28/1/08

Απόκρυφη οικειότητα

ή αλλιώς

«η ζωή είναι θλιβερή εκτός από τις σπάνιες στιγμές που σκάει μύτη η αγάπη»

«ΟΥΤΕ ΑΓΙΟΙ ΟΥΤΕ ΑΓΓΕΛΟΙ» του Ιβάν Κλίμα, Μετάφραση: Βικτώρια Τράπαλη, Εκδ. «Κέδρος», σελ. 307, τιμή: 14 ευρώ.

«Κάποτε που είχα κατάθλιψη ρώτησα τον άντρα μου ποιο είναι το νόημα της ανθρώπινης ζωής… Σε θεμελιακό επίπεδο, δεν έχουμε πραγματικά ζωή, καθώς η διάρκεια της ύπαρξής μας είναι τόσο απειροελάχιστη συγκρινόμενη με τον κοσμικό χρόνο που δεν αφήνει ίχνη. Κι ό,τι δεν καταγράφεται, ουσιαστικά δεν υπάρχει… Ζούμε σαν να μην υπάρχουμε. Αν ο Θεός δημιούργησε το σύμπαν, δε γνωρίζει τίποτα για μας, εμείς μονάχα νομίζουμε ότι ξέρουμε γι’ αυτόν. Είμαστε πολύ μικροί για να είμαστε υπολογίσιμοι…»
Αλλά παρ’ ότι δεν είμαστε υπολογίσιμοι στους «βλεφαρισμούς του Θεού», είμαστε απολύτως όσον αφορά την ιστορία, εφόσον η Ιστορία με κεφαλαίο είτε το ξέρουμε είτε το αγνοούμε ή θέλουμε να το αγνοούμε, πάντοτε καθόριζε και παράσερνε τις μικρές μας προσωπικές ιστορίες και κανένα καθεστώς δεν πέφτει χωρίς, τελικά, παράπλευρες απώλειες.
Κι ο τσέχος Ιβάν Κλίμα αυτό το γνωρίζει καλά.
Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας, έζησε και πτώση αλλά και ψευδαίσθηση κι όραμα. Εβραικής καταγωγής παρέμεινε τρία χρόνια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και γνώρισε την αγριάδα και τον παραλογισμό του ναζισμού.
Άνθρωπος της εποχής μας σήμερα, βιώνει κενό και μάταιο.
Κι έτσι οι ήρωές του «ούτε άγιοι ούτε άγγελοι» αναζητούν έκφραση, νόημα, απόλαυση, σκοπό. Παραπαίουν σ’ εκείνο που προσποιείται την ανελέητη ελευθερία και στο υπαρκτό τίποτα που επιβάλλεται, επιστρέφουν στο παρελθόν, για να ξαναπιάσουν από σημείο σταθερό το κομμένο νήμα.
Στο καινούργιο του μυθιστόρημα «Ούτε άγιοι ούτε άγγελοι», μια σαρανταπεντάχρονη οδοντογιατρός, μια επαναστατημένη έφηβη κι ένας τριαντάχρονος ερευνητής αρχείων της Μυστικής Αστυνομίας, αγωνίζονται να γεμίσουν το υπαρξιακό κενό τους και να νικήσουν τα φαντάσματα. Η Κριστίνα του σκληρού κομμουνιστή πατέρα και του συζύγου που την εγκατάλειψε. Η Γιάνα, να νικήσει τις ενοχές της για την κατάθλιψη της μητέρας της και για την εγκατάλειψη του πατέρα. Ο Γιάν, για να αποκαταστήσει, τον αδικημένο και βασανισμένο από τους κομμουνιστές, πατέρα του, τελικά.
Τριγύρω τους: ο πρώην σύζυγος της Κριστίνα, που υποστηρίζοντας πως είμαστε ένα τίποτα στο συμπαντικό πάντα, αργοπεθαίνει.
Η τραγουδίστρια αδελφή της Κριστίνα που ενώ χλευάζει τα πάντα, την έχει γονατίσει ήδη μάταιο και κενό.
Ο ανάπηρος αδελφός της Κριστίνα, που δεν αναγνωρίστηκε από κανένα, γι’ αυτό και υπήρξε για χρόνια ένας άγνωστος που έστελνε μηνύματα απειλητικά.
Αλλ’ όπως λέει ο συγγραφέας από τις πρώτες ήδη σελίδες «η ζωή είναι θλιβερή, εκτός από τις σπάνιες στιγμές που σκάει μύτη η αγάπη», κάποια στιγμή θα σκάσει μύτη η αγάπη για όλους αυτούς, ακριβώς την πιο δύσκολη ώρα. Έτσι, η Κριστίνα που βασανίζεται από κατάθλιψη θα ζεσταθεί απ’ την αγάπη του Γιαν, ενός κατά πολύ νεώτερού της άντρα. Η Γιάνα που τριγυρίζει με τα πανκιά και καταπίνει σχεδόν κάθε είδους ναρκωτικού, θα γνωρίσει την αυστηρή, στοργική μητρική αφοσίωση. Ο Γιαν, χαμένος μέσα σε αδιέξοδα εγκλήματα παρελθόντος και παίζοντας παιχνίδια ρόλων με συνομηλίκους, θα βιώσει την ιαματική αγάπη και πραγματικότητα.
Τρεις γενιές που βίωσαν την βαριά σκιά της ιστορίας και πληρώνουν την εξίσου βεβαρημένη απουσία κάθε νοήματος, ιδεολογίας και Θεού, με πυξίδα την αποδοχή και την αγάπη, αναψηλαφούν το «καινούργιο νόημα» αναγνωρίζοντας ότι κανένας δεν είναι «άγιος» ή «άγγελος», αλλά ότι κι αν γίνει «η μέρα της Εξιλέωσης» κάποια στιγμή θα έρθει. Όπως κι αυτό εκεί το κομμάτι κρυστάλλου όπως έγραψε κάποτε ο Τσάπεκ «Οι άνθρωποι έχουν μέσα τους έναν κρύσταλλο, λείο, αγνό και σκληρό, που δεν ενώνεται με τίποτα παρά όλα γλιστρούν και φεύγουν από πάνω του», αφού υπήρξε, πάντοτε θα υπάρχει.
Στις σελίδες του μυθιστορήματος και μέσα από τις ζωές της Κριστίνα, της Γιάνα και του Γιαν, περνούν σχεδόν τα πάντα: η ιστορία της Τσεχοσλοβακίας, το μαρτυρικό εβραικό παρελθόν, η σύγχρονη πλήξη, κατάθλιψη και ανία, η ανθρώπινη μοναξιά και το αμετάκλητο του θανάτου, η Αγάπη, η Συγχώρεση, η Εξιλέωση, το μέγιστο αίνιγμα του νοήματος και του Θεού. Το θαύμα της ζωής, τελικά, για όσο και όπως. Και η ταπείνωση, η ύψιστη χριστιανική αρετή: «Καταλαβαίνω ξαφνικά ότι κανείς τους δεν ήταν ευτυχισμένος: δεν ήξεραν να ζουν μ’ αυτά που είχαν, ζητούσαν κάτι άλλο απ’ αυτό που τους πρόσφερε η ζωή. Τους έλειπε η ταπεινοφροσύνη. Το ίδιο κι εμένα: κι έτσι δεν ήμουν ικανή να συμφιλιωθώ μαζί τους, ούτε με τη ζωή μου. Πρέπει να αποδεχόμαστε τους ανθρώπους, ακόμα κι αν δεν αποδεχόμαστε τις πράξεις τους». Η μέγιστη παραδοχή της Κριστίνα. Εξάλλου, όπως είπε κι η Γιάνα, στο ερειπωμένο εκκλησάκι το δίχως αγιογραφίες μοναχά με τα δυο μπλε βάζα: «Ούτε άγιοι, ούτε άγγελοι. Μονάχα δυο βάζα και τίποτε άλλο».
Αυτή η μεταστροφή από το «ιστορικό κάτι» στο «σύγχρονο κενό» και από την πίστη στην αθεία και τ’ αντίθετο, μοιάζει να είναι μια από τις βασικές συγγραφικές εμμονές. Και στην «Απόκρυφη οικειότητα» το ίδιο βασανιστικό, αριστουργηματικό μοτίβο: ο εφημέριος Ντανιέλ Βέντρα που χάνει την πίστη του μέσα από έναν έρωτα για μια όμορφη άγνωστη, για να την κερδίσει, τελικά, αυτή. Το θέμα είναι πού αφιερώνει, τελικά, κανείς τη ζωή του: σε μια πίστη που δεν αμφιβάλει ή σε μια πίστη που μεταλλάσσεται τελικά και αμφισβητεί;
Αλλά πάντα η αγάπη, ιαματική, μεταβάλει τα πάντα. Επειδή, ούτε λόγος, «η ζωή είναι θλιβερή εκτός από τις σπάνιες στιγμές που σκάει μύτη η αγάπη» και ποιος αμφιβάλλει;


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Ο σπουδαίος Τσέχος συγγραφέας και θεατρικός συγγραφέας Ιβάν Κλίμα γεννήθηκε στην Πράγα το 1931.
Υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας.
Καθώς οι γονείς του ήταν εβραικής καταγωγής, ο ίδιος και η οικογένειά του μεταφέρθηκαν το 1941 στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Τερεζίν, όπου και παρέμειναν μέχρι το 1945.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία του:
«Η δοκιμασία»,
«Έρωτας και σκουπίδια»,
«Απόκρυφη οικειότητα»,
«Περιμένοντας το φως περιμένοντας το σκοτάδι».

24/1/08

Για την χαμένη τιμή της Ομόνοιας

Της Ντανιέλας,
για το υπέροχα ευαίσθητο, σχεδόν μαγικό κείμενό της «Its better to burn out than to fade away» για το θεατρικό «Γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη στο book attack

«Δεν μπορούμε ν’ αφήσουμε το δέρμα μας να είναι σύνορό μας». Κι όμως το αφήνουμε.
«Πόσων χρονών είσαι, Τόμι; Ήμουνα τριάντα όταν ο άνθρωπος αυτός με πυροβόλησε. Από τότε έχουν περάσει έξι χρόνια».
Σίγουρα το αφήνουμε.
Διαφορετικά δεν θα είχε πυροβολήσει «αυτός ο άνθρωπος». Και φυσικά ο Τόμι δεν θα αναγκαζόταν να ζήσει αιώνες μέσα σε έξι χρόνια.
Το Φθινόπωρο του 1999 ο Τόμι, ο Τίμοθι και άλλοι επτά άνθρωποι έπεσαν πυροβολημένοι στους δρόμους γύρω από την Ομόνοια. Ήταν «Ξένοι». Το μοναδικό τους ατόπημα ήταν αυτό.
«Δεν γνωρίζω ποια από τα άτομα που πυροβόλησα πέθαναν ή όχι. Ούτε θυμάμαι ακριβώς τις ώρες που πυροβολούσα… Το κακό με τους αλλοδαπούς είχε παραγίνει», είπε εκείνος που πυροβόλησε στην κατάθεση, θεωρώντας πως με τις πράξεις του αυτές έχει προσφέρει «υπηρεσία στην πατρίδα».
Ο Τόμι, όμως, από τότε ζει με μια σφαίρα στο κεφάλι και του έκαναν έξωση. Σήμερα βρίσκεται σε άσυλο. Και ο Τίμοθι που είχε δεχθεί τρεις σφαίρες στην σπονδυλική στήλη, με δυσκολία στέκεται όρθιος.
Η περίπτωσή τους, ευτυχώς, ευαισθητοποίησε πολλούς. Μεταξύ αυτών τον Σταύρο Κασιώτη, έναν συγγραφέα που κι ο ίδιος υπήρξε μετανάστης (τον Αντώνη Σουρούνη, υποθέτουμε) και τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη.
Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο αποκατάστασης.
Το υπογράφουν, σχεδόν η αφρόκρεμα του λογοτεχνικού κόσμου και τρεις σημαντικοί δημοσιογράφοι: Γιάννης Βαρβέρης, Βασίλης Βασιλικός, Ρέα Γαλανάκη, Μιχάλης Γκανάς, Βασίλης Γκουρογιάννης, Νίκος Δήμου, Μάρω Δούκα, Σταύρος Θεοδωράκης, Σταύρος Κασιώτης, Στέλιος Κούλογλου, Ηλίας Κουτσούκος, Παντελής Μπουκάλας, Δημήτρης Νόλλας, Η.Χ.Παπαδημητρακόπουλος, Νίκος Παπανδρέου, Αρης Σκιαδόπουλος, Αντώνης Σουρούνης, Ερση Σωτηροπούλου, Δέσποινα Τομαζάνη, Μιχάλης Φακίνος και Ντίνος Χριστιανόπουλος.
Ο καθένας με το πιο σημαντικό έχει του: ένα ποίημα, ένα αφήγημα, μια συνέντευξη για να αποκτήσουν φωνή ο Τίμοθι και ο Τόμι.
«Ο δρόμος για την Ομόνοια» είναι ο τίτλος του.
Επειδή είναι μια πλατεία που πρέπει να αποκατασταθεί.
Διότι στους δρόμους της Ομόνοιας έγιναν όλα.
Και επειδή οι ανοιχτοί λογαριασμοί μας με τον ρατσισμό πρέπει να τακτοποιηθούν.
Όλα τα έσοδα από τις πωλήσεις, θα δοθούν στον Τόμι και στον Τίμοθι. Και όλοι όσοι συνέβαλαν στην έκδοση, συμφώνησαν να εργαστούν δωρεάν. Για να έχουν τα φάρμακά τους, το φαί τους κι ένα δωμάτιο πιο κοντά στον ήλιο.
Πρόκειται, σίγουρα, για ένα βιβλίο αποκατάστασης.
Της Ομόνοιας και της χαμένης μας ευαισθησίας.
Διότι είναι όμορφοι οι δρόμοι γύρω από την Ομόνοια την άνοιξη. Κι αν κάποιος εκείνο το Φθινόπωρο τους πυροβόλησε από πίσω, σήμερα είναι πολλοί εκείνοι που τους χαμογελούν και τους απλώνουν το χέρι. Για να μπορέσουν κι εκείνοι να συνεχίσουν το δρόμο τους. Και να μην είναι πια «κυνηγημένοι».

ΥΓ1. Παλιότερο κείμενο για ένα βιβλίο και για ένα περιστατικό που με είχε συγκλονίσει. Το ίδιο μου συνέβη και με το κείμενο της Ντανιέλας, ήρθε να μου υπενθυμίσει, πονώντας με, όλα αυτά που ενώ γνωρίζουμε, ξεχνάμε κιόλας.
ΥΓ2: Αφιερωμένο και σε όσους αισθάνονται ξένοι: στην πατρίδα τους, στο σπίτι τους, στους φίλους τους. Διότι «οι οικείοι ξένοι» πονούν πιο πολύ!

23/1/08

Η αφή είναι η μόνη, η μόνιμη έως θανάτου ευτυχία

«ΑΛΔΕΒΑΡΑΝ» του Παύλου Μάτεσι, Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 208, τιμή: 12 ευρώ.

