ΜΑΡΙΑ ΓΑΒΑΛΑ: Το κορίτσι της μανταρινιάς
<Χωρίς εμμονές δεν μπορεί να υπάρξει καλλιτεχνική δημιουργία. Οσο πιο ιδεοληπτικός είναι ο καλλιτέχνης, τόσο το καλύτερο>. Η συγγραφέας Μαρία Γαβαλά, υποστηρίζει. Ετσι στο πέμπτο της μυθιστόρημα <Ακραία καιρικά φαινόμενα> που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την <Εστία> επανέρχεται μεταξύ πολλών άλλων και στα προσφιλή της θέματα: στους κήπους της και στα παλιά σπίτια, στο αττικό τοπίο που εν όψει των Ολυμπιακών αγώνων πληγώνεται και πληγώνει, στις σχέσεις μέσα στην οικογένεια και έξω απ’ αυτήν που ακολουθούν σε <θερμότητα> τις εξωτερικές, έντονες καιρικές συνθήκες. Στην τέχνη που βρίσκεται σε μια διαρκή αντιπαλότητα με τη ζωή.
Οι ήρωές της ταυτοχρόνως οικείοι και ξένοι. Σπάνε τα φράγματα και μέσα από τις ιστορίες που παρεμβάλλονται μέσα στην ιστορία, προσποιούνται ή μεταβάλλονται οι μεν στους δε.
Δημιουργώντας ένα μικρό σύμπαν, όπου μέσα του λειτουργούνε συγχρόνως πολλές εστίες, πολλές φωτιές.
Διότι το τυχαίο σαφώς και υπάρχει στο έργο της και είναι κάτι που την ελκύει πολύ, προσωπικά.
Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο ακριβώς σαν τη ζωή μας σήμερα. Οπωσδήποτε με <Ακραία καιρικά φαινόμενα>.
- Τι είναι εκείνο, κυρία Γαβαλά, που σας ωθεί στο να γράψετε για άλλη μια φορά ένα πολυεστιακό μυθιστόρημα; Και στην <Δροσιά των κήπων μου> αλλά και στα <Ακραία καιρικά φαινόμενα> οι ήρωες των οποίων παρακολουθούμε την δράση και τη σκέψη τους είναι πολλοί.
- Νομίζω πως είναι η επιθυμία μου να μιλήσω για «συντονισμένες» και «συγχρονισμένες» μεταξύ τους ιστορίες διαφόρων προσώπων, τα οποία συνδέονται, άλλοτε χαλαρά κι άλλοτε με στενότερους δεσμούς. Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει κυρίως, είναι η ιστορία του κάθε προσώπου να ρίχνει, όσο γίνεται, περισσότερο φως στις ιστορίες των άλλων προσώπων. Έτσι οι χαρακτήρες εξελίσσονται παράλληλα, αλληλοεπηρεαζόμενοι, οι ιστορίες των ηρώων διασταυρώνονται και μπλέκονται μεταξύ τους, φτιάχνοντας μια άλλη, μεγάλη, γενικότερη ιστορία. Πολλές φορές η μία ιστορία λειτουργεί ως πυξίδα μιας άλλης ιστορίας. Άλλες φορές πάλι, κάποια ιστορία που έπεται, αλλάζει τη γραμμή πλεύσης μιας ιστορίας που προηγείται κ.οκ... Αυτή λοιπόν η συνύπαρξη πολλών ιστοριών, δημιουργεί ένα μικρό σύμπαν μέσα στο οποίο λειτουργούν συγχρόνως πολλές εστίες, καίνε πολλές φωτιές. Το βρίσκω παρήγορο κι ανακουφιστικό, τόσο ως αίσθηση, όσο και στο επίπεδο των σημασιών. Κατά κάποιο τρόπο σπάνε τα φράγματα και τα στεγανά της απομόνωσης ανάμεσα στους ήρωες του βιβλίου.
