2/1/08

Κάθε Χρόνο Τέτοια Μέρα

Είναι το ενδέκατο κεφάλαιο μας ιστορίας που ξεθάφτηκε κυριολεκτικά στην άμμο. Το βασικό, μιας ζωής. Η μόνη ελπίδα – ρίχνοντάς το στον διαδικτυακό ωκεανό – να το διαβάσει κάποιος που δεν έχεις ελπίδα ποτέ να διαβάσει. Και πάλι δεν θα το διαβάσει, αλλά εσύ θυμάσαι στο μεταξύ, και πάλι αποχαιρετάς: Κάθε Χρόνο Τέτοια Μέρα
εκείνο που δεν χόρτασες,
δεν σεβάστηκες,
δεν μέτρησες καλά ή
μάλλον μπορεί να παραμέτρησες
και κάπου εκεί στην «έφερε ο χρόνος».
Το κεφάλαιο, ένα.
Τα επιμέρους, πέντε.
Το άθροισμα, ο μέγας απών. Και η Αλίκη που χάθηκε στα βιβλία.

α) Χαίρε παραμύθι μου

Τώρα είναι άτρωτος σαν τους Θεούς’ σκέφτεται. Κανένας δεν μπορεί να τον πληγώσει.
Η Νανά έχει γεμίσει την εκκλησία με άσπρα τριαντάφυλλα και γλαδιόλες’ και κόκκινες καρδιές: στον αγαπημένο μου σύζυγο, Νανά. Να ξέρουν ποια είναι η σύζυγος. Η Μόνα, ως συνήθως πρωτοτύπησε’ μιγκέ. Ο Στέργιος του κρατά μια κόκκινη τουλίπα. Η θεία του μοσχομύρισε τον τόπο ζουμπούλια και κρίνα’ τα ξερίζωσε τα φυτά. «Τι να τα κάνω;» Ο Easy Rider έγινε ο ίδιος λουλούδι, με ένα κόκκινο μπουφάν σκαρφαλωμένος στον πεύκο. Η Πέτρα έφερε όλες τις ντάλιες της αυλής. Άσπρες, κόκκινες, κίτρινες, μοβ, ροζ, φούξιες.
Ήρθε κι εκείνη. Με αγριολούλουδα. Την βλέπει η Μάνια, δεύτερη, άντε τρίτη φορά. Σε εκδηλώσεις στην Αθήνα οι άλλες δύο. Ξεχάστηκε να την κοιτά. Κρατά ακόμα στο χέρια τα δικά της ζουμπούλια. Τον βλέπει με τρόμο’ μια τον νεκρό και μια την αδελφή του. Άραγε και ο Easy Rider να την βλέπει για πρώτη φορά; Αλλά δεν γίνεται! Σε μια φτερούγα βιβλίου, σε εφημερίδα, σε εκπομπή, όλο και κάπου θα την πήρε το μάτι του. Φτυστή η μάνα τους η Ξένια. Κι εκείνη, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά. Στο πουθενά το βλέμμα. Ο Σέργιος επιμένει’ να μην τον ανοίξουν τον ξένο άνθρωπο. Αλλά η Νανά εκεί’ τι, δεν θα πω στον άνθρωπό μου τον ύστατο χαιρετισμό;
Ως και η θεία της Σαβίνας ήλθε. Μια κηδεία όλους τους συμφιλιώνει. Σπανίως κρατάμε αυτό το «ούτε με κερί». Στις κηδείες παίζουνε ρόλο άλλοι παράγοντες.