«…Ήθελα να μπω στο σπίτι σου σαν Ευαγγελισμός. Όμως δεν αφήνεις… Επειδή μας μένει μόνο ν’ αγαπηθούμε. Μόνο. Και τα άλλα, τίποτα. Τίποτα του κόσμου δεν μας περιμένει. Ούτε περιμένουμε- μας το παραγγέλνει ο Θάνατος. Οι αρχαίοι θεοί υποσχέθηκαν στον άνθρωπο ένα: θάνατο μόνο. Και μέχρι τότε εσείς, μας παραγγέλνει, εσείς, Αγάπη. Ώσπου να έρθω. Το ένα σώμα να υποδεχτεί, να θεραπεύσει (θεράπων) το άλλο. Τις ψυχές τις αφήνουμε στην άκρη, με τους άλλους, που τις πιστεύουν πως υπάρχουν’ τα σώματα μόνο ζουν, αγγίζουν άλλα σώματα, η αφή είναι η μόνη, η μόνιμη έως θανάτου ευτυχία. Τα δυο σώματά μας ενωμένα ξεχνούν ότι θα εξαφανιστούν, θα εξαφανιστούμε. Ένας- ένας, με τη σειρά τους. Και κάποτε όλοι».
Μπορεί μια αγάπη ν’ ανθίσει όταν ο ένας θα είναι ήδη σε άλλη διάσταση; Μπορεί ένα όνειρο, καθ’ υπαγόρευση ως επιστολή, να επαληθευτεί στο ακέραιο (μέχρι τελείας) από τη ζωή; Είναι ποτέ δυνατόν ένας έρωτας να κατοικεί σ’ ένα άστρο; Μπορεί μια τυχαία συνάντηση να μας αλλάξει εξ ολοκλήρου τη ζωή;
Αυτό αποδεικνύεται με έναν τρόπο μαγικό και μαγευτικό στο καινούργιο μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεσι όπου όλα είναι τόσο καινούργια και τόσο παλιά όσο η ανθρώπινη φύση στη γη. Κι όμως όλο αυτό το θαυματουργικό αρχίζει με ένα κυριολεκτικά κωμικοτραγικό τρόπο: ο Ερμής, 35χρονος χρηματιστής που όλα τα έχει βάλει σε… τάξη, δέχεται στο αμάξι του που δεν λέει να πάρει μπροστά έναν απίθανο και απρόσκλητο εισβολέα και γίνεται μάρτυς μιας ασύλληπτα κωμικής στιγμής: μια κυρία ώριμη με κόκκινο ταγιέρ τραβολογά έναν κύριο με νάρθηκα στο χέρι «δεν σε θέλω, δεν σε θέλει ούτε ο… δική μου είναι η κηδεία…» Την ίδια στιγμή, ένας 25χρονος σχεδόν με-το- έτσι-θέλω-συνοδηγός τον υποχρεώνει και την ακολουθεί: να κάνει αφισοκόλληση του νεκρού γιου της, να μοιράζει φωτογραφίες του σαν τα συχωροχάρτια έξω από το νεκροταφείο και τέλος να πέφτει μπροστά στα μάτια τους στο γκρεμό.
Πολύ αργότερα θα μάθει ότι ο νεαρός είναι γείτονας, μάλλον ότι μένει απέναντι και η θέα προς την κουζίνα του είναι που τον κάνει σχεδόν φίλο, ήδη γνωστό. Το όνομά του είναι Μύρτος (από το Μύρτιλος που αποφάσισε μια νονά κάπως), έχει σπουδάσει ζωγραφική και υφαντουργία στη Φλωρεντία και έχει ζήσει ήδη μια ζωή πολύ κινηματογραφική: νόθος γιος, αδελφός ενός καθυστερημένου, δίδυμος, υιοθετημένος με δυο θείους ζαβούς και παλιούς μας γνωστούς (από το μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεσι «Μύρτος») μάλλον πέφτει πολύ εξωγήινος και εξαιρετική περίπτωση γι’ αυτή τη ζωή.
Ο Ερμής εξάλλου ήδη έχει χαράξει πορεία: χρηματιστηριακές συναλλαγές, πελάτες, ερωμένες, μέλλουσα αρραβωνιαστικιά, ε όλοι δεν παντρεύονται κάποια στιγμή σ’ αυτή τη ζωή; Αλλά ακριβώς την ημέρα των αρραβώνων, άλλα ο Μύρτος αποφασίζει. Πεθαίνει και φεύγοντας τού αλλάζει εντελώς τη ζωή. Ο χρηματιστής Ερμής θα παρατήσει τα πάντα για να γίνει φαροφύλακας στο φάρο που του κληροδοτεί ο πλατωνικός του εραστής. «… καταλείπω όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία μου και μετρητά, στον μόνο φίλο μου και εραστή μου Ερμή…» Όλα θα τα αποδεχθεί, και την κληρονομιά, και την ζωή που δεν φαντάστηκε και μιαν υπερβατική αγάπη. Βιώνοντας την τέλεια μεταμόρφωση και αναζητώντας τον χαμένο ή μάλλον άγνωστο εαυτό στην ερημιά, στη σιωπή, στο Αλδεβαράν «από τη γη, εξήντα πέντε έτη φωτός, είναι ο μεγαλύτερος στον αστερισμό του Ταύρου», ο Μύρτος ήξερε κι είχε τον τρόπο να του τα ψιθυρίσει στο όνειρο, έναν τρόπο απολύτως διαβρωτικό. Επαληθεύοντας πιστά εκείνη τη ρήση του Γιούνγκ, πως η συνάντηση δυο προσωπικοτήτων μεταβάλει και τους δυο. Φτάνει κανείς να είναι ανοιχτός, να διακινδυνεύσει τα περιχαρακωμένα όρια στη συνάντηση αυτή. Και ο Ερμής, νομοτελειακά, υπήρξε ανοιχτός. Εξάλλου ο Μύρτιλος από την αρχαιότητα υπήρξε γιος ή εραστής του, πως θα μπορούσε να συμβεί κάτι άλλο, αλλιώς.
Μυθιστόρημα που περικλείει όλο το μεγαλείο της ανθρώπινης ύπαρξης και την αντίφαση της ανθρώπινης ψυχής. Με ψυχαναλυτική μαεστρία ο Παύλος Μάτεσις σκιαγραφεί έναν από τους σημαντικότερους ήρωές του σε μια ιστορία που, εκτός από τα ήδη συγγραφικά του γνωστά, ειρωνεία, τόλμη, σαρκαστική διάθεση, σπαρταριστές περιγραφές, κουβαλά και όλη τη θεωρητική του κατάρτιση από τους αρχαίους κλασικούς αλλά και από τους σύγχρονους πρωτοπόρους. Το αποτέλεσμα, μια ερωτικά υπερβατική ιστορία σαν αλληγορικό παραμύθι που καταλύει κανόνες, κώδικες ηθικούς, περιφρονεί την καθεστηκυία τάξη, θυμίζοντας κάπως εκείνο το πλατωνικό κόσμο των ιδεών: καμία φορά, ενίοτε, οι άνθρωποι μπορούν κι αγαπιούνται κι έτσι, νικούν τον θάνατο και κατοικούν για πάντα στο Αλδεβαράν: «Ανάβαση στο Αλδεβαράν. Η αφή, απαραίτητη όσο και η ανάσα για να μην πεθάνεις. Να μην πεθάνω. Τότε μπορείς να ζεις και δίχως την ανάσα, μόνο με την αφή. Βγάζει ανάσα το δέρμα σου, τη μυρίζω αντί για εισπνοή. Η αφή, το άγγιγμα, είναι θεός. Ο Θεός. Τα λοιπά….»

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Πρώτη παρουσία στα Γράμματα, το 1967.
Διακρίσεις: Κρατικό Βραβείο Θεάτρου, 1966 (Η τελετή).
Έπαθλο Καρόλου Κουν, 1989, για το καλύτερο θεατρικό έργο της χρονιάς (Περιποιητής φυτών).
Βραβείο Ελληνοφώνων Κάτω Ιταλίας, 1998, για το μυθιστόρημα «Η μητέρα του σκύλου».
Μέγα Βραβείο Κριτικών, 2000.
Βραβείο ACERBI (Ιταλία), 2002, για το μυθιστόρημα «Η μητέρα του σκύλου».
Τα μυθιστορήματά του «Η μητέρα του σκύλου», 50η έκδοση, «Ο παλαιός των Ημερών», 13η έκδοση, και «Πάντα καλά», 27η έκδοση, κυκλοφορούν σε δεκατέσσερις χώρες.
Τόμος με 4 θεατρικά του κυκλοφορεί (2002) στο Λονδίνο, εκδ. Arcadia. Το μυθιστόρημα «Σκοτεινός οδηγός», 8η έκδοση, κυκλοφορεί στην Ιταλία. Το μυθιστόρημα «Μύρτος», 12 έκδοση, θα κυκλοφορήσει προσεχώς στη Γαλλία, τη Ρουμανία, τη Φινλανδία και στο Ισραήλ.
Θεατρικά έργα: 14, τα 11 έχουν παρουσιαστεί από τους σημαντικότερους θιάσους. Στο εξωτερικό: «Προς Ελευσίνα» (1995), στο Διεθνές Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Θεάτρου BITEF, Βελιγράδι. «Ενοικιάζεται φύλακας άγγελος» (2003), στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου Intercity, Φλωρεντία. «Η μητέρα του σκύλου», διασκευασμένη για θέατρο από τον Πάβελ Κόχουτ, ανεβαίνει στην Πράγα το 2007 και, διασκευασμένη από τον ίδιο τον συγγραφέα, στην Ελλάδα το 2008.
Μεταφράσεις: Αριστοφάνης (9 έργα, παραγγελίες για τα Επιδαύρια), Σαίξπηρ, Μπεν Τζόνσον, Κρ. Μάρλοου, Φώκνερ, Πίντερ, Βιτράκ, Μολιέρος, Μπωμαρσαί, Σταντάλ, Ιονέσκο, Αρτώ, Μροζέκ, Όρτον, Ακρόυντ, Φρίελ κ.α. έχουν εκδοθεί και παρουσιαστεί από τους κυριότερους αθηναικούς θιάσους και εκδοτικούς οίκους.
Ο Παύλος Μάτεσις είναι τακτικά προσκεκλημένος Πανεπιστημίων και Διεθνών Εκθέσεων Βιβλίου σε Ευρώπη και Καναδά.

21/1/08

Αγαπάμε γιατί νοσταλγούμε ένα Θεό

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΔΕΣΜΟΦΥΛΑΚΑ

Πού πας δεσμοφύλακα καλέ
Μ’ αυτό το κλειδί το αιματοβαμμένο
Πάω να ελευθερώσω εκείνη που αγαπώ
Αν ακόμα είναι καιρός
Και την έχω κλεισμένη
Τρυφερά σκληρά
Στα μύχια του πόθου μου
Στα βάθη του πόνου μου
Μέσα στα ψέματα του μέλλοντος
Μέσα στις βλακείες των όρκων
Θέλω να την ελευθερώσω
Θέλω να είναι ελεύθερη
Κι ας με ξεχάσει
Κι αν ακόμα φύγει
Κι αν έρθει πάλι πίσω
Κι αν μ’ αγαπάει ακόμα
Ή αγαπάει έναν άλλο
Αν ένας άλλος της αρέσει
Κι αν μείνω μόνος
Κι αν εκείνη φύγει
Θα κρατήσω μονάχα
Πάντα θα κρατώ
Μέσα στις δυο μου χούφτες
Μέχρι το τέλος
Τη γλύκα απ’ το στήθος της που
Έφτιαξε ο έρωτας.

Ζακ Πρεβέρ, αφού μάλλον σας άρεσε!

ΥΓ. Και επειδή και ο Κριστιάν Μπομπέν σας άρεσε:
«…Γράφουμε γιατί είμαστε ανίκανοι να ζήσουμε. Αγαπάμε γιατί νοσταλγούμε ένα Θεό. Κάθε βιβλίο μια αποτυχία. Κάθε έρωτας μια φυγή. Μπορούμε να φέρουμε κάτι εις πέρας μόνο με κόλπα, μπορούμε να ζήσουμε μόνο πλαγίως. Δεν βρισκόμαστε ποτέ εκεί που νομίζουμε. Ο πόθος μας είναι ταγμένος στην αλητεία. Η θέλησή μας δεν έχει κανένα βάρος. Εντούτοις, καμία φορά μάς έρχονται νέα από το αιώνιο. Τα φώτα που πέφτουν σ’ ένα πρόσωπο. Ο κεραυνός που χτυπάει το μελάνι…»
Από το βιβλίο του «Η Φάλαινα με τα πράσινα μάτια». Αγαπημένο μότο ζωής που έγινε κάποια στιγμή και μότο βιβλίου. Ο καθείς και η αναπηρία του, τι να κάνουμε!

19/1/08

Ποτέ δεν ξέρεις μ' αυτούς που αγαπάς...

ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Πήγα στην αγορά εκεί που πουλάνε τα πουλιά
Κι αγόρασα πουλιά
Για σένα
αγάπη μου
Πήγα στη αγορά εκεί που πουλάνε τα λουλούδια
Κι αγόρασα λουλούδια
Για σένα
αγάπη μου
Πήγα στην αγορά εκεί που πουλάνε σιδερικά
Κι αγόρασα αλυσίδες
Βαριές αλυσίδες
Για σένα
αγάπη μου
Κι έπειτα πήγα στην αγορά που πουλάν τους σκλάβους
Και σε ζήτησα
Μα δε σε βρήκα
αγάπη μου.

Ζακ Πρεβέρ, ναι?

ΥΓ. Επειδή "ποτέ δεν ξέρεις μ' αυτούς που αγαπάς: αμελείς να τους κοιτάξεις μια στιγμή, και την επόμενη στιγμή έχουν χαθεί ή έχουν σκοτεινιάσει. Ακόμα και τα δέντρα- εξάλλου- το σκάνε πού και πού, έχουν άστατες διαθέσεις" (Κ. Μπομπέν)

Γιατί νύχτωσε τώρα

Τα τραγούδια τα πιο μικρά

Το πουλί που τραγουδάει μέσα στο κεφάλι μου
Κι αδιάκοπα μου λέει πως σ' αγαπώ
Κι αδιάκοπα μου λέει πως μ' αγαπάς
Το πουλί με τ' ανυπόφορο ρεφραίν το πουλί
Θα το σκοτώσω αύριο το πρωί

Ζακ Πρεβέρ, σταθερά (Ποιήματα, Εκδ. "Θεωρία")

ΥΓ. Γιατί έτσι! Επειδή νύχτωσε, διότι όλα κάποια στιγμή πρέπει και να τελειώνουν. Αν και ο καλύτερος είναι ο... Κάφκα στο προηγούμενο ποίημα Μπόρχες: Επαψε να τους ονειρεύεται! Και δεδομένου του γεγονότος ότι "είμαστε από την ύλη που είναι φτιαγμένα τα όνειρα", αν το δεχθούμε αυτό το σαιξπηρικό, ζούμε ένα όνειρο μέσα σε όνειρο, κατά συνέπεια εύκολο είναι, ναι?

17/1/08

Της «Εαρινής» που τόσο καλά γνωρίζει ν’ αντιστέκεται

Πώς να της πεις όχι, ειδικά όταν έχει δίκιο! Άλλος δρόμος από την ποίηση, εδώ και χρόνια, δεν έχει απομείνει! Και ειδικά τώρα, που αισθάνεσαι με όλους τους τρόπους κι εσύ να κατρακυλάς. Αλλά η «Εαρινή Συμφωνία» που γνωρίζει καλά το πώς αντιστέκεσαι, ήρθε και μου υπενθύμισε τον τρόπο. Και σώθηκα (έστω για λίγο), με ένα ποίημα και της το αφιερώνω: στην Εαρινή και σε όλους εσάς.
Είναι λιγάκι… αιρετικό, αλλά ο καθείς και τα πάθη του, ο καθείς και το μήνυμα που επιθυμεί να στείλει.

Ein Traun

Το ήξεραν κι οι τρεις.
Αυτή, ήταν η σύντροφος του Κάφκα.
Ο Κάφκα την είχε ονειρευτεί.
Το ήξεραν κι οι τρεις.
Αυτός, ήταν φίλος του Κάφκα.
Ο Κάφκα τον είχε ονειρευτεί.
Το ήξεραν κι οι τρεις.
Εκείνη είπε στον φίλο:
Θέλω απόψε να μ’ αγαπήσεις.
Το ήξεραν κι οι τρεις.
Εκείνος της απάντησε: Αν αμαρτήσουμε,
ο Κάφκα παύει να μας ονειρεύεται.
Το ‘ξερε ένας.
Κανείς δεν είχε απομείνει στη γη.
Ο Κάφκα είπε:
Τώρα που έφυγαν κι οι δυο, έμεινα μόνος.
Θα πάψω να μ’ ονειρεύομαι.

Εννοείται Χόρχε Λουίς Μπόρχες πια, σταθερά. Από «Το σιδερένιο νόμισμα»

Και θα ‘θελα με τη σειρά μου να καλέσω ν’ αντισταθούν με ένα ποίημα:
Τον Moha - Knight
Την Ντανιέλα
Τον Κυρ Μανουήλ
Την Ρίτσα Μασούρα
Τον Μάκη Αρμένη
Την Μάουρα την Βιβλιοφάγο
Τον zero
Τον Reader’s Diggest
Την 5 pink flowers
Τον Δημοσθένη
Την ariel
Την Εύα Στάμου
Την Καφείνη
Τον bad pupil
Τον Δημήτρη Αθηνάκη
Την Ρενάτα

ΥΓ1. Και για να μη ξεχνιόμαστε όσον αφορά τα υστερόγραφα, δυο στροφές από «Το Γκόλεμ», για να μπορέσουμε να κρατηθούμε κι από κάπου:

«΄Ετσι, από φωνήεντα και σύμφωνα φτιαγμένο,
κάπου θα υπάρχει ένα φοβερό Όνομα που περιέχει
το νόημα του Θεού και η Παντοδυναμία το έχει
μέσα σε συλλαβές και γράμματα κρυμμένο.

Οι γενεές το έχουν σήμερα λησμονήσει.
Μόνο ο Αδάμ και τ’ άστρα το γνωρίζαν
Μέσα στον Κήπο. Η οξείδωση της αμαρτίας
(λένε οι καββαλιστές) το έχουν πια σβήσει»….

Κι ας ψάξει ο καθένας μας, να βρει το δικό του! Αυτό προσπαθώ να κάνω κι εγώ.

ΥΓ2. Και του Librofilo, λοιπόν, αφιερωμένο, που μοιραζόμαστε πάθος για Μπόρχες. Ε αφού είναι και το αγαπημένο του! Και το δικό μου, όμως! Πολύ!

16/1/08

Χειρόγραφο σχέσης: Φοβούμαι μη διαψευστώ!

ΣΠΥΡΟΣ Γ. ΚΑΡΥΔΑΚΗΣ
Τον γνωρίσαμε το 1997 με το μυθιστόρημά του «Ένας με μαχαίρι». Αμέσως τον προσέξαμε. Και για το ιδιαίτερο βιογραφικό του, αλλά και για την τόλμη του, την γλώσσα του, εκείνη την περίεργη αιμομικτική σχέση, τον έρωτα και τη γνώση που πίσω τους παραφυλάει ο σπαραγμός.
Το 2000 κυκλοφορούσε «Η νύχτα των ονομάτων»: Ένας απρόσιτος εκδότης εφημερίδας καλούσε μια νεαρή δημοσιογράφο και της ανέθετε μια ιδιόρρυθμη, εμπιστευτική αποστολή. Κάπου στα βουνά σε ένα μυστικό στρατόπεδο, μια μυστική συμμορία παράξενων νεαρών, απογοητευμένων από τον πολιτισμό, ασκούνταν στις θεωρούμενες ως αντρικές τέχνες: οπλογνωσία κι οπλοχρησία, πίστη, αφοσίωση σε ιδανικά, φιλία, αλληλοβοήθεια, εντιμότητα, ομαδική ζωή, κοινότητα αγαθών, γενναιότητα, αυτοθυσία. Πιστεύοντας πως η ζωή του άντρα καταξιώνεται μέσα από τον πόλεμο. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί έστω και μόνο για το τέλος.
Μάθαμε πια να περιμένουμε την επόμενή του δουλειά. Έτσι όταν κυκλοφόρησε η νουβέλα «Άσε με σε δέρνω κάπου κάπου», ο Σπύρος Καρυδάκης δεν μας απογοήτευσε.
Πρωτοτυπία και τόλμη, φρέσκος αέρας έμπνευσης και γραφής και ένας γελωτοποιός που θα μας μείνει αλησμόνητος.

«ΑΣΕ ΜΕ ΝΑ ΣΕ ΔΕΡΝΩ ΚΑΠΟΥ ΚΑΠΟΥ» του Σπύρου Γ. Καρυδάκη, Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 157, 12 ευρώ.
«Η αγγελία έλεγε: «Κυρία ζητάει γελωτοποιό. Μισθός ικανοποιητικός». Δεν είχα λεφτά ούτε για κωλόχαρτο. Πήγα λοιπόν, Βίλα γαμάτη με τεράστιο κήπο κι ένα σκυθρωπό κηπουρό. Μου άνοιξε μια Φιλιππινέζα.
- Ήρθα για την αγγελία.
- Από δω.
Γραφείο. Μια ωραία γυναίκα, ψηλή, με πολύ τουπέ. Στην ηλικία μου περίπου. «Να τα μας!» σκέφτηκα. Εκείνη με κοίταζε από πάνω ως κάτω με αποδοκιμασία.
- Μα εσείς δεν είστε νάνος, στραβοκάνης και καμπούρης, έκανε απογοητευμένη. Εσείς είσαστε όμορφος, δυστυχώς».
Έτσι άρχισαν όλα. Από την αγγελία. Μια αγγελία περίεργη, σχεδόν σιβυλλική που κάνει ολόκληρη τη νουβέλα να υπαινίσσεται χίλια δυο, σχεδόν συμβολική, αλληγορική.
Διότι τον προσλαμβάνει τον ήρωα ως γελωτοποιό η κυρία, και ας μην είναι ούτε «νάνος», ούτε «στραβοκάνης», ούτε «καμπούρης».
Αλλά ένας νέος, όμορφος, ιδιαίτερης ευφυίας άντρας που θα οδηγήσει την παρέα της και τη σχέση τους έως τον σαδομαζοχισμό.
Ένα διαλεκτικό παιχνίδι αυτοκαταστροφής θα ξεκινήσει πρωτίστως στη βίλα και στα κλαμπ των βορείων προαστίων, με σοφιστικούς διαλόγους που αποτελούν το φόρτε του συγγραφέα και κάνουν το έργο σχεδόν θεατρικό.
Ο φόβος των δυο ηρώων απέναντι στον έρωτα και την αγάπη, κοινός. Αλλ’ οι αντιδράσεις τους στο φινάλε, εκ διαμέτρου αντίθετες. Εκείνος παραδίδεται άνευ όρων: Ο Γιάννης μετατρέπει τον εαυτό του, τα χαρίσματά του, τα πάθη του, τα ελαττώματα, τις μιζέριες κι εν τέλει το σώμα του σε άθυρμα για να τη διασκεδάζει. Στο τέλος σκίζει τη σάρκα του και κόβεται για το χατίρι της κομμάτια. Εκείνη, η Δωροθέα, «αντέχει» μέχρι το τέλος και όταν εν τέλει αποφασίζει να παραδοθεί είναι ήδη αργά.
Το τι έγινε σ’ αυτή την ιστορία θα το γνωρίσουμε από τον ουκρανό κηπουρό στον οποίο ο Γιάννης έχει προλάβει να παραδώσει το «χειρόγραφο της σχέσης τους» το οποίο εκείνος μετά την μεγάλη ανατροπή της ιστορίας, θα ολοκληρώσει και θα δημοσιεύσει.
Στο μεταξύ, ο αναγνώστης έχει προλάβει να χαρεί μια άνευ όρων και ορίων διαλεκτική μονομαχία όπου συγκρούονται, τάξεις, φύλλα, σχέσεις αιώνων και η αλήθεια με το ψέμα του καθενός.
Κουβέντες όπως: «Η αγάπη είναι πιο διαβρωτική από το μίσος ή την ειρωνεία ή τη νοσταλγία για τη φρίκη των παιδικών μας χρόνων». «Ο μεγαλύτερος εγωισμός είναι το να επιδιώκεις πάση θυσία το καλό των άλλων ανθρώπων». «Το χρήμα είναι το μόνο κριτήριο κάθε αλήθειας. Είναι η μόνη φαινομενικότητα με την οποία ξεπουλάς τη δημοκρατία, γαμάς καλά, φιλοσοφείς ακοπίαστα κι εξαγοράζεις τον θεό». «Έπαθε εξάρτηση, όπως αυτή που παθαίνουμε από την κόκα, την πρέζα, το χρήμα, τον έρωτα και τ’ άλλα σκληρά ναρκωτικά». Και «Το χιούμορ ήταν πάντα το μέγιστο όπλο των φύσει αποτυχημένων αφενός και αφετέρου των πολύ αυτόνομων», παρότι σοκάρουν, διαθέτουν κάτι από την υποσυνείδητη γνώση ή επίγνωσή μας.
Ενδεχομένως κι αυτός ο τρόμος αγάπης, «Ο πανικός ενώπιον του αληθινού έρωτος. Φοβούμαι μη διαψευστώ», ακόμα κι αυτός, κάτι να μας θυμίζει.
Ένα βιβλίο που μπορεί να μας σοκάρει, να μας προβληματίσει, αλλά επ’ ουδενί θα περάσει απαρατήρητο. Με έκδηλες όλες τις αρετές του Καρυδάκη: πρωτοτυπία στη σύλληψη, ικανότητα κι οξυδέρκεια στους διαλόγους, τόλμη στη σκέψη και στο σχεδιασμό της ιστορίας, αυτοσαρκασμό μέχρι τελικής πτώσης, ανατροπή των πάντων μπας και βρούμε καμία σταθερή ή αλήθεια.
Το αποτέλεσμα, σίγουρα, μια νέα πρόταση και μια φρέσκια λογοτεχνική φωνή.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1961.
Εργάστηκε ως αγρότης, εργάτης, ναυτικός, ψήστης, επιμελητής ύλης σε περιοδικό, ανθοπώλης, βιβλιουπάλληλος κ.α.
Έχει γράψει:
«Ο ένας με το μαχαίρι», μυθιστόρημα, Εκδ. «Καστανιώτη», 1997.
«Η νύχτα των ονομάτων», μυθιστόρημα, Εκδ. «Καστανιώτη», 2000.
Το «Άσε με να σε δέρνω κάπου κάπου» κυκλοφόρησε επίσης από τον «Καστανιώτη» τον Απρίλιο του 2003.
«Να δούμε ποιος θα φαγωθεί», Εκδ. «Καστανιώτη», 2005

ΥΓ1. Σ’ όσους φοβούνται την αγάπη, όλοι οι ήρωες του Σπύρου Καρυδάκη την φοβούνται, και σ’ όσους αρέσκονται σε παιχνίδια παιδικά και πολεμικά: «Η νύχτα των ονομάτων» είναι βασισμένη σε ένα ινδιάνικο παιχνίδι, το «Άσε με να σε δέρνω κάπου κάπου» γύρευε πού! Το «Να δούμε ποιος θα φαγωθεί» μήπως κάτι σας θυμίζει?
ΥΓ2: Αυτοί τον χαβά τους, κι εγώ το δικό μου! Σταθερά! Ετη και έτη εν ειρήνη και εν... βιβλίω!

14/1/08

Αυτή την κρίση δεν θα την αποφύγει κανείς!

«Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ» της Τιτίνας Δανέλλη, Εκδ. «Αρμός», σελ. 362, τιμή: 16 ευρώ.
Με τριάντα χρόνια εκδοτικής παρουσίας πίσω της και άλλα τόσα δημοσιογραφικής εμπειρίας, με άποψη για ό,τι συμβαίνει στη χώρα της και στον κόσμο και με βαθιά γνώση της υπαρξιακής πληγής που κάποια στιγμή ανοίγει στα στήθη του καθενός, η Τιτίνα Δανέλλη υπογράφει ένα καινούργιο μυθιστόρημα με ό,τι όλα αυτά συνεπάγονται.
«Η τέταρτη γυναίκα» ο τίτλος του. Και οι βασικοί του ήρωες μια παλαίμαχη και παρωχημένη δημοσιογράφος και ένας στρατηγός της ΕΛΑΣ που είναι και δεν είναι ό,τι δηλώνει.
Οι καινούργιες συνθήκες ξεπερνούν και τους δυο. Καθώς και το έγκλημα που είναι μονάχα το πρόσχημα. Η ανθρώπινη ψυχή και οι αντιφάσεις της είναι το πρωτεύον. Και όλα τ’ άλλα ο καμβάς, η αγωνία και το μυστήριο της πλοκής.
Με εξαιρετικά ελληνικά, αυτοσαρκασμό και ζωντανούς και σπαρταριστούς διαλόγους (η συγγραφέας έχει ασχοληθεί και με το θεατρικό έργο), το μυθιστόρημα αποτελεί μια σύγχρονη υπαρξιακή ιστορία. Με τα κεντρικά πρόσωπα σε κομβικά σημεία να κάνουν τον απολογισμό.
Στο πρώτο κεφάλαιο είναι ένας άντρας που φεύγει. Μαζεύει τα πάντα και συμπεριφέρεται σα να πρόκειται για «τελευταία φορά». Αμέσως το σκέφτεσαι πως πρέπει κάτι φρικτό να του έχει συμβεί.
Η επόμενη σκηνή εκτυλίσσεται σε μια τράπεζα. Βρίσκεται εκεί για να σηκώσει το «έχει του». Ώσπου μια σφαίρα που δεν γνωρίζεις αν είναι ή δεν είναι αδέσποτη του αφαιρεί τη ζωή.
Ό,τι ακολουθεί είναι γύρω απ’ αυτόν τον άντρα. Τον Αχιλλέα Δεσύλλα. Και τον περίεργο θάνατό του.
Απασχολεί πρώτα, τον Άγγελο Βλάχο, στρατηγό της ΕΛΑΣ, που ένοιωθε και δεν ένοιωθε να ανήκει την αστυνομία. Αλλά και την δημοσιογράφο Ευγενία Ευγενικού, που ένοιωθε και δεν ένοιωθε να ανήκει στην εφημερίδα της αλλά ποτέ δεν έπαψε ό,τι συμβαίνει γύρω της να την καίει και να την απασχολεί.
Γύρω τους θα στηθεί ένα απίθανο ανθρώπινο γαιτανάκι με άξονα «ένα μεγαλειώδες ανθρωπάκι» τον Λέοντα Βλασσόπουλο. Ο οποίος γοητεύει και παντρεύεται, προδίδει και χωρίζει και ξαναπαντρεύεται, προκόβει στο εξωτερικό με κινήσεις θολές, και επαναπατρίζεται για να μην παντρευτεί η κόρη του τον Αχιλλέα Δεσύλλα.
Ένα ατύχημα για το οποίο ευθύνεται ο Λέων θα φέρει στο μάτι του κυκλώνα ως ηθικό αυτουργό τον Αχιλλέα και το νεαρό κορίτσι στο νοσοκομείο σε κώμα.
Γύρω από την ενοχή ή όχι του Λέοντος, κινούνται οι τρεις γυναίκες της ζωής του. Και αναζητείται η τέταρτη που αποτελεί και το κλειδί.
Η ταυτότητα της οποίας δεν θα μας αποκαλυφθεί παρά μονάχα στην τελευταία σελίδα. Αφού έχουμε προηγουμένως εντρυφήσει αρκετά στην ανθρώπινη ψυχή. Στην αντιφατική φυσιογνωμία του Λέοντος Βλασσόπουλου και στην ανθρώπινη μανία του «έρωτας για τον έρωτα». Στην υπαρξιακή κρίση του Άγγελου Βλάχου και στην ιδεολογική κρίση και το παρελθόν της Ευγενίας Ευγενικού. Στην θανατοφοβία ενός σπουδαίου χειρούργου και στα φαντάσματα που ποτέ δεν παύουν να υπάρχουν μέσα μας. Στην αγάπη που γίνεται μίσος και στην εκδίκηση που μπορεί να σε κρατήσει σε εγρήγορση μια ολόκληρη ζωή.
Στο φινάλε, όλοι είναι και θύτες και θύματα. Κι ο δολοφόνος θα αποκαλυφθεί όπως και η αλήθεια θα φανερωθεί όταν ο Άγγελος Βλάχος έχει πια κάνει στην άκρη.
Θέσεις κλειδιά του βιβλίου, η άποψη του Λέοντος για τον έρωτα: «Βιαζόταν να παντρευτεί, για να γιατρευτεί από τον έρωτά του. Για να χωρίσει… όπως συνεχώς κάνει. Έτσι ώστε να είναι ψυχικά ελεύθερος για να ερωτεύεται! Να παντρεύεται! Να λυτρώνεται!»
Η άποψη των γυναικών του γι’ αυτόν: «Ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας επιτηδευμένος φελλός, ένας κοινός ψεύτης, ένας ερωτόληπτος, ένας νάρκισσος, που άνετα θα μπορούσε να καταδικαστεί στη συνείδηση κάποιου φυσιολογικού ανθρώπου για ερωτική αλητεία».
Θέση κλειδί του βιβλίου, η άποψη του φίλου του, σχεδόν άποψη αφηγητή: «Ο Λέων είναι παιδί της ζωής. Και η ζωή είναι και ερωτική. Είναι και επιπόλαια, είναι και εγωιστική και αντιφατική. Και σκληρή και τρυφερή, και θλιβερή και χαμογελαστή. Κυρίως όμως είναι αγενής».
Ένα μυθιστόρημα που απεικονίζει τη σύγχρονη πραγματικότητα. Με μυστήριο και άποψη. Διαρκείς ανατροπές και χαρακτήρες ντοστογιεφσκικής δύναμης και υφής. Στο μεταίχμιο διαρκώς της ζωής που ζούμε και σε εκείνη που επιθυμήσαμε, ελπίσαμε, αγωνιστήκαμε κι αποτύχαμε ή δεν τολμήσαμε το κατώφλι της να το διαβούμε ποτέ. Γραμμένο παρά την αποδοχή του με μια εφηβική και ιδεολογική απολυτότητα και το μαρτύριο του Σίσυφου να εκτυλίσσεται προσωπικά, επαγγελματικά, κοινωνικά, πολιτικά, την κάθε στιγμή.
Κυρίαρχο ερώτημα: «Μήπως ήταν αργά για κάθε αλλαγή, επαγγελματική ή προσωπική;»
Και για τους ήρωες του βιβλίου, συνήθως ήταν αργά.

Εργογραφία:
Η Τιτίνα Δανέλλη (Μαρία Χριστίνα) γεννήθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε Ιταλική Φιλολογία στη Νάπολη και στη Ρώμη.
Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε πολλά περιοδικά («Ένα» και «Και») και σε απογευματινές εφημερίδες στο ελεύθερο και καλλιτεχνικό ρεπορτάζ.
Επίσης, έγραψε σενάρια για τηλεοπτικές σειρές και έκανε πολλές μεταγλωττίσεις από ξένες ταινίες.
Από το 1985 εργάζεται αποκλειστικά στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης».
Έγραψε:
«Ο επιτυχημένος» μυθιστόρημα (Χρυσή Πέννα, 1971),
«Αντιπερισπασμός» μυθιστόρημα (Πνευματική πορεία και Χρυσή Πέννα, 1973),
«Αίθουσα αναμονής» νουβέλα (1974),
«Σερ Γρέγκορι ή Καπετάν Γρηγόρης» (Δώμα, 1986),
«Ένα και ένα κάνουν όσο θες» μυθιστόρημα, σε συνεργασία με τον Μάνο Κοντολέων (Καστανιώτη, 1981),
«Έρως διατηρητέος έως…» θεατρικό έργο, βραβείο ΥΠΠΟ 1993 (Εκδ. «Αρμός»),
«Ο θρήνος της Κλεοπάτρας» (Νέα Σύνορα, 2000),
«Το παιχνίδι του Δικαστή» (Αρμός, 2002),
«Εκ των πραγμάτων» αστυνομικό μυθιστόρημα σε συνεργασία με τον Θανάση Μπαλοδήμα (Περίπλους, 2003).
«Η τέταρτη γυναίκα», αστυνομικό (Αρμός, 2004)
Συμμετοχή στα «Ελληνικά Εγκλήματα» (Καστανιώτης, 2007)
«Ο ταγματάρχης», θρίλερ κατασκοπείας με τον Θανάση Παπαρήγα, (Πύλη, 2007)

ΥΓ. Αφιερωμένο σε όσους «είναι και δεν είναι κάπου», σε όσους «το μαρτύριο του Σίσυφου» γνωρίζουν καλά! Και στην φίλη μου την Τιτίνα, βεβαίως, που τα ξέρει όλα αυτά και τα γράφει τόσο καλά! Με χιούμορ πάντοτε, εφηβική επαναστατικότητα και ήρωες που αναπνέουν σαν εμένα και σαν εσάς! Βιβλίο που αν χάσατε, ψάξτε το! Παραμένει πάντα καινούργιο ένα σπουδαίο βιβλίο, ναι?

10/1/08

Ιστορίες «ανοιχτές στο ενδεχόμενο»

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΜΑΛΟΥΚΑΣ: Άλλωστε, ποια ιστορία στη ζωή μας κλείνει τελείως?

Θα μπορούσε να είχε γίνει τερματοφύλακας, είχε όμως την ίντριγκα μεσ’ το κεφάλι. Συνωστίζονταν δολοφόνοι και γρίφοι μέσα του, σχεδόν μοίρα του. Κι είναι να απορείς για το πώς κατεβάζει τέσσερις φόνους στην καθισιά του φτιάχνοντας γάλα για τον μικρό Αγγελο ή πηγαίνοντας την πεντάχρονη Μάουρα στο μπαλέτο.
Το πρώτο του μυθιστόρημα «Οσο υπάρχει αλκοόλ, υπάρχει ελπίδα» (1999) έγινε ήδη ταινία. Τα δυο επόμενα που ακολούθησαν «Ο Μεγάλος Θάνατος του Βοτανικού» και «Η απαγωγή του εκδότη» τον καθιέρωναν σαν μια ιδιαίτερη συγγραφική φωνή στο αστυνομικό μυθιστόρημα: κινηματογραφική γραφή, κοσμοπολίτικη δράση ηρώων, φίνες εγκληματικές εμμονές, μαγευτικοί «εγκλεισμοί» και ιδιαίτερα πάθη, αμάξια, μαλτ ουίσκι, ρολόγια…
Στο καινούργιο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε από τον Καστανιώτη με τον σχεδόν κυριολεκτικό τίτλο «Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» ο Δημήτριος Μαμαλούκας διοχετεύει ακόμα μια φίνα εμμονή του, ένα δικό του πάθος, αυτό για τα παλιά βιβλία. Υπογράφοντας το πρώτο βιβλιοφιλικό θρίλερ στα καθ’ ημάς. Εφόσον ο Δημήτριος Μόστρας είναι υπαρκτό πρόσωπο. Και η περίφημη χαμένη βιβλιοθήκη του, όντως χαμένη. Όσο για το τι σχέση μπορεί να έχει η βιβλιοφιλία με το έγκλημα; Όταν αυτή γίνεται πάθος, όλα μπορούν να συμβούν. Και «για ιδιαιτέρως σπάνιους τόμους, υπάρχουν άνθρωποι που θα σκότωναν για να τους αποκτήσουν».
Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γεμάτο μυστικά κι αινίγματα, εφόσον «άνθρωπος χωρίς μυστικά είναι κενός άνθρωπος» και οι ήρωες του Μαμαλούκα μόνο κενοί δεν είναι.
Κάποια από τα μυστικά θα ζητήσουμε να μας τα αποκαλύψει ο συγγραφέας τους. Τα υπόλοιπα, μόνοι μας. Αλλιώς δεν θα έχει και νόημα ο κεντρικός γρίφος.

- "Η Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα", κύριε Μαμαλούκα. Η οποία είναι και αληθινή και αληθινά χαμένη, όχι μονάχα... μυθιστορηματική αδεία, δεν είναι έτσι;

- Ναι, ο Μόστρας ήταν αληθινό πρόσωπο. Ήταν βιβλιόφιλος και ταυτόχρονα παθιασμένος συλλέκτης σπάνιων βιβλίων. Έζησε στις αρχές του 19ου αιώνα στη Βιέννη και την Ιταλία και δημιούργησε μια μεγάλη και πολύτιμη βιβλιοθήκη γεμάτη χειρόγραφα και σπάνια βιβλία. Σκοπός του ήταν να τη χαρίσει στο Ελληνικό κράτος όταν αυτό έβρισκε την ελευθερία του. Σήμερα δυστυχώς δε σώζεται ούτε ένας κατάλογος αυτής της περίφημης βιβλιοθήκης που σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές αριθμούσε κοντά στους δώδεκα χιλιάδες τόμους.

- Και η οποία εκτός από τα μυστήριά της στο μυθιστόρημα (και στην πραγματικότητα) αποκαλύπτει και ένα ακόμα πάθος σας, το βιβλιοφιλικό πάθος, αν δεν κάνω λάθος, που δεν κάνω...

- Όχι, δεν κάνετε. Σωστά μιλήσατε για πάθος. Η γοητεία των παλαιών βιβλίων είναι ακαταμάχητη. Η τυπογραφία είναι μια πραγματική τέχνη κι ο Άλδος Μανούτιος ήταν ένας καλλιτέχνης εξίσου σημαντικός με τους ιταλούς ζωγράφους της Αναγέννησης.

- Όπου mostra η επίδειξη, η έκθεση και ο... Μόστρας με την βιβλιοθήκη και mostro ο βιαστής, το τέρας, ο "δράκος" και οι "μόστρο" του βιβλίου. Συνηθίζετε να παίζετε με τις λέξεις και με τις έννοιες, έτσι δεν είναι; Και στην "Απαγωγή του εκδότη" παίζατε επίσης, με τα... ονόματα του ήρωα τα οποία και είναι απ' ό,τι πληροφορήθηκα και επώνυμα Ιταλών τερματοφυλάκων;

- Ποιος μπορεί να αντισταθεί στα παιχνίδια των λέξεων και των εννοιών; Η σύμπτωση Μόστρας - μόστρι δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί. Όσο για τα επώνυμα, σαν παλιός τερματοφύλακας έχω αδυναμία στους Ιταλούς «συναδέλφους» μου. Και στο τωρινό βιβλίο έχω βάλει μερικά. Τα βιβλία μου είναι γεμάτα από τέτοιες λεπτομέρειες – παιχνίδια.

- Η ιστορία ανοίγει και κλείνει με τον ίδιο τρόπο, με την banda antimostri και για ακόμα μια φορά αφήνετε σαν ζωή "ανοιχτό στο ενδεχόμενο" το τέλος (σε όλα σας τα μυθιστορήματα αυτό το κάνετε). Σας αρέσουν οι ιστορίες με... ανοιχτό τέλος;

- Πολύ. Θέλω να κρατάω πάντα ένα μίτο. Άλλωστε ποια ιστορία στη ζωή κλείνει εντελώς; Όλα συνεχίζονται όλα επαναλαμβάνονται… Θυμηθείτε στην Απαγωγή…

- "Άνθρωπος χωρίς μυστικά/ είναι κενός άνθρωπος" λέτε στο μότο σας. Οι ήρωές σας και σ' αυτό και σε όλα σας τα βιβλία έχουν μυστικά. Ο συγγραφέας - κατ' εσάς - έχει ή δεν έχει μυστικά από τον αναγνώστη;

- Ταυτίζομαι και συμφωνώ με το μότο ενός από τους ήρωες του βιβλίου, του Γκαμπριέλε. Όλοι κρύβουμε μυστικά μέσα μας. Ο συγγραφέας, και ειδικά των αστυνομικών μυθιστορημάτων, δε θα μπορούσε να μην έχει μυστικά από τον αναγνώστη. Όσο οι αναγνώστες γίνονται πιο υποψιασμένοι οι συγγραφείς πρέπει να γίνονται και πιο δαιμόνιοι.

- Οι ήρωές σας είναι σαν τους ανθρώπους, Ιανοί, και... καλοί και κακοί (σε όλα σας τα βιβλία), είναι θετικός ή αρνητικός ήρωας ο Νικόλα Μιλάνο;

- Είναι δύσκολο να πω για τους ήρωές μου, όπως και για τους ανθρώπους. Ο Νικόλα, ακριβώς επειδή είναι γεμάτος συμπλέγματα, μυστικά και ψυχικά τραύματα ακροβατεί κι αυτός ανάμεσα στο καλό και το κακό. Αφήστε που, όπως λέει, δεν τα πάει καλά με τα συναισθήματα.

- "Σκέψη", "Υπομονή" και "Δύναμη", να πούμε κάτι γι' αυτή την περίεργη banda antimostri? Όπου κι εδώ δεν έχουμε άσπρο- μαύρο. Εντάξει απονέμουνε δικαιοσύνη, αλλά σκοτώνοντας...

- Καταρχάς είμαι ο τελευταίος που μπορώ να κρίνω τις πράξεις των ηρώων μου. Η banda antimostri που στην κυριολεξία σημαίνει «συμμορία αντιδράκων» είναι μια περίεργη ομάδα από τελείως διαφορετικούς ανθρώπους που τους ενώνει μια κοινή, αβάσταχτη μοίρα. Δρουν παράλληλα με την κυρίως ιστορία του Νικόλα Μιλάνο μέχρι που οι δρόμοι τους συναντιούνται.

- Να πούμε πως γεννήθηκε η ιδέα; Τι είναι εκείνο που μπορεί να σας οδηγήσει σ' ένα καινούργιο μυθιστόρημα; Ένας ήρωας, ένας... φόνος, ένας γρίφος ή ένα αίνιγμα...

- Σ’ αυτό το βιβλίο νομίζω πως ήταν η προσωπικότητα του Μόστρα, η τρέλα του συλλέκτη, η βιβλιοφιλία, και φυσικά η συγκεκριμένη συλλογή βιβλίων του. Η γοητεία που άσκησαν όλες αυτές οι εικόνες και οι έννοιες μέσα μου.
Απ’ όσα είπατε μόνο ένας ήρωας δε θα μου γεννούσε εύκολα την ιδέα ενός αστυνομικού μυθιστορήματος. Μπορεί όμως να είναι και μια σκηνή. Στην Απαγωγή πχ. θα μπορούσε να είναι η παρακάτω: ένας άνθρωπος πέφτει από ένα κρουαζιερόπλοιο μέσα στη νύχτα, κολυμπάει στην απόκρημνη ακτή και κρύβεται σε μια σπηλιά. Γύρω απ’ αυτή ή κάποια ανάλογη σκηνή θα μπορούσα να χτίσω ένα ολόκληρο βιβλίο.

- Υπάρχει τόσο παρασκήνιο πίσω από τα "σπάνια βιβλία";

- Από τη στιγμή που η βιβλιοφιλία γίνεται πάθος τότε όλα μπορούν να συμβούν. Για ιδιαιτέρως σπάνιους τόμους νομίζω πως υπάρχουν άνθρωποι που θα σκότωναν για να τους αποκτήσουν.

- Υπάρχει λεπτομερής καταγραφή της βιβλιοθήκης του Δημητρίου Μόστρα, μια εξαιρετική περιγραφή βιβλιοθήκης (κατασκευαστικά, του Σκούρα), στην "Απαγωγή του εκδότη" ήτανε τα ρολόγια και διαμάντια, στον "Μεγάλο θάνατο του Βοτανικού" ήταν τα αυτοκίνητα... Να υποθέσω, μετά από προσωπική έρευνα και αποτέλεσμα προσωπικής αγάπης όλα;

- Αποκλειστικά. Σ’ αυτό το βιβλίο γράφοντας για τη βιβλιοφιλία και για σπάνια βιβλία, ένιωθα μια πρωτόγνωρη ικανοποίηση. Το ίδιο ισχύει όταν γράφω για κλασσικά αυτοκίνητα, ή ρολόγια. Άλλωστε έτσι γεννιούνται και οι συγγραφικές εμμονές.

- Και βεβαίως η... εμμονή με την Ιταλία και τα Επτάνησα (στην "Απαγωγή του Εκδότη" ήταν η Λευκάδα, εδώ λίγο Κέρκυρα). Πόσο πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο τόπος στο βιβλίο;

- Αρκετά μεγάλο κι αυτό έχει να κάνει και με τη μανία μου με τη λεπτομέρεια και τις πιστές περιγραφές των τόπων. Στην «Απαγωγή» το ακρωτήριο Λευκάτας στη Λευκάδα, ουσιαστικά πρωταγωνιστεί στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, το ίδιο κι η περιοχή του Βοτανικού στο αντίστοιχο μυθιστόρημα. Φυσικά και δεν αρνούμαι την εμμονή μου με την Ιταλία. Μου αρέσει υπερβολικά να τοποθετώ εκεί τη δράση των βιβλίων μου, όπως και να δημιουργώ αντίστοιχους χαρακτήρες. Αυτό όμως δεν είναι κανόνας. Κάθε ιστορία δένεται στο μυαλό μου με μια χώρα, μια περιοχή χωρίς να με απασχολεί καθόλου αν αυτή είναι η Ελλάδα, η Ιταλία ή οι ΗΠΑ.

- Τον κεντρικό ρόλο, βέβαια, επί τω προκειμένω έχει η βιβλιοθήκη, αφού αυτήν αφορά και ο βασικός γρίφος. Να πούμε πως γεννήθηκε αυτός ο εξαιρετικός γρίφος;

- Με κολακεύετε, νομίζω πως πρόκειται για έναν αρκετά απλοϊκό γρίφο, και τέτοιος ήθελα να είναι για να εξυπηρετήσει καλύτερα την πλοκή του βιβλίου. Δεν με παίδεψε πολύ, τον βρήκα σχετικά εύκολα, αφού απέρριψα έναν άλλο πιο εντυπωσιακό που θα χρησιμοποιήσω σε κάποιο προσεχές βιβλίο. Όσο για τη βιβλιοθήκη έχετε δίκιο: είναι το κέντρο του βιβλίου και γύρω απ’ αυτήν στρέφεται όλο το μυθιστόρημα.

- Να υποθέσουμε ότι συμφωνείτε και επί της ουσίας με την banda antimostri; Από ποστ στο μπλογκ σας ξέρουμε ήδη την αδυναμία σας προς τα παιδιά...

- Μου φαίνεται ερώτηση παγίδα. Δε θα απαντήσω (γέλια).

- Και βεβαίως ουδείς υπεράνω υποψίας. Οι συνθήκες δημιουργούν το έγκλημα, ή το πρόβλημα, κύριε Μαμαλούκα; Μπορεί να είναι ο καθένας εν δυνάμει δολοφόνος; Και ναι "το κακό είναι αιώνιο", αλλά και το καλό δεν είναι; Και ποιο απ' τα δυο θεωρείτε ως δυνατότερο;

- Αν μελετήσουμε προσεχτικά κάποια εγκλήματα, τα κίνητρα, τις συνθήκες, νομίζω πως θα φτάσουμε σε μια σκέψη που θα μας τρομάξει: Πόσο εύκολα μπορούμε να φτάσουμε στο έγκλημα.
Όπως ο καθένας μας είναι ένας εν δυνάμει δολοφόνος όμως, άλλο τόσο είναι και ένας εν δυνάμει ήρωας. Κι εδώ μπλέκεται το καλό και το κακό. Η μοίρα επιφυλάσσει άσπρο ή μαύρο σε μερικούς από μας. Όσο για το ποιο είναι πιο δυνατό νομίζω πως μακροπρόθεσμα το κακό θα νικήσει. Δείτε τα χάλια του πλανήτη μας, θα τον τελειώσουμε μόνοι μας πριν την ώρα του.

- Και στο καινούργιο σας βιβλίο ένας υπέροχος εγκλεισμός, αυτή τη φορά στο κελάρι. Στην "Απαγωγή του εκδότη" ήταν σε θαλασσινή σπηλιά, στον "Μεγάλο θάνατο του Βοτανικού" σ' ένα γκαράζ, στο "Όσο υπάρχει αλκοόλ" σε ένα περίεργο μπλοκ κατοικιών... Να υποθέσουμε μια από τις περίφημες συγγραφικές εμμονές σας;

- Ναι, είναι κοινό στοιχείο κι υπάρχει και σε άλλα σχέδια μυθιστορημάτων. Μου βγαίνει αυθόρμητα, δεν το επιδιώκω. Κάποια στιγμή οι ίδιοι οι ήρωες κατευθύνονται σε ανάλογες καταστάσεις μαγνητισμένοι από μια αδιευκρίνιστη αιτία.

- Άλλες εμμονές; Μπορούμε να επισημάνουμε; Εκτός από τα αγαπημένα: ρολόγια, αυτοκίνητα, ουίσκι, παλιά βιβλία...

- Ναι, κι όπου ουίσκι βάλτε μαλτ. Τα είπατε όλα, όσα αξίζει να ζει κανείς… Έχω επίσης μια ιδιαίτερη αδυναμία στη Μόνικα Μπελούτσι.

- Αν σας γνωρίζει κάποιος σε προσωπικό επίπεδο αισθάνεται απίθανη έκπληξη να έχουν βγει τόσοι φόνοι, τόσες ληστείες, τόσοι... mostri και antimostri απ' αυτό το καλόπαιδο κι απ' αυτό το... κεφάλι. Το είχατε από μικρός αυτό το... χούι;

- Το κεφάλι το είχα, νομίζω και το χούι, αρκεί να σας δείξω την πρώτη μου ιστορία που σώζεται, γραμμένη σε ηλικία νομίζω εφτά ετών…

- Να πούμε τι διαβάζατε ως παιδί και ποιοι από τους συγγραφείς είναι συγγενικοί ή αγαπημένοι;

- Παιδί διάβαζα Αστερίξ, Λουκυ Λούκ, Τεν Τεν και λίγο Ιούλιο Βερν γιατί έπαιζα όλη μέρα ποδόσφαιρο στους δρόμους και στο Μαράσλειο. Θέλω να νιώθω συγγενής με τον Πόε και θαυμάζω τον Ζακ Πρεβέρ, τον Μπ. Τρέηβεν, τον Γιενς Μπιέρναμπου, τον Σιμενόν, τον Μαρκές, τον Στίβεν Κίνγκ… κι άλλους πολλούς.

- Τι γίνονται οι ήρωες όταν τελειώσει η ιστορία σας;

- Ωραία ερώτηση. Κατοικούν όλοι μες στο κεφάλι μου. Συχνά τσακώνονται μεταξύ τους, πιο συχνά ακόμα με ενοχλούν ζητώντας να ξαναβγούν στη ζωή, που γι’ αυτούς είναι ένα τυπωμένο βιβλίο, και να πρωταγωνιστήσουν και πάλι. Ακόμα κι οι νεκροί με πιέζουν. Ισχυρίζονται πως συγγραφέας είμαι μπορώ να βρω ένα τέχνασμα να τους αναστήσω. Δεν τους αδικώ, τους αγαπώ όλους, άλλους πολύ, άλλους λίγο.

- Συνηθίζουν να λένε ότι μια ιστορία αιώνια γράφουμε, μια μουσική σύνθεση επιχειρούμε, έναν πίνακα, τον ίδιο πίνακα, τελειώνουμε, εσείς συμφωνείτε με αυτό ή μπα... Κι αν συμφωνείτε, τι νομίζετε, ότι φτάσατε επιτέλους στο βιβλίο της ζωής σας; Διότι "Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα" είναι ένα που κινείται σε πολλά επίπεδα και με εξαιρετικό τρόπο βιβλίο.

- Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αυτό που λέγεται για το ένα και μοναδικό βιβλίο. Πάντως εγώ δε νιώθω ότι ο Μόστρας είναι το βιβλίο της ζωής μου, νομίζω πως είμαι στην αρχή ακόμα. Έχω πολλά ακόμα να γράψω. Κι ελπίζω να τα καταφέρω ακόμα καλύτερα.

- Παρ' ότι ο έρωτας στα βιβλία σας είναι το υποσύνολο, εν τούτοις έχετε εγκιβωτισμένες μικρές αλλά εξαιρετικές ερωτικές ιστορίες. Με μια κούκλα Ντανιέλα, αμφιλεγόμενη επί τω προκειμένω. Οι ερωτικές περιγραφές κρίνετε ότι είναι από τις δυσκολότερες;

- Ναι, είναι αρκετά δύσκολες, δεν ξέρω τι τύχη θα είχα σ’ ένα καθαρά ερωτικό βιβλίο. Όσο δύσκολες όμως κι αν είναι, τόσο απολαυστικές μπορούν να γίνουν όταν είναι καλογραμμένες, και δεν εννοώ τα δικά μου βιβλία.

- Επίσης σε όλα σας τα βιβλία πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει και το "τυχαίο", το θεωρείτε και στη ζωή ως καθοριστικό παράγοντα;

- Ναι, το θεωρώ. Άλλος το ονομάζει τυχαίο, άλλος μοίρα, πεπρωμένο. Όπως και αν λέγεται βρίσκεται μέσα στη ζωή και δε θα μπορούσε να μην είναι και μέσα σε οποιαδήποτε ιστορία.

- Τι πρέπει απαραιτήτως να έχει μια αστυνομική ιστορία;

- Δύσκολο να πει κανείς. Μια έμμονη ιδέα ίσως. Κάτι που δε φεύγει απ’ το μυαλό ενός ήρωα. Κάτι που δεν τον αφήνει να ησυχάσει, να κοιμηθεί, να φάει… Μπορεί να κρύβει ζήλια, φθόνο, μίσος, έρωτα… ή όποιο άλλο έντονο συναίσθημα.

- Σε κάθε ιστορία σας γνωρίζατε από την αρχή το τέλος; Υπάρχουν εκπλήξεις, ανατροπές (αγαπάτε πολύ τις ανατροπές και τις επιδιώκετε) που σας επιφυλάσσουν, τελικά, οι ιστορίες; Ή λειτουργείτε ωσεί Θεός, στο χέρι σας όλα;

- Γνωρίζω το βασικό σκελετό, όμως από κει και πέρα δεν λείπουν οι εκπλήξεις. Γράφοντας, το βιβλίο ακολουθεί το δικό του δρόμο. Κάτι που φαινόταν λογικό κατά τη διάρκεια του σχεδιάσματος, στη γραφή παύει να είναι, κάτι που νόμιζες οφθαλμοφανές τώρα γίνεται δυσνόητο. Μερικοί ήρωες επίσης είναι σκληρά καρύδια, δε συμβιβάζονται, αντιστέκονται και φτάνουν σε σημείο να με απειλούν… Δουλεύοντας την ιστορία δεκάδες φορές στο κεφάλι σου αλλάζουν πολλά, αυτή είναι άλλωστε και λίγη απ’ τη μαγεία της συγγραφής.

- Και εν τέλει, ναι, αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να είναι και δύο βιβλία. Ένα αποκλειστικά για την βιβλιοθήκη του Μόστρα, εξάλλου πολλά τα μυστήρια. Σ' αυτό το βιβλίο, κύριε Μαμαλούκα, "ξοδέψατε" πολλές ιστορίες. Οι antimostri θα μπορούσαν να είναι από μόνοι τους ιστορία....

- Έχετε δίκιο. Ξοδεύω όμως διότι έχω… Το κεφάλι μου είναι γεμάτο παρόμοιες ιστορίες. Δεν έχω παρά να κοιτάξω δίπλα μου, στην πραγματική ζωή, εκεί που όπως συνηθίζεται να λέγεται, η πραγματικότητα ξεπερνάει κάθε φαντασία.

- Πώς είστε όταν η ιστορία γράφεται; Και πως όταν τελειώσει, όταν φύγει από σας η ιστορία;

- Όταν σχεδιάζω την υπόθεση είμαι σαν υπνωτισμένος, σαν να είμαι μέσα στην ιστορία. Όταν γράφεται παλεύω με τις λέξεις, τους διαλόγους, τις περιγραφές και γνωρίζω πια τους ήρωες όπως γνωρίζουμε τους στενούς μας συνεργάτες. Όταν τελειώσει πάλι δεν ηρεμώ διότι τότε αρχίζουν να με επισκέπτονται οι ήρωές μου σαν ασθενείς που βλέπουν τον ψυχίατρό τους. Ακούω συνεχώς παράπονα, αλλά και εκμυστηρεύσεις περηφάνιας. Βλέπετε, ξέρουν ότι μέχρι να φύγει το βιβλίο για το τυπογραφείο προλαβαίνουν να αλλάξουν τη μοίρα τους.

- Το γιατί γράφετε, εκτός από κοινότοπη ερώτηση, το έχετε απαντήσει; Ή δεν σας αφορά η απάντηση καθόλου;

- Δεν το έχω ψάξει πολύ, ούτε με απασχόλησε ποτέ έντονα. Να πω ότι είναι μια εσωτερική ανάγκη; Πάντως νιώθω ότι τα βιβλία που έχω στο μυαλό μου -και δεν είναι λίγα- πρέπει να γραφούν. Ξέρετε τι έλεγαν οι Blues Brothers στην ομώνυμη ταινία; «We are in mission from God». Είμαστε σε αποστολή από το Θεό. Έτσι κι εγώ: έχω ειδική αποστολή να γράψω τα βιβλία μου. (γέλια).

- Το πρώτο σας βιβλίο «Όσο υπάρχει αλκοόλ υπάρχει ελπίδα» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο. Το δεύτερο «Ο Μεγάλος Θάνατος του Βοτανικού» σύμφωνα με τις κριτικές είναι έτοιμο σενάριο. Πιστεύετε ότι τα βιβλία σας είναι κινηματογραφικά;

- Νομίζω πως ναι, αν και η Απαγωγή θα πρέπει να γίνει υπερπαραγωγή αφού έχει έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Δεν το κρύβω πως ο σύγχρονος κινηματογράφος με έχει επηρεάσει αρκετά κι αυτό φαίνεται, απ’ ό,τι λένε, στη γραφή μου.

- Συμμετέχετε και με ένα διήγημά σας σε μια συλλογική έκδοση. Να μας πείτε γι' αυτή την έκδοση και γι' αυτό το διήγημα;

- Το βιβλίο είναι μια συλλογή διηγημάτων που κινούνται στο χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας. Ονομάζεται «Ελληνικά Εγκλήματα», βγαίνει απ’ τις εκδόσεις Καστανιώτη και είναι μια ιδέα του Ανταίου Χρυσοστομίδη στο δρόμο που χάραξε το περσινό και επιτυχημένο «Ιταλικά Εγκλήματα». Το δικό μου διήγημα είναι η ιστορία ενός συντηρητικού μεσήλικα αστυνομικού που θέλει να κάνει την υπέρβαση στην προσωπική του ζωή παίρνοντας μια τολμηρή απόφαση.

ΥΓ. Όχι, εδώ δεν υπήρξα βραδυφλεγής, τουλάχιστον όσον αφορά τη «Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα». Υπήρξα βραδυφλεγής, όμως, όσον αφορά το «Αλκοόλ» και θα πρέπει να πω, επίσης, ότι πέρασα και ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΑΜΑΛΟΥΚΑ! Διότι ο Δημήτρης ΞΕΡΕΙ να κάνει μυθιστόρημα και να με ξενυχτά! Δεν θα προσποιηθώ ότι αυτή η συνέντευξη δημοσιεύεται για πρώτη φορά απ’ το μπλογκ, έχει ήδη «παιχτεί», αλλά τώρα που γράφει- και επειδή μ’ αφορά η γραφή του, η ζωή του, οι δικοί του- και λόγω του ότι την θεωρώ αρκετά καλή (δικαίωμα, άποψη!) αποφάσισα να την (ξανα)παίξω κι έτσι.
Και προς αποφυγή παρεξηγήσεων, άλεφ, σταθερά! Αυτή εκεί η κυρία με αντιγράφει σε όλη της τη ζωή! Υπάρχει μια διαρκής πάλη μεταξύ του άλεφ (του πονηρού) και της Ελ. Γκίκα.
Να είστε όλοι καλά κι ό,τι διαβάζετε και κάτι σας λέει, θα ‘θελα να το μάθω κι εγώ!

8/1/08

Η πνευματικότητά μας είναι πρωτίστως σωματική, η ηθική μας δεν έπαψε ποτέ να αφορά το σώμα

"ΠΑΡΑΒΟΛΗ" του Κωνσταντίνου Δ. Τζαμιώτη, Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 144, τιμή: 10.40 ευρώ.

«Το ανθρώπινο σώμα είναι μια αινιγματική κατασκευή κάποιου ευφυούς αρχιτέκτονα που γνωρίζει το αθέατο, που αγαπά το άγνωστο. Η εξωτερική του μορφή, λιτή, σχεδόν απλοική σ’ αφήνει ανυποψίαστο όχι τόσο γι’ αυτά που περιβάλλονται όσο γι’ αυτά που κρύβει μέσα του.
Εδώ στο απόλυτο κατοικούν οι δαίμονες και οι άγγελοι. Πιθανότατα εδώ κρύβεται και ο δημιουργός τους. Ένα σώμα κατέχει μυστικά που μοιάζουν τρομερά για όποιον θεωρεί το φως του ήλιου κάτι δεδομένο».
Έγραφε ο Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης στη «Συνάντηση» το 2002 και μετά από τρεις νουβέλες, και στην τέταρτη την «Παραβολή» τέσσερα χρόνια μετά, το ζητούμενο είναι και πάλι το σώμα: «Η πνευματικότητά μας είναι πρωτίστως σωματική, η ηθική μας δεν έπαψε ποτέ να αφορά το σώμα μας, να αποθεώνει ή να αποκρύπτει τις ανάγκες του, τις βασικές του λειτουργίες».
Το σώμα, το άλλο σώμα «ας μη γελιόμαστε, το σώμα μας χωρίς τα σώματα των υπολοίπων δεν αξίζει τίποτα, απολύτως τίποτα» και «η συνάντηση» βεβαίως. Στη πρώτη νουβέλα, στη «Συνάντηση» που δεν θα συμβεί ποτέ, στην «Παραβολή» μια σειρά από συναντήσεις που κινούνται ανάμεσα σε αλήθεια και ψεύδος, που είναι και δεν είναι συναντήσεις.
Στην «Παραβολή» η εμμονή στο σώμα και στο δικαίωμα στη ζωή, θα γίνει, τελικά, εφιάλτης. Εκείνο που πειραματιζόταν ο Α.Μπ.Κασάρες (προφητεύοντάς το σχεδόν) στην «Εφεύρεση του Μορέλ», στη νουβέλα του Τζαμιώτη είναι πλέον αναμφισβήτητο γεγονός.
Η εταιρεία υπάρχει, ο Χ.Α.Ρόντας (Χάροντας) «ειδικός παραλήπτης» και «ρυθμιστής» είναι ο κεντρικός ήρωας, ο πρωταγωνιστής, και τα ολογράμματα των εκλιπόντων πιο υπαρκτά, τι λέω, πιο «ζωντανά» κι απ’ αυτούς καθ’ εαυτούς τους ζωντανούς και παρόντες.
Στην ιστορία όλα αρχίζουν από ένα οικογενειακό δείπνο, εορταστικό. Το μενού λεπτομερές και εξαιρετικό, οι κινήσεις (όπως αρέσκεται ο Τζαμιώτης) κομψές και μετρημένες, μελετημένες. Το ότι σ’ αυτό το δείπνο κάτι δεν πάει καλά και τι ακριβώς δεν πήγε, ο αναγνώστης θα το αντιληφθεί στην επανάληψη. Το ότι δηλαδή ο πατέρας μιλάει, μιλάει, γελάει, γελάει, αφηγείται, εκεί όπου τριγύρω του γίνεται «το σώσε».
Στο δεύτερο κεφάλαιο παρακολουθούμε τον Χ.Α.Ρόντα «ειδικό παραλήπτη» και «ρυθμιστή», για το χατίρι της εύθραυστης κόρης να κλείνει με τον πατέρα τη συμφωνία. Να παραλαμβάνει τα απαραίτητα: προσωπικά αντικείμενα, γραπτά, ηχητικά, φωτογραφικά ντοκουμέντα, επειδή «ο κόσμος ανήκει πρωτίστως στη σφαίρα του πιθανού» και «επεκτείνεται πέρα από κάθε ανθρώπινη βεβαιότητα».
Εξάλλου ο Σαίξπηρ ήδη το έχει πει: «ζούμε ένα όνειρο μέσα σε όνειρο». Κι ο Μπόρχες, την επαναληπτικότητα και το ότι «ίσως και να ‘μαστε το όνειρο κάποιου άλλου», επίσης.
Κι αυτή την διπλή, τελικά, «πραγματικότητα» ο Τζαμιώτης γνωρίζει και την υφαίνει αριστουργηματικά. Με τρόπο λιτό, ακριβή, μετρημένο, καλοδουλεμένο, καλοκαρφωμένο. Όπως τα βήματα του Ιωσήφ Κρέιν στη «Συνάντηση» και οι μελετημένες κινήσεις του Χ.Α.Ρόντου στην «Παραβολή».
Τα ολογράμματα δεν θα τον προδώσουν ποτέ, από τον ατελή πραγματικό κόσμο θα προκύψουν οι εκπλήξεις: η μητέρα που πνίγεται κυριολεκτικά σε μια μπουκιά την ώρα που όλη η οικογένεια απολαμβάνει τον ολογραμματικό πατέρα, ο ίδιος ο Χ.Ρ.Ρόντας «ειδικός παραλήπτης» και «ρυθμιστής» που θα γίνει ολόγραμμα υπηρετώντας την δική του «ρυθμιστική» ιδέα. Και μέσα σε όλα αυτά: η οικογενειακή αποξένωση (ο καθένας που επιμένει να λέει τα δικά του), ο έρωτας (τόσο μοναχικός, η επαναλειπτικότητα του αυνανισμού με διαφορετικό ολόγραμμα κάθε φορά, αλλά ποια η διαφορά;), «τα ζωτικά ψεύδη», το πένθος, η μνήμη, το ακατανόητο και το δέος, το… σπλαχνικό, τελικά, του θανάτου. Το λάθος που έρχεται εκεί που δεν το περιμένει κανείς: από την ανθρώπινη ψυχή. Τα όρια του πραγματικού και του φανταστικού που είναι τόσο πολύ συγκεχυμένα. Το παρελθόν, σαν κινούμενη άμμος, που αλλάζει διαρκώς αναλόγως την δική μας οπτική θέση.
Και πάνω απ’ όλα, οι εσωτερικοί μονόλογοι, οι έντονα υπαινικτικοί διάλογοι των βασικών ηρώων κάθε φορά, σε όλα τα βιβλία, εν τέλει, του συγγραφέα: του Ιωσήφ Κρέιν με τη συνείδησή του στη «Συνάντηση», μονόλογος επιβίωσης κυριολεκτικά του ήρωα μέσα στη φυλακή στο «Βαθύ πηγάδι», του συγγραφέα και του ζωγράφου για την τέχνη και για την εμμονή στον «Βαθμό Δυσκολίας», του Χ.Α.Ρόντα (Χάροντα) με όλους: πελάτη – πατέρα, βοηθό, και τέλος με τη γυναίκα των ονείρων του (προτού γίνει ο ίδιος το… όνειρό της).
Το ανικανοποίητο και η αυτοικανοποίηση, εξάλλου, διαθέτουν τον ίδιο μεγάλο βαθμό μοναξιάς. Μοναδική ελπίδα διαφυγής «οι εχθρικοί άλλοι» («η κόλασή μου είναι οι άλλοι», δεν είπε ο Σαρτρ;) «Ας μη γελιόμαστε, το σώμα μας χωρίς τα σώματα των υπολοίπων δεν αξίζει τίποτα, απολύτως τίποτα», θα γράψει ο Τζαμιώτης. Καθώς, επίσης και ότι: «Η επικαρπία ενός ξένου σώματος θα είναι πάντοτε το πιο ακριβοθώρητο αγαθό του λειψού κατά τα φαινόμενα κόσμου. Αυτό είναι το μυστικό της ύπαρξής μας, το κυρίαρχο της ζωής, το πολυτιμότερο έπαθλο που μπορεί να διεκδικήσει κανείς, τελικά ή μόνη απτή απόδειξη των τεράστιων ατομικών δυνατοτήτων μας». «Σώματα, ανθρώπινα σώματα, για να ακριβολογώ τα σώματα των άλλων στην υπηρεσία των αναγκών μας».
Νουβέλα που κινείται ανάμεσα στο φιλοσοφικό δοκίμιο, το φανταστικό, διαθέτει ευφυέστατη σύλληψη και πρωτογενή ιδέα και έρχεται να αποδείξει και να αποκαλύψει το συγγραφικό σύμπαν του Κωνσταντίνου Δ. Τζαμιώτη στο οποίο αντικείμενα – σύμβολα και φίνες συγγραφικές εμμονές πηγαινοέρχονται και επικοινωνούν, όπως «η άνιση πάλη μεταξύ ενός ελέφαντα και μιας ινδικής τίγρης»: στη «Συνάντηση» την συναντάμε ως αναπαράσταση σε λαβή στο μπαστούνι του Ισαάκ Κρέιν και στην «Παραβολή» σε πεσσό. Ακριβώς σαν την άνιση πάλη με την «συνείδηση» («ακαταπόνητος αντίπαλος» γαρ) και με τον άλλον (που μπορεί ενίοτε να είναι και ο άλλος μας εαυτός).
Αλληγορία ζωής για ό,τι είμαστε και ενδεχομένως να μην το μάθουμε ποτέ, για όσα νομίζουμε ότι ζούμε ή δεν ζούμε. Διότι και η φαντασία και τα’ όνειρο, είναι μισή ζωή. Και ο Τζαμιώτης σίγουρα ενδιαφέρων και ιδιαίτερος συγγραφέας.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1970 και σήμερα ζει στην Αθήνα.
Σπούδασε κινηματογράφο.
Εργάστηκε στην τηλεόραση, στη διαφήμιση και στον κινηματογράφο.
Συνεργάστηκε ως αρθρογράφος με εφημερίδες και περιοδικά.
Τα τελευταία χρόνια διευθύνει την πολιτιστική έκδοση «highlights».
Προηγούμενα βιβλία του:
«Η συνάντηση» (Ινδικτος, 2002)
«Βαθύ πηγάδι» (Ίνδικτος, 2003)
«Ο βαθμός δυσκολίας» (Ίνδικτος, 2004).
Το πρώτο του θεατρικό έργο «Ουδέτερη ζώνη» απέσπασε το Γ’ Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου θεατρικού συγγραφέα.
«Η συνάντηση» κυκλοφορεί στα ιταλικά(Effigie, 2004).

ΥΓ1: Ο Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης θα έπρεπε κανονικά να είναι για μένα «ο συγγραφέας της χρονιάς» εάν δεν ήμουν τόσο βραδυφλεγής όσο όλοι μας. Το βιβλίο, δυστυχώς, είχε εκδοθεί το 2006 και επειδή πια έχει γίνει τόσο… προιόν, τα βιβλία της χρονιάς (κατά συνέπεια και οι συγγραφείς) για τους επαγγελματίες του είδους θα πρέπει να είναι φρέσκα, σαν τα γιαούρτια. Αλλά επειδή ακριβώς είναι πια προιόντα, υπόκεινται και στους νόμους της αγοράς: ό,τι ακούγεται διαβάζουμε, και κολλάμε απ’ όλες τις αναγνωστικές ιώσεις, κατά συνέπεια και γκρίνια!
Το τίμιο θα είναι να λέμε «τα βιβλία της δικής μου χρονιάς» διότι με όοολη αυτή τη φασαρία και τις άπειρες εκδόσεις, το πιο πιθανό είναι να μας έχει ξεφύγει το σημαντικό (ουδέποτε θορυβούσε).
Χρόνια τώρα, δυστυχώς εκ των υστέρων, ζητώ συγγνώμη από έλληνες συγγραφείς που μου ξέφυγαν όταν υπήρξαν πρωτοεμφανιζόμενοι. Και εννοώ μου ξέφυγαν με τα σωστά, και όχι αναφέρθηκα στη δουλειά τους με πέντε γραμμές. Διότι «το καινούργιο» και «το σημαντικό» δεν είναι αυτό που μας χαιδεύει ως αναγνώστες, αλλά εκείνο που μας αντιστέκεται και μας δυσκολεύει. Το «οικείο» αυτομάτως σημαίνει και το παλιό, το φθαρτό, ίσως να είμαι και μυστήριος αναγνώστης. Δεν θέλω να χάνω τον καιρό μου, ούτε να το περνάω «αβρόχοις ποσί» διαβάζοντας. Με ένα βιβλίο δεν θέλω να ξεχνιέμαι, ΔΕΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ και ξεχνώ όσα με έκαναν να ξεχαστώ. Είμαι απ’ εκείνους που λογοτεχνία πρωτίστως σημαίνει ύφος, ιστορίες έχουν αφηγηθεί τόσο πολλές, τόσο καλά, τόσο παλιά και επιτέλους όλα έχουνε ειπωθεί, εκείνο που πια μας απομένει είναι ο τρόπος. Ο τρόπος και πέντε χαρακτήρες που θα βασανιστούν απ’ εκείνα που η ανθρωπότης βασανιζόταν πάντα: γέννηση, έρωτας, προδοσία, ελπίδα, μάταιο, θάνατος. Το αίνιγμα που δεν έλυσε ποτέ κανείς αλλά το θέμα είναι και πώς το θέτει κάποιος.
Υπάρχουν, λοιπόν, μέσα στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία κάποιοι που κάνουν θαύματα επ’ αυτού, δεν θα τους αναφέρω… τσουβαληδόν αλλά θα τους ανακαλύψω μαζί σας (και όσους ήδη έχω βρει θα σας τους πω) συν το χρόνω. Το σίγουρο είναι ότι γίνονται θαύματα, αλλά τα θαύματα τα σκοτώνει η ευκολία μας. Διαβάζουμε πια με τρόπο… τηλεοπτικό (ό,τι φτάνει μασημένο στην πολυθρόνα μας). Κι όσοι υποτίθεται είμαστε υποχρεωμένοι να διαβάζουμε πιο προσεκτικά, μας πνίγει όλο αυτό που καταφθάνει στα γραφεία μας καθημερινά. Κατά συνέπεια μου διέφυγε (δικό μου το λάθος) και ο Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης. Θα έπρεπε να είναι συγγραφέας χρονιάς με τη «Συνάντηση» που κυκλοφόρησε από την «Ίνδικτο» το 2002.
Αλλά ποτέ δεν είναι αργά για συγγνώμη, ε? Εξάλλου ως βραδυφλεγές άλεφ μου έχει ξανασυμβεί με τον Σπύρο Καρυδάκη. Αλήθεια, εσείς ξέρετε τον Σπύρο Καρυδάκη? (Για τον κύριο Καρυδάκη, όμως, έχω ήδη επανορθώσει, ναι όχι επ’ εδώ).
Συγγνώμη, λοιπόν, σε όσους τ’ αξίζουν και χάθηκαν μέσα στη φασαρία και τα πακέτα. Αυτή η χρονιά, το υπόσχομαι, θα είναι αφιερωμένη σ’ αυτούς!
ΥΓ2: Στον Κωνσταντίνο Δ. Τζαμιώτη (στον οποίο θα επανέλθουμε διότι μαγεύτηκα τόσο που πέρασα με τα άπαντά του «μήνα Τζαμιώτη») έχουν αναφερθεί εξαιρετικά ο φίλος μου Librofilo και ο Δημήτρης Αθηνάκης (αλλά εξακολουθώ να είμαι άλεφ ανάπηρο τεχνολογικά και δεν μπορώ να βάλω παραπομπές).
ΥΓ3: Με φούρια επέστρεψα αλλά είμαι απ’ αυτούς και που γνωρίζω καλά τον τρόμο του άσπρου χαρτιού και υποστηρίζω πως έχουμε σπουδαία λογοτεχνία. Μαζί θα ανακαλύψουμε ό,τι μου ξέφυγε, ό,τι μας ξέφυγε, ναι? Και υποδείξεις δέχομαι! (τις επιζητώ και τις απολαμβάνω).

3/1/08

Ζακ Πρεβέρ for ever

«Άνεμοι και ύδατα» του Ζακ Πρεβέρ

Μετάφραση: Γιάννης Θηβαίος


Τίτλος πρωτοτύπου: La pluie et le beau temps
Editions Folio 1972


ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
(Λότο κριτική)

Τα έχουμε μπερδέψει όλα
αυτό είναι γεγονός
Επωφεληθήκαμε από την ημέρα της Πεντηκοστής για να κρεμάσουμε
Πασχαλινά αυγά του Αγίου Βαρθολομαίου στο Χριστουγεννιάτικο
δέντρο της δεκάτης τετάρτης Ιουλίου
Έκανε κακή εντύπωση αυτό
Πολύ κόκκινα ήταν τ’ αυγά
Το περιστέρι το ‘σκασε
Τα έχουμε μπερδέψει όλα
αυτό είναι γεγονός
Τις μέρες με τα χρόνια τις επιθυμίες με τις λύπες και το γάλα με το
καφέ
Στο μήνα της Παναγίας λένε τον πιο όμορφο μήνα βάλαμε την Παρασκευή
και δεκατρείς και την Κυριακή των Γαΐων την ημέρα του θανάτου του
Λουδοβίκου 16ου την τρομερή χρονιά την Ώρα του βοσκού και πέντε λεπτά στάση για φαΐ
Και προσθέσαμε χωρίς ρίμα ούτε αιτία χωρίς ερείπια ούτε σπίτια χωρίς
εργοστάσια και δίχως φυλακές την μεγάλη εβδομάδα με τις σαράντα ώρες και τις τέσσερις Πέμπτες
Κι ένα λεπτό φασαρία
παρακαλώ
Ένα λεπτό με κραυγές χαράς τραγούδια γέλια και κρότους κι ατέλειωτες
χειμωνιάτικες νύχτες για ύπνο κι άλλες ώρες ακόμη για να ονειρευτούμε πως είναι καλοκαίρι κι ατέλειωτες μέρες για να κάνουμε έρωτα και ποτάμια για να κάνουμε μπάνιο λιακάδες για να στεγνώσουμε
Έχουμε χάσει τον καιρό μας
αυτό είναι γεγονός
αλλά ήταν ένας τόσο κακός καιρός
Βάλαμε μπροστά το ρολόι
Σκίσαμε τα ξερά φύλλα του ημερολογίου
Αλλά δεν έχουμε χτυπήσει κουδούνια στις πόρτες
αυτό είναι γεγονός
Μόνο γλιστρήσαμε στις κουπαστές των σκαλοπατιών
Μιλήσαμε για κρεμαστούς κήπους
Ενώ εσείς ήδη βρισκόσαστε στα ιπτάμενα οχυρά
και σβήνετε απ’ το χάρτη μια πόλη ολόκληρη πιο γρήγορα απ’ όσο θέλει ο
μπαρμπεράκος για να ξυρίσει όλους τους άντρες του χωριού του
Ερείπια μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο
ο ίδιος ο βαφέας πεθαίνει
πως θέλετε να πενθήσουμε λοιπόν

Αύγουστος 1940, Ζυρανσόν.



ΛΑΟΙ ΕΥΤΥΧΕΙΣ
ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΠΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

(Γαστρονομία του χρόνου)

Κάποτε, ένας διάσημος άντρας, δεν είχε ούτε λεπτό στη διάθεσή του, μεγαλοπρεπής και γενναιόδωρος, ασχολείτο συνεχώς με την ιστορία, αλλά χωρίς να αναλογίζεται την ιστορική αδιαφορία των ανθρώπων της μετά-ιστορίας.
Αύριο κιόλας θα περπατήσουν στους δρόμους της ζωής, στους δρόμους της πόλης τους, που τυχαίνει καμιά φορά να είναι το Παρίσι.
Κάπου-κάπου, ένας αργοπορημένος διαβάτης σταματά και θλιμμένος ρωτά την ώρα έναν άλλο διαβάτη.
-Όταν μου ζητούν φωτιά, είναι σα να μου ζητούν κάτι λίγο απ’ τη φωτιά μου, όταν με ρωτούν την ώρα, είναι σα να παίρνουν κάτι λίγο από το χρόνο μου, απαντάει ο άλλος αναστενάζοντας.
Κατόπιν, ανταλλάσσοντας μια συνένοχη ματιά, αποφασίζουν να προσφέρουν αμοιβαίως λίγο από το χρόνο τους στην Ταβέρνα του Παλιού Καλού Καιρού. Και η ταμπέλα παρουσιάζει ένα γέρο κακό στο τιμόνι μιας προκατακλυσμιαίας θεριστικής μηχανής χρώματος αντίκας νεκροφόρας. Κι εκεί, σ’ ένα άδειο κατώι, κάθονται ανάμεσα στους λιγοστούς πελάτες: τους πότες των ωρών, στους φυγάδες των εκκρεμών, τους διακεκριμένους γευσιγνώστες των ηρωικών χρονομέτρων και των ιεραρχικών ημεροδεικτών.
Με την πάροδο του χρόνου, απήλαυσαν ένα κούκο Forêt-Noir του 1870, ένα αστρονομικό καντράν Γολγοθά του τριάντα τρία μετά Χριστόν, ένα εκκρεμές ξαναζεσταμένο-μίσος, ένα εκκρεμές Βατερλό δυσεύρετο, μια αμμόμετρο με φακές του Ησαύ, μια κλεψύδρα Ιεράς Εξέτασης σ’ ένα παλιό χωνί δερμάτινο, ή κι ένα στρογγυλό φεγγίτη Καρόλου ΙΧ Αγίου Βαρθολομαίου, ένα ξυπνητήρι Λουδοβίκου ΧVI Γκιγιοτέν 93, ένα ρολόι που μιλά Γουλιέλμος Τέλλος εγγυημένο μπελ επόκ έπος Ελβετικό.
Πρόσεξαν μη καταπιούν τους μοιραίους δείκτες, όπως φυλαγόμαστε μη καταπιούμε τα αγκάθια των ψαριών, το σπάγκο του ψητού ή τα κοκαλάκια του κοτόπουλου, γεύτηκαν το χρόνο τους στην ώρα του.
-Και ως επιδόρπιο, την τελευταία σας ώρα, φυσικά; ρωτά το γκαρσόνι ευγενικά.
Γνεύουν ναι με το κεφάλι και καταρρέουν πάνω στο τσιμέντο.
Έξω, σ’ έναν ωραίο κήπο σαν δάσος, παιδιά παίζουν δίπλα σ’ ένα χείμαρρο κι αυτός ο χείμαρρος κυλά στα ερείπια που τ’ όνομά τους κανένας δεν ρωτά.


ΞΑΣΤΕΡΙΑ

Είμαι στο μετρό, μισοκοιμάμαι και ξάφνου ξυπνώ από κάτι δυσάρεστο που μου γαργαλάει το σαγόνι, ξυπνώ και βλέπω όρθιο ένα ανθρωπάκι, με άσπρη μπλούζα, που μου βάζει ευθύς στο πρόσωπο βρεγμένο ένα σκουπάκι.
Α καλά, είμαι στον κουρέα, κοιμόμουνα, κι ησύχασα.

Ξανακοιμάμαι, ένας τρομερός πόνος, μου ξεριζώνουν με τρυπάνι ό,τι έχει μέσα το κεφάλι, ξυπνώ και βλέπω όρθιο ένα ανθρωπάκι, με άσπρη μπλούζα, με ένα μηχανικό τροχό στο χέρι.

Α καλά, είμαι στον οδοντογιατρό, κι ησύχασα. Και ο οδοντογιατρός με κοιμίζει γιατί φώναξα.

Είμαι ξανά στο μετρό, μισοκοιμάμαι, αποκοιμιέμαι. Μια γυναίκα που αγαπώ έρχεται δίπλα μου και κάθεται, δεν ξέρω ποια είναι, αλλά όπως όλες οι γυναίκες που αγαπώ είναι για μένα γυμνή κι ωραία.

Οι ταξιδιώτες μας κοιτούν λοξά και, σοκαρισμένοι, κατεβαίνουν διαμαρτυρόμενοι στην επόμενη στάση.

Η γυναίκα που αγαπώ με φιλά και το υπόλοιπο σβήνει.

Ξάφνου κάτι τρομερό αγγίζει τον ώμο μου. Η γυναίκα που αγαπώ εξαφανίζεται. Γυρίζω το κεφάλι, βλέπω στον ώμο μου ένα χέρι και μετά από αυτό το χέρι ένα μπράτσο και τέλος μπροστά μου, ένα ανθρωπάκι όρθιο, ντυμένο στα μπλε, με ένα τρυπητήρι στο χέρι και μου ζητά να τρυπήσει το εισιτήριο.

Τον σκοτώνω, δίχως να σκεφτώ. Πατούν το κουδούνι του συναγερμού, το μετρό σταματά, με τραβούν κι εγώ κοιμάμαι, κοιμάμαι, κοιμάμαι…
Είμαι στο μετρό, περιμένω αυτή τη γυναίκα που αγαπώ, έρχεται, χαμογελά, κάθεται δίπλα μου, με αγκαλιάζει, αλλά…

Κάποιος μ’ αγγίζει πάλι στον ώμο, είναι ανυπόφορο. Ξυπνώ.

΄Ένας άντρας ντυμένος φρουρός της δημοκρατίας μου κάνει σήμα, σμίγοντας τα φρύδια, πως «δεν είναι ώρα για ύπνο».

Α καλά, είμαι στο Δικαστήριο, στο Κακουργοδικείο, κι ησύχασα!

Ένα ανθρωπάκι στα κόκκινα με δείχνει με το δάχτυλο νευρικά και ικετεύει επτά ανθρωπάκια στα γκρίζα, ζητώντας τους το κεφάλι μου γιατί πρέπει να πληρώσω το χρέος μου στην Κοινωνία.

Στην Κοινωνία… η Κοινωνία… αποκοιμιέμαι, αποκοιμιέμαι, αποκοιμιέμαι.

Είμαι στο μετρό, περιμένω τη γυναίκα που αγαπώ.

Έρχεται, είναι πιο ωραία, και πιο νέα και πιο καλοφτιαγμένη παρά ποτέ, χαμογελά, είναι ευτυχισμένη, αντιλαμβάνεται τα πάντα, ξέρει τα πάντα, μ’ αγαπά όσο την αγαπώ, κι όπως κι εγώ, αγαπάει πολύ και τον εαυτό της.

Είμαστε φτιαγμένοι για να συμφωνούμε, είμαστε φτιαγμένοι για τον έρωτα.

Κι είναι τεράστια τύχη που είμαστε στην πρώτη θέση γιατί τα καθίσματα είναι πιο μαλακά και…

Αλλά να που πάλι τα ίδια, με χτυπούν ξανά στον ώμο.
Αλλά αυτή τη φορά, η γυναίκα που αγαπώ δεν εξαφανίζεται.
Γυρίζω και βλέπω ένα ανθρωπάκι στ’ άσπρα. Δεν είναι ο οδοντογιατρός, δεν είναι ο κουρέας, ούτε κι ο εισαγγελέας… είναι ο ελεγκτής. Φοράει άσπρα γιατί τα σάβανα είναι άσπρα και είναι σαβανωμένος γιατί είναι πεθαμένος γιατί εγώ τον σκότωσα. Αλλά συνεχίζει τον έλεγχο πέρα από τη ζωή, πέρα από το θάνατο, πέρα από την καλή ή κακή διάθεση γιατί αυτή είναι η δουλειά του. Με κοιτάζει τελείως αδιάφορος και δεν μου κρατά καμιά κακία που τον σκότωσα. Ω! ασφαλώς δεν χαμογελά και δεν φαίνεται χαρούμενος: είναι απλώς ευτυχισμένος, ζαλισμένος και μακάριος σαν τους αγίους στα βιτρώ και τα ημερολόγια.

Ευγενικά μας ζητά τα εισιτήρια.

Τότε η γυναίκα που αγαπώ εξαφανίζεται. Σίγουρα δεν έχει εισιτήριο κι εγώ έχω μόνο ένα της δεύτερης θέσης και καθόλου λεφτά για συμπληρωματικό.

Ο ελεγκτής σηκώνει το κεφάλι του λυπημένος, το τραίνο σταματά… κι εγώ πηγαίνω στη δεύτερη θέση.

Το τραίνο πάλι ξεκινά. Η γυναίκα που αγαπώ επιστρέφει και με φιλά.

Και είναι πολύ μεγάλη τύχη που βρισκόμαστε στη δεύτερη θέση γιατί γίνεται να κάνεις έρωτα με τη γυναίκα που αγαπάς και σ’ αγαπά, πάνω στα ξύλινα καθίσματα της δεύτερης θέσης, στο μετρό και μπροστά στους ταξιδιώτες, καλύτερα απ’ ότι σ’ ένα κρεβάτι στρωμένο με πολυτελή ατλάζια, ή απ’ τα παιδιά που το κάνουν στην εσοχή της εισόδου την ώρα που αδειάζουν το βράδυ τα σκουπίδια.

Οι ταξιδιώτες μας κοιτούν με το αδιάφορο βλέμμα των ανθρώπων που έχουν δει πολλά ή που έχουν ακούσει.

Ξάφνου η πόρτα ανοίγει και ο Ξεροκέφαλος, ο Εισαγγελέας, πάντα στα κόκκινα ντυμένος, με δείχνει ξανά με το δάχτυλό του και απαιτεί, μέσα στην όλο και μεγαλύτερη αδιαφορία των ταξιδιωτών, το κεφάλι μου.

Τότε σκάω στα γέλια και η γυναίκα που αγαπώ σκάει κι αυτή στα γέλια και την φιλώ και κάνουμε έρωτα.

Και ξάφνου με πιάνει μια ανησυχία και φοβάμαι «πως όλ’ αυτά δεν είναι τίποτ’ άλλο από ένα όνειρο».

Αλλά η γυναίκα που αγαπώ, καταλαβαίνοντας τη σκέψη μου με τσιμπάει μέχρι που ματώνω με απέραντη τρυφερότητα, αλλά εγώ φοβάμαι πάντα πως ονειρεύομαι.

Και μου ‘ρχετε η ιδέα πως είναι γιατί ονειρεύομαι πως κάνω πολύ καλύτερα έρωτα απ’ ότι συνήθως, στην πραγματικότητα.

Αλλά η γυναίκα που αγαπώ είναι τόσο ωραία αληθινά, τόσο ευτυχισμένη, τόσο νέα, που τολμώ, χαϊδεύοντάς την, να της πω, όπως λένε στην πραγματικότητα, «όλο το βάθος της σκέψης μου». Και αυτή μου απαντά κουνώντας σιγανά τ’ όμορφο κεφάλι της: «Όχι, τι ψάχνεις, τώρα!»

Αλλά με χτυπούν ξανά στον ώμο και πάλι αυτή χάνεται.

Αλλά αυτή τη φορά, γελώντας, μ’ ένα γέλιο τόσο πλούσιο, τόσο ωραίο και τόσο αισιόδοξο που δεν μπορώ κι εγώ να μη γελάσω, μ’ ένα γέλιο που σκάει σαν ήλιος, το ίδιο γέλιο που είχε όταν εξαφανίστηκε, βλέπω μπροστά μου να στέκονται γελοία τα μαυροφορεμένα ανθρωπάκια και δυο απ’ αυτά με τήβεννους να με ικετεύουν, με μάτια γεμάτα δάκρυα, να δείξω πολύ θάρρος γιατί η αίτηση χάριτος απορρίφθηκε.

Απερίγραπτο, δηλαδή δεν γίνεται να περιγραφεί με τίποτα.

Αποκοιμιέμαι, Όλ’ αυτά είναι τόσο μάταια, σ’ ένα χρόνο τόσο πεπερασμένο, τόσο περιορισμένο. Αποκοιμιέμαι, αποκοιμιέμαι…

Αποκοιμιέμαι κι έρχεται. Και με φιλάει πάλι.


Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΡΟΜΠΟΤ


Ένας άντρας γράφει στη γραφομηχανή ένα γράμμα ερωτικό και
η μηχανή απαντά στον άντρα και με το χέρι και στη
θέση της παραλήπτριας
Είναι τόσο τελειοποιημένη η μηχανή
η μηχανή που πλένει τα τσεκ και τα ερωτικά γράμματα
Και ο άντρας άνετα εγκατεστημένος στη μηχανή όπου μένει διαβάζει στη
διαβαζομηχανή του την απάντησή της γραφομηχανής του
Και στην ονειρομηχανή του με την αριθμομηχανή του αγοράζει μια
ερωτομηχανή
Και στη μηχανή για να πραγματοποιεί τα όνειρά του κάνει έρωτα στη
γραφομηχανή στην ερωτομηχανή
Και η μηχανή τον απατά με ένα μαραφέτι
ένα μαραφέτι να πεθαίνεις στα γέλια.


ΠΕΡΙΜΕΝΩ

Περιμένω τη γλυκιά χηρεία
το ευτυχισμένο πένθος περιμένω

Μου χαμήλωσε το λυχνάρι του Αλαντίν
ψεύτρα μ’ αποκάλεσε
και δεν είπα τίποτα

Περιμένω τη γλυκιά χηρεία
το ευτυχισμένο πένθος περιμένω

Στο μπορντέλο μπαίνοντας
έβγαλε τη βέρα
και διάλεξε
μια γυναίκα που μου ‘μοιαζε
Και μετά μ’ όλα τα ονόματά μου
τα μικρά τα παρατσούκλια
έντονα την έβρισε
και ξάφνου την μαστίγωσε
Μ’ εμένανε δεν τόλμαγε
Η σκύλα μου είσαι
τ’ όνομά σου είναι Πίστη
Και για μένα κάνε την ωραία
Να τι της έλεγε

Περιμένω τη γλυκιά χηρεία
το ευτυχισμένο πένθος περιμένω

Και μετά
ρίχτηκε πάνω μου
σαν στο χειρότερό του εχθρό
μ΄ αγκάλιασε
με χάιδεψε
και κλαίγοντας μου έλεγε πως ήμουνα
της ζωής του ο έρωτας

Περιμένω τη γλυκιά χηρεία
το ευτυχισμένο πένθος περιμένω

Ήδη ο εραστής μου
του φόνου πλένει το αίμα
στων ματιών μου τα νερά.

ΥΓ. Ο ανέκδοτος Πρεβέρ βρέθηκε στα χέρια μας κι έγινε ποστ χάρη στην γενναιοδωρία του θεατρικού μεταφραστή Γιάννη Θηβαίου ο οποίος εκτός από του ότι μεταφράζει και διαβάζει εξαιρετικά, μαγειρεύει εξίσου συγκλονιστικά, είναι σινεφίλ, μπαμπάς μιας υπέροχης Δανάης, σύντροφος μιας Μαργαρίτας που σκορπίζεται θυσία για όλους, ε και ναι είναι και φίλος μου. Στις πρόσφατες μεταφράσεις του: «Κορυντόν» του Αντρέ Ζυντ, «Η νύχτα των δολοφόνων» του Χοσέ Τριάνα, «Ράφτης κυριών» του Φεϊντό κ.α.

2/1/08

Κάθε Χρόνο Τέτοια Μέρα

Είναι το ενδέκατο κεφάλαιο μας ιστορίας που ξεθάφτηκε κυριολεκτικά στην άμμο. Το βασικό, μιας ζωής. Η μόνη ελπίδα – ρίχνοντάς το στον διαδικτυακό ωκεανό – να το διαβάσει κάποιος που δεν έχεις ελπίδα ποτέ να διαβάσει. Και πάλι δεν θα το διαβάσει, αλλά εσύ θυμάσαι στο μεταξύ, και πάλι αποχαιρετάς: Κάθε Χρόνο Τέτοια Μέρα
εκείνο που δεν χόρτασες,
δεν σεβάστηκες,
δεν μέτρησες καλά ή
μάλλον μπορεί να παραμέτρησες
και κάπου εκεί στην «έφερε ο χρόνος».
Το κεφάλαιο, ένα.
Τα επιμέρους, πέντε.
Το άθροισμα, ο μέγας απών. Και η Αλίκη που χάθηκε στα βιβλία.

α) Χαίρε παραμύθι μου

Τώρα είναι άτρωτος σαν τους Θεούς’ σκέφτεται. Κανένας δεν μπορεί να τον πληγώσει.
Η Νανά έχει γεμίσει την εκκλησία με άσπρα τριαντάφυλλα και γλαδιόλες’ και κόκκινες καρδιές: στον αγαπημένο μου σύζυγο, Νανά. Να ξέρουν ποια είναι η σύζυγος. Η Μόνα, ως συνήθως πρωτοτύπησε’ μιγκέ. Ο Στέργιος του κρατά μια κόκκινη τουλίπα. Η θεία του μοσχομύρισε τον τόπο ζουμπούλια και κρίνα’ τα ξερίζωσε τα φυτά. «Τι να τα κάνω;» Ο Easy Rider έγινε ο ίδιος λουλούδι, με ένα κόκκινο μπουφάν σκαρφαλωμένος στον πεύκο. Η Πέτρα έφερε όλες τις ντάλιες της αυλής. Άσπρες, κόκκινες, κίτρινες, μοβ, ροζ, φούξιες.
Ήρθε κι εκείνη. Με αγριολούλουδα. Την βλέπει η Μάνια, δεύτερη, άντε τρίτη φορά. Σε εκδηλώσεις στην Αθήνα οι άλλες δύο. Ξεχάστηκε να την κοιτά. Κρατά ακόμα στο χέρια τα δικά της ζουμπούλια. Τον βλέπει με τρόμο’ μια τον νεκρό και μια την αδελφή του. Άραγε και ο Easy Rider να την βλέπει για πρώτη φορά; Αλλά δεν γίνεται! Σε μια φτερούγα βιβλίου, σε εφημερίδα, σε εκπομπή, όλο και κάπου θα την πήρε το μάτι του. Φτυστή η μάνα τους η Ξένια. Κι εκείνη, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά. Στο πουθενά το βλέμμα. Ο Σέργιος επιμένει’ να μην τον ανοίξουν τον ξένο άνθρωπο. Αλλά η Νανά εκεί’ τι, δεν θα πω στον άνθρωπό μου τον ύστατο χαιρετισμό;
Ως και η θεία της Σαβίνας ήλθε. Μια κηδεία όλους τους συμφιλιώνει. Σπανίως κρατάμε αυτό το «ούτε με κερί». Στις κηδείες παίζουνε ρόλο άλλοι παράγοντες.
Έχουν έρθει οι πάντες. Όλοι φορώντας τα καλά: ασθενείς, συνάδελφοι, συγγενείς, παλιοί συμμαθητές, δυο υπουργοί και πέντε βουλευτές. Θα αρχίσουν τους επικήδειους, σκέφτεται η Μάνια, τώρα μάλιστα.
Εάν μπορούσε, θα σηκωνόταν για να φύγει. Τ’ απεχθανόταν αυτά. Και να, την ύστατη ώρα που τα υφίσταται. Εκεί που πάει, ξεμπέρδεψε- νόμισε- από μας. Μας πέταξε όλους σαν ξένο ρούχο. Δανεικές συζύγους, δανεικούς φίλους, χρεωμένους συγγενείς κι εχθρούς. Δικές του άντε μια, δυο, τρεις ερωμένες.
Για την Πέτρα είχε ακούσει, ήταν όμορφη γυναίκα κάποτε. Ρε, λες αυτή η τρελή να είναι η Ρόζ Λόλα; Και αυτό να ήταν το μυστικό της;
Κλαίει. Την βλέπει θυμωμένη να κλαίει. Κουμπωμένη και γκρίζα και αυστηρή όπως πάντα. Τα χαμένα της χρόνια θα κλαίει. Ευτυχώς που δεν την λαμβάνει υπ’ όψιν κανείς.
Αλλά της Μόνας δάκρυ δεν βγαίνει. Εκεί, αλύγιστη, ατσαλάκωτη μέσ’ στα μαύρα- εκρού μεταξωτά. Να τα ξανοίξει λίγο μην την περάσουν για την χήρα.
Ο Σέργιος ένα ψηλό μαύρο κλαράκι. Θα σπάσει όπου να ‘ναι.
Ο Νικηφόρος, ένα ματσάκι κόκαλα.
Τετελεσμένος χρόνος, όλα.
Εκείνη αμίλητη, βουρκωμένη, τόσο εύθραυστη, σκοτεινή. Πίσω από μια κολόνα. Πεσμένη σ’ ένα τοίχο. Με ένα κουτί χαρτομάντηλα στο χέρι. Και ένα κοτσιδάκι τα μαλλιά. Σαν την μαθήτρια εκείνη που κάποτε υπήρξε στην κηδεία της μάνας της. Τώρα κηδεύει για δεύτερη φορά την ίδια της τη ζωή. Πόσες φορές αντέχει κάποιος να πεθάνει;
Δεν ξέρει γιατί, αλλά η Μάνια την λυπάται. Είναι η μόνη την οποία απόψε πονά. Αυτήν κι ενδεχομένως και τον Σέργιο.
Η Νανά, στις δόξες της. Κλαμένη, στολισμένη, φωνακλού. «Αχ παλικάρι μου…» Πείτε της επιτέλους να σωπάσει.
Ο Easy Rider γυρίζει κρατώντας παραμάσχαλα τη μηχανή. Βλέπει’ εκείνος θα τον συνοδέψει όπως πρέπει. Κοιτάζει μια την αδελφή του, μια το νεκρό. Κι ένα στεφάνι με δέος’ αυτό δίπλα στης συζύγου. «Χαίρε παραμύθι μου», Σαβίνα.
Και κλαίει. Για όσα παραμύθια δεν του είπανε ποτέ. Για εκείνη την γυναίκα που δεν γυρίζει να τον δει’ να τον χαιρετήσει.

β) Η Ροζ Λόλα

Θα την κλείσει την υπόθεση, σκέφτεται. Φτάνει – και της το είπε- να μην τολμήσει ν’ ανοίξει το φέρετρο. Άκου «να αποχαιρετήσει τον άνθρωπό της»! Μα είναι ο άνθρωπός σου, σίγουρα, κυρία μου;
Πάντως αυτός, ο αστυνόμος Φώτης Χατζηφώτης δεν είναι πεπεισμένος για τίποτα. Το μόνο που πια επιτέλους σιγουρεύτηκε είναι πως όλες – και όλοι, δεν λέει- είναι για δέσιμο. Και πρώτα- πρώτα η κυρά δασκάλα η τρελή. Άκου, «εγώ τον σκότωσα» η Πέτρα και «αν δεν τον σκότωσα, θα τον σκότωνα!» Αμ το άλλο, αυτή η Ροζ Λόλα; Που χάλαγε τον κόσμο για την Λόλα- να φύγει η ροζ σελίδα – αυτό το ξέχασε;
Αυτή είναι η ροζ Λόλα, αυτή εκεί στο τέλος με το κόκκινο ταγιέρ και τα ξανθά μαλλιά, δεν τον γελάς τον αστυνόμο. Να θυμηθεί να την ρωτήσει. «Πώς απ’ τα μέρη μας; Καινούργια είστε;» Ξέρει αυτός.
Και η Νανά του η χαζή; Όλο τον σκότωσε ο λαθρέμπορος και μου τον έφαγε το μπουρίνι. Ποιος λαθρέμπορος, κυρά μου, και με τι λαθραία στην πόλη μας; Έχουμε εμείς τίποτα λαθραία; Μονάχα αμπέλια, έχουμε, λάχανα, μαρουλάκια και ελιές. Αμ το μπουρίνι μέσ’ στη λιακάδα; Δεν βγάζεις άκρη μ’ αυτήν. Να δεις που δεν θα μ’ αφήνει να κλείσω την υπόθεση, φοβάται.
Τον Σέργιο, εντάξει. Τον κατανοεί. Πατέρας του είναι, πώς να αποδεχτεί έτσι εύκολα τον θάνατο. Είναι άλλοι, έχει ακούσει, που συνεχίζουνε να ζουν μαζί με τους νεκρούς. Τους ταίζουν, τους ποτίζουν, τους μιλούν, κάνουνε σχέδια… Τώρα τι να λέει, μέχρι που τους βλέπουν. Εδώ λένε κάτι υστερικές πως βλέπουν τον πατέρα του, πόσα χρόνια μετά. Αμ το άλλο; Ότι ακούνε μωρά στην αυλή τους να κλαίνε; Εντάξει, δεν λέει, αυτό ήταν ένας βίαιος θάνατος. Δεν καίγεται κάθε μέρας ένας συνάνθρωπος. Μικρό παιδί ήτανε τότε και ποτέ δεν θα το ξεχάσει «Αυτοπυρπολήθηκε στο προαύλιο της οικίας του ο γυναικολόγος…» Χριστέ μου, εκείνος ένας ξένος και δεν μπόρεσε ποτέ να τον ξεχάσει. Αμ αυτά τα παιδιά;
Λες; Ξαφνικά τον τρυπά σαν βελόνα. Λες αυτή η μουσίτσα η Μάνια που αφήνει υπονοούμενα στην εφημερίδα της να μιλάει σωστά; Λες να την έκανε μόνος του ο μακαρίτης;
Μακαρίτης ο Άγγελος και του ‘ρχονται δάκρυα. Γιατί παλικάρι μου, τι σου έλειπε εσένα… Τολμά να σκεφτεί κι αμέσως στέλνει αίμα και ψυχή πίσω να το μαζέψει’ το «αυτοπυρπολήθηκε» όσο κι αν τότε ήταν παιδί δεν σβήνεται με όλες τις θάλασσες του κόσμου.
Τι; Αφαιρέθηκε! Να τρέξει, να μαζέψει εκείνον τον τρελό. Ο Easy Rider πάλι ετοιμάζεται για σούζες. Σήμερα μέρα που είναι. Αμ κι αυτό το κόκκινο μπουφάν; Κι εκείνη η παράταιρη φιλία; Ποτέ δεν κατάλαβε τι του έβρισκε ο Άγγελος και τον είχε όλο από δίπλα. Λες και δεν κουβαλούν όλο αυτό το παρελθόν. Λες και ο πατέρας του δεν του σκότωσε τη μάνα. Εντάξει στη γέννα ήταν, αλλά γυναικολόγος της ήταν, είχε ευθύνη ότι και να πεις. Αν και τα κακά στόματα λένε πολλά και δεν τα σταματάει ο χρόνος. Μέχρι ότι- ο Θεός να με συγχωρήσει, σκέφτεται- πως ο τρελο- Σωτήρης ήτανε δικό του παιδί. Και πήγε για να σκοτώσει το παιδί και την πλήρωσε η μάνα.
«Κακό χωριό τα λίγα σπίτια» συλλογίζεται.
Να τρέξει, να προλάβει τις κόντρες.
Μπα, μπα, ποια είναι αυτή εκεί με τα αγριολούλουδα η μελαγχολική; Παναγιά μου, αναφωνεί δυνατά, γύρισε η κόρη!
«Κυρία μου, είστε καινούργια απ’ τα μέρη μας;» Ρωτάει, βγαίνοντας, την ξανθιά με το κόκκινο ταγιέρ. «Όπως το δει κανείς» απαντά. «Φώτης Χατζηφώτης» και της απλώνει το χέρι. «Λόλα Λαμπίρη», τον χαιρετά ευγενικά. Ίσα που τον αγγίζει.

γ) ΥΓΡΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ: Η ζωή είναι μια φάρσα απ’ την οποία δεν ξεφεύγει κανείς.

«Το μπαστούνι, μια αρμαθιά κλειδιά, κάτι κέρματα,
η απαλή κλειδαριά, κάτι τελευταίες
σημειώσεις που δεν θα ξαναδιαβαστούν
τις λίγες μέρες που μου απομένουν, η τράπουλα,
η σκακιέρα, ένα βιβλίο και κάπου στα φύλλα του
η ξεραμένη βιολέτα- ενθύμιο κάποιας βραδιάς
αλησμόνητης ασφαλώς αλλά ήδη ξεχασμένης-
στη δύση ο κόκκινος καθρέφτης πυρπολώντας
ένα δειλινό της φαντασίας. Τόσα και τόσα πράγματα,
ομπρέλες, πίπες, άτλαντες, φλιτζάνια, μπιχλιμπίδια
που δουλεύουν για χάρη μας σαν αμίλητοι σκλάβοι,
τυφλοί, και απολύτως βουβά!
Θα επιζήσουν περ’ από τη λήθη μας’
δίχως να ξέρουν καν πως έχουμε υπάρξει»
Έτσι μιλούσαμε πάντα’ με άλλων κείμενα, που πονάνε λιγότερο. Γι’ αυτό είμαι πια σίγουρος’ Σαβίνα, θα καταλάβεις. «Τώρα μας φαίνονται όλα πως ήταν εύκολα/ στο αμετάκλητο, εύπλαστο χθες».
«Όλ’ αυτά θα μπορούσαν να μην έχουν γίνει. Και σχεδόν δεν υπάρχουν. Τα φανταζόμαστε σε κάποιο αποτρόπαιο και πετρωμένο χθες. Άλλος χρόνος δεν υπάρχει από το τώρα, τούτη την κορύφωση εκείνου που θα ‘ναι, κι εκείνου που ήταν».
Αλλά, όμως, για μας, όπως θυμάσαι διαρκώς είναι χτες κι όσο κι αν τα βήματα τείνουν στο μέλλον, πάντα πίσω σε κείνα τα χρόνια βαδίζουν.
Κι ήξερα! Σαβίνα ήξερα από την πρώτη στιγμή. Αλλά προτίμησα να σου τα πω ή να μην στα πω, τελικά, μέσα από τα κείμενα. Ό,τι κι αν έκανα, μάταιο. Ο νους μου είχε σταματήσει πίσω στο χρόνο, σε μια στιγμή που ούτε καν είδα. Ήταν όλα φωτιά κι η φωτιά που με καίει δεν σβηνόταν με τίποτα. Αλλά και τώρα που κάθομαι και σου γράφω, δεν ξέρω και αν θα κατορθώσω να την σβήσω, τελικά. Αν θα μπορέσω ποτέ να την σβήσω.
Γιατί φαντάζεσαι αυτό ακριβώς που ζούμε να είναι πρόγευση για μια άλλη ζωή; Και στην άλλη ζωή να συνεχίζουμε ό,τι εδώ αφήνουμε μισοτελειωμένο; Καταδικασμένος εγώ να καίγομαι και να καίγομαι εις το διηνεκές; Και αν προσπαθώ να σβηστώ, να δροσιστώ απ’ τη φλόγα μου χαμένος στη θάλασσα της αιωνιότητας;
Αχ Σαβίνα «μια εποχή στην κόλασή» μου. Για μια ζωή. Αλλά απ’ ό,τι φαίνεται, ποτέ δεν αρκεί το αρκετό.
«Όσο για την κατεστημένη ευτυχία, οικογενειακή ή μη… όχι, ευχαριστώ! Είμαι τελείως διαλυμένος, τελείως αδύναμος. Η εργασία είναι πηγή ζωής, παλιά αλήθεια: εμένα η ζωή μου είναι ανάλαφρη, ίπταται και πλέει μακριά, πέρα από τη δράση, αυτό το τόσο προσφιλές σημείο αναφοράς του κόσμου.
Μου λείπει το κουράγιο να δοθώ του θανάτου, και γίνομαι γεροντοκόρη!
Αχ, ας μου χάριζε ο Θεός την ουράνια, τη νοερή γαλήνη, την προσευχή – όπως στους πρώτους αγίους.- Οι άγιοι! Κραταιοί! Οι αναχωρητές, καλλιτέχνες- που αχρείαστοι πια!
Φάρσα δίχως τέλος! Θα βάλω τα κλάματα με την αφέλειά μου. Η ζωή είναι μια φάρσα απ’ την οποία δεν ξεφεύγει κανείς».

Μα, εγώ, όμως, Σαβίνα θα ξεφύγω. Και ο μόνος τρόπος για να μην μείνουν ανεπίδοτες αυτές οι επιστολές είναι να βρω εγώ τελικά το κουράγιο να δοθώ, για να σωθώ. Δεν μπορώ πια να καίγομαι άλλο μέσα σ’ αυτή τη φάρσα.
Ο παλαιοβιβλιοπώλης σου Frank Doel κουράστηκε, μάτια μου, δεν μπορεί να τον κρατήσει η συνωμοσία των γαλάζιων και κρεμ μεταξωτών χαρτιών, οι χρυσές τίντες πια δεν με στηρίζουν διόλου. Θα με συναντάς πάντα, όμως, εσύ σε ό,τι αγαπήσαμε.

ΤΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ: Η μυστική κοινότητα των αναγνωστών
Γράφει η Σαβίνα Στεργίου
Εκείνη, αμερικανοεβραία μποέμ, με «σκοροφαγωμένα πουλόβερ» και σαραβαλισμένα έπιπλα. Επιβιώνει στο χείλος της φτώχιας διαβάζοντας και διορθώνοντας άρθρα για εγκυκλοπαίδειες, ιστορικά παιδικά βιβλία και σενάρια για την τηλεόραση, στη Νέα Υόρκη, μεταπολεμικά.
Αυτός, παλαιοβιβλιοπώλης, υπεύθυνος πωλήσεων στο Marks & Co Παλαιοβιβλιοπώλείο, στην 84, Charing Cross Road στο Λονδίνο.
Μια αγγελία στο περιοδικό «Saturday Review of Literature» θα σταθεί η αφορμή να γνωριστούν. Η αιτία, το πάθος και των δυο για τα βιβλία.
Στις 5 Οκτωβρίου 1949 θα στείλει η αμερικανίδα συγγραφέας Helene Hanff την πρώτη επιστολή: «Είμαι μια φτωχή συγγραφέας που αγαπά τα παλιά βιβλία, όμως είναι αδύνατον να βρω όλα όσα χρειάζομαι στα εδώ βιβλιοπωλεία»…
Είκοσι μέρες αργότερα, ο Frank Doel της απαντά.
Είκοσι χρόνια θα κρατήσει αυτή η αλληλογραφία.
Με σελίδες γεμάτες από «την Αγγλία της αγγλικής λογοτεχνίας», με βιβλία γεμάτα Robert Louis Stevenson, Ben Jonson, John Donne, George Bernard Shw, Lewrence Sterne, William Blake… με «βαριές κρεμ σελίδες», «αυθεντικό γαλάζιο πάνινο δέσιμο του 1905, με μια χειρόγραφη αφιέρωση με μελάνι στο ψευδότιτλο», «λαμπερό δέρμα με τα χρυσά γράμματα και ομοιόμορφα τυπογραφικά στοιχεία», βιβλία με άρωμα, ιστορία και αφή. Με σελίδες που ανοίγουν συνέχεια «στα καλύτερα σημεία, καθώς το φάντασμα του προηγούμενου ιδιοκτήτη» επισημαίνει πράγματα που αξίζει κανείς να διαβάσει… Με σελίδες γεμάτες φιλία κι εκτίμηση, κοινή αισθητική, αξίες, και μια περίεργη μορφή συνενοχής.»Θα σκορπίσω αχνά σημάδια με μολύβι σ’ όλο το βιβλίο, υπογραμμίζοντας τα καλύτερα κομμάτια για κάποιον βιβλιόφιλο που δεν έχει ακόμα γεννηθεί».
Είκοσι χρόνια «με ζαμπόν σε αντάλλαγμα των «ωραίων βιβλίων», αβγά σε σκόνη έναντι Stevenson’ κονσέρβες έναντι Samuel Pepys’ κι ακόμα ανεμελιά αντί τυπικότητας, εκκεντρική αφέλεια αντί ντροπαλοσύνης και αποστασιοποιημένου χιούμορ» (γράφει στο επίμετρο η Κατερίνα Σχινά).
Ο επίλογος θα γραφτεί από άλλον: «Αγαπητή κυρία, με μεγάλη μου λύπη πρέπει να σας πληροφορήσω…» Η Helene Hanff με τον Frank Doel δεν θα συναντηθούν ποτέ. Η συγγραφέας θα φτάσει επιτέλους στην «Αγγλία της αγγλικής λογοτεχνίας» όταν η αλληλογραφία τους θα εκδοθεί. «84 Charing Cross Road».
Και θα την κάνει διάσημη παγκοσμίως, όχι μονάχα στο Λονδίνο. «Ένα από εκείνα τα cult βιβλία που δανειζόμαστε από τους φίλους μας και τα δανείζουμε σε άλλους με τη σειρά μας’ ένα βιβλίο, που μας μεταμορφώνει τους αναγνώστες του σε μέλη της ίδιας μυστικής κοινότητας» (Newsweek).
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις» και στα ελληνικά.

δ) Μονάχα ένας άνθρωπος γεννήθηκε και πέθανε σ’ ολόκληρη τη γη

Ξύπνησε άσχημα. Από ένα όνειρο όπου ο Άγγελος είχε μπει στην χοάνη του χρόνου και χανότανε. Όνειρο πολύ επιστημονικής φαντασίας. Και δε είχε συνηθίσει η Σαβίνα σ’ αυτά. Μια ασημένια ομίχλη σκέπαζε τα πάντα. Κι ο Άγγελος λέει είχε μπει στον γυάλινο θάλαμο, οικειοθελώς. «Εμείς δεν θα χαθούμε ποτέ. Έτσι θα στριφογυρίζουμε πάντα. Ο ένας γύρω στον άλλον. Ήλιοι κι οι δυο που τρελάθηκαν και θέλουν για ήλιο τον άλλον. Δεν την αντέχουν πια τη βασιλική μοναξιά». Δεν θέλω να είμαι αυτάρκης, σκεπτόταν, και ξύπναγε. Την έχει κουράσει πια η τόση πολύ μοναξιά της. Ήξερε πως ήτανε όνειρο κι όμως τον φώναζε. Ήδη αισθανότανε σωματικά την απουσία. Ήταν σε όνειρο μέσα σε όνειρο κι όμως φοβότανε.

Έτσι όταν το μεσημέρι έφερε αυτό το γράμμα ο ταχυδρόμος, η Σαβίνα ένοιωθε σα να ήξερε. Γνώριζε ήδη το σώμα. Απ’ εκείνα που μόνο το σώμα μπορεί να γνωρίζει. Πονούσαν τα σπλάχνα της. Αισθανόταν ερεθισμένα τα στήθη και την κοιλιά.
Δεν χρειάστηκε καν να τ’ ανοίξει. Από τον φάκελο, η γνωστή καφέ πένα. Μονάχα ο παραλήπτης. Αποστολέας, Κανένας. Σα να ‘στελνε η ίδια, γράμμα στον εαυτό της. Σοφή πρόβα τζενεράλε για δεύτερη φορά. Αυτό δεν λέει ο Φρόυντ πως είναι το όνειρο;
«Εσύ
Μονάχα ένας άνθρωπος γεννήθηκε, μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε σ’ ολόκληρη τη γη
Υποστηρίζοντας το αντίθετο, κάνεις απλώς στατιστική, μια ανέφικτη προέκταση.
Ανέφικτη, σα να εξισώνεις τη μυρουδιά της βροχής με το χτεσινοβραδυνό σου όνειρο.
Ο άνθρωπος αυτός είναι ο Οδυσσέας, ο Άβελ, ο Κάιν, ο πρώτος άνθρωπος που ταξινόμησε τους αστερισμούς, ο άνθρωπος που ύψωσε την πρώτη πυραμίδα, αυτός που έγραψε τα εξάστιχα του βιβλίου των Αλλαγών, ο σιδεράς που χάραξε τα ρουνικά στο σπαθί του Χένγκιστ, ο τοξότης Έιναρ Ταμπάρσκελβερ, ο Λούις δε Λεόν, ο βιβλιοπώλης που γέννησε τον Σάμιουελ Τζόνσον, ο κηπουρός του Βολτέρου, ο Δαρβίνος στην πλώρη του Beagle, ένας εβραίος στο θάλαμο αερίων και, με τον καιρό, εσύ κι εγώ.
Μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε στην Τροία, στον Μέταυρο, στο Άστινγκς, στο Αούστερλιτς, στο Τραφάλγκορ, στο Γκέτισμπεργκ.
Μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε στα νοσοκομεία, στα καράβια, σ’ αβάσταχτη ερημιά ή στην κρεβατοκάμαρα της συνήθειας και της αγάπης.
Μονάχα ένας άνθρωπος κοίταξε την απέραντη αυγή.
Μονάχα ένας άνθρωπος ένιωσε στον ουρανίσκο του τη δροσεράδα του νερού, τη γεύση των καρπών και της σάρκας.
Μιλάω για τον ένα, τον μοναδικό, αυτόν τον πάντα μόνο».
Ένα γράμμα ξερό. Με ένα ποίημα μόνο. Δίχως επεξήγηση.
Μονάχα,
Άγγελος, για την αντιγραφή.

Όταν της τηλεφώνησε η Ελπινίκη, η Σαβίνα ήδη ήξερε πως δεν ήταν για καλό. Ο Άγγελος είχε μπει πια για πάντα, στον γνώριμο Υγρό Χρόνο του. Για να μην επιστρέψει ποτέ. Θα ήταν αυτή τώρα που θα τον ακολουθούσε. Με όποιον τρόπο: γράφοντας ή βαδίζοντας κι αυτή στο νερό.
Το μεσημέρι της μεγάλης φυγής η Σαβίνα επέστρεψε. Στην πόλη τους που μια ζωή αυτό επιδίωξε’ να ξεχάσει.
Ημέρα με φως, αυτή τη φορά. Για να ‘ναι εκεί, να τον δει ότι θα μείνει εκεί και για πάντα. Να καταλάβει κι αυτή επιτέλους ότι ουσιαστικά της δεν έφυγε ποτέ, με τα σωστά. Για να ‘ναι εκεί να ακούσει την κραυγή της Ελπινίκης και του κόσμου. Για να ‘ναι εκεί να τον βλέπει να γίνεται τριαντάφυλλο κατακόκκινο και να φλέγεται. Το μωρό της Ρόζμαρι, όπως συνήθιζε να τον λέει. Εκείνο, το ξανθό σατανικό παιδί.

ε) Στον Υγρό Χρόνο του

Όταν την φώναξε ο αστυνόμος, ούτε μπορούσε να ελπίσει σ’ αυτό που θα συμβεί’ ο Άγγελος κρατούσε ημερολόγιο! Τι λέει ημερολόγιο, τα άπαντα, τετράδια, τη δομή! Στρατσόδετα, πανόδετα, με κρεμ σελίδες και πάντα με καφέ μικρά γράμματα. Αυτά τα δικά του, που χρίζουν αποκωδικοποίησης, παράδοξα ιερογλυφικά.
«Αποφάσισα να την κλείσω την υπόθεση» της δήλωσε ο Φώτης Χατζηφώτης. «Και ειδικά μετά απ’ τα χθεσινά. Αρκετοί οι νεκροί που θρηνήσαμε ως τα τώρα. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς. Πάρ’ το! Μπορεί να έχει αξία. Δεν βγάζω τα γράμματά του, καλά- καλά. Πάρε και στέγνωσε τις σελίδες. Κράτα ό,τι, θέλεις, δώσ’ το στον αδελφό του, στο γιο του»…

Το ότι της απευθύνεται το διαπίστωσε κάπως αργά. Ως τότε το διάβαζε σαν κείμενο που αφορούσε την ίδια. Μια ζωή, εξάλλου, την αφορούσε. Και ιδιαιτέρως, το ένοιωθε, μετά από τα χθεσινά.
Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, ήταν η μόνη που είχε αποχαιρετήσει. Η μόνη που ήδη γνώριζε πως παίχτηκε αυτή η κερδισμένη; χαμένη; παρτίδα. Μπορούσε πια να αντικρίζει ολόκληρο το παζλ. Μονάχα αυτή.
Το σημάδι στον ώμο του Easy Rider ήταν το πρώτο που πρόσεξε όταν τον μεταφέρανε στο νοσοκομείο. Εκείνη την ακαθόριστη τσακισμένη πεταλούδα- σκορπιό που τόσο πολύ είχε λατρέψει και είχε φιλήσει. Στον ώμο του Άγγελου.
Αλλά δεν τον πρόλαβαν. Για τον Σωτήρη ήταν ήδη αργά. Δεν ξέρει αν υπάρχει σχέση των ζωντανών με τους πεθαμένους αλλά η αδελφή του είναι η πρώτη φορά που τον κρατάει αγκαλιά. Κοιτάζει κι αυτή την τσακισμένη πεταλούδα και κλαίει. Κανείς μας δεν σκέφτηκε να την αναζητήσει στον ώμο εκείνου. Και τώρα που η Μάνια το σκέφτηκε,
είναι αργά.

«Τι είναι η μακροζωία;
Είναι ο τρόμος να είσαι μέσα σ’ ένα ανθρώπινο σώμα που οι δυνάμεις του το εγκαταλείπουν, είναι μια αυπνία που μετριέται με δεκαετίες κι όχι ατσάλινους δείκτες, είναι ένα βάρος από θάλασσες και πυραμίδες, από βιβλιοθήκες πανάρχαιες και δυναστείες, από τις χαραυγές που είδε ο Αδάμ, είναι να ξέρω πως είμαι καταδικασμένος σ’ αυτή τη σάρκα μου, στην απαίσια φωνή μου, στο όνομά μου, στην ρουτίνα των αναμνήσεων, στα ισπανικά, που ξέρω να τα χειριστώ, στη νοσταλγία των λατινικών, που δεν τα ξέρω, το να θέλω να βυθιστώ στο θάνατο και να μην το μπορώ, να ζω και να συνεχίζω να υπάρχω».
Είναι ήδη αργά. Όλοι κοιμούνται. Η Μάνια στριφογυρίζει στο κρεβάτι, στο άδειο σπίτι. Και νιώθει σαν τις κατσαρίδες. Καταδικασμένη να ζει.
Θυμάται εκείνη τη γυναίκα με το κόκκινο ταγιέρ μέσα στην εκκλησία. Κανένας δεν μπορεί να λύσει το αίνιγμα του άλλου, τελικά. Είχε δανείσει, λέει, το όνομα στη Ροζ Λόλα. Μπορεί έτσι και να είναι η ζωή. Και στην καρδιά μιας Πέτρας να κρύβεται πάντοτε μια ροζ Λόλα. Ποτέ δεν ξέρει κανείς εντός του ο ρυθμός του κόσμου το πότε θα μεταβληθεί. Οι αλλαγές είναι πάντοτε ανεπαίσθητες. Αόρατες δια γυμνού οφθαλμού. Κι ενώ προετοιμάζονται χρόνια, αρκεί μια τόση δα στιγμή, κι αλλάζει πυκνότητα το υλικό. Ποτάμι που γίνεται σύννεφο, θάλασσα που γίνεται χιόνι. Ζωή που προσπαθεί να ζωντανέψει σε άσπρο χαρτί.
Το πήρε απόφαση. Τις «Υγρές σελίδες» δεν θα τις δώσει. Θα τις κρατήσει για να την συντροφεύουν τις παγωμένες άδειες νύχτες του χειμώνα, εκείνα το ιερογλυφικά. Μέσα απ’ αυτές, θα διεισδύσει στον υγρό πια χρόνο του. Δεν θα μετράει τα χρόνια. Θα προσπαθήσει να τα βάλει όλα αυτά σε μια σειρά. Θαρρεί ότι μπορεί να ρίξει φως σ’ όλο αυτό το κουβάρι. Η Μάνια είναι σχεδόν σίγουρη. Στον «υγρό χρόνο» του,
θα είναι καλά.

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2006
Μαραθώνας

ΥΓ1. «Εμείς δεν θα χαθούμε ποτέ. Έτσι θα στριφογυρίζουμε πάντα. Ο ένας γύρω στον άλλον. Ήλιοι κι οι δυο που τρελάθηκαν και θέλουν για ήλιο τον άλλον. Δεν την αντέχουν πια τη βασιλική μοναξιά». Δεν θέλω να είμαι αυτάρκης, σκεπτόταν».

ΥΓ2: «Ποτέ δεν ξέρεις μ’ αυτούς που αγαπάς: αμελείς να τους κοιτάξεις μια στιγμή, και την επόμενη στιγμή έχουν χαθεί ή έχουν σκοτεινιάσει. Ακόμα και τα δέντρα – εξάλλου- το σκάνε πού και πού, έχουν άστατες διαθέσεις».

ΥΓ3: Και αυτή η «υγρή μέρα» είχε κρατήσει πέντε μέρες.
Θα κρατά, στο εξής, Κάθε Χρόνο Πέντε Μέρες.