- Τι είναι εκείνο που συνενώνει αυτούς τους φαινομενικά ξένους και αδιάφορους μεταξύ τους ανθρώπους; Πόσο τυχαία ή μοιραία είναι τα βήματά μας, οι συναντήσεις μας, κυρία Γαβαλά;
- Δεν είναι πάντα ξένοι κι αδιάφοροι μεταξύ τους οι ήρωες. Τις περισσότερες φορές υπάρχουν ανάμεσά τους στενοί δεσμοί, κι εγώ ασχολούμαι ειδικά μ’ αυτό το στενό δέσιμο και με τις δυσκολίες που μπορούν να πηγάζουν από τέτοιου είδους στενές σχέσεις. Για παράδειγμα, αναφέρω τη σχέση του παντρεμένου ζευγαριού, τη σχέση της κεντρικής ηρωίδας με την κόρη της, τη σχέση του γιατρού με την ερωμένη του, τη σχέση της κουτσής γυναίκας με τον επιληπτικό ή τη σχέση της νεαρής Αλβανής με την κατάκοιτη γριά γυναίκα... Άλλοτε πάλι, γίνονται κάποιες τυχαίες γνωριμίες, όπως της ζωγράφου και του αφασικού αλήτη, γρήγορα όμως, ακόμα κι αυτή η απλή και τυχαία συνάντηση θα γίνει μια πολύ στενή σχέση. Τελικά, ακόμα κι όταν ξεκινώ από μια πολύ χαλαρή σχέση, πάντα βρίσκω τρόπους να την μετατρέψω σε στενή. Το τυχαίο υπάρχει σαφέστατα μέσα στο έργο μου, με τραβάει προσωπικά πολύ, όμως πάντα ψάχνω να βρω αυτό που κρύβεται από πίσω. Δηλαδή, τι άλλα πράγματα μπορεί να κουβαλάει μια τυχαία συνάντηση. Πού μπορεί να οδηγήσει; Πώς εξελίσσεται;
- Μετά τα τρία πρώτα μυθιστορήματά σας, όπου κυριολεκτικά συμπρωταγωνιστούσαν παλιά σπίτια, ξενοδοχεία και κήποι, στα δύο τελευταία κυριαρχεί το πληγωμένο από το ολυμπιακά έργα αττικό τοπίο. Τι είναι εκείνο που επέβαλε στην θεματολογία σας αυτή την αλλαγή;
- Μα φυσικά αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα. Η πολεοδομική πραγματικότητα, εν όψει των Ολυμπιακών αγώνων. Οι ιστορίες διαδραματίζονται σε μια πόλη που θυμίζει εργοτάξιο. Ο εκσκαφικός και οικοδομικός οργασμός, η πολεοδομική ανακατωσούρα, το καθημερινό μπάχαλο όπου είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε, επηρεάζει σαφέστατα και τη ζωή μας. Τις συμπεριφορές μας. Όμως, όταν κατασκευάζονται καινούργιες, σύγχρονες πόλεις, συγχρόνως οικοδομείται, με σύγχρονο τρόπο, και η κοινωνία. Υπάρχει δηλαδή κάτι πολύ καλό, πλάι σε κάτι δυσάρεστο και κακό. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Στο μυθιστόρημα, τα πρόσωπα που ζουν σε τέτοιο αναστατωμένο περιβάλλον είναι και τα ίδια ταραγμένα, αναστατωμένα, τραυματισμένα. Μέσα όμως στην προσωπική τους ανακατωσούρα, μέσα από τα διάφορα χαντάκια, τις λάσπες, τα χαλάσματα, θέλουν να οικοδομήσουν ένα καλύτερο και πιο ευτυχισμένο μελλοντικό εαυτό. Το ζητούμενο είναι η αισιοδοξία για μια μελλοντική ευτυχία.
- Κυρία Γαβαλά, πόσο καθοριστικό είναι το τοπίο στον χαρακτήρα μας και στις συμπεριφορές μας;
- Πολύ καθοριστικό και μάλιστα μ’ ενδιαφέρει το τοπίο όταν «συνοδεύεται» από τις ανάλογες, τις πολύ έντονες καιρικές καταστάσεις. Ανεμοθύελλες, τρικυμίες, χιονοπτώσεις, καύσωνες. Το τοπίο, μέσα σ’ αυτές τις ακραίες καιρικές συνθήκες, γίνεται η σκηνή πάνω στην οποία θα ξετυλιχτούν ευκολότερα οι τρικυμίες των ανθρώπινων ψυχών.
- Σημειολογικά οι κήποι στο έργο σας;
- Θα μεταφέρω τις σκέψεις της κεντρικής ηρωίδας του τελευταίου μου βιβλίου: «Η κηποτεχνική είναι κάτι το συναρπαστκό. Όχι όμως κήποι γραφικοί, αλλά κήποι λαβυρινθώδεις και μυστηριώδεις, χωρίς την καταστροφή του αυθορμητισμού της φύσης. Που να δημιουργούν ανησυχία και να ενισχύουν την αίσθηση της μοναξιάς, κρύβοντας μέσα τους κάτι αιθέριο και μεταφυσικό». Οπωσδήποτε, οι κήποι στα μυθιστορήματά μου είναι και μια μεταφορά της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η πρασινάδα και η δροσιά τους έχει να κάνει, τόσο με την κυριολεξία, όσο και με τη μεταφορά. Το να καλλιεργείς κήπους, είναι συνώνυμο της δημιουργικότητας.
- <Θέλει η τέχνη ν’ ανήκει στην εποχή της με κάθε κόστος>. Είναι μια τοιχογραφία της εποχής μας το νέο μυθιστόρημα;
- Θα ήμουν ευτυχής και περήφανη αν το είχα κατορθώσει, έστω και στο ελάχιστο.
- Αλήθεια, τι είναι εκείνο που κάνει μια σκηνοθέτιδα να γράψει; Και πόσο οι εικόνες είναι αυτές που καθορίζουν το πεζογραφικό έργο σας;
- Μα φαντάζομαι το ίδιο πάντα έναυσμα. Οι διάφορες ανάγκες που ωθούν πάντα τους καλλιτέχνες στο να θέλουν να εκφραστούν. Οι εικόνες είναι πολύ καθοριστικές. Πάντα. Σκέφτομαι με εικόνες, με κατακλύζουν οι εικόνες, βλέπω πολλά όνειρα, πάω στον κινηματογράφο, κάποτε γύριζα κι εγώ ταινίες, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η λογοτεχνία γράφεται με λέξεις. Αν μπορείς με τις λέξεις να φτιάχνεις εικόνες, χωρίς να είσαι απλά περιγραφικός, αυτό νομίζω πως είναι καλό. Κρύβει όμως και παγίδες. Ας πούμε, το να καταφεύγεις στις εικόνες, επειδή σου λείπει ο απόλυτος έλεγχος μιας οργάνωσης λέξεων. Τέλος πάντων, αυτό που μετράει είναι να τηρείς και να σέβεσαι τις λεπτές ισορροπίες και την ιδιαίτερη φύση των λέξεων, αλλά και των εικόνων.
- Γιατί <Ακραία καιρικά φαινόμενα>, κυρία Γαβαλά; Ζούμε την εποχή, τελικά, των ακραίων καιρικών φαινομένων;
- Απολύτως. Όσο κι αν δεν μας αρέσει, όσο κι αν προσπαθούμε να κρυφτούμε πίσω από το δαχτυλάκι μας, όσο κι αν αποποιούμαστε το «ακραίο», αυτό βρίσκεται παρόν σε κάθε μας βήμα. Εγώ δεν κάνω τίποτα περισσότερο, από το να ασχολούμαι με τις ακρότητες της καθημερινότητάς μας, με τις ακρότητες της διπλανής πόρτας, με τις ακρότητες του ίδιου μου του εαυτού. Όλοι οι άνθρωποι έχουν ακραίες πλευρές, ακόμα κι αυτοί που δηλώνουν πως είναι συντηρητικοί, συνετοί και «νορμάλ».
- <Οι φωτογραφίες στους τοίχους του καφέ και οι αποτυπώσεις δείχνουν πως ήμασταν άλλοτε. Πριν από την κατεδάφιση. Μετά την κατεδάφιση, η Ελλάδα υψώνει ανάστημα. Φτιάχνει τον Παρθενώνα της, ζητάει πίσω τα γλυπτά του>. Καθοριστική αντίφαση. Να την συζητήσουμε;
- Η Ελλάδα υπήρξε μια χώρα που για χρόνια ολόκληρα ήταν έρμαιο των κατεδαφίσεων και των γενικότερων καταστροφών. Τόσα υπέροχα αρχιτεκτονήματα γκρεμίσαμε για χάρη του τσιμέντου. Άλλα κτίρια τ’ αφήσαμε να καταρρεύσουν, αβοήθητα, άλλα επιτρέψαμε να μας τα αρπάξουν μέσα από τα χέρια... Δεν είμαι καθόλου αδιάφορη απέναντι στην επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα, κάθε άλλο, κάθε φορά όμως που υπάρχει κάποια αναφορά στο συγκεκριμένο θέμα, μελαγχολώ αφάνταστα. Αυτό που λέω, και στο μυθιστόρημα, είναι πως πρέπει να φυλάμε, σαν κόρη οφθαλμού τα πράγματά μας, γιατί μετά είναι εξαιρετικά δύσκολο να τα φέρουμε πίσω. Αυτό ισχύει και για τα χαμένα νεοκλασικά και για τα λεηλατημένα μνημεία και για τα απλά, όμορφα μεσοπολεμικά σπίτια. Μια λαίλαπα τα πήρε όλα σβάρνα και τώρα, τίποτα δεν μπορεί να τα φέρει πίσω.
- Είχατε εκπλήξεις από τους ήρωές σας; Και από ποιον ήταν η μεγαλύτερη;
- Δεν θα το ’λεγα. Αν και κάποιες φορές, γράφοντας, όντας χαμένη μέσα στα νήματα των ιστοριών, που πολλές φορές ξετυλίγονται ερήμην του συγγραφέα, νιώθω να πηγαίνω σε τελείως άγνωστα μέρη, πρωτόγνωρα, και να σταματώ σε σημεία που δεν είχα υπολογίσει και φανταστεί από πριν. Μ’ αυτή την έννοια, κάποιες φορές και οι ήρωες πήραν διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνα που είχα αρχικά στο μυαλό μου. Εκπλήξεις όμως σημαντικές, τόσο που να τα χάσω, δεν είχα.
- Εσείς είσαστε η απόλυτη κυρίαρχος της ιστορίας σας; Γνωρίζατε από την αρχή του το τέλος;
- Το μυθιστόρημα γραφόταν για τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα άλλαξαν πολλά πράγματα. Γκρεμίστηκαν πύργοι, εξαπολύθηκαν πύραυλοι, χύθηκαν ποταμοί αίματος... Και έπεται συνέχεια... Το τέλος ενός μυθιστορήματος είναι το πλέον ευάλωτο κι εκτεθειμένο στα γυρίσματα των καιρών σημείο του σύμπαντος. Εδώ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει...Πού να ξέρεις από την αρχή, τι τέλος θα βάλεις σ’ αυτό που γράφεις;
- Ποιος από τους ήρωες υπήρξε ο πιο περίεργος; Και γιατί επιλέξατε τον πιο σαλό, έναν αμνήμονα, αφασικό και επιληπτικό αλήτη να παίζει τον καταλυτικότερο ρόλο;
- Για τον αλήτη του μυθιστορήματος θα μπορούσα να μιλάω ώρες ατελείωτες. Νομίζω πως το γεγονός ότι είναι αφασικός κι αυτιστικός έχει να κάνει με αυτή την τραγική αλήθεια. Πως πολλές φορές η τέχνη κι η ζωή δεν μπορούν να συνομιλήσουν. Συνυπάρχουν ως δύο παράλληλοι δρόμοι, που δεν συναντιούνται ποτέ. Η ζωγράφος και το αφασικό μοντέλο της προσπαθούν συνεχώς να συνεργαστούν, η συνεργασία τους όμως σκοντάφτει συνεχώς σε διάφορους αστάθμητους παράγοντες. Υπάρχει μια διαρκής αντιπαλότητα ανάμεσα στη ζωή και στην τέχνη. Λυπηρό από τη μία, κάτι όμως που μπορεί να γίνει και γόνιμο, από την άλλη.
- Δανείσατε κάτι από σας στην Λεία σας; Τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την τέχνη; Την αγωνία της;
- Η Λεία είναι μια καλλιτέχνις που ψάχνει. Βγαίνει από το σπίτι της και κοιτάζει γύρω της, με μάτι κοφτερό, αυτά που συμβαίνουν. Σίγουρα δεν την ενδιαφέρουν όλα όσα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια της. Θυμίζει λίγο τους χρυσωρύχους, που προσπαθούν να ξεχωρίσουν την ευγενή ύλη, το χρυσάφι, από την ασήμαντη σκόνη. Και βέβαια αυτό, θέλει κόπο και παίρνει χρόνο, άλλωστε ό,τι λάμπει δεν είναι πάντα χρυσός. Η Λεία, σ’ αυτό το σημείο, θυμίζει κάπως τη δημιουργό συγγραφέα της. Προσωπικά, ως δημιουργός, έχω μια διαρκή αγωνία. Θέλω να ψάχνω και να βρίσκω πράγματα που μπορώ να τα θεωρήσω ουσιαστικά, δεν μου αρκεί να μένω μόνο στην επιφάνεια, το ζητούμενο είναι να κάνω βαθιές τομές, έστω κι αν αυτό συνήθως είναι δύσκολο κι επώδυνο. Κι άλλοτε πάλι ακατόρθωτο.
- Τι είναι εκείνο που σας επέβαλε την αλλοδαπή σας ηρωίδα;
- Η κοπέλα από την Αλβανία, που ζει και υπάρχει καθαρίζοντας σπίτια, κι αυτό γιατί δεν έχει πολλές ευκαιρίες και δυνατότητες να κάνει κάτι καλύτερο, εκφράζει με τον τρόπο της μια σύγχρονη, καυτή πραγματικότητα. Στο πρόσωπό της συμπυκνώνονται οι οικονομικοί μετανάστες, πρόσωπα δηλαδή σημαδεμένα από τη μεγάλη ανάγκη. Είναι ένα κορίτσι, λίγο μετά την εφηβεία του, που για να υπάρξει και να επιπλεύσει, να μην καταποντιστεί, αναγκάζεται να περάσει, κυριολεκτικά, μέσα από τη φωτιά και το σίδερο. Ξεκινάει ως ανυπεράσπιστο θύμα και καταλήγει ως κανονικός, αμείλικτος θύτης. Σ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος, σχολιάζει με ευθύτητα ( χωρίς καμιά τσιριμόνια, κανένα πρόσχημα) τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας. Είναι η μετωπικότητα, το δριμύ κατηγορώ του ξένου που παίρνει αυτό το δικαίωμα, ξεκινώντας από την κατάσταση της εξαθλίωσης στην οποία βρίσκεται. Παρατηρεί τα πάντα γύρω της, με βλέμμα παρθένο, ζωώδες, κυνικό κι ανελέητο. Πολύ γρήγορα καταφέρνει και γίνεται ένα αγκάθι, που χώνεται βαθιά στη σάρκα, όπου μπορεί, ειδικά εκεί όπου υπάρχει κάποια νερουλή, ελαστική συνείδηση.
- Είναι σκληρό βιβλίο. Ο τρόπος που προσεγγίζετε την αρρώστια, τα γηρατειά, τον θάνατο… ο ήρωάς σας ο Μάρκος έτσι όπως κυνηγά εις μάτην τα χαλασμένα κύτταρα, όντως μονάχα σύρτης… Είναι και λίγο ξόρκι αυτό το βιβλίο;
- Την αρρώστια, το θάνατο, την ανθρώπινη φθορά γενικότερα, μόνο με σκληρό τρόπο μπορείς να τα αντιμετωπίσεις, νομίζω. Είναι μια ασφαλής μέθοδος για να μην υπάρξεις χαμερπής, για να κρατήσεις την αξιοπρέπειά σου. Βεβαίως, ο γιατρός του μυθιστορήματος, ο οποίος ασχολείται με τη διάγνωση και την αντιμετώπιση ανίατων ασθενειών, είναι άνθρωπος πλήρης αδυναμιών. Ανάμεσα στα λάθη που κάνει, είναι και το να ταυτίζεται με τους ασθενείς του, πράγμα που τον οδηγεί σ’ έναν φαύλο κύκλο αναπάντητων ηθικών διλημμάτων κι ενοχών. Το βιβλίο όντως είναι σκληρό, κυρίως γιατί μιλάει, με ρεαλιστικό τρόπο, για τους ανθρώπους και για τις αδυναμίες τους. Για ανθρώπους, ακριβώς τη στιγμή που χάνουν τον μπούσουλα και αρχίζουν να φέρονται σαν νευρόσπαστα. Πιστεύω πως γράφοντας για ακραίες προσωπικές κρίσεις άλλων ανθρώπων, έστω κι επινοημένων, πάντα προσπαθείς να ξορκίσεις τα δικά σου βάσανα, τα δικά σου προβλήματα, τις δικές σου κρίσεις.
- Κυρία Γαβαλά γράφουμε για ό,τι φοβόμαστε, για ό,τι δεν θέλουμε να ξεχάσουμε, για ό,τι μας βαραίνει, για κείνα που ψάχνουμε…
- Νομίζω πως γράφουμε για πράγματα δύσκολα κι επώδυνα. Η χαρά είναι πάντα χαρά. Τη ζεις και την απολαμβάνεις. Δεν σου αφήνει περιθώρια να την επεξεργαστείς διαφορετικά. Η λύπη είναι που βαραίνει αφάνταστα και θέλεις με κάθε τρόπο να την ξεφορτωθείς. Έστω, επινοώντας ιστορίες, συνθέτοντας φράσεις, κατασκευάζοντας διάφορα εξιλαστήρια θύματα, όπου πάνω τους θα φορτώσεις όλες τις συμφορές.
-Και πόσο υπάρχει εμμονή μέσα στις ιστορίες μας; Επανερχόμαστε στα βασικά μας θέματα; Και επί τω προκειμένω οι δικές σας εμμονές ποιες είναι;
- Χωρίς εμμονές δεν μπορεί να υπάρξει καλλιτεχνική δημιουργία. Όσο πιο ιδεοληπτικός είναι ο καλλιτέχνης, τόσο το καλύτερο. Μπορεί αυτό να ακούγεται αφοριστικό και δογματικό, αν κάτσεις όμως να το αναλύσεις θα δεις πως είναι κάτι φυσιολογικότατο. Με πόσες ιδέες θα μπορούσε να δουλέψει ένας καλλιτέχνης, έστω και μεγαλοφυής, έστω και μικρός Καίσαρας; Με όλη τη σκόνη του σύμπαντος; Είναι αδύνατον. Καλύτερα λοιπόν ο καθένας να δουλεύει με τη σκόνη του δικού του μυαλού. Η οποία, ούτως ή άλλως, είναι περιορισμένη.
- <Κάποιος έπρεπε να σπάσει για να υπάρξουν οι άλλοι δυο ολόκληροι. Τρία πρόσωπα και το καθένα, από τη μεριά του, πίστευε πως εκείνο το σφάγιο>. Ο καθένας μας προσποιείται ή πιστεύει ότι είναι το θύμα;
- Αυτό, νομίζω πως εξαρτάται, από τα πρόσωπα, τις ιδιοσυγκρασίες, τις καταστάσεις, τις συγκυρίες. Όλα αυτά μπορούν να οδηγήσουν και σ’ εναλλαγές, στη μετάβαση από την κατάσταση του θύτη σ’ εκείνη του θύματος ή και το αντίστροφο. Βεβαίως υπάρχει και μια άλλη κατάσταση. Να είναι κάποιος θύμα, χωρίς να προσποιείται και χωρίς να το πιστεύει. Είναι θύμα, γιατί έτσι τα ’φερε η ζωή κι η μοίρα. Όπως η περίπτωση του αμνήμονα, αφασικού κι επιληπτικού αλήτη στο μυθιστόρημά μου. Που βρέθηκε σ’ αυτή τη ζωή παντελώς ανήμπορος. Φτωχούλης, τόσο στο σώμα, όσο και στο πνεύμα. Ένας καθαρά ντοστογιεβσκικός ήρωας. Από εκεί τον ξεσήκωσα.
- Η σχέση μάνας- κόρης, σας έχει απασχολήσει ξανά. Στο <Παραθαλάσσιο θέρετρο τον χειμώνα> και στην <κυρία του σπιτιού>, αν δεν κάνω λάθος. Η οικογένεια είναι η πρώτη φορά;
- Θα έλεγα πως η σχέση μάνας- κόρης είναι από τις δικές μου μονομανίες. Είναι μια από τις ιδέες, ένα από τα θέματα που έρχεται και επανέρχεται, σχεδόν με μια κυκλική κίνηση, στα έργα μου. Είναι οι δικές μου εμπειρίες, τόσο ως κόρης, όσο και ως μητέρας μιας κόρης. Βλέπετε, δεν πήγα και πολύ μακριά, για να βρω τις εμμονές μου. Κι η οικογένεια επίσης, φτιάχνει κάτι αντίστοιχο. Έχω μεγαλώσει σε μια πυρηνική οικογένεια, πυρηνική οικογένεια έφτιαξα κι εγώ με τη σειρά μου, μάνα-πατέρας-παιδί` η πυρηνική οικογένεια έχει πρόσθετες δυσκολίες κι ιδιορρυθμίες, γι αυτές μιλάω στα έργα μου, γνωρίζω το θέμα πολύ καλά.
- <Η Λεία πρόλαβε και είδε ένα μέρος της αλήθειας>. Πάντα ένα μέρος της αλήθειας βλέπουμε;
- Βεβαίως. Αυτό που προλαβαίνουμε είναι να δούμε ένα μέρος της αλήθειας. Την αλήθεια ολόκληρη ποτέ δεν μπορούμε να τη μάθουμε. Και πρέπει να θεωρούμαστε τυχεροί, όταν αυτό το κομμάτι της αλήθειας που ανακαλύπτουμε είναι καθαρό κι όχι συγκεχυμένο. Ένα μικρό ξέφωτο αλήθειας μας αποζημιώνει για τις τόσες φορές που παιδευτήκαμε και μπερδευτήκαμε μέσα στους γρίφους.
- <Ετσι λοιπόν, ο αφασικός και η Λεία συνεργάζονται για να βάλουν τη μοτοσυκλέτα σε κίνηση>. Στο <Παραθαλάσσιο θέρετρο τον χειμώνα> ήταν ένα εγκαταλειμμένο σπίτι, στην <Υπηρέτρια των αγγέλων> ένα παρατημένο, στο καινούργιο σας μυθιστόρημα η τέχνη της και μια ξεχαρβαλωμένη μοτοσυκλέτα;
- Η μοτοσικλέτα είναι, κατά κάποιο τρόπο, το σύμβολο της ελευθερίας, της κίνησης, της φυγής μακριά. Στο μυθιστόρημα πρόκειται για μια παλιά, εγκαταλελειμμένη, ξεχαρβαλωμένη μοτοσικλέτα. Μια μηχανή που παρουσιάζει σημάδια αναπηρίας. Επομένως και οι παραπάνω έννοιες, της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της κίνησης, της φυγής μακριά, πολλές φορές εκπίπτουν, παρουσιάζουν συμπτώματα αναπηρίας, καταντούν κενό γράμμα. Αυτό συμβαίνει πολύ συχνά σε καθημερινή βάση, συμβαίνει και μέσα στο μυθιστόρημα.
- Τι θα επισημάνατε στον αναγνώστη σας όσον αφορά το βιβλίο, κύριε Γαβαλά;
- Να το διαβάσει προσεκτικά.
- Πόσο εύκολα και πώς βγήκατε μέσα από τους λαβύρινθούς του;
- Αν δεχτούμε πως το μυθιστόρημα μιλάει για λαβυρίνθους ή στήνει λαβυρίνθους ή χάνεται μέσα σε λαβυρίνθους...ε, τότε, νομίζω πως δεν πρόκειται να βγω και να γλιτώσω ποτέ...Το λέω χαριτολογώντας, αλλά το γεγονός πως δεν υπάρχει πολύ εύκολα ο μίτος της Αριάδνης- κανένας θαυματουργός μίτος δεν υπάρχει στην πραγματικότητα- αυτό σημαίνει πως τα πράγματα είναι δύσκολα. Για μένα, σημασία έχει να υπάρχει πάντα μια καθαρή και νηφάλια φωνή, που να σε συντροφεύει και να σε οδηγεί, μέσα στους καθημερινούς, προσωπικούς ή και συλλογικούς λαβυρίνθους. Αν μπορείς να ακούσεις μια τέτοια φωνή, είσαι πολύ τυχερός.
- Και τι έγινε, τελικά, εκείνο εκεί το <όχημα εγκαταλελειμμένο>;
- Στη δική μου γειτονιά, στη Φραγκοκλησιά Χαλανδρίου, οι δρόμοι είναι γεμάτοι από «εγκαταλελειμμένα οχήματα». Αυτοκίνητα, ποδήλατα, μηχανάκια, παιδικά καροτσάκια, ακόμα και παιχνίδια... Κανείς δεν έρχεται να τα πάρει. Μένουν σε μια άκρη και σαπίζουν, μες στα πόδια μας. Σκοντάφτουμε πάνω τους, ενοχλούμαστε, γκρινιάζουμε κι ύστερα λίγο- λίγο τα συνηθίζουμε και δεν μας κάνουν καμιά εντύπωση. Συνυπάρχουμε μαζί τους. Ίσως πρέπει να το πάρουμε απόφαση. Ζούμε σε μια εποχή που πρέπει να συνυπάρχουμε, αρμονικά, με τα ίδια τα απορρίμματά μας.
Η «ιερή» πείνα
<ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ> της Μαρίας Γαβαλά, Εκδ. <Πόλις>, σελ. 352, τιμή: 16 ευρώ.
Την γνωρίσαμε το 1996 με την <Υπηρέτρια των αγγέλων>. Μυθιστόρημα που συζητήθηκε και η σκηνοθέτης και κριτικός κινηματογράφου Μαρία Γαβαλά αναγνωριζόταν αμέσως ως ενδιαφέρουσα συγγραφέας. Μια μυστηριώδης νεαρή κι ευαίσθητη γίνεται υπηρέτρια σε ένα ξενοδοχείο και στη συνέχεια συγγραφέας.
Στην <Κυρία του σπιτιού> που ακολούθησε, η ηρωίδα ήταν μια αλαφροίσκιωτη κι ονειροπόλα μαθήτρια. Ο μέγας πρωταγωνιστής του βιβλίου, και πάλι ο χώρος. Ενας τόπος κοντά στην Αθήνα που καθορίζει την διαρκή διαλεκτική με την ηρωίδα. Στο <Παραθαλάσσιο θέρετρο το χειμώνα>, ένα σχεδόν… νεκρό παραθαλάσσιο σπίτι ξαναζωντάνευε. Κι εδώ ο γυναικείος ψυχισμός, όπως και στις ταινίες της.
Στη <Δροσιά των κήπων μου> και πάλι κήπος, μέσα από οκτώ παράλληλες ιστορίες. Πολυεστιακό και το επόμενό της μυθιστόρημα <Ακραία καιρικά φαινόμενα>. Το αττικό λεκανοπέδιο λαβωμένο πριν από τους Ολυμπιακούς και μέσα από την κεντρική ηρωίδα, ζωγράφος αυτή τη φορά, το μυστήριο και η διαδικασία της δημιουργίας.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το καινούργιο της μυθιστόρημα, απ’ τις εκδόσεις <Πόλις>, <Τα κορίτσια της πλατείας>. Φόντο, η Αθήνα πριν και μετά τους Ολυμπιακούς, η πόλη εργοτάξιο και η πόλη- ποίημα. Ηρωές της, τα δύο κορίτσια της πλατείας, η κεντρική ηρωίδα, που σχεδίαζε χάρτες και κόσμους για να καταλήξει παραιτημένη δημόσιος υπάλληλος και μια πλανόδια χορεύτρια από τη Ματρινίκα που επιβιώνει κλέβοντας πορτοφόλια. Ένας sui genneris αστυνομικός που χρησιμοποιεί παράνομες αλλ’ απολύτως αποτελεσματικές μεθόδους. Ενας ηχολήπτης, ταλέντο στους αινιγματικούς ήχους. Ενας εγκληματίας φυγάς που κάνει και τι δεν κάνει. Ενας περίεργος και πάλι σαλός που μιλά και δημιουργεί τη γλώσσα των σκουπιδιών και ένα πολύβουο πλήθος. Πάνω απ’ όλα η πόλη’ πανταχού παρούσα. Και μια πλατεία με το όνομα <αυτό> που δεν διευκρινίζεται ποτέ αλλά λειτουργεί και λιγάκι σαν… άλεφ. Ένα μυθιστόρημα που αναλαμβάνει να κάνει τα οδυνηρά και αβάσταχτα, εν τέλει περαστικά, με θεραπευτική και συγγραφική γάζα το χιούμορ. Ένα χιούμορ οργισμένο και ανατρεπτικό, που σε κάνει να κρατάς το στομάχι απ’ τα γέλια εκεί που εγκυμονεί ο λυγμός.
Αλλά το βάσανο ακόμα πιο βαθύ κι αυτή τη φορά. Με πρωτοστατούσα την ηρωίδα που <ξεπετσιάζεται> στο αμυγδαλέλαιο, λες κι η ζωή της κοστούμι- δανεικό και να μην την αφορά. <Μια τιποτένια ήταν, μια αχάριστη. Είχε τα πάντα, κι εκείνη ήθελε με μια κίνηση να τα πετάξει στο δρόμο>. Να πετάξει στο δρόμο, όλα τα καλά του Θεού.
Παρά το γεμάτο ψυγείο της, όμως, το βιβλίο πραγματεύεται την πείνα. Μια πείνα κυριολεκτική και αλληγορική, σωματική και ψυχική. Για… ραβανί και για ζωή. Για φυγή, για τον όντως εαυτό και για δημιουργία. Μια πείνα σχεδόν ιερή. Για κάτι <που λάμπει μέσα της’ πάντοτε λάμπει> κι όμως εκείνη συνειδητά φαίνεται ν’ αγνοεί. Μια πείνα σε χίλιες μορφές λες και αυτή καθορίζει τα πάντα. Αλλοτε από το πεινασμένο πλήθος για άρτον και θεάματα, και κάποιες άλλες φορές, βουλημία κτητική.
Οι ήρωες και οι ηρωίδες της, αξιολάτρευτοι και ταυτοχρόνως σχεδόν καμένα χαρτιά. Η γλώσσα της, κινηματογραφική, κανένας άλλος δεν γράφει με τόσο εύγλωττες εικόνες και μια άλλη γλώσσα ζώσα, σαν μαγική εικόνα και κινούμενη άμμος. Ενίοτε παιδική, <κουτουρού>, <τάλε κουάλε>, <βουρλισμένη> και <κλάσαμε μέντες>. Αλλά και η άλλη εφευρεμένη γλώσσα αυτή του Πετροπαυλάκη και των σκουπιδιών: <Φρα ζου γκα ζαμουνότ λα κου βα τσε αμπουρού βα κετσέτ> με τα σκουπίδια να απαντούν αναλόγως. Σε μια πρωτίστως ψυχική βαβέλ το να εφευρεθεί μια νέα γλώσσα, όπως και να το κάνουμε είναι ένα ζήτημα πρωταρχικό.
Εάν έλειπε η συγγραφέας με το ανατρεπτικό της χιούμορ να μας κλείνει το μάτι, ενδεχομένως να ήταν από τα βιβλία της το πιο σκληρό. Μια ολόκληρη πόλη και ένας ολόκληρος κόσμος, λάθος, κομμάτια. Παρ’ όλα αυτά το βιβλίο διαθέτει και χάπι εντ. Διαθέτει πρωτίστως απόλαυση. Για όποιον θέλει απλώς να χαρεί την εξαιρετική αφήγηση και την αστυνομική πλοκή. Εσωτερικό βάσανο, για όποιον τολμήσει να διαβεί και να ψάξει τα επί μέρους δωμάτια. Αλλά διαθέτει, τελικά, και προοπτική. Διότι <παντού συνηθίζει ο άνθρωπος ακόμα και στο χάος>. Και επειδή, ποτέ δεν είναι αρκετά αργά για ν’ αλλάξει κάποιος ζωή.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Γεννήθηκε στο Κορωπί Αττικής το 1947. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού <Σύγχρονος Κινηματογράφος> (1980-84) δημοσίευσε πολλά κείμενα για τον κινηματογράφο. Κινηματογραφικά κείμενά της υπάρχουν επίσης δημοσιευμένα σε διάφορα περιοδικά κι εφημερίδες.
Εγραψε σενάρια, γύρισε ταινίες μικρού μήκους, ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση και σκηνοθέτησε τις μεγάλου μήκους ταινίες: <Περί Ερωτος> (1981)- Τιμήθηκε με βραβείο στο φεστιβάλ του Γυναικείου Κινηματογράφου της Φλωρεντίας, το 1983. <Το άρωμα της βιολέτας> (1985) και <Το μαγικό γυαλί> (1989)- Κρατικό Βραβείο Κινηματογράφου, την ίδια χρονιά.
Εργα της: <Η υπηρέτρια των Αγγέλων>, Εστία, 1994
<Η κυρία του σπιτιού>, Εστία, 1996
<Παραθαλάσσιο θέρετρο το χειμώνα>, Εστία, 1999
<Στη δροσιά των κήπων μου>, Εστία, 2001
<Ακραία καιρικά φαινόμενα>, Εστία, 2004
<Τα κορίτσια της πλατείας>, Πόλις, 2006
ΥΓ. Την Μαρία μου την (ξανα)θύμισε ο Δημήτρης Αθηνάκης με την εξαιρετική κριτική του στα «Κορίτσια της πλατείας». Γι’ αυτό και του αφιερώνω το ποστ. Την Μαρία την γνωρίζω χρόνια και την θεωρώ φίλη, έχουμε παίξει στις ίδιες αλάνες, έχουμε περπατήσει τους ίδιους δρόμους, έχουμε δει τα ίδια αμπέλια, τις ίδιες ελιές, γνωρίζω ανθρώπους που ακόμα τη θυμούνται, πάντα θα την θυμούνται σαν «το κορίτσι επάνω στη μανταρινιά»! Σκαρφαλωμένη μονίμως στη κεντρική διχάλα, στον υπέροχο κήπο του σπιτιού της που δεν υπάρχει ή δεν το έχει (το ίδιο κάνει) πια! Η Μαρία που έκτοτε φτιάχνει αριστοτεχνικούς κήπους στις ιστορίες της. Κήπους σαν ολοζώντανους, σπαρταριστούς οργανισμούς! Και νεκρά σπίτια, που επιμένει να ζωντανεύει! Το αφιερώνω, λοιπόν, και στη Μαρία.