Έχουν έρθει οι πάντες. Όλοι φορώντας τα καλά: ασθενείς, συνάδελφοι, συγγενείς, παλιοί συμμαθητές, δυο υπουργοί και πέντε βουλευτές. Θα αρχίσουν τους επικήδειους, σκέφτεται η Μάνια, τώρα μάλιστα.
Εάν μπορούσε, θα σηκωνόταν για να φύγει. Τ’ απεχθανόταν αυτά. Και να, την ύστατη ώρα που τα υφίσταται. Εκεί που πάει, ξεμπέρδεψε- νόμισε- από μας. Μας πέταξε όλους σαν ξένο ρούχο. Δανεικές συζύγους, δανεικούς φίλους, χρεωμένους συγγενείς κι εχθρούς. Δικές του άντε μια, δυο, τρεις ερωμένες.
Για την Πέτρα είχε ακούσει, ήταν όμορφη γυναίκα κάποτε. Ρε, λες αυτή η τρελή να είναι η Ρόζ Λόλα; Και αυτό να ήταν το μυστικό της;
Κλαίει. Την βλέπει θυμωμένη να κλαίει. Κουμπωμένη και γκρίζα και αυστηρή όπως πάντα. Τα χαμένα της χρόνια θα κλαίει. Ευτυχώς που δεν την λαμβάνει υπ’ όψιν κανείς.
Αλλά της Μόνας δάκρυ δεν βγαίνει. Εκεί, αλύγιστη, ατσαλάκωτη μέσ’ στα μαύρα- εκρού μεταξωτά. Να τα ξανοίξει λίγο μην την περάσουν για την χήρα.
Ο Σέργιος ένα ψηλό μαύρο κλαράκι. Θα σπάσει όπου να ‘ναι.
Ο Νικηφόρος, ένα ματσάκι κόκαλα.
Τετελεσμένος χρόνος, όλα.
Εκείνη αμίλητη, βουρκωμένη, τόσο εύθραυστη, σκοτεινή. Πίσω από μια κολόνα. Πεσμένη σ’ ένα τοίχο. Με ένα κουτί χαρτομάντηλα στο χέρι. Και ένα κοτσιδάκι τα μαλλιά. Σαν την μαθήτρια εκείνη που κάποτε υπήρξε στην κηδεία της μάνας της. Τώρα κηδεύει για δεύτερη φορά την ίδια της τη ζωή. Πόσες φορές αντέχει κάποιος να πεθάνει;
Δεν ξέρει γιατί, αλλά η Μάνια την λυπάται. Είναι η μόνη την οποία απόψε πονά. Αυτήν κι ενδεχομένως και τον Σέργιο.
Η Νανά, στις δόξες της. Κλαμένη, στολισμένη, φωνακλού. «Αχ παλικάρι μου…» Πείτε της επιτέλους να σωπάσει.
Ο Easy Rider γυρίζει κρατώντας παραμάσχαλα τη μηχανή. Βλέπει’ εκείνος θα τον συνοδέψει όπως πρέπει. Κοιτάζει μια την αδελφή του, μια το νεκρό. Κι ένα στεφάνι με δέος’ αυτό δίπλα στης συζύγου. «Χαίρε παραμύθι μου», Σαβίνα.
Και κλαίει. Για όσα παραμύθια δεν του είπανε ποτέ. Για εκείνη την γυναίκα που δεν γυρίζει να τον δει’ να τον χαιρετήσει.

β) Η Ροζ Λόλα

Θα την κλείσει την υπόθεση, σκέφτεται. Φτάνει – και της το είπε- να μην τολμήσει ν’ ανοίξει το φέρετρο. Άκου «να αποχαιρετήσει τον άνθρωπό της»! Μα είναι ο άνθρωπός σου, σίγουρα, κυρία μου;
Πάντως αυτός, ο αστυνόμος Φώτης Χατζηφώτης δεν είναι πεπεισμένος για τίποτα. Το μόνο που πια επιτέλους σιγουρεύτηκε είναι πως όλες – και όλοι, δεν λέει- είναι για δέσιμο. Και πρώτα- πρώτα η κυρά δασκάλα η τρελή. Άκου, «εγώ τον σκότωσα» η Πέτρα και «αν δεν τον σκότωσα, θα τον σκότωνα!» Αμ το άλλο, αυτή η Ροζ Λόλα; Που χάλαγε τον κόσμο για την Λόλα- να φύγει η ροζ σελίδα – αυτό το ξέχασε;
Αυτή είναι η ροζ Λόλα, αυτή εκεί στο τέλος με το κόκκινο ταγιέρ και τα ξανθά μαλλιά, δεν τον γελάς τον αστυνόμο. Να θυμηθεί να την ρωτήσει. «Πώς απ’ τα μέρη μας; Καινούργια είστε;» Ξέρει αυτός.
Και η Νανά του η χαζή; Όλο τον σκότωσε ο λαθρέμπορος και μου τον έφαγε το μπουρίνι. Ποιος λαθρέμπορος, κυρά μου, και με τι λαθραία στην πόλη μας; Έχουμε εμείς τίποτα λαθραία; Μονάχα αμπέλια, έχουμε, λάχανα, μαρουλάκια και ελιές. Αμ το μπουρίνι μέσ’ στη λιακάδα; Δεν βγάζεις άκρη μ’ αυτήν. Να δεις που δεν θα μ’ αφήνει να κλείσω την υπόθεση, φοβάται.
Τον Σέργιο, εντάξει. Τον κατανοεί. Πατέρας του είναι, πώς να αποδεχτεί έτσι εύκολα τον θάνατο. Είναι άλλοι, έχει ακούσει, που συνεχίζουνε να ζουν μαζί με τους νεκρούς. Τους ταίζουν, τους ποτίζουν, τους μιλούν, κάνουνε σχέδια… Τώρα τι να λέει, μέχρι που τους βλέπουν. Εδώ λένε κάτι υστερικές πως βλέπουν τον πατέρα του, πόσα χρόνια μετά. Αμ το άλλο; Ότι ακούνε μωρά στην αυλή τους να κλαίνε; Εντάξει, δεν λέει, αυτό ήταν ένας βίαιος θάνατος. Δεν καίγεται κάθε μέρας ένας συνάνθρωπος. Μικρό παιδί ήτανε τότε και ποτέ δεν θα το ξεχάσει «Αυτοπυρπολήθηκε στο προαύλιο της οικίας του ο γυναικολόγος…» Χριστέ μου, εκείνος ένας ξένος και δεν μπόρεσε ποτέ να τον ξεχάσει. Αμ αυτά τα παιδιά;
Λες; Ξαφνικά τον τρυπά σαν βελόνα. Λες αυτή η μουσίτσα η Μάνια που αφήνει υπονοούμενα στην εφημερίδα της να μιλάει σωστά; Λες να την έκανε μόνος του ο μακαρίτης;
Μακαρίτης ο Άγγελος και του ‘ρχονται δάκρυα. Γιατί παλικάρι μου, τι σου έλειπε εσένα… Τολμά να σκεφτεί κι αμέσως στέλνει αίμα και ψυχή πίσω να το μαζέψει’ το «αυτοπυρπολήθηκε» όσο κι αν τότε ήταν παιδί δεν σβήνεται με όλες τις θάλασσες του κόσμου.
Τι; Αφαιρέθηκε! Να τρέξει, να μαζέψει εκείνον τον τρελό. Ο Easy Rider πάλι ετοιμάζεται για σούζες. Σήμερα μέρα που είναι. Αμ κι αυτό το κόκκινο μπουφάν; Κι εκείνη η παράταιρη φιλία; Ποτέ δεν κατάλαβε τι του έβρισκε ο Άγγελος και τον είχε όλο από δίπλα. Λες και δεν κουβαλούν όλο αυτό το παρελθόν. Λες και ο πατέρας του δεν του σκότωσε τη μάνα. Εντάξει στη γέννα ήταν, αλλά γυναικολόγος της ήταν, είχε ευθύνη ότι και να πεις. Αν και τα κακά στόματα λένε πολλά και δεν τα σταματάει ο χρόνος. Μέχρι ότι- ο Θεός να με συγχωρήσει, σκέφτεται- πως ο τρελο- Σωτήρης ήτανε δικό του παιδί. Και πήγε για να σκοτώσει το παιδί και την πλήρωσε η μάνα.
«Κακό χωριό τα λίγα σπίτια» συλλογίζεται.
Να τρέξει, να προλάβει τις κόντρες.
Μπα, μπα, ποια είναι αυτή εκεί με τα αγριολούλουδα η μελαγχολική; Παναγιά μου, αναφωνεί δυνατά, γύρισε η κόρη!
«Κυρία μου, είστε καινούργια απ’ τα μέρη μας;» Ρωτάει, βγαίνοντας, την ξανθιά με το κόκκινο ταγιέρ. «Όπως το δει κανείς» απαντά. «Φώτης Χατζηφώτης» και της απλώνει το χέρι. «Λόλα Λαμπίρη», τον χαιρετά ευγενικά. Ίσα που τον αγγίζει.

γ) ΥΓΡΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ: Η ζωή είναι μια φάρσα απ’ την οποία δεν ξεφεύγει κανείς.

«Το μπαστούνι, μια αρμαθιά κλειδιά, κάτι κέρματα,
η απαλή κλειδαριά, κάτι τελευταίες
σημειώσεις που δεν θα ξαναδιαβαστούν
τις λίγες μέρες που μου απομένουν, η τράπουλα,
η σκακιέρα, ένα βιβλίο και κάπου στα φύλλα του
η ξεραμένη βιολέτα- ενθύμιο κάποιας βραδιάς
αλησμόνητης ασφαλώς αλλά ήδη ξεχασμένης-
στη δύση ο κόκκινος καθρέφτης πυρπολώντας
ένα δειλινό της φαντασίας. Τόσα και τόσα πράγματα,
ομπρέλες, πίπες, άτλαντες, φλιτζάνια, μπιχλιμπίδια
που δουλεύουν για χάρη μας σαν αμίλητοι σκλάβοι,
τυφλοί, και απολύτως βουβά!
Θα επιζήσουν περ’ από τη λήθη μας’
δίχως να ξέρουν καν πως έχουμε υπάρξει»
Έτσι μιλούσαμε πάντα’ με άλλων κείμενα, που πονάνε λιγότερο. Γι’ αυτό είμαι πια σίγουρος’ Σαβίνα, θα καταλάβεις. «Τώρα μας φαίνονται όλα πως ήταν εύκολα/ στο αμετάκλητο, εύπλαστο χθες».
«Όλ’ αυτά θα μπορούσαν να μην έχουν γίνει. Και σχεδόν δεν υπάρχουν. Τα φανταζόμαστε σε κάποιο αποτρόπαιο και πετρωμένο χθες. Άλλος χρόνος δεν υπάρχει από το τώρα, τούτη την κορύφωση εκείνου που θα ‘ναι, κι εκείνου που ήταν».
Αλλά, όμως, για μας, όπως θυμάσαι διαρκώς είναι χτες κι όσο κι αν τα βήματα τείνουν στο μέλλον, πάντα πίσω σε κείνα τα χρόνια βαδίζουν.
Κι ήξερα! Σαβίνα ήξερα από την πρώτη στιγμή. Αλλά προτίμησα να σου τα πω ή να μην στα πω, τελικά, μέσα από τα κείμενα. Ό,τι κι αν έκανα, μάταιο. Ο νους μου είχε σταματήσει πίσω στο χρόνο, σε μια στιγμή που ούτε καν είδα. Ήταν όλα φωτιά κι η φωτιά που με καίει δεν σβηνόταν με τίποτα. Αλλά και τώρα που κάθομαι και σου γράφω, δεν ξέρω και αν θα κατορθώσω να την σβήσω, τελικά. Αν θα μπορέσω ποτέ να την σβήσω.
Γιατί φαντάζεσαι αυτό ακριβώς που ζούμε να είναι πρόγευση για μια άλλη ζωή; Και στην άλλη ζωή να συνεχίζουμε ό,τι εδώ αφήνουμε μισοτελειωμένο; Καταδικασμένος εγώ να καίγομαι και να καίγομαι εις το διηνεκές; Και αν προσπαθώ να σβηστώ, να δροσιστώ απ’ τη φλόγα μου χαμένος στη θάλασσα της αιωνιότητας;
Αχ Σαβίνα «μια εποχή στην κόλασή» μου. Για μια ζωή. Αλλά απ’ ό,τι φαίνεται, ποτέ δεν αρκεί το αρκετό.
«Όσο για την κατεστημένη ευτυχία, οικογενειακή ή μη… όχι, ευχαριστώ! Είμαι τελείως διαλυμένος, τελείως αδύναμος. Η εργασία είναι πηγή ζωής, παλιά αλήθεια: εμένα η ζωή μου είναι ανάλαφρη, ίπταται και πλέει μακριά, πέρα από τη δράση, αυτό το τόσο προσφιλές σημείο αναφοράς του κόσμου.
Μου λείπει το κουράγιο να δοθώ του θανάτου, και γίνομαι γεροντοκόρη!
Αχ, ας μου χάριζε ο Θεός την ουράνια, τη νοερή γαλήνη, την προσευχή – όπως στους πρώτους αγίους.- Οι άγιοι! Κραταιοί! Οι αναχωρητές, καλλιτέχνες- που αχρείαστοι πια!
Φάρσα δίχως τέλος! Θα βάλω τα κλάματα με την αφέλειά μου. Η ζωή είναι μια φάρσα απ’ την οποία δεν ξεφεύγει κανείς».

Μα, εγώ, όμως, Σαβίνα θα ξεφύγω. Και ο μόνος τρόπος για να μην μείνουν ανεπίδοτες αυτές οι επιστολές είναι να βρω εγώ τελικά το κουράγιο να δοθώ, για να σωθώ. Δεν μπορώ πια να καίγομαι άλλο μέσα σ’ αυτή τη φάρσα.
Ο παλαιοβιβλιοπώλης σου Frank Doel κουράστηκε, μάτια μου, δεν μπορεί να τον κρατήσει η συνωμοσία των γαλάζιων και κρεμ μεταξωτών χαρτιών, οι χρυσές τίντες πια δεν με στηρίζουν διόλου. Θα με συναντάς πάντα, όμως, εσύ σε ό,τι αγαπήσαμε.

ΤΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ: Η μυστική κοινότητα των αναγνωστών
Γράφει η Σαβίνα Στεργίου
Εκείνη, αμερικανοεβραία μποέμ, με «σκοροφαγωμένα πουλόβερ» και σαραβαλισμένα έπιπλα. Επιβιώνει στο χείλος της φτώχιας διαβάζοντας και διορθώνοντας άρθρα για εγκυκλοπαίδειες, ιστορικά παιδικά βιβλία και σενάρια για την τηλεόραση, στη Νέα Υόρκη, μεταπολεμικά.
Αυτός, παλαιοβιβλιοπώλης, υπεύθυνος πωλήσεων στο Marks & Co Παλαιοβιβλιοπώλείο, στην 84, Charing Cross Road στο Λονδίνο.
Μια αγγελία στο περιοδικό «Saturday Review of Literature» θα σταθεί η αφορμή να γνωριστούν. Η αιτία, το πάθος και των δυο για τα βιβλία.
Στις 5 Οκτωβρίου 1949 θα στείλει η αμερικανίδα συγγραφέας Helene Hanff την πρώτη επιστολή: «Είμαι μια φτωχή συγγραφέας που αγαπά τα παλιά βιβλία, όμως είναι αδύνατον να βρω όλα όσα χρειάζομαι στα εδώ βιβλιοπωλεία»…
Είκοσι μέρες αργότερα, ο Frank Doel της απαντά.
Είκοσι χρόνια θα κρατήσει αυτή η αλληλογραφία.
Με σελίδες γεμάτες από «την Αγγλία της αγγλικής λογοτεχνίας», με βιβλία γεμάτα Robert Louis Stevenson, Ben Jonson, John Donne, George Bernard Shw, Lewrence Sterne, William Blake… με «βαριές κρεμ σελίδες», «αυθεντικό γαλάζιο πάνινο δέσιμο του 1905, με μια χειρόγραφη αφιέρωση με μελάνι στο ψευδότιτλο», «λαμπερό δέρμα με τα χρυσά γράμματα και ομοιόμορφα τυπογραφικά στοιχεία», βιβλία με άρωμα, ιστορία και αφή. Με σελίδες που ανοίγουν συνέχεια «στα καλύτερα σημεία, καθώς το φάντασμα του προηγούμενου ιδιοκτήτη» επισημαίνει πράγματα που αξίζει κανείς να διαβάσει… Με σελίδες γεμάτες φιλία κι εκτίμηση, κοινή αισθητική, αξίες, και μια περίεργη μορφή συνενοχής.»Θα σκορπίσω αχνά σημάδια με μολύβι σ’ όλο το βιβλίο, υπογραμμίζοντας τα καλύτερα κομμάτια για κάποιον βιβλιόφιλο που δεν έχει ακόμα γεννηθεί».
Είκοσι χρόνια «με ζαμπόν σε αντάλλαγμα των «ωραίων βιβλίων», αβγά σε σκόνη έναντι Stevenson’ κονσέρβες έναντι Samuel Pepys’ κι ακόμα ανεμελιά αντί τυπικότητας, εκκεντρική αφέλεια αντί ντροπαλοσύνης και αποστασιοποιημένου χιούμορ» (γράφει στο επίμετρο η Κατερίνα Σχινά).
Ο επίλογος θα γραφτεί από άλλον: «Αγαπητή κυρία, με μεγάλη μου λύπη πρέπει να σας πληροφορήσω…» Η Helene Hanff με τον Frank Doel δεν θα συναντηθούν ποτέ. Η συγγραφέας θα φτάσει επιτέλους στην «Αγγλία της αγγλικής λογοτεχνίας» όταν η αλληλογραφία τους θα εκδοθεί. «84 Charing Cross Road».
Και θα την κάνει διάσημη παγκοσμίως, όχι μονάχα στο Λονδίνο. «Ένα από εκείνα τα cult βιβλία που δανειζόμαστε από τους φίλους μας και τα δανείζουμε σε άλλους με τη σειρά μας’ ένα βιβλίο, που μας μεταμορφώνει τους αναγνώστες του σε μέλη της ίδιας μυστικής κοινότητας» (Newsweek).
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις» και στα ελληνικά.

δ) Μονάχα ένας άνθρωπος γεννήθηκε και πέθανε σ’ ολόκληρη τη γη

Ξύπνησε άσχημα. Από ένα όνειρο όπου ο Άγγελος είχε μπει στην χοάνη του χρόνου και χανότανε. Όνειρο πολύ επιστημονικής φαντασίας. Και δε είχε συνηθίσει η Σαβίνα σ’ αυτά. Μια ασημένια ομίχλη σκέπαζε τα πάντα. Κι ο Άγγελος λέει είχε μπει στον γυάλινο θάλαμο, οικειοθελώς. «Εμείς δεν θα χαθούμε ποτέ. Έτσι θα στριφογυρίζουμε πάντα. Ο ένας γύρω στον άλλον. Ήλιοι κι οι δυο που τρελάθηκαν και θέλουν για ήλιο τον άλλον. Δεν την αντέχουν πια τη βασιλική μοναξιά». Δεν θέλω να είμαι αυτάρκης, σκεπτόταν, και ξύπναγε. Την έχει κουράσει πια η τόση πολύ μοναξιά της. Ήξερε πως ήτανε όνειρο κι όμως τον φώναζε. Ήδη αισθανότανε σωματικά την απουσία. Ήταν σε όνειρο μέσα σε όνειρο κι όμως φοβότανε.

Έτσι όταν το μεσημέρι έφερε αυτό το γράμμα ο ταχυδρόμος, η Σαβίνα ένοιωθε σα να ήξερε. Γνώριζε ήδη το σώμα. Απ’ εκείνα που μόνο το σώμα μπορεί να γνωρίζει. Πονούσαν τα σπλάχνα της. Αισθανόταν ερεθισμένα τα στήθη και την κοιλιά.
Δεν χρειάστηκε καν να τ’ ανοίξει. Από τον φάκελο, η γνωστή καφέ πένα. Μονάχα ο παραλήπτης. Αποστολέας, Κανένας. Σα να ‘στελνε η ίδια, γράμμα στον εαυτό της. Σοφή πρόβα τζενεράλε για δεύτερη φορά. Αυτό δεν λέει ο Φρόυντ πως είναι το όνειρο;
«Εσύ
Μονάχα ένας άνθρωπος γεννήθηκε, μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε σ’ ολόκληρη τη γη
Υποστηρίζοντας το αντίθετο, κάνεις απλώς στατιστική, μια ανέφικτη προέκταση.
Ανέφικτη, σα να εξισώνεις τη μυρουδιά της βροχής με το χτεσινοβραδυνό σου όνειρο.
Ο άνθρωπος αυτός είναι ο Οδυσσέας, ο Άβελ, ο Κάιν, ο πρώτος άνθρωπος που ταξινόμησε τους αστερισμούς, ο άνθρωπος που ύψωσε την πρώτη πυραμίδα, αυτός που έγραψε τα εξάστιχα του βιβλίου των Αλλαγών, ο σιδεράς που χάραξε τα ρουνικά στο σπαθί του Χένγκιστ, ο τοξότης Έιναρ Ταμπάρσκελβερ, ο Λούις δε Λεόν, ο βιβλιοπώλης που γέννησε τον Σάμιουελ Τζόνσον, ο κηπουρός του Βολτέρου, ο Δαρβίνος στην πλώρη του Beagle, ένας εβραίος στο θάλαμο αερίων και, με τον καιρό, εσύ κι εγώ.
Μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε στην Τροία, στον Μέταυρο, στο Άστινγκς, στο Αούστερλιτς, στο Τραφάλγκορ, στο Γκέτισμπεργκ.
Μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε στα νοσοκομεία, στα καράβια, σ’ αβάσταχτη ερημιά ή στην κρεβατοκάμαρα της συνήθειας και της αγάπης.
Μονάχα ένας άνθρωπος κοίταξε την απέραντη αυγή.
Μονάχα ένας άνθρωπος ένιωσε στον ουρανίσκο του τη δροσεράδα του νερού, τη γεύση των καρπών και της σάρκας.
Μιλάω για τον ένα, τον μοναδικό, αυτόν τον πάντα μόνο».
Ένα γράμμα ξερό. Με ένα ποίημα μόνο. Δίχως επεξήγηση.
Μονάχα,
Άγγελος, για την αντιγραφή.

Όταν της τηλεφώνησε η Ελπινίκη, η Σαβίνα ήδη ήξερε πως δεν ήταν για καλό. Ο Άγγελος είχε μπει πια για πάντα, στον γνώριμο Υγρό Χρόνο του. Για να μην επιστρέψει ποτέ. Θα ήταν αυτή τώρα που θα τον ακολουθούσε. Με όποιον τρόπο: γράφοντας ή βαδίζοντας κι αυτή στο νερό.
Το μεσημέρι της μεγάλης φυγής η Σαβίνα επέστρεψε. Στην πόλη τους που μια ζωή αυτό επιδίωξε’ να ξεχάσει.
Ημέρα με φως, αυτή τη φορά. Για να ‘ναι εκεί, να τον δει ότι θα μείνει εκεί και για πάντα. Να καταλάβει κι αυτή επιτέλους ότι ουσιαστικά της δεν έφυγε ποτέ, με τα σωστά. Για να ‘ναι εκεί να ακούσει την κραυγή της Ελπινίκης και του κόσμου. Για να ‘ναι εκεί να τον βλέπει να γίνεται τριαντάφυλλο κατακόκκινο και να φλέγεται. Το μωρό της Ρόζμαρι, όπως συνήθιζε να τον λέει. Εκείνο, το ξανθό σατανικό παιδί.

ε) Στον Υγρό Χρόνο του

Όταν την φώναξε ο αστυνόμος, ούτε μπορούσε να ελπίσει σ’ αυτό που θα συμβεί’ ο Άγγελος κρατούσε ημερολόγιο! Τι λέει ημερολόγιο, τα άπαντα, τετράδια, τη δομή! Στρατσόδετα, πανόδετα, με κρεμ σελίδες και πάντα με καφέ μικρά γράμματα. Αυτά τα δικά του, που χρίζουν αποκωδικοποίησης, παράδοξα ιερογλυφικά.
«Αποφάσισα να την κλείσω την υπόθεση» της δήλωσε ο Φώτης Χατζηφώτης. «Και ειδικά μετά απ’ τα χθεσινά. Αρκετοί οι νεκροί που θρηνήσαμε ως τα τώρα. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς. Πάρ’ το! Μπορεί να έχει αξία. Δεν βγάζω τα γράμματά του, καλά- καλά. Πάρε και στέγνωσε τις σελίδες. Κράτα ό,τι, θέλεις, δώσ’ το στον αδελφό του, στο γιο του»…

Το ότι της απευθύνεται το διαπίστωσε κάπως αργά. Ως τότε το διάβαζε σαν κείμενο που αφορούσε την ίδια. Μια ζωή, εξάλλου, την αφορούσε. Και ιδιαιτέρως, το ένοιωθε, μετά από τα χθεσινά.
Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, ήταν η μόνη που είχε αποχαιρετήσει. Η μόνη που ήδη γνώριζε πως παίχτηκε αυτή η κερδισμένη; χαμένη; παρτίδα. Μπορούσε πια να αντικρίζει ολόκληρο το παζλ. Μονάχα αυτή.
Το σημάδι στον ώμο του Easy Rider ήταν το πρώτο που πρόσεξε όταν τον μεταφέρανε στο νοσοκομείο. Εκείνη την ακαθόριστη τσακισμένη πεταλούδα- σκορπιό που τόσο πολύ είχε λατρέψει και είχε φιλήσει. Στον ώμο του Άγγελου.
Αλλά δεν τον πρόλαβαν. Για τον Σωτήρη ήταν ήδη αργά. Δεν ξέρει αν υπάρχει σχέση των ζωντανών με τους πεθαμένους αλλά η αδελφή του είναι η πρώτη φορά που τον κρατάει αγκαλιά. Κοιτάζει κι αυτή την τσακισμένη πεταλούδα και κλαίει. Κανείς μας δεν σκέφτηκε να την αναζητήσει στον ώμο εκείνου. Και τώρα που η Μάνια το σκέφτηκε,
είναι αργά.

«Τι είναι η μακροζωία;
Είναι ο τρόμος να είσαι μέσα σ’ ένα ανθρώπινο σώμα που οι δυνάμεις του το εγκαταλείπουν, είναι μια αυπνία που μετριέται με δεκαετίες κι όχι ατσάλινους δείκτες, είναι ένα βάρος από θάλασσες και πυραμίδες, από βιβλιοθήκες πανάρχαιες και δυναστείες, από τις χαραυγές που είδε ο Αδάμ, είναι να ξέρω πως είμαι καταδικασμένος σ’ αυτή τη σάρκα μου, στην απαίσια φωνή μου, στο όνομά μου, στην ρουτίνα των αναμνήσεων, στα ισπανικά, που ξέρω να τα χειριστώ, στη νοσταλγία των λατινικών, που δεν τα ξέρω, το να θέλω να βυθιστώ στο θάνατο και να μην το μπορώ, να ζω και να συνεχίζω να υπάρχω».
Είναι ήδη αργά. Όλοι κοιμούνται. Η Μάνια στριφογυρίζει στο κρεβάτι, στο άδειο σπίτι. Και νιώθει σαν τις κατσαρίδες. Καταδικασμένη να ζει.
Θυμάται εκείνη τη γυναίκα με το κόκκινο ταγιέρ μέσα στην εκκλησία. Κανένας δεν μπορεί να λύσει το αίνιγμα του άλλου, τελικά. Είχε δανείσει, λέει, το όνομα στη Ροζ Λόλα. Μπορεί έτσι και να είναι η ζωή. Και στην καρδιά μιας Πέτρας να κρύβεται πάντοτε μια ροζ Λόλα. Ποτέ δεν ξέρει κανείς εντός του ο ρυθμός του κόσμου το πότε θα μεταβληθεί. Οι αλλαγές είναι πάντοτε ανεπαίσθητες. Αόρατες δια γυμνού οφθαλμού. Κι ενώ προετοιμάζονται χρόνια, αρκεί μια τόση δα στιγμή, κι αλλάζει πυκνότητα το υλικό. Ποτάμι που γίνεται σύννεφο, θάλασσα που γίνεται χιόνι. Ζωή που προσπαθεί να ζωντανέψει σε άσπρο χαρτί.
Το πήρε απόφαση. Τις «Υγρές σελίδες» δεν θα τις δώσει. Θα τις κρατήσει για να την συντροφεύουν τις παγωμένες άδειες νύχτες του χειμώνα, εκείνα το ιερογλυφικά. Μέσα απ’ αυτές, θα διεισδύσει στον υγρό πια χρόνο του. Δεν θα μετράει τα χρόνια. Θα προσπαθήσει να τα βάλει όλα αυτά σε μια σειρά. Θαρρεί ότι μπορεί να ρίξει φως σ’ όλο αυτό το κουβάρι. Η Μάνια είναι σχεδόν σίγουρη. Στον «υγρό χρόνο» του,
θα είναι καλά.

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2006
Μαραθώνας

ΥΓ1. «Εμείς δεν θα χαθούμε ποτέ. Έτσι θα στριφογυρίζουμε πάντα. Ο ένας γύρω στον άλλον. Ήλιοι κι οι δυο που τρελάθηκαν και θέλουν για ήλιο τον άλλον. Δεν την αντέχουν πια τη βασιλική μοναξιά». Δεν θέλω να είμαι αυτάρκης, σκεπτόταν».

ΥΓ2: «Ποτέ δεν ξέρεις μ’ αυτούς που αγαπάς: αμελείς να τους κοιτάξεις μια στιγμή, και την επόμενη στιγμή έχουν χαθεί ή έχουν σκοτεινιάσει. Ακόμα και τα δέντρα – εξάλλου- το σκάνε πού και πού, έχουν άστατες διαθέσεις».

ΥΓ3: Και αυτή η «υγρή μέρα» είχε κρατήσει πέντε μέρες.
Θα κρατά, στο εξής, Κάθε Χρόνο Πέντε Μέρες.