«ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΟΥ ΣΙΤΥ ΜΠΟΥΜ- ΜΠΟΥΜ» του Βασίλη Αλεξάκη, Εκδ. «Μίνωας», σελ. 187, τιμή: 15 ευρώ.
Του Μάκη που του άρεσε πάντοτε
Παρ’ ότι ο Αλεξάκης είναι ένας από τους συγγραφείς τους οποίους γνωρίζω καλά, εν τούτοις, κάθε φορά που γυρίζω πίσω, με ξαφνιάζει.
Όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, ο παλιός Αλεξάκης είναι εκείνος που πια με ξαφνιάζει. Ενδεχομένως επειδή ο καινούργιος μεγαλώνει κι ωριμάζει μαζί μου, δεν τολμώ για τον Αλεξάκη να γράψω τη λέξη «γερνά μαζί μου» διότι μονάχα εγώ είμαι εκείνη που γερνώ, ο Αλεξάκης δεν θα γεράσει ποτέ, ούτε στα βιβλία ούτε και στη ζωή του. Και το αποδεικνύει κάθε μέρα. Με κάθε καινούργιο βιβλίο ή επανέκδοση παλιού.
«Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ- Μπουμ» κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στη Γαλλία, το 1975. Οι κριτικές υπήρξαν διθυραμβικές και αποκαλυπτικές:
«Ο τρόπος που ο Αλεξάκης μιλάει για το σεξ θυμίζει Αριστοφάνη, οι διάλογοί του τον Ιονέσκο» έγραψε ο Jacques de Ricaumont στη Revue des Deux Mondes.
O Bernard Alliot χαρακτήρισε το βιβλίο «σατανικά αφελές» (Le Monde).
Και ο Didier Decoin «απελπιστικά διασκεδαστικό» (Les Nouvelles Litteraires).
Εξάλλου το έχει αυτό ο Αλεξάκης, να περιγελά ό,τι πιο πολύ πονάει. Να γελοιοποιεί το τραγικό ή το απειλητικό. Να κάνει φύλο και φτερό το επερχόμενο.
Διότι και αυτό το βιβλίο («Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ Μπουμ») και «Το κεφάλι της γάτας», το πόσο σημαντικά υπήρξαν αποδεικνύεται ακριβώς εκ των υστέρων.
Στο «Κεφάλι της γάτας» η τρομοκρατία σε προσωπικό επίπεδο και το ταξικό χρέος, ο άδηλος τρόμος, η μοναξιά του ατόμου, ο θύτης που γίνεται θήραμα και τ’ ανάποδο. Η άβυσσος της ανθρώπινης ψυχής μέσα από ένα ψυχολογικό και πολιτικό θρίλερ. Το κουβάρι της ζωής μας πριν μπερδευτεί.
Στα «Κορίτσια του Σίτυ Μπουμ- Μπουμ» σε τόνο ανάλαφρο και αφόρητα χιουμοριστικό, το ίδιο κουβάρι. Η άβυσσος, ακριβώς, της ίδιας ψυχής που επιδιώκει διακαώς την πτώση της. Βγαίνοντας μετά από έναν ελπιδοφόρο Μάη ’68 και πιστεύοντας ότι όλα απ’ εδώ και στο εξής θα είναι… Μάης και γιορτή. Το σκηνικό προτού η ανθρώπινη ψυχή… εάλω, με έναν τρόπο που αποδεικνύει ότι από τότε, «πού πια καιρός». Αυτό το «μοντέλο επιτυχίας» από τα σπάργανα ήδη αποτυχημένο.
Εξάλλου ο ήρωας του βιβλίου το δηλώνει, δεν είναι επαναστάτης, είναι μικροαστός:
«Να σου πω ποιο είναι το πρόβλημά μου: δεν γαμάω αρκετά». Φράση που επαναλαμβάνεται και όχι τυχαία και πρώτη φράση του βιβλίου.
Αλλά πρόβλημά του είναι και η «Οικογενειακή Κυριακή» στην οποία γράφει αντί για την «Αστραπή» ή την «Εφημερίδα». Η συνεννόησή του με την σπουδαιότερη (τουλάχιστον κατά κόσμον, αυτή θα δουλέψει στην τηλεόραση, αυτή κερδίζει περισσότερα χρήματα) γυναίκα του, με τους συναδέλφους, τους φίλους του και με τον εργοδότη του, ο… γρύλος που κάνει στο κεφάλι του τόσο αριστοτεχνικά:
«Θ’ αναπολήσουμε πάλι το παρελθόν; Θα θυμηθούμε πάλι την πρώτη μας συνάντηση; Θα προσπαθήσουμε πάλι να φανταστούμε το μέλλον μας; Θα υποθέσουμε πάλι ότι δεν θα περάσουμε μαζί όλη μας τη ζωή; Θα την ρωτήσω πάλι αν θα παρευρεθεί στην κηδεία μου; Θα ισχυριστεί πάλι ότι εκείνη θα πεθάνει πρώτη;»
Συγγραφικό παιχνίδι όχι και τόσο αθώο, που ο Αλεξάκης επαναλαμβάνει πολλές φορές: «Έχω την εντύπωση ότι θα έχω ζήσει αρκετά σε λίγο καιρό. Ότι θα έχω ονειρευτεί αρκετά, θα έχω κάνει αρκετά τηλεφωνήματα. Η ζωή μου θα μ’ έχει βαρεθεί. Τι θα κάνω τότε; Θα ξανοιχτώ στο πέλαγος πάνω σε μια εύθραυστη σχεδία μια νύχτα με δέκα μποφόρ; Θα αυτοκτονήσω με ένα περίστροφο στο γραφείο μου όπως συνηθίζεται; Θα κόψω τις φλέβες μου; Θα κόψω το λαιμό μου; Θα πιω δηλητήριο;»
Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ- Μπουμ, η πιο ανάλαφρη εκδοχή αυτού του «παιχνιδιού»: Η Βιργινία, η Ιουλιέτα, η Δουλτσινέα, η Ευρυδίκη, η Εύα, η Μαργαρίτα που τσακίζονται για το τι ακριβώς θα αρέσει στον Πωλ.
Σε μια ιστορία που εναλλάσσει πραγματικότητα κι όνειρο, με το όνειρο να κυριαρχεί των πάντων και να διεκδικεί τον τίτλο. Επειδή, όσο κι αν η ζωή να τον προσγειώνει, η καρδιά του Πωλ διαρκώς χτυπά σαν τρελή: «Θα το βάλουν όπου να ‘ναι. Σίγουρα θα πάρω ένα σωρό γράμματα αναγνωστών. Μια όμορφη Βιετναμέζα, εγκαταστημένη στο Κλερμόν- Φεράν, θα μου γράψει: «Σας ερωτεύτηκα από την πρώτη γραμμή». Ο Ζαν ντε λα Τουρ- Μπομπούρ, που διευθύνει την Εφημερίδα θα με καλέσει το Σαββατοκύριακο στο εξοχικό του. Τα μεσάνυχτα η κόρη του, που δεν θα φοράει παρά ένα διαφανές νυχτικό, θα μπει αθόρυβα στο δωμάτιό μου. Την επομένη ο καιρός θα είναι υπέροχος. Θα είναι η πιο όμορφη Κυριακή του Μαρτίου που γνώρισε η Γαλλία από το 1826. Θα φάμε στον κήπο…»
Εξάλλου την δικαιούται ο ήρωας αυτή την προοπτική. Διότι, όπως ο Αλεξάκης, έτσι και ο Πωλ στο βιβλίο, γράφει βιβλίο. Και όσο κι αν η πραγματικότητα είναι φρικτή, όσο κι αν γίνεται το όνειρό του, τελικά, εφιάλτης, όλα τα μπορεί!
Ένα βιβλίο για ό,τι υπήρξε και ό,τι έχει επακολουθήσει, ένα βιβλίο που προβλέπει κι αυτοσαρκάζεται, ελπίζει και ξεκαρδίζεται. Μια ιστορία που, όπως τα χέρια του Πωλ, επιδιώκει να χάνει τον έλεγχο. Μοναδικές σελίδες του βιβλίου αυτές όπου τα ανυπάκουα χέρια του Πωλ επιχειρούν να τον πνίξουν: έτσι δεν γίνεται;
Και σίγουρα, ένα βιβλίο- σημαντικός Αλεξάκης.
«Ένα βιβλίο γράφουμε μια ζωή γιατί ένα είναι το ύφος»
«ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΗΣ ΓΑΤΑΣ» του Βασίλη Αλεξάκη. Εκδ. «Μίνωας», σελ. 172, τιμή: 14 ευρώ.
Ενας Βασίλης Αλεξάκης που αγνοούσα.
«Στρίβει με δυσκολία, με την ελπίδα να βρεθεί φάτσα με μια όμορφη ξανθιά. Μόνο άντρες είναι γύρω του. Τους κοιτάζει έναν έναν… Τα πρόσωπά τους του θυμίζουν εγκαταλειμμένα σπίτια. Σε λίγο τα μάτια τους θα έχουν γίνει κάτασπρα. Αντε τώρα να περιμένεις ν’ αμφισβητήσουν αυτοί το σύστημα…. Τους έχει καθίσει στο σβέρκο για τα καλά… Είναι κουρασμένοι, αυτό είναι, είναι άνθρωποι κουρασμένοι. Μπαίνοντας στο σπίτι, οι δυνάμεις τους μόλις και μετά βίας θα τους επιτρέψουν να ανοίξουν την τηλεόραση. Μετά θα σωριαστούν σε μια πολυθρόνα ή σ’ έναν καναπέ σαν μαριονέτες που τους έκοψαν τα νήματα».
Πολιτικά ανήσυχος, επικριτικός, οξυδερκής όπως πάντα, καταγγελτικός, ανατρεπτικός. Σε μια ιστορία με αστυνομική πλοκή και ατμόσφαιρα θρίλερ. Αποκαλυπτική. Για την ανθρώπινη φύση. Και την τρομοκρατία. Για το αίσθημα ανασφάλειας, την ενοχή και την εμμονή.
«Το κεφάλι της γάτας» που επανακυκλοφόρησε πρόσφατα (με σημαντικές τροποποιήσεις του συγγραφέα) από τις εκδόσεις «Μίνωας», γράφτηκε το 1977, πρωτοδημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1978 («La tete du chat>, εκδόσεις) και στην Ελλάδα το 1979 σε μετάφραση της Μαρίκας Κιλίτσογλου, από τις εκδόσεις «Εξάντας».
Οι κριτικές παντού, υπήρξαν διθυραμβικές: <θρίλερ σύντομο και ασφυκτικό…. Κι αν μια μέρα ένας από μας γινόταν αντικείμενο μιας παρόμοιας εγκληματικής ψύχωσης;… Αυτός ο λυτός και μαύρος μύθος αναπτύσσει μια τρομακτική ηχώ> (Λε Νουβέλ Ομπσερβατέρ).
«Αρχίζει τότε ένα ανθρωποκυνηγητό όπου ο κυνηγός μπορεί να μετατραπεί σε θήραμα. Η πρωτοτυπία του βιβλίου οφείλεται στο κίνητρο του Πολ. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται αδύνατο, αν κάποιος δεν έχει γαλουχηθεί με ταξικό μίσος, να συμπαθήσει το δολοφόνο. Συμβαίνει όμως το αντίθετο. Ο Αλεξάκης μας τον κάνει προσιτό» (Λε Μοντ).
Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, μοιάζει σαν αίνιγμα. Ενας άντρας σκοτώνει μια γάτα. Χαίρεται που τελικά το μπορεί.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, ένας μεγαλοσυγγραφέας (διάσημος και πλούσιος, με βιβλία που κολακεύουν τον αναγνώστη) στο σπίτι του, περνά οικογενειακές στιγμές. Κοινωνικές στιγμές. Στο σπίτι ενός φίλου του, νοιώθει ότι παρακολουθείται. Και όταν επιστρέφει με την γυναίκα του από ένα εστιατόριο θα βρει τον μικρό γιο του σε νευρική κρίση. Κάποιος έχει πετάξει στο δωμάτιό του απ’ το παράθυρο του δρόμου μια αποκεφαλισμένη γάτα. Το κεφάλι θα φτάσει στον ίδιο με το ταχυδρομείο, προσεχώς. Από κει και μετά κάθε στιγμή θα αισθάνεται ότι απειλείται: στο γραφείο, στο σπίτι, στο δρόμο. Κάποιος διαρκώς τον παρακολουθεί. Ο Ζαν Λουί πια δεν μπορεί με τίποτε να ησυχάσει.
Την ταυτότητα του δράστη ο αναγνώστης την μαθαίνει από τη μέση του βιβλίου και μετά. Γνωρίζουμε πρώτα τον Πωλ εκεί που εργάζεται. Σε μια φαρμακευτική εταιρεία. Το όνειρό του ήταν κάποτε να γίνει γιατρός. Στο παρελθόν, ταπεινώσεις, η μάνα που καθαρίζει σκάλες, ο καρκινοπαθής μπαμπάς. Το παρόν του, μια συνεχής παρατήρηση. Το υποθηκευμένο μέλλον του κόσμου. Οι ελάχιστοι που είναι προδιαγραμμένο να κυβερνήσουν. Ο Ζαν Λουί που συγκαταλέγεται μέσα σ’ αυτούς.
Τον γνωρίζει τυχαία. Σε ένα εστιατόριο. Θα το στείλει στον τύπο «δεν είναι κάτι προσωπικό». Το γέλιο του Ζαν Λουί Ντιμπούρ για την πομπή των οδοκαθαριστών θα είναι η θανατική του καταδίκη. Τον επιλέγει ακριβώς γι’ αυτό. Και γι’ αυτό. Και για ό,τι αυτός αντιπροσωπεύει.
Στη συνέχεια θα παίξουν σαν την γάτα με το ποντίκι. Στο μεταξύ για τον αναγνώστη ξεδιπλώνονται και οι δυο: Ο χαρακτήρας τους μέσα από την καθημερινότητα και τις αναμνήσεις. Οι επιδιώξεις, οι φόβοι, οι εμμονές και των δυο.
Το τέλος απρόσμενο. Ο θύτης για λίγο θα γίνει θήραμα. Η άβυσσος πραγματικά της ανθρώπινης ψυχής.
Και μέσα σε όλα αυτά, το ταξικό Παρίσι. Οι «καλές συνοικίες». Και οι άλλες «οι ανήλιαγες φτωχογειτονιές». Οι εργάτες που επιστρέφουν με αδειασμένα τα μάτια. Ο σεισμός που μπορεί να γίνεται μέσα στο κεφάλι του ενός. Το ταξικό χρέος και οι ενοχές στο μικροσκόπιο. Ο άδηλος τρόμος, η μοναξιά του ανθρώπου, η «υπόσχεση» στους επιγόνους: <«Μια μέρα» σκέφτεται «θα τους διηγηθώ την ιστορία που δεν μπόρεσα να τους πω απόψε. Θα μπορούσα να την ονομάσω «Το κεφάλι της γάτας». Πως θα την κρίνουν άραγε; Το γεγονός είναι ότι δεν έχω άλλη ιστορία να τους πω>.
Η επιλογή του, μονόδρομος. Το κείμενο – προκήρυξη για τις εφημερίδες, σχεδόν προσευχή.
Ένα βαθύτατα υπαρξιακό βιβλίο που αποδεικνύει ότι η ξένη πόλη μας κάνει ευαίσθητους, ευάλωτους, οξυδερκείς και παρατηρητικούς. Ο,τι δεν βλέπουμε διότι το συνηθίσαμε, ξαφνικά μας αποκαλύπτεται.
Διαβάζεται, ως είναι φυσικό, με κομμένη την ανάσα. Διότι, ούτε καν οι δυο ήρωες δεν ξέρουν πως θα αντιδράσουν την επόμενη στιγμή.
Ενας Αλεξάκης που εμπεριέχει και ό,τι έγινε.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ: μια συζήτηση
«Η ταυτότητα έχει ενδιαφέρον σαν αναζήτηση, είναι ανοιχτή, η κλειστή είναι για την αστυνομία»
Είναι εδώ για να ρωτά, όχι για ν’ απαντάει! Σκηνοθετεί την ίδια του τη ζωή, προκειμένου να «βιώσει» το καινούργιο βιβλίο. Τον βασανίζει το παράδοξο, ο έρωτας, η γλώσσα, η μνήμη κι ο θάνατος. Είναι βέβαιος πλέον ότι οι γλώσσες γνωρίζονται μεταξύ τους. Έγινε συγγραφέας για να αυτοπαραμυθιάζεται. Συμφωνεί με τον Προυστ, νυν υπέρ πάντων το ύφος! Άρα ένα βιβλίο γράφουμε όλη μας τη ζωή «διότι ένα είναι το ύφος». Ακόμα και η ταυτότητα γι’ αυτόν, αναζήτηση είναι. Μια ταυτότητα ανοιχτή. Η… κλειστή είναι για την αστυνομία!
Βρεθήκαμε στο σπίτι των Αθηνών κι αφού χάζεψα με το πάσο μου (το μπιλιάρδο, το κίτρινο πάτωμα, τον τοίχο με το πορφυρό βυζαντινό, το κάδρο με τις κίτρινες κάλτσες), αρχίσαμε ένα κουβεντολόι δίχως σταματημό. Πόνεσα όταν τον… έκοψα. Αλλ’ έπρεπε κάπως να χωρέσω τον Αλεξάκη- ποταμό σε σελίδες, προσπαθώντας ταυτόχρονα και να διασώσω δυο γλώσσες, δυο πατρίδες…
Στις προθήκες ολόφρεσκο το λεύκωμα «Μήπως πρέπει να κλείνουμε τα σιντριβάνια όταν βρέχει;» από τον «Μίνωα». Ακόμα νωπό το μυθιστόρημα που επανακυκλοφόρησε το καλοκαίρι «Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ Μπουμ». Κι από τον «Εξάντα» εντός του Νοέμβρη το πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα «μ.Χ» (μετά Χριστόν, όπως το καταλάβατε). Στο μεταξύ, από τις εκδόσεις Γκαλιμάρ κυκλοφορούν σε βιβλία τσέπης τα άπαντά του, ενώ την άνοιξη θα επανακυκλοφορήσει από τον «Μίνωα» και ο «Έλεγχος ταυτότητας». Ε είναι οι χρονιές του!
- Ένα βιβλίο που επανεκδίδεται, κύριε Αλεξάκη, είναι ένα άλλο, ένα καινούργιο βιβλίο;
- Είναι μια ευκαιρία για τα βιβλία να συναντήσουν μια νέα πελατεία, ευρύτερη ίσως και καινούργια. Και μια ευκαιρία για μένα να τα ξαναδουλέψω. Δεν θεωρώ ποτέ ότι ένα βιβλίο είναι τελειωμένο. Η έννοια δηλαδή του αριστουργήματος για μένα είναι ένα παραμύθι για παιδάκια.
- Τι είναι εκείνο που θα κάνει έναν συγγραφέα να πει «μέχρι εδώ» και να σταματήσει τις διορθώσεις;
- Μα ο θάνατος, φυσικά!
- «Μήπως πρέπει να κλείνουμε τα σιντριβάνια όταν βρέχει;» Όλοι οι τίτλοι σας είναι καλοί, τελικά!
- Αυτό το έλεγαν και για τον Σιμενόν, ότι είχε ιδιαίτερο ταλέντο στους τίτλους. Η Σαγκάν, όταν τελείωνε ένα βιβλίο και ήθελε να βρει έναν τίτλο, έπαιρνε τον Σιμενόν.
- Λεύκωμα με αποφθεγματικό χαρακτήρα και σκίτσα, έτσι;
- Το έκανα αυτό το επάγγελμα παλιά στη Γαλλία και με βοήθησε να ζήσω. Είναι και κάτι που κράτησα σε όλη μου τη ζωή.
- Και το καινούργιο σας μυθιστόρημα;
- Κυκλοφορεί ταυτόχρονα στη Γαλλία και απ’ τον «Εξάντα». Θυμίζει λιγάκι την «Μητρική γλώσσα» που ήταν γύρω από το έψιλον των Δελφών. Εδώ είναι μια έρευνα γύρω από το Άγιο Όρος και γύρω από τις αρχαιότητες. Διότι το Άγιο Όρος κατοικείτο στην αρχαιότητα και υπήρχαν πέντε πόλεις τις οποίες κατέστρεψαν οι μοναχοί για να φτιάξουν τα μοναστήρια τους, τα μοναστήρια είναι χτισμένα με τα υλικά πέντε αρχαίων πόλεων! Τα αγάλματα δεν μάθαμε ποτέ τι έγιναν, άρα στο Άγιο Όρος συνυπάρχουν οι δυο Ελλάδες ανάμεσα στις οποίες υπάρχει ένα χάος, η Αρχαία Ελλάδα και η Βυζαντινή. Είναι δυο κόσμοι αντιμαχόμενοι.
- Να υποθέσω ότι έχετε πάει στο Άγιο Όρος.
- Ναι, έχω πάει στο Άγιο Όρος, βέβαια το θέμα του βιβλίου δεν είναι μόνον το Άγιο Όρος. Την έρευνα μέσα στο μυθιστόρημα, γιατί για μυθιστόρημα πρόκειται, την κάνει ένας νεαρός που σπουδάζει ελληνική φιλοσοφία. Και για λογαριασμό μιας γριάς κυρίας τυφλής και πολύ πλούσιας που σκέφτεται μάλλον να αφήσει την περιουσία της στα μοναστήρια, άρα θέλει να ξέρει τι γίνεται και τι είδους άνθρωποι είναι οι μοναχοί. Αυτό είναι το ένα σκέλος της έρευνας του νεαρού ο οποίος αποφασίζει να κάνει και το διδακτορικό του επάνω στις αρχαιότητες του Άθω, που είναι άλλη ιστορία, τελείως διαφορετική
- «Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ – Μπουμ» κυκλοφόρησαν το 1975 για πρώτη φορά στη Γαλλία. Τι άλλαξε και τι έμεινε ίδιο στο μεταξύ;
- Είναι ένα βιβλίο που έχει την ηλικία μου (ήμουν 28 χρονώ όταν το έγραψα) και έχει την ηλικία της εποχής του. Αυτά όλα άλλαξαν. Η φιλελεύθερη Γαλλία της δεκαετίας του ‘70 έχει γίνει μια χώρα πολύ στυγνή, που απορρίπτει τους ξένους. Τα φιλελεύθερα, ανθρωπιστικά και χιουμοριστικά συνθήματα του Μάη του ‘68, τα έχουν διαδεχτεί ρατσιστικά συνθήματα στους τοίχους του Παρισιού. Να τι άλλαξε!
Τώρα σε μένα προσωπικά τι άλλαξε; Έχω γράψει δέκα μυθιστορήματα, μπορώ και καταπιάνομαι με θέματα όλο και πιο περίπλοκα… Τότε, ίσως να μην ήξερα ότι θα αφιέρωνα όλη μου τη ζωή στο μυθιστόρημα και έγραφα τα Σαββατοκύριακα. Αλλά, βεβαίως, εκείνο που με ενδιέφερε πάντα ήταν το μυθιστόρημα. Από δώδεκα χρονών ήθελα να κάνω βιβλία. Δεν ήξερα ακόμη αν είχα την ικανότητα να γίνω μυθιστοριογράφος.
- Και πότε αντιλαμβάνεται κάποιος ότι μπορεί να γίνει μυθιστοριογράφος;
- Αυτό το μαθαίνεις γράφοντας. Την βεβαιότητα δεν την αποκτάς ποτέ, ούτε τώρα την έχω. Δηλαδή είσαι βέβαιος ότι ήσουν ικανός να κάνεις το τελευταίο βιβλίο, αλλ’ αυτό δεν σημαίνει ότι θα μπορέσεις να κάνεις και το επόμενο. Κάθε φορά που ξεκινώ, έχω πάρα πολλές αμφιβολίες.
- Πόσο παρών είστε μέσ’ τα βιβλία; Στις «Ξένες λέξεις» δεν το συζητώ, είστε ο βασικός πρωταγωνιστής, στο «Θα σε θυμάμαι κάθε μέρα» είναι σαν ένα γράμμα στη μητέρα σας «εκ των υστέρων»…
- Η αίσθηση ότι περιγράφω πραγματικά περιστατικά δεν είναι ούτε σωστή, ούτε εσφαλμένη. Υπάρχει το ενδεχόμενο όχι να περιγράφω πράγματα τα οποία έχω ζήσει, αλλά να ζω πράγματα τα οποία θέλω να περιγράψω. Αυτό δεν εντάσσεται σε βιβλίο αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, διότι δεν μεταφέρω τη ζωή στο μυθιστόρημα, μεταφέρω το μυθιστόρημα στη ζωή. Σκηνοθετώ την ίδια μου τη ζωή έτσι, ώστε να συμβούν κάποια πράγματα τα οποία χρειάζομαι για ένα βιβλίο. Είναι θέμα κρίσης και όχι εξομολόγησης.
- Πως είναι να βρίσκεσαι ανάμεσα σε δυο γλώσσες, κύριε Αλεξάκη; Σε δυο πατρίδες;
- Είναι μια θέση αρκετά πλεονεκτική, τελικά. Γιατί όπως ξέρεις η λογοτεχνία είναι θέμα ύφους και θα πρέπει την γλώσσα να μην την ξέρεις απλώς, αλλά να ψάξεις να βρεις σ’ αυτήν και το ύφος σου. Νομίζω, όμως, ότι μάλλον με έχει βοηθήσει αυτή η διγλωσσία και το πήγαινε- έλα διότι μου επιτρέπει να βλέπω την πραγματικότητα από μεγαλύτερη απόσταση και εννοώ και την ελληνική και την γαλλική. Τα πράγματα εξακολουθούν να με ξαφνιάζουν, πουθενά δεν αισθάνομαι μπλαζέ. Με ξαφνιάζουν, επίσης, τα ίδια μου τα βιβλία.
Αν έγραφα μόνο σε μια ξένη γλώσσα και είχα εγκαταλείψει την δική μου, όπως το έχουν κάνει άλλοι συγγραφείς, ο Ναμπόκοφ που άφησε τα ρώσικα, ο Κόνραντ που άφησε τα πολωνικά, είναι άλλη περίπτωση. Για μένα το σημαντικό ήταν πάντα να κρατήσω τη μητρική μου γιατί πιστεύω ότι μέσα από την μητρική σου γλώσσα μαθαίνεις τις ξένες.
- Τι σημαίνει για σας, και τι μπορούμε να ξαναβρούμε μέσα από μια νέα γλώσσα; Με τα σάνγκο ήταν σα να προσπαθήσατε να ορίσετε την ζωή από την αρχή, ή κάνω λάθος;
- Μαθαίνοντας μια ξένη γλώσσα ανακαλύπτεις στοιχεία της μητρικής σου γλώσσας τα οποία σου φαίνονταν μέχρι τότε τελείως φυσιολογικά και δεν είχαν κανένα απολύτως ενδιαφέρον. Άρα η μελέτη μιας ξένης γλώσσας είναι μελέτη και της μητρικής σου γλώσσας.
Τι άλλο μπορεί να σημαίνει η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας; Μια ανανέωση, δηλαδή ξαναγίνεσαι παιδί και ξεκινάς πάλι απ’ το μηδέν. Και μάλιστα η υποψία μου ήταν αν ένοιωσα την ανάγκη να μάθω μια επιπλέον γλώσσα ακριβώς επειδή είχα αρχίσει να γερνάω. Ένα είδος νοσταλγίας, δηλαδή, της εποχής που δεν ήξερα καμία γλώσσα.
- Ένα βιβλίο γραμμένο απ’ την αρχή σε μια άλλη γλώσσα, είναι ένα άλλο βιβλίο;
- Οι γλώσσες γνωρίζονται μεταξύ τους, τα ελληνικά και τα γαλλικά γνωρίζονται. Όλα μεταφράζονται, αν το ύφος δεν μεταφραζόταν σε άλλη γλώσσα ο Ντοστογιέφσκι θα είχε αναγνώστες μόνο στη Ρωσία. Βεβαίως και δεν είναι άλλο βιβλίο, δεν γράφει τα βιβλία μου η γλώσσα, εγώ τα γράφω. Κι οι γλώσσες έχουν την καλοσύνη να με εξυπηρετούν, δηλαδή να δίνουν λύση στα προβλήματα που έχω εγώ. Δεν μου υπαγορεύουν τα κείμενά μου οι γλώσσες, όχι. Και κινέζικα να έγραφα, τα ίδια βιβλία θα έκανα.
- Τι, ακριβώς, είναι για σας κάθε καινούργιο βιβλίο; Δουλειά, η κορυφή του παγόβουνου, η λύση στο αίνιγμα, περνώ καλά, γράφοντας καταλαβαίνω αυτό που ζω…
- Στην ουσία είναι κάτι που θέλω ν’ ανακαλύψω. Δεν το αντιμετωπίζω σαν διασκέδαση, σαν μια φοβερή δουλειά το αντιμετωπίζω. Είναι, όμως, και κάτι που έχω ανάγκη. Καθώς περνάει η ζωή ταυτόχρονα να προχωρά και μια ιστορία! Δηλαδή έχω την ανάγκη να κάνω δύο ζωές, μια κανονική και μία μέσα απ’ τα βιβλία μου. Η ζωή η ίδια δεν μου αρκεί, μου φαίνεται λίγη. Όταν γράφω έχω μια τεράστια σκοτούρα, αλλά όταν δεν γράφω, έχω αυτή την έλλειψη. Μου φαίνεται ανεπαρκής η ζωή.
Τα θέματα που διαλέγω είναι θέματα τα οποία ανοίγουν ένα δρόμο. Η Αφρική είναι ένας δρόμος, το Άγιο Όρος είναι ένας δρόμος. Το έψιλον των Δελφών στην «Μητρική γλώσσα» είναι ένας δρόμος. Το να μιλήσω με την πεθαμένη μητέρα μου δεν ήξερα πού θα με βγάλει, άσχετα αν έχει τόσο έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, ήταν όμως ένας δρόμος, δεν ήξερα πώς θα τελειώσει αυτή η κουβέντα με τη μάνα μου. Θα την χάσω ξανά; Κάθε φορά γράφοντας, κάτι ανακαλύπτω, κάτι μαθαίνω, κάπου πάω. Είναι λοιπόν ένα ταξίδι και το χρειάζομαι αυτό το ταξίδι. Έως ότου ναυαγήσω, οπότε θα διηγηθώ ένα ναυάγιο. Είναι κι αυτό ένα είδος ταξιδιού.
- Τι ήταν εκείνο που βάρυνε στην απόφασή σας να γίνετε συγγραφέας;
- Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι γράφουμε επειδή σκοτεινιάζει, επειδή φοβόμαστε το σκοτάδι, επειδή χρειαζόμαστε τα παραμύθια που μας έλεγαν όταν ήμασταν μικροί για να κοιμηθούμε! Μπορεί αυτήν την διαδικασία να συνεχίζω και επειδή δεν υπάρχει κανείς να μου διηγηθεί κανένα παραμύθι, τα λέω ο ίδιος στον εαυτό μου και επειδή είμαι και πολύ αφελής, τα πιστεύω.
- Λένε ότι ένα βιβλίο γράφουμε ολόκληρη τη ζωή, το ίδιο αίνιγμα, γρίφο, λύνουμε, αλήθεια είναι;
- Νομίζω είναι αλήθεια, ο Προυστ το ‘χει πει αυτό και ίσως επειδή το ‘ξερε καλά, μόνον ένα βιβλίο έγραφε. Στην ουσία όλο αυτό αφορά το θέμα του ύφους, δεν γράφεις πολλά βιβλία, ανακαλύπτεις ένα ύφος κι αυτό είναι το ύφος όλων των βιβλίων. Άρα ένα είναι το βιβλίο διότι ένα είναι το ύφος.
- Τις ίδιες εμμονές έχουμε; Εσείς έχετε συγγραφικές εμμονές;
- Εύκολα μπορεί ν’ ανακαλύψει κάποιος κοινά στοιχεία, θέματα που επανέρχομαι συνέχεια, όποιο κι αν είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου. Όπως η γλώσσα, η μνήμη, το θέμα του θανάτου, φυσικά.
- Συγκλονιστική αυτή η σκηνή με τ’ ανυπάκουα χέρια του ήρωα στα «Κορίτσια», που τελικά τον πνίγουν. Εμείς είμαστε ο διώκτης μας;
- Έχω αυτή την αίσθηση, ότι είμαι κι εγώ ένας κίνδυνος για τον εαυτό μου. Ίσως όμως αυτή η αντίληψη να πηγάζει από το μάθημα των θρησκευτικών όπου σου δημιουργείται η πεποίθηση ότι έτσι ή αλλιώς είμαστε ένοχοι, ότι μας κατατρέχει το κακό, ότι υπάρχει ο διάβολος, ότι θα πάθουμε χοντρές ζημιές. Αυτή η αντίληψη υπάρχει στην αυτοκτονία του ήρωα με τα χέρια του στα «Κορίτσια του Σίτυ Μπουμ- Μπουμ», διότι με τα χέρια θα πιάσει το στήθος της κοπέλας…
- Το γράψιμο βοηθά κάπως να σταματήσει η… δίωξη; Με το καινούργιο βιβλίο τι επιδιώξατε; Να νικήσετε, εν τέλει, ολοσχερώς τις… ενοχές;
- Δεν είναι τόσο θέμα ενοχής όσο, έβαλα μια τάξη στο μυαλό μου. Να ξεκαθαρίσω μέσα μου τα πράγματα ήθελα, να δω ποια είναι η δική μου ταυτότητα. Να καταλάβω ποια Ελλάδα θέλω και τι απορρίπτω. Να διαλέξω ομάδα, βρε παιδί μου!
- Θα μπορούσαμε, δηλαδή, να πούμε ότι την ταυτότητά μας, τον εαυτό μας αναζητάμε γράφοντας;
- Η λέξη «ταυτότητα» έχει ενδιαφέρον σαν αναζήτηση, όχι σαν λύση. Δηλαδή έχει ενδιαφέρον να αναπτύσσεται μια ταυτότητα, να εμπλουτίζεται, να προσδιορίζεται. Μια ταυτότητα ανοιχτή, μια ταυτότητα διαλόγου, όχι μονολόγου. Όταν πέσουμε στον μονόλογο, η ταυτότητα χάνει κάθε ενδιαφέρον. Καταντάει ένα είδος ταυτότητας που ενδιαφέρει μόνον την αστυνομία.
Του Μάκη που του άρεσε πάντοτε
Παρ’ ότι ο Αλεξάκης είναι ένας από τους συγγραφείς τους οποίους γνωρίζω καλά, εν τούτοις, κάθε φορά που γυρίζω πίσω, με ξαφνιάζει.
Όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, ο παλιός Αλεξάκης είναι εκείνος που πια με ξαφνιάζει. Ενδεχομένως επειδή ο καινούργιος μεγαλώνει κι ωριμάζει μαζί μου, δεν τολμώ για τον Αλεξάκη να γράψω τη λέξη «γερνά μαζί μου» διότι μονάχα εγώ είμαι εκείνη που γερνώ, ο Αλεξάκης δεν θα γεράσει ποτέ, ούτε στα βιβλία ούτε και στη ζωή του. Και το αποδεικνύει κάθε μέρα. Με κάθε καινούργιο βιβλίο ή επανέκδοση παλιού.
«Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ- Μπουμ» κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στη Γαλλία, το 1975. Οι κριτικές υπήρξαν διθυραμβικές και αποκαλυπτικές:
«Ο τρόπος που ο Αλεξάκης μιλάει για το σεξ θυμίζει Αριστοφάνη, οι διάλογοί του τον Ιονέσκο» έγραψε ο Jacques de Ricaumont στη Revue des Deux Mondes.
O Bernard Alliot χαρακτήρισε το βιβλίο «σατανικά αφελές» (Le Monde).
Και ο Didier Decoin «απελπιστικά διασκεδαστικό» (Les Nouvelles Litteraires).
Εξάλλου το έχει αυτό ο Αλεξάκης, να περιγελά ό,τι πιο πολύ πονάει. Να γελοιοποιεί το τραγικό ή το απειλητικό. Να κάνει φύλο και φτερό το επερχόμενο.
Διότι και αυτό το βιβλίο («Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ Μπουμ») και «Το κεφάλι της γάτας», το πόσο σημαντικά υπήρξαν αποδεικνύεται ακριβώς εκ των υστέρων.
Στο «Κεφάλι της γάτας» η τρομοκρατία σε προσωπικό επίπεδο και το ταξικό χρέος, ο άδηλος τρόμος, η μοναξιά του ατόμου, ο θύτης που γίνεται θήραμα και τ’ ανάποδο. Η άβυσσος της ανθρώπινης ψυχής μέσα από ένα ψυχολογικό και πολιτικό θρίλερ. Το κουβάρι της ζωής μας πριν μπερδευτεί.
Στα «Κορίτσια του Σίτυ Μπουμ- Μπουμ» σε τόνο ανάλαφρο και αφόρητα χιουμοριστικό, το ίδιο κουβάρι. Η άβυσσος, ακριβώς, της ίδιας ψυχής που επιδιώκει διακαώς την πτώση της. Βγαίνοντας μετά από έναν ελπιδοφόρο Μάη ’68 και πιστεύοντας ότι όλα απ’ εδώ και στο εξής θα είναι… Μάης και γιορτή. Το σκηνικό προτού η ανθρώπινη ψυχή… εάλω, με έναν τρόπο που αποδεικνύει ότι από τότε, «πού πια καιρός». Αυτό το «μοντέλο επιτυχίας» από τα σπάργανα ήδη αποτυχημένο.
Εξάλλου ο ήρωας του βιβλίου το δηλώνει, δεν είναι επαναστάτης, είναι μικροαστός:
«Να σου πω ποιο είναι το πρόβλημά μου: δεν γαμάω αρκετά». Φράση που επαναλαμβάνεται και όχι τυχαία και πρώτη φράση του βιβλίου.
Αλλά πρόβλημά του είναι και η «Οικογενειακή Κυριακή» στην οποία γράφει αντί για την «Αστραπή» ή την «Εφημερίδα». Η συνεννόησή του με την σπουδαιότερη (τουλάχιστον κατά κόσμον, αυτή θα δουλέψει στην τηλεόραση, αυτή κερδίζει περισσότερα χρήματα) γυναίκα του, με τους συναδέλφους, τους φίλους του και με τον εργοδότη του, ο… γρύλος που κάνει στο κεφάλι του τόσο αριστοτεχνικά:
«Θ’ αναπολήσουμε πάλι το παρελθόν; Θα θυμηθούμε πάλι την πρώτη μας συνάντηση; Θα προσπαθήσουμε πάλι να φανταστούμε το μέλλον μας; Θα υποθέσουμε πάλι ότι δεν θα περάσουμε μαζί όλη μας τη ζωή; Θα την ρωτήσω πάλι αν θα παρευρεθεί στην κηδεία μου; Θα ισχυριστεί πάλι ότι εκείνη θα πεθάνει πρώτη;»
Συγγραφικό παιχνίδι όχι και τόσο αθώο, που ο Αλεξάκης επαναλαμβάνει πολλές φορές: «Έχω την εντύπωση ότι θα έχω ζήσει αρκετά σε λίγο καιρό. Ότι θα έχω ονειρευτεί αρκετά, θα έχω κάνει αρκετά τηλεφωνήματα. Η ζωή μου θα μ’ έχει βαρεθεί. Τι θα κάνω τότε; Θα ξανοιχτώ στο πέλαγος πάνω σε μια εύθραυστη σχεδία μια νύχτα με δέκα μποφόρ; Θα αυτοκτονήσω με ένα περίστροφο στο γραφείο μου όπως συνηθίζεται; Θα κόψω τις φλέβες μου; Θα κόψω το λαιμό μου; Θα πιω δηλητήριο;»
Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ- Μπουμ, η πιο ανάλαφρη εκδοχή αυτού του «παιχνιδιού»: Η Βιργινία, η Ιουλιέτα, η Δουλτσινέα, η Ευρυδίκη, η Εύα, η Μαργαρίτα που τσακίζονται για το τι ακριβώς θα αρέσει στον Πωλ.
Σε μια ιστορία που εναλλάσσει πραγματικότητα κι όνειρο, με το όνειρο να κυριαρχεί των πάντων και να διεκδικεί τον τίτλο. Επειδή, όσο κι αν η ζωή να τον προσγειώνει, η καρδιά του Πωλ διαρκώς χτυπά σαν τρελή: «Θα το βάλουν όπου να ‘ναι. Σίγουρα θα πάρω ένα σωρό γράμματα αναγνωστών. Μια όμορφη Βιετναμέζα, εγκαταστημένη στο Κλερμόν- Φεράν, θα μου γράψει: «Σας ερωτεύτηκα από την πρώτη γραμμή». Ο Ζαν ντε λα Τουρ- Μπομπούρ, που διευθύνει την Εφημερίδα θα με καλέσει το Σαββατοκύριακο στο εξοχικό του. Τα μεσάνυχτα η κόρη του, που δεν θα φοράει παρά ένα διαφανές νυχτικό, θα μπει αθόρυβα στο δωμάτιό μου. Την επομένη ο καιρός θα είναι υπέροχος. Θα είναι η πιο όμορφη Κυριακή του Μαρτίου που γνώρισε η Γαλλία από το 1826. Θα φάμε στον κήπο…»
Εξάλλου την δικαιούται ο ήρωας αυτή την προοπτική. Διότι, όπως ο Αλεξάκης, έτσι και ο Πωλ στο βιβλίο, γράφει βιβλίο. Και όσο κι αν η πραγματικότητα είναι φρικτή, όσο κι αν γίνεται το όνειρό του, τελικά, εφιάλτης, όλα τα μπορεί!
Ένα βιβλίο για ό,τι υπήρξε και ό,τι έχει επακολουθήσει, ένα βιβλίο που προβλέπει κι αυτοσαρκάζεται, ελπίζει και ξεκαρδίζεται. Μια ιστορία που, όπως τα χέρια του Πωλ, επιδιώκει να χάνει τον έλεγχο. Μοναδικές σελίδες του βιβλίου αυτές όπου τα ανυπάκουα χέρια του Πωλ επιχειρούν να τον πνίξουν: έτσι δεν γίνεται;
Και σίγουρα, ένα βιβλίο- σημαντικός Αλεξάκης.
«Ένα βιβλίο γράφουμε μια ζωή γιατί ένα είναι το ύφος»
«ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΗΣ ΓΑΤΑΣ» του Βασίλη Αλεξάκη. Εκδ. «Μίνωας», σελ. 172, τιμή: 14 ευρώ.
Ενας Βασίλης Αλεξάκης που αγνοούσα.
«Στρίβει με δυσκολία, με την ελπίδα να βρεθεί φάτσα με μια όμορφη ξανθιά. Μόνο άντρες είναι γύρω του. Τους κοιτάζει έναν έναν… Τα πρόσωπά τους του θυμίζουν εγκαταλειμμένα σπίτια. Σε λίγο τα μάτια τους θα έχουν γίνει κάτασπρα. Αντε τώρα να περιμένεις ν’ αμφισβητήσουν αυτοί το σύστημα…. Τους έχει καθίσει στο σβέρκο για τα καλά… Είναι κουρασμένοι, αυτό είναι, είναι άνθρωποι κουρασμένοι. Μπαίνοντας στο σπίτι, οι δυνάμεις τους μόλις και μετά βίας θα τους επιτρέψουν να ανοίξουν την τηλεόραση. Μετά θα σωριαστούν σε μια πολυθρόνα ή σ’ έναν καναπέ σαν μαριονέτες που τους έκοψαν τα νήματα».
Πολιτικά ανήσυχος, επικριτικός, οξυδερκής όπως πάντα, καταγγελτικός, ανατρεπτικός. Σε μια ιστορία με αστυνομική πλοκή και ατμόσφαιρα θρίλερ. Αποκαλυπτική. Για την ανθρώπινη φύση. Και την τρομοκρατία. Για το αίσθημα ανασφάλειας, την ενοχή και την εμμονή.
«Το κεφάλι της γάτας» που επανακυκλοφόρησε πρόσφατα (με σημαντικές τροποποιήσεις του συγγραφέα) από τις εκδόσεις «Μίνωας», γράφτηκε το 1977, πρωτοδημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1978 («La tete du chat>, εκδόσεις
Οι κριτικές παντού, υπήρξαν διθυραμβικές: <θρίλερ σύντομο και ασφυκτικό…. Κι αν μια μέρα ένας από μας γινόταν αντικείμενο μιας παρόμοιας εγκληματικής ψύχωσης;… Αυτός ο λυτός και μαύρος μύθος αναπτύσσει μια τρομακτική ηχώ> (Λε Νουβέλ Ομπσερβατέρ).
«Αρχίζει τότε ένα ανθρωποκυνηγητό όπου ο κυνηγός μπορεί να μετατραπεί σε θήραμα. Η πρωτοτυπία του βιβλίου οφείλεται στο κίνητρο του Πολ. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται αδύνατο, αν κάποιος δεν έχει γαλουχηθεί με ταξικό μίσος, να συμπαθήσει το δολοφόνο. Συμβαίνει όμως το αντίθετο. Ο Αλεξάκης μας τον κάνει προσιτό» (Λε Μοντ).
Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, μοιάζει σαν αίνιγμα. Ενας άντρας σκοτώνει μια γάτα. Χαίρεται που τελικά το μπορεί.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, ένας μεγαλοσυγγραφέας (διάσημος και πλούσιος, με βιβλία που κολακεύουν τον αναγνώστη) στο σπίτι του, περνά οικογενειακές στιγμές. Κοινωνικές στιγμές. Στο σπίτι ενός φίλου του, νοιώθει ότι παρακολουθείται. Και όταν επιστρέφει με την γυναίκα του από ένα εστιατόριο θα βρει τον μικρό γιο του σε νευρική κρίση. Κάποιος έχει πετάξει στο δωμάτιό του απ’ το παράθυρο του δρόμου μια αποκεφαλισμένη γάτα. Το κεφάλι θα φτάσει στον ίδιο με το ταχυδρομείο, προσεχώς. Από κει και μετά κάθε στιγμή θα αισθάνεται ότι απειλείται: στο γραφείο, στο σπίτι, στο δρόμο. Κάποιος διαρκώς τον παρακολουθεί. Ο Ζαν Λουί πια δεν μπορεί με τίποτε να ησυχάσει.
Την ταυτότητα του δράστη ο αναγνώστης την μαθαίνει από τη μέση του βιβλίου και μετά. Γνωρίζουