«Άνεμοι και ύδατα» του Ζακ Πρεβέρ
Μετάφραση: Γιάννης Θηβαίος
Τίτλος πρωτοτύπου: La pluie et le beau temps
Editions Folio 1972
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
(Λότο κριτική)
Τα έχουμε μπερδέψει όλα
αυτό είναι γεγονός
Επωφεληθήκαμε από την ημέρα της Πεντηκοστής για να κρεμάσουμε
Πασχαλινά αυγά του Αγίου Βαρθολομαίου στο Χριστουγεννιάτικο
δέντρο της δεκάτης τετάρτης Ιουλίου
Έκανε κακή εντύπωση αυτό
Πολύ κόκκινα ήταν τ’ αυγά
Το περιστέρι το ‘σκασε
Τα έχουμε μπερδέψει όλα
αυτό είναι γεγονός
Τις μέρες με τα χρόνια τις επιθυμίες με τις λύπες και το γάλα με το
καφέ
Στο μήνα της Παναγίας λένε τον πιο όμορφο μήνα βάλαμε την Παρασκευή
και δεκατρείς και την Κυριακή των Γαΐων την ημέρα του θανάτου του
Λουδοβίκου 16ου την τρομερή χρονιά την Ώρα του βοσκού και πέντε λεπτά στάση για φαΐ
Και προσθέσαμε χωρίς ρίμα ούτε αιτία χωρίς ερείπια ούτε σπίτια χωρίς
εργοστάσια και δίχως φυλακές την μεγάλη εβδομάδα με τις σαράντα ώρες και τις τέσσερις Πέμπτες
Κι ένα λεπτό φασαρία
παρακαλώ
Ένα λεπτό με κραυγές χαράς τραγούδια γέλια και κρότους κι ατέλειωτες
χειμωνιάτικες νύχτες για ύπνο κι άλλες ώρες ακόμη για να ονειρευτούμε πως είναι καλοκαίρι κι ατέλειωτες μέρες για να κάνουμε έρωτα και ποτάμια για να κάνουμε μπάνιο λιακάδες για να στεγνώσουμε
Έχουμε χάσει τον καιρό μας
αυτό είναι γεγονός
αλλά ήταν ένας τόσο κακός καιρός
Βάλαμε μπροστά το ρολόι
Σκίσαμε τα ξερά φύλλα του ημερολογίου
Αλλά δεν έχουμε χτυπήσει κουδούνια στις πόρτες
αυτό είναι γεγονός
Μόνο γλιστρήσαμε στις κουπαστές των σκαλοπατιών
Μιλήσαμε για κρεμαστούς κήπους
Ενώ εσείς ήδη βρισκόσαστε στα ιπτάμενα οχυρά
και σβήνετε απ’ το χάρτη μια πόλη ολόκληρη πιο γρήγορα απ’ όσο θέλει ο
μπαρμπεράκος για να ξυρίσει όλους τους άντρες του χωριού του
Ερείπια μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο
ο ίδιος ο βαφέας πεθαίνει
πως θέλετε να πενθήσουμε λοιπόν
Αύγουστος 1940, Ζυρανσόν.
ΛΑΟΙ ΕΥΤΥΧΕΙΣ
ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΠΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
(Γαστρονομία του χρόνου)
Κάποτε, ένας διάσημος άντρας, δεν είχε ούτε λεπτό στη διάθεσή του, μεγαλοπρεπής και γενναιόδωρος, ασχολείτο συνεχώς με την ιστορία, αλλά χωρίς να αναλογίζεται την ιστορική αδιαφορία των ανθρώπων της μετά-ιστορίας.
Αύριο κιόλας θα περπατήσουν στους δρόμους της ζωής, στους δρόμους της πόλης τους, που τυχαίνει καμιά φορά να είναι το Παρίσι.
Κάπου-κάπου, ένας αργοπορημένος διαβάτης σταματά και θλιμμένος ρωτά την ώρα έναν άλλο διαβάτη.
-Όταν μου ζητούν φωτιά, είναι σα να μου ζητούν κάτι λίγο απ’ τη φωτιά μου, όταν με ρωτούν την ώρα, είναι σα να παίρνουν κάτι λίγο από το χρόνο μου, απαντάει ο άλλος αναστενάζοντας.
Κατόπιν, ανταλλάσσοντας μια συνένοχη ματιά, αποφασίζουν να προσφέρουν αμοιβαίως λίγο από το χρόνο τους στην Ταβέρνα του Παλιού Καλού Καιρού. Και η ταμπέλα παρουσιάζει ένα γέρο κακό στο τιμόνι μιας προκατακλυσμιαίας θεριστικής μηχανής χρώματος αντίκας νεκροφόρας. Κι εκεί, σ’ ένα άδειο κατώι, κάθονται ανάμεσα στους λιγοστούς πελάτες: τους πότες των ωρών, στους φυγάδες των εκκρεμών, τους διακεκριμένους γευσιγνώστες των ηρωικών χρονομέτρων και των ιεραρχικών ημεροδεικτών.
Με την πάροδο του χρόνου, απήλαυσαν ένα κούκο Forêt-Noir του 1870, ένα αστρονομικό καντράν Γολγοθά του τριάντα τρία μετά Χριστόν, ένα εκκρεμές ξαναζεσταμένο-μίσος, ένα εκκρεμές Βατερλό δυσεύρετο, μια αμμόμετρο με φακές του Ησαύ, μια κλεψύδρα Ιεράς Εξέτασης σ’ ένα παλιό χωνί δερμάτινο, ή κι ένα στρογγυλό φεγγίτη Καρόλου ΙΧ Αγίου Βαρθολομαίου, ένα ξυπνητήρι Λουδοβίκου ΧVI Γκιγιοτέν 93, ένα ρολόι που μιλά Γουλιέλμος Τέλλος εγγυημένο μπελ επόκ έπος Ελβετικό.
Πρόσεξαν μη καταπιούν τους μοιραίους δείκτες, όπως φυλαγόμαστε μη καταπιούμε τα αγκάθια των ψαριών, το σπάγκο του ψητού ή τα κοκαλάκια του κοτόπουλου, γεύτηκαν το χρόνο τους στην ώρα του.
-Και ως επιδόρπιο, την τελευταία σας ώρα, φυσικά; ρωτά το γκαρσόνι ευγενικά.
Γνεύουν ναι με το κεφάλι και καταρρέουν πάνω στο τσιμέντο.
Έξω, σ’ έναν ωραίο κήπο σαν δάσος, παιδιά παίζουν δίπλα σ’ ένα χείμαρρο κι αυτός ο χείμαρρος κυλά στα ερείπια που τ’ όνομά τους κανένας δεν ρωτά.
ΞΑΣΤΕΡΙΑ
Είμαι στο μετρό, μισοκοιμάμαι και ξάφνου ξυπνώ από κάτι δυσάρεστο που μου γαργαλάει το σαγόνι, ξυπνώ και βλέπω όρθιο ένα ανθρωπάκι, με άσπρη μπλούζα, που μου βάζει ευθύς στο πρόσωπο βρεγμένο ένα σκουπάκι.
Α καλά, είμαι στον κουρέα, κοιμόμουνα, κι ησύχασα.
Ξανακοιμάμαι, ένας τρομερός πόνος, μου ξεριζώνουν με τρυπάνι ό,τι έχει μέσα το κεφάλι, ξυπνώ και βλέπω όρθιο ένα ανθρωπάκι, με άσπρη μπλούζα, με ένα μηχανικό τροχό στο χέρι.
Α καλά, είμαι στον οδοντογιατρό, κι ησύχασα. Και ο οδοντογιατρός με κοιμίζει γιατί φώναξα.
Είμαι ξανά στο μετρό, μισοκοιμάμαι, αποκοιμιέμαι. Μια γυναίκα που αγαπώ έρχεται δίπλα μου και κάθεται, δεν ξέρω ποια είναι, αλλά όπως όλες οι γυναίκες που αγαπώ είναι για μένα γυμνή κι ωραία.
Οι ταξιδιώτες μας κοιτούν λοξά και, σοκαρισμένοι, κατεβαίνουν διαμαρτυρόμενοι στην επόμενη στάση.
Η γυναίκα που αγαπώ με φιλά και το υπόλοιπο σβήνει.
Ξάφνου κάτι τρομερό αγγίζει τον ώμο μου. Η γυναίκα που αγαπώ εξαφανίζεται. Γυρίζω το κεφάλι, βλέπω στον ώμο μου ένα χέρι και μετά από αυτό το χέρι ένα μπράτσο και τέλος μπροστά μου, ένα ανθρωπάκι όρθιο, ντυμένο στα μπλε, με ένα τρυπητήρι στο χέρι και μου ζητά να τρυπήσει το εισιτήριο.
Τον σκοτώνω, δίχως να σκεφτώ. Πατούν το κουδούνι του συναγερμού, το μετρό σταματά, με τραβούν κι εγώ κοιμάμαι, κοιμάμαι, κοιμάμαι…
Είμαι στο μετρό, περιμένω αυτή τη γυναίκα που αγαπώ, έρχεται, χαμογελά, κάθεται δίπλα μου, με αγκαλιάζει, αλλά…
Κάποιος μ’ αγγίζει πάλι στον ώμο, είναι ανυπόφορο. Ξυπνώ.
΄Ένας άντρας ντυμένος φρουρός της δημοκρατίας μου κάνει σήμα, σμίγοντας τα φρύδια, πως «δεν είναι ώρα για ύπνο».
Α καλά, είμαι στο Δικαστήριο, στο Κακουργοδικείο, κι ησύχασα!
Ένα ανθρωπάκι στα κόκκινα με δείχνει με το δάχτυλο νευρικά και ικετεύει επτά ανθρωπάκια στα γκρίζα, ζητώντας τους το κεφάλι μου γιατί πρέπει να πληρώσω το χρέος μου στην Κοινωνία.
Στην Κοινωνία… η Κοινωνία… αποκοιμιέμαι, αποκοιμιέμαι, αποκοιμιέμαι.
Είμαι στο μετρό, περιμένω τη γυναίκα που αγαπώ.
Έρχεται, είναι πιο ωραία, και πιο νέα και πιο καλοφτιαγμένη παρά ποτέ, χαμογελά, είναι ευτυχισμένη, αντιλαμβάνεται τα πάντα, ξέρει τα πάντα, μ’ αγαπά όσο την αγαπώ, κι όπως κι εγώ, αγαπάει πολύ και τον εαυτό της.
Είμαστε φτιαγμένοι για να συμφωνούμε, είμαστε φτιαγμένοι για τον έρωτα.
Κι είναι τεράστια τύχη που είμαστε στην πρώτη θέση γιατί τα καθίσματα είναι πιο μαλακά και…
Αλλά να που πάλι τα ίδια, με χτυπούν ξανά στον ώμο.
Αλλά αυτή τη φορά, η γυναίκα που αγαπώ δεν εξαφανίζεται.
Γυρίζω και βλέπω ένα ανθρωπάκι στ’ άσπρα. Δεν είναι ο οδοντογιατρός, δεν είναι ο κουρέας, ούτε κι ο εισαγγελέας… είναι ο ελεγκτής. Φοράει άσπρα γιατί τα σάβανα είναι άσπρα και είναι σαβανωμένος γιατί είναι πεθαμένος γιατί εγώ τον σκότωσα. Αλλά συνεχίζει τον έλεγχο πέρα από τη ζωή, πέρα από το θάνατο, πέρα από την καλή ή κακή διάθεση γιατί αυτή είναι η δουλειά του. Με κοιτάζει τελείως αδιάφορος και δεν μου κρατά καμιά κακία που τον σκότωσα. Ω! ασφαλώς δεν χαμογελά και δεν φαίνεται χαρούμενος: είναι απλώς ευτυχισμένος, ζαλισμένος και μακάριος σαν τους αγίους στα βιτρώ και τα ημερολόγια.
Ευγενικά μας ζητά τα εισιτήρια.
Τότε η γυναίκα που αγαπώ εξαφανίζεται. Σίγουρα δεν έχει εισιτήριο κι εγώ έχω μόνο ένα της δεύτερης θέσης και καθόλου λεφτά για συμπληρωματικό.
Ο ελεγκτής σηκώνει το κεφάλι του λυπημένος, το τραίνο σταματά… κι εγώ πηγαίνω στη δεύτερη θέση.
Το τραίνο πάλι ξεκινά. Η γυναίκα που αγαπώ επιστρέφει και με φιλά.
Και είναι πολύ μεγάλη τύχη που βρισκόμαστε στη δεύτερη θέση γιατί γίνεται να κάνεις έρωτα με τη γυναίκα που αγαπάς και σ’ αγαπά, πάνω στα ξύλινα καθίσματα της δεύτερης θέσης, στο μετρό και μπροστά στους ταξιδιώτες, καλύτερα απ’ ότι σ’ ένα κρεβάτι στρωμένο με πολυτελή ατλάζια, ή απ’ τα παιδιά που το κάνουν στην εσοχή της εισόδου την ώρα που αδειάζουν το βράδυ τα σκουπίδια.
Οι ταξιδιώτες μας κοιτούν με το αδιάφορο βλέμμα των ανθρώπων που έχουν δει πολλά ή που έχουν ακούσει.
Ξάφνου η πόρτα ανοίγει και ο Ξεροκέφαλος, ο Εισαγγελέας, πάντα στα κόκκινα ντυμένος, με δείχνει ξανά με το δάχτυλό του και απαιτεί, μέσα στην όλο και μεγαλύτερη αδιαφορία των ταξιδιωτών, το κεφάλι μου.
Τότε σκάω στα γέλια και η γυναίκα που αγαπώ σκάει κι αυτή στα γέλια και την φιλώ και κάνουμε έρωτα.
Και ξάφνου με πιάνει μια ανησυχία και φοβάμαι «πως όλ’ αυτά δεν είναι τίποτ’ άλλο από ένα όνειρο».
Αλλά η γυναίκα που αγαπώ, καταλαβαίνοντας τη σκέψη μου με τσιμπάει μέχρι που ματώνω με απέραντη τρυφερότητα, αλλά εγώ φοβάμαι πάντα πως ονειρεύομαι.
Και μου ‘ρχετε η ιδέα πως είναι γιατί ονειρεύομαι πως κάνω πολύ καλύτερα έρωτα απ’ ότι συνήθως, στην πραγματικότητα.
Αλλά η γυναίκα που αγαπώ είναι τόσο ωραία αληθινά, τόσο ευτυχισμένη, τόσο νέα, που τολμώ, χαϊδεύοντάς την, να της πω, όπως λένε στην πραγματικότητα, «όλο το βάθος της σκέψης μου». Και αυτή μου απαντά κουνώντας σιγανά τ’ όμορφο κεφάλι της: «Όχι, τι ψάχνεις, τώρα!»
Αλλά με χτυπούν ξανά στον ώμο και πάλι αυτή χάνεται.
Αλλά αυτή τη φορά, γελώντας, μ’ ένα γέλιο τόσο πλούσιο, τόσο ωραίο και τόσο αισιόδοξο που δεν μπορώ κι εγώ να μη γελάσω, μ’ ένα γέλιο που σκάει σαν ήλιος, το ίδιο γέλιο που είχε όταν εξαφανίστηκε, βλέπω μπροστά μου να στέκονται γελοία τα μαυροφορεμένα ανθρωπάκια και δυο απ’ αυτά με τήβεννους να με ικετεύουν, με μάτια γεμάτα δάκρυα, να δείξω πολύ θάρρος γιατί η αίτηση χάριτος απορρίφθηκε.
Απερίγραπτο, δηλαδή δεν γίνεται να περιγραφεί με τίποτα.
Αποκοιμιέμαι, Όλ’ αυτά είναι τόσο μάταια, σ’ ένα χρόνο τόσο πεπερασμένο, τόσο περιορισμένο. Αποκοιμιέμαι, αποκοιμιέμαι…
Αποκοιμιέμαι κι έρχεται. Και με φιλάει πάλι.
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΡΟΜΠΟΤ
Ένας άντρας γράφει στη γραφομηχανή ένα γράμμα ερωτικό και
η μηχανή απαντά στον άντρα και με το χέρι και στη
θέση της παραλήπτριας
Είναι τόσο τελειοποιημένη η μηχανή
η μηχανή που πλένει τα τσεκ και τα ερωτικά γράμματα
Και ο άντρας άνετα εγκατεστημένος στη μηχανή όπου μένει διαβάζει στη
διαβαζομηχανή του την απάντησή της γραφομηχανής του
Και στην ονειρομηχανή του με την αριθμομηχανή του αγοράζει μια
ερωτομηχανή
Και στη μηχανή για να πραγματοποιεί τα όνειρά του κάνει έρωτα στη
γραφομηχανή στην ερωτομηχανή
Και η μηχανή τον απατά με ένα μαραφέτι
ένα μαραφέτι να πεθαίνεις στα γέλια.
ΠΕΡΙΜΕΝΩ
Περιμένω τη γλυκιά χηρεία
το ευτυχισμένο πένθος περιμένω
Μου χαμήλωσε το λυχνάρι του Αλαντίν
ψεύτρα μ’ αποκάλεσε
και δεν είπα τίποτα
Περιμένω τη γλυκιά χηρεία
το ευτυχισμένο πένθος περιμένω
Στο μπορντέλο μπαίνοντας
έβγαλε τη βέρα
και διάλεξε
μια γυναίκα που μου ‘μοιαζε
Και μετά μ’ όλα τα ονόματά μου
τα μικρά τα παρατσούκλια
έντονα την έβρισε
και ξάφνου την μαστίγωσε
Μ’ εμένανε δεν τόλμαγε
Η σκύλα μου είσαι
τ’ όνομά σου είναι Πίστη
Και για μένα κάνε την ωραία
Να τι της έλεγε
Περιμένω τη γλυκιά χηρεία
το ευτυχισμένο πένθος περιμένω
Και μετά
ρίχτηκε πάνω μου
σαν στο χειρότερό του εχθρό
μ΄ αγκάλιασε
με χάιδεψε
και κλαίγοντας μου έλεγε πως ήμουνα
της ζωής του ο έρωτας
Περιμένω τη γλυκιά χηρεία
το ευτυχισμένο πένθος περιμένω
Ήδη ο εραστής μου
του φόνου πλένει το αίμα
στων ματιών μου τα νερά.
ΥΓ. Ο ανέκδοτος Πρεβέρ βρέθηκε στα χέρια μας κι έγινε ποστ χάρη στην γενναιοδωρία του θεατρικού μεταφραστή Γιάννη Θηβαίου ο οποίος εκτός από του ότι μεταφράζει και διαβάζει εξαιρετικά, μαγειρεύει εξίσου συγκλονιστικά, είναι σινεφίλ, μπαμπάς μιας υπέροχης Δανάης, σύντροφος μιας Μαργαρίτας που σκορπίζεται θυσία για όλους, ε και ναι είναι και φίλος μου. Στις πρόσφατες μεταφράσεις του: «Κορυντόν» του Αντρέ Ζυντ, «Η νύχτα των δολοφόνων» του Χοσέ Τριάνα, «Ράφτης κυριών» του Φεϊντό κ.α.