Κάνει τις ίδιες κινήσεις χρόνια και χρόνια. Ειδικά τέτοια μέρα. Παίρνει τ’ αμάξι της, οδηγώντας περίπου τριάντα χιλιόμετρα από βραδύς. Το φορτώνει μονάχα με τα απολύτως απαραίτητα: δυο ρουχαλάκια (ποιος, αυτή η κοκέτα, ακριβώς δυο), οπωσδήποτε το προσευχητάρι της, τον «Ρημαγμένο Απρίλη» που της είχε χαρίσει πριν την ρημάξει, ένα πακέτο τσιγάρα (το πακέτο του, Κάμελ άφιλτρα, η ίδια συνήθως δεν καπνίζει ποτέ), ένα δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο με μια κασέτα μέσα (πάντα την ίδια, την έχει κάνει κόπιες πολλές), ένα φάκελο με φωτογραφίες και γράμματα, τα «Γράμματα γενεθλίων» του Χιουζ (αυτά τ’ αγόρασε μόνη της διότι κάτι της είπαν), τον φορητό υπολογιστή της, το καντηλάκι, ένα λιβανιστήρι επισμαλτωμένο με ροζ χρώματα και ένα βάζο. Τα λουλούδια θα τα αγοράσει εκεί. Ζουμπούλια πάντοτε. Να την τρελαίνουν στο άρωμα.
Εκεί, βεβαίως, όπως πάντα, που δεν θα την περιμένει κανείς.
Της αρέσει να πάει από το πουθενά το δικό της στο κάπου, να μη βιάζεται, πάντοτε με τα βήματά της κουρασμένα, μετρημένα, σχεδόν κουρδισμένα σαν του Μουρακάμι κι αυτή «το κουρδιστό πουλί». Στο ίδιο σημείο, το άλεφ της, για να κουρδίσει για άλλη μια φορά – πάντοτε τέτοια μέρα του χρόνου- το ρολόι της ζωής. Της δικής της ζωής.
Της πήρε χρόνια η αποδοχή: «κανενός το πεπρωμένο δεν είναι καλύτερο από του άλλου» και «κάθε άνθρωπος οφείλει να το σεβαστεί».
Ετσι, λοιπόν, τώρα κι αυτή: με σεβαστικά βήματα, χρόνια και χρόνια. Πιστή, προσηλωμένη θα ‘λεγε «με ευλάβεια θρησκευτική» σ’ αυτό το παράξενο, για πολλούς ίσως παράλογο, εμμονοληπτικό ραντεβού.
Φτάνει πάντοτε αργά το απόγευμα. Της αρέσει να βλέπει απ’ το μπαλκόνι του δωματίου που της έχουν κρατήσει την Δύση. Τον ήλιο, να γίνεται πορφυρός και μεγάλος και να χάνεται σαν κι εκείνον, στη θάλασσα. Και πάντοτε απ’ το δωμάτιο 19. Δεκαεννιά χρόνια έζησε μαζί του. «Στο νου σου», επιμένει η φίλη της η Χριστίνα. Όμως εκείνη σφίγγει σαν τον φιλάργυρο τα γράμματα, χαμογελά σαν την Σφίγγα, ξοδεύεται, σχεδόν εξαντλείται σωματικά, όσες φορές προσπαθεί να τους απαντά. Δέκα χρόνια έχουν περάσει, εξάλλου, οι περισσότεροι το ξέχασαν. Σαν την κλέφτρα θα φύγει για την Συνάντηση κι αυτή.
Η δική της «γιορτή» στα μεθεόρτια κρίνεται. Όταν οι άλλοι ξεστολίζουν, εκείνη στολίζεται. Για να την καμαρώσει, έστω, για μια στιγμή. Για κείνον δεν επιτρέπει να την χαλάσει ο χρόνος. Για να μπορεί όσο και να κυλά ο καιρός να αναγνωριστεί: ίδια μαλλιά, ίδιο άρωμα, παρόμοια ρούχα. Μονάχα η μέση της φάρδυνε κάπως με τον καιρό. Μια, δυο χαρακιές, άκρη στα μάτια. Ρυάκια που απόμειναν απ’ τα δάκρυα.
Την περιμένει πάντοτε ο ιδιοκτήτης στη ρεσεψιόν. Τον χαιρετά με τα μάτια, σαν παλιό συγγενή. Ανοίγοντας το γνωστό δωμάτιο, θα θυμηθεί για λίγο τη Σμίλα του Χόε, που «διαβάζει το χιόνι», να δρασκελίζει την δική της γεμάτη παρελθόν ευτυχισμένη μοναξιά. Θα εγκατασταθεί σα νοικοκυρά που απουσιάζει περίπου χρόνο. Τα λιγοστά ρούχα στη ντουλάπα, παπούτσια, τσάντα στα ράφια, στο μικρό τραπεζάκι βιβλία, φωτογραφίες, μαγνητόφωνο και υπολογιστή.
Τα μεσάνυχτα περίπου θα βάλει την κασέτα να παίξει. Η φωνή του μπάσα, κοφτή και βραχνή θα γεμίσει τον χώρο. Υποσχέσεις αγάπης και μια πρόταση που δεν ευοδώθηκε. Η δική της σχεδόν κοριτσίστικη φωνή. Να του λέει «Ναι», το ακούει καθαρά. Την ξαναρωτά, του το ξαναλέει. Όπου φτάσουμε, της λέει. Εκείνη, δεν απαντά. Για το «παντού» και το «πάντα» διψά. Μουσική υπόκρουση ένα πιάνο που παίζει και μια φωνή που προσπαθεί να τραγουδήσει Μαρινέλα «Σύνορα η αγάπη δεν γνωρίζει». Η βραχνή φωνή του άντρα που επαναλαμβάνει μεθυσμένος, «σύνορα»… Η ανάσα του κουρασμένη, ασθματική. Οι γουλιές απ’ το ποτό του, χορταστικές που τις απολαμβάνει. Η δική της μεθυσμένη «από έρωτα» φωνή…
Θα την ακούσει τρεις φορές, ούτε μία περισσότερο ή λιγότερο. Μετά, θ’ αρχίσει να ξεφυλλίζει γράμματα και φωτογραφίες. Θα τα μυρίζει σαν γάτα. Θα τα χαιδεύει και θα τα γρατζουνά.
Τα κοιτάζει με έναν φακό, ιδίως εκείνου το πρόσωπο. Το απομακρύνει, μετά το βάζει όλο και πιο κοντά. Παντού μελαγχολικός, τόσο πολύ θλιμμένος, Θεέ μου, πώς δεν το είδε. Σχεδόν απών! Ναι, αν τολμούσε να το αποδεχτεί, ήδη απών. Ολοφάνερη προκαταβολικά η απουσία του στη φωτογραφία. Οι φωτογραφίες δεν μας κλέβουν απλώς τη ζωή, αλλά και το αύριο, την ιστορία. Γνωρίζουν ήδη το παρακάτω. Έχουν φτάσει ως το πιο πάνω ή το πιο κάτω σκαλί.
Σ’ αυτούς άρεσε η κάθοδος. Και στους δυο. Ελεύθερη πτώση, λες, σε γκρεμό.
Μαζί του θα φτάσει στον πάτο, αγόγγυστα. Εξάλλου «η πορεία του χρόνου είναι μια αλυσίδα αιτίων και αποτελεσμάτων, οπότε το να ζητήσεις μια οποιαδήποτε χάρη, όσο μικρή κι αν είναι, είναι σαν να ζητάς να σπάσει ένας κρίκος αυτής της σιδερένιας αλυσίδας, σα να ζητάς να έχει ήδη σπάσει». Ποτέ δεν βγήκε από το νου της η «Προσευχή».
Έτσι και τώρα «δεν υπάρχουν άλλοι παράδεισοι από τους χαμένους παραδείσους» σα μάντρα επαναλαμβάνει ανάβοντας το καντήλι. Λιβάνι πάντοτε με άρωμα γαρίφαλο, γύρευε γιατί.
Θα στήσει δίχως κορνίζα την πιο καλή του φωτογραφία: όμορφος, Θεέ μου, κι άτρωτος σαν τους Θεούς, με ρούχα καθημερινά, γαλανά, γελαστά, ένας άγγελος.
Κάνει ακριβώς τρεις φορές κομποσκοίνι, επαναλαμβάνοντας - ποτέ «εις μνήμην»- πάντοτε «υπέρ υγείας» την ευχή. Σαν μνήσθητι. Άλλωστε αυτό ακριβώς είναι’ το μνήσθητι μιας γυναίκας.
Μετά θα ξαπλώσει, θα σταυρώσει τα χέρια της και απολύτως γαληνεμένη θα αποκοιμηθεί.
Θα ‘ρθει να τηνε βρει οπωσδήποτε. Πάντοτε έρχεται. Ανοιγοκλείνει τα παράθυρα στο ιατρείο, βλέπει τα χέρια του να κινούνται στα φωτεινά, βαδίζουν μαζί στην έρημο της Πατησίων. Φορά μια πράσινη καμπαρτίνα φαρδιά, τον κρατά σφιχτά, αγκαζέ, με το χέρι στην τσέπη του.
Το πρωί θα ξυπνήσει χαράματα. Την περιμένουν, όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα στο μοναστήρι. Πρόσφορο, λίγο στάρι, τα έχει φέρει μαζί. Ο παπάς τον διαβάζει παντού στους ζώντες και τεθνεώτες, έχει επιμείνει τόσο, χρόνια αυτή.
Θα σταθεί στην γωνιά, να μοιράσει το στάρι. Την ευχή την θεωρεί περιττή: «Να ζήσετε να τον θυμόσαστε».
«Μόνο αυτός που έχει πεθάνει είναι δικός μας’ δικό μας είναι μόνο αυτό που έχουμε χάσει».
Γρήγορα, σαν το νεράκι θα κυλήσει η μέρα. Σα ζωή. «Η ζωή είναι τόσο σύντομη κι εμείς ξέρουμε τόσο λίγα».
«Ποτέ δεν ξέρεις μ’ αυτούς που αγαπάς: αμελείς να τους κοιτάξεις μια στιγμή, και την επόμενη στιγμή έχουν χαθεί ή έχουν σκοτεινιάσει. Ακόμα και τα δέντρα – εξάλλου- το σκάνε πού και πού, έχουν άστατες διαθέσεις».
Κατηφορίζοντας θα τον ξανασκεφτεί.
Τώρα πια ξέρει τι σημαίνει πάθος. Τι θα πει να μην βλέπεις κανέναν, ούτε τον Θεό, ούτε τον εαυτό σου, παρά μονάχα ένα πρόσωπο, αυτό του πεπρωμένου…
Αργά το βράδυ θα γυρίσει στην πόλη. Στο Κοιμητήριο δεν πηγαίνει ποτέ. Μονάχα σ’ αυτή την πανσιόν, των ραντεβού τους, πάντοτε. Αν δεν θα τον βρει εκεί, δεν θα τον βρει πουθενά.
Τίποτε δεν θα ξεφορτώσει. Το μόνο που της χρειάζεται, ο υπολογιστής. Να ελέγξει τα μέιλ. Να γράψει το άρθρο. Αύριο, πρέπει να το στείλει στην εφημερίδα της, πρωί- πρωί.
Θα γδυθεί την εξαιρετική μέρα, θα ντυθεί την καθημερινή αξιοπρεπή μοναξιά και με μότο «ισχύει στην ανάγνωση ό,τι και στον έρωτα ή στον καλό καιρό: ούτε εσύ ούτε κανένας έχει λόγο. Διαβάζεις μ’ αυτά που έχεις. Διαβάζεις αυτό που είσαι», θα καθίσει να γράψει. Το γνωστό της μικρό, βιβλιοφιλικό άρθρο:
ΠΟΙΟΣ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΜΑΣ ΕΠΙΝΟΗΣΕ ΤΟΝ ΑΛΛΟ
«Δεν υπάρχει χειρότερος εφιάλτης απ’ το να ‘σαι σ’ ένα νησί που κατοικείται από τεχνητά φαντάσματα’ και το να ‘σαι ερωτευμένος με μια απ’ αυτές τις εικόνες, είναι χειρότερο απ’ το να ‘σαι ερωτευμένος μ’ ένα φάντασμα (ίσως, όμως, και να θέλαμε πάντα το άτομο που αγαπάμε, να ‘χει την υπόσταση φαντάσματος)».
Την «Εφεύρεση του Μορέλ» του Κασάρες, την πήρα είδηση φέτος από την επανέκδοση του Πατάκη.
Την παντοδυναμία όμως, της εικόνας την βίωσα, όλοι μας την βιώνουμε διότι «αν δεν το δείξει η τηλεόραση», τίποτα δεν υπάρχει.
Και την εικονική πραγματικότητα του έρωτα, την βίωσα. Και ποιος δεν την βιώνει. Το θέμα είναι ποιος από μας καταδέχεται να την αντιληφθεί.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα… στράτα, στρατούλα γιατί πονά η διαπίστωση «κι αυτό το ένα δεν υπάρχει» (Καζαντζάκης στην «Ασκητική»).
Ο Κασάρες επινόησε τον Μορέλ που επινόησε αυτό τον απίθανο εικονικό κόσμο το 1940. Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε «συναρπαστικό θρίλερ» και «χρησμός», Προφητεύοντας «με δραματική διορατικότητα την παντοδυναμία της εικόνας» έκανε γοητευτική μυθιστορία μια προαιώνια γνώση ή απειλή: το ότι μπορεί να είμαστε «όνειρο μέσα σε όνειρο» (Σέξπιρ) ή επί πιο προσωπικού «το όνειρο Κάποιου» (Μπόρχες).
Στην αριστουργηματική ιστορία, λοιπόν, ένας κατάδικος δραπέτης (ποτέ δεν μαθαίνουμε γιατί καταδικάστηκε) καταφεύγει σε ένα νησί όπου οι πάντες φοβούνται να πλησιάσουν: πέφτουν νύχια, δέρμα, μαλλιά… Αλλ’ η ζωή του είναι τόσο αφόρητη, που αποφασίζει να πάει.
Εκεί θα γνωρίσει «μία γυναίκα εκπληκτική». Κάθεται κάθε απόγευμα και κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα στα βράχια. Φοράει στο κεφάλι μια παρδαλή μαντίλα και έχει τα χέρια της πλεγμένα γύρω από το ένα γόνατο. Από τα μάτια της, τα μαύρα της μαλλιά, το μπούστο της, μοιάζει με κάτι τσιγγάνες ή Σπανιόλες… Την λένε Φοστίν. Και είναι μόνον… εικόνα. Αυτή η γυναίκα ουσιαστικά δεν υπάρχει. Μπορεί και να πέθανε, δηλαδή. Να ζει μονάχα επειδή έκανε αυτή την εφεύρεση ο Μορέλ: μετέτρεψε τη ζωή τη ζώσα σε εικόνα ανεξίτηλη στο διηνεκές.
Ο ερωτευμένος άντρας, βεβαίως, με κάθε τίμημα θα την διεκδικήσει. Κάνοντας εικόνα και την δική του ζωή. Για να ‘ναι μαζί της «σε μια οπτασία που κανείς δε θα συλλέξει». Διότι και η ψευδαίσθηση του έρωτα δεν είναι παρά μια πράξη- τελικά- ευσπλαχνική. Επειδή μπορεί «αυτό το ένα να μην υπάρχει», αλλά είναι απαραίτητο για την δική μας ζωή. Από το τίποτα πιάνεται καμιά φορά ο άνθρωπος!
Θα το στείλει με μέιλ το επόμενο πρωί. Σα να μην έχει συμβεί απολύτως τίποτα. Πολύ Κυριακή για έναν άνθρωπο. Κορίτσι η σκέψη και την ταξίδεψε πάλι. Αλλ’ όπως λέει ο Καμύ «δεν υπάρχει μοίρα που να μη νικιέται με την περιφρόνηση»… Όλα θα τα νικήσει, αυτή…. Στον εαυτό της το έχει υποσχεθεί.
Εκεί, βεβαίως, όπως πάντα, που δεν θα την περιμένει κανείς.
Της αρέσει να πάει από το πουθενά το δικό της στο κάπου, να μη βιάζεται, πάντοτε με τα βήματά της κουρασμένα, μετρημένα, σχεδόν κουρδισμένα σαν του Μουρακάμι κι αυτή «το κουρδιστό πουλί». Στο ίδιο σημείο, το άλεφ της, για να κουρδίσει για άλλη μια φορά – πάντοτε τέτοια μέρα του χρόνου- το ρολόι της ζωής. Της δικής της ζωής.
Της πήρε χρόνια η αποδοχή: «κανενός το πεπρωμένο δεν είναι καλύτερο από του άλλου» και «κάθε άνθρωπος οφείλει να το σεβαστεί».
Ετσι, λοιπόν, τώρα κι αυτή: με σεβαστικά βήματα, χρόνια και χρόνια. Πιστή, προσηλωμένη θα ‘λεγε «με ευλάβεια θρησκευτική» σ’ αυτό το παράξενο, για πολλούς ίσως παράλογο, εμμονοληπτικό ραντεβού.
Φτάνει πάντοτε αργά το απόγευμα. Της αρέσει να βλέπει απ’ το μπαλκόνι του δωματίου που της έχουν κρατήσει την Δύση. Τον ήλιο, να γίνεται πορφυρός και μεγάλος και να χάνεται σαν κι εκείνον, στη θάλασσα. Και πάντοτε απ’ το δωμάτιο 19. Δεκαεννιά χρόνια έζησε μαζί του. «Στο νου σου», επιμένει η φίλη της η Χριστίνα. Όμως εκείνη σφίγγει σαν τον φιλάργυρο τα γράμματα, χαμογελά σαν την Σφίγγα, ξοδεύεται, σχεδόν εξαντλείται σωματικά, όσες φορές προσπαθεί να τους απαντά. Δέκα χρόνια έχουν περάσει, εξάλλου, οι περισσότεροι το ξέχασαν. Σαν την κλέφτρα θα φύγει για την Συνάντηση κι αυτή.
Η δική της «γιορτή» στα μεθεόρτια κρίνεται. Όταν οι άλλοι ξεστολίζουν, εκείνη στολίζεται. Για να την καμαρώσει, έστω, για μια στιγμή. Για κείνον δεν επιτρέπει να την χαλάσει ο χρόνος. Για να μπορεί όσο και να κυλά ο καιρός να αναγνωριστεί: ίδια μαλλιά, ίδιο άρωμα, παρόμοια ρούχα. Μονάχα η μέση της φάρδυνε κάπως με τον καιρό. Μια, δυο χαρακιές, άκρη στα μάτια. Ρυάκια που απόμειναν απ’ τα δάκρυα.
Την περιμένει πάντοτε ο ιδιοκτήτης στη ρεσεψιόν. Τον χαιρετά με τα μάτια, σαν παλιό συγγενή. Ανοίγοντας το γνωστό δωμάτιο, θα θυμηθεί για λίγο τη Σμίλα του Χόε, που «διαβάζει το χιόνι», να δρασκελίζει την δική της γεμάτη παρελθόν ευτυχισμένη μοναξιά. Θα εγκατασταθεί σα νοικοκυρά που απουσιάζει περίπου χρόνο. Τα λιγοστά ρούχα στη ντουλάπα, παπούτσια, τσάντα στα ράφια, στο μικρό τραπεζάκι βιβλία, φωτογραφίες, μαγνητόφωνο και υπολογιστή.
Τα μεσάνυχτα περίπου θα βάλει την κασέτα να παίξει. Η φωνή του μπάσα, κοφτή και βραχνή θα γεμίσει τον χώρο. Υποσχέσεις αγάπης και μια πρόταση που δεν ευοδώθηκε. Η δική της σχεδόν κοριτσίστικη φωνή. Να του λέει «Ναι», το ακούει καθαρά. Την ξαναρωτά, του το ξαναλέει. Όπου φτάσουμε, της λέει. Εκείνη, δεν απαντά. Για το «παντού» και το «πάντα» διψά. Μουσική υπόκρουση ένα πιάνο που παίζει και μια φωνή που προσπαθεί να τραγουδήσει Μαρινέλα «Σύνορα η αγάπη δεν γνωρίζει». Η βραχνή φωνή του άντρα που επαναλαμβάνει μεθυσμένος, «σύνορα»… Η ανάσα του κουρασμένη, ασθματική. Οι γουλιές απ’ το ποτό του, χορταστικές που τις απολαμβάνει. Η δική της μεθυσμένη «από έρωτα» φωνή…
Θα την ακούσει τρεις φορές, ούτε μία περισσότερο ή λιγότερο. Μετά, θ’ αρχίσει να ξεφυλλίζει γράμματα και φωτογραφίες. Θα τα μυρίζει σαν γάτα. Θα τα χαιδεύει και θα τα γρατζουνά.
Τα κοιτάζει με έναν φακό, ιδίως εκείνου το πρόσωπο. Το απομακρύνει, μετά το βάζει όλο και πιο κοντά. Παντού μελαγχολικός, τόσο πολύ θλιμμένος, Θεέ μου, πώς δεν το είδε. Σχεδόν απών! Ναι, αν τολμούσε να το αποδεχτεί, ήδη απών. Ολοφάνερη προκαταβολικά η απουσία του στη φωτογραφία. Οι φωτογραφίες δεν μας κλέβουν απλώς τη ζωή, αλλά και το αύριο, την ιστορία. Γνωρίζουν ήδη το παρακάτω. Έχουν φτάσει ως το πιο πάνω ή το πιο κάτω σκαλί.
Σ’ αυτούς άρεσε η κάθοδος. Και στους δυο. Ελεύθερη πτώση, λες, σε γκρεμό.
Μαζί του θα φτάσει στον πάτο, αγόγγυστα. Εξάλλου «η πορεία του χρόνου είναι μια αλυσίδα αιτίων και αποτελεσμάτων, οπότε το να ζητήσεις μια οποιαδήποτε χάρη, όσο μικρή κι αν είναι, είναι σαν να ζητάς να σπάσει ένας κρίκος αυτής της σιδερένιας αλυσίδας, σα να ζητάς να έχει ήδη σπάσει». Ποτέ δεν βγήκε από το νου της η «Προσευχή».
Έτσι και τώρα «δεν υπάρχουν άλλοι παράδεισοι από τους χαμένους παραδείσους» σα μάντρα επαναλαμβάνει ανάβοντας το καντήλι. Λιβάνι πάντοτε με άρωμα γαρίφαλο, γύρευε γιατί.
Θα στήσει δίχως κορνίζα την πιο καλή του φωτογραφία: όμορφος, Θεέ μου, κι άτρωτος σαν τους Θεούς, με ρούχα καθημερινά, γαλανά, γελαστά, ένας άγγελος.
Κάνει ακριβώς τρεις φορές κομποσκοίνι, επαναλαμβάνοντας - ποτέ «εις μνήμην»- πάντοτε «υπέρ υγείας» την ευχή. Σαν μνήσθητι. Άλλωστε αυτό ακριβώς είναι’ το μνήσθητι μιας γυναίκας.
Μετά θα ξαπλώσει, θα σταυρώσει τα χέρια της και απολύτως γαληνεμένη θα αποκοιμηθεί.
Θα ‘ρθει να τηνε βρει οπωσδήποτε. Πάντοτε έρχεται. Ανοιγοκλείνει τα παράθυρα στο ιατρείο, βλέπει τα χέρια του να κινούνται στα φωτεινά, βαδίζουν μαζί στην έρημο της Πατησίων. Φορά μια πράσινη καμπαρτίνα φαρδιά, τον κρατά σφιχτά, αγκαζέ, με το χέρι στην τσέπη του.
Το πρωί θα ξυπνήσει χαράματα. Την περιμένουν, όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα στο μοναστήρι. Πρόσφορο, λίγο στάρι, τα έχει φέρει μαζί. Ο παπάς τον διαβάζει παντού στους ζώντες και τεθνεώτες, έχει επιμείνει τόσο, χρόνια αυτή.
Θα σταθεί στην γωνιά, να μοιράσει το στάρι. Την ευχή την θεωρεί περιττή: «Να ζήσετε να τον θυμόσαστε».
«Μόνο αυτός που έχει πεθάνει είναι δικός μας’ δικό μας είναι μόνο αυτό που έχουμε χάσει».
Γρήγορα, σαν το νεράκι θα κυλήσει η μέρα. Σα ζωή. «Η ζωή είναι τόσο σύντομη κι εμείς ξέρουμε τόσο λίγα».
«Ποτέ δεν ξέρεις μ’ αυτούς που αγαπάς: αμελείς να τους κοιτάξεις μια στιγμή, και την επόμενη στιγμή έχουν χαθεί ή έχουν σκοτεινιάσει. Ακόμα και τα δέντρα – εξάλλου- το σκάνε πού και πού, έχουν άστατες διαθέσεις».
Κατηφορίζοντας θα τον ξανασκεφτεί.
Τώρα πια ξέρει τι σημαίνει πάθος. Τι θα πει να μην βλέπεις κανέναν, ούτε τον Θεό, ούτε τον εαυτό σου, παρά μονάχα ένα πρόσωπο, αυτό του πεπρωμένου…
Αργά το βράδυ θα γυρίσει στην πόλη. Στο Κοιμητήριο δεν πηγαίνει ποτέ. Μονάχα σ’ αυτή την πανσιόν, των ραντεβού τους, πάντοτε. Αν δεν θα τον βρει εκεί, δεν θα τον βρει πουθενά.
Τίποτε δεν θα ξεφορτώσει. Το μόνο που της χρειάζεται, ο υπολογιστής. Να ελέγξει τα μέιλ. Να γράψει το άρθρο. Αύριο, πρέπει να το στείλει στην εφημερίδα της, πρωί- πρωί.
Θα γδυθεί την εξαιρετική μέρα, θα ντυθεί την καθημερινή αξιοπρεπή μοναξιά και με μότο «ισχύει στην ανάγνωση ό,τι και στον έρωτα ή στον καλό καιρό: ούτε εσύ ούτε κανένας έχει λόγο. Διαβάζεις μ’ αυτά που έχεις. Διαβάζεις αυτό που είσαι», θα καθίσει να γράψει. Το γνωστό της μικρό, βιβλιοφιλικό άρθρο:
ΠΟΙΟΣ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΜΑΣ ΕΠΙΝΟΗΣΕ ΤΟΝ ΑΛΛΟ
«Δεν υπάρχει χειρότερος εφιάλτης απ’ το να ‘σαι σ’ ένα νησί που κατοικείται από τεχνητά φαντάσματα’ και το να ‘σαι ερωτευμένος με μια απ’ αυτές τις εικόνες, είναι χειρότερο απ’ το να ‘σαι ερωτευμένος μ’ ένα φάντασμα (ίσως, όμως, και να θέλαμε πάντα το άτομο που αγαπάμε, να ‘χει την υπόσταση φαντάσματος)».
Την «Εφεύρεση του Μορέλ» του Κασάρες, την πήρα είδηση φέτος από την επανέκδοση του Πατάκη.
Την παντοδυναμία όμως, της εικόνας την βίωσα, όλοι μας την βιώνουμε διότι «αν δεν το δείξει η τηλεόραση», τίποτα δεν υπάρχει.
Και την εικονική πραγματικότητα του έρωτα, την βίωσα. Και ποιος δεν την βιώνει. Το θέμα είναι ποιος από μας καταδέχεται να την αντιληφθεί.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα… στράτα, στρατούλα γιατί πονά η διαπίστωση «κι αυτό το ένα δεν υπάρχει» (Καζαντζάκης στην «Ασκητική»).
Ο Κασάρες επινόησε τον Μορέλ που επινόησε αυτό τον απίθανο εικονικό κόσμο το 1940. Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε «συναρπαστικό θρίλερ» και «χρησμός», Προφητεύοντας «με δραματική διορατικότητα την παντοδυναμία της εικόνας» έκανε γοητευτική μυθιστορία μια προαιώνια γνώση ή απειλή: το ότι μπορεί να είμαστε «όνειρο μέσα σε όνειρο» (Σέξπιρ) ή επί πιο προσωπικού «το όνειρο Κάποιου» (Μπόρχες).
Στην αριστουργηματική ιστορία, λοιπόν, ένας κατάδικος δραπέτης (ποτέ δεν μαθαίνουμε γιατί καταδικάστηκε) καταφεύγει σε ένα νησί όπου οι πάντες φοβούνται να πλησιάσουν: πέφτουν νύχια, δέρμα, μαλλιά… Αλλ’ η ζωή του είναι τόσο αφόρητη, που αποφασίζει να πάει.
Εκεί θα γνωρίσει «μία γυναίκα εκπληκτική». Κάθεται κάθε απόγευμα και κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα στα βράχια. Φοράει στο κεφάλι μια παρδαλή μαντίλα και έχει τα χέρια της πλεγμένα γύρω από το ένα γόνατο. Από τα μάτια της, τα μαύρα της μαλλιά, το μπούστο της, μοιάζει με κάτι τσιγγάνες ή Σπανιόλες… Την λένε Φοστίν. Και είναι μόνον… εικόνα. Αυτή η γυναίκα ουσιαστικά δεν υπάρχει. Μπορεί και να πέθανε, δηλαδή. Να ζει μονάχα επειδή έκανε αυτή την εφεύρεση ο Μορέλ: μετέτρεψε τη ζωή τη ζώσα σε εικόνα ανεξίτηλη στο διηνεκές.
Ο ερωτευμένος άντρας, βεβαίως, με κάθε τίμημα θα την διεκδικήσει. Κάνοντας εικόνα και την δική του ζωή. Για να ‘ναι μαζί της «σε μια οπτασία που κανείς δε θα συλλέξει». Διότι και η ψευδαίσθηση του έρωτα δεν είναι παρά μια πράξη- τελικά- ευσπλαχνική. Επειδή μπορεί «αυτό το ένα να μην υπάρχει», αλλά είναι απαραίτητο για την δική μας ζωή. Από το τίποτα πιάνεται καμιά φορά ο άνθρωπος!
Θα το στείλει με μέιλ το επόμενο πρωί. Σα να μην έχει συμβεί απολύτως τίποτα. Πολύ Κυριακή για έναν άνθρωπο. Κορίτσι η σκέψη και την ταξίδεψε πάλι. Αλλ’ όπως λέει ο Καμύ «δεν υπάρχει μοίρα που να μη νικιέται με την περιφρόνηση»… Όλα θα τα νικήσει, αυτή…. Στον εαυτό της το έχει υποσχεθεί.