανθρώπινο. Και ούτε «σεβαστό» και «λατρευτό» και «πολυαγαπημένο».
Εξάλλου, κυριολεκτικά, ποτέ δεν έφυγα. Γίνεται ν’ απομακρύνεσαι από τον τόπο όπου βρήκες την ψυχή σου;
Βήμα να κάνεις, πάει την έχασες!
Τα κουβαλάμε τα χωριά, τους δρόμους και τα σπίτια. Κι εκείνο το κομμάτι ουρανού κι αυτή τη θάλασσα ακόμα και στο Σύνταγμα, στην κόλαση, στη νύχτα μας, πάντα τα κουβαλάμε.
Γιατί έτσι και τα ‘δες μια φορά, για μια ζωή μετά τα βλέπεις.
Γι’ αυτό απόψε φεύγω μαζί Σου. Μπαίνω στο πλοίο και Σε παίρνω. Σα χάδι, σα νεράκι, σα γάζα θεραπευτική, σα σιγουριά.
Αφού υπήρξες μια φορά, για πάντα θα υπάρχεις.
Κι όποτε κινδυνεύω, θα Σου γράφω.
«Δεν χάνεσαι έτσι», σκέφτομαι. Ε κι ύστερα εάν εσύ χαθείς, κάποιος άλλος αλλού θα είναι σωμένος.
Θα έχει βρει καλύτερο ταχυδρόμο για το γράμμα του.
Εγώ, να πω τη μαύρη αλήθεια μου, δεν είμαι ιδιαιτέρως συνεπής.
Αναλαμπές έχω. Που με χαράζουνε, όμως, βαθιά σα μαχαιριές. Και δύσκολα ξεχνάω.
Γι’ αυτό σου λέω, μπορεί να φεύγω τώρα, αλλά θα σου γράφω.

Εξάλλου, εγώ είμαι εκείνη που έχω την ανάγκη Σου.

ΥΓ1. Γράμμα προς τη Θεία Χάρη.

ΥΓ2. Φεύγοντας από το νησί, για άλλη μια φορά.
Νοε. 2003

ΥΓ3. Φεύγοντας από σένα (κι ας μην το καταλάβεις καθόλου εσύ), έφυγα, λέμε…
Μάιος 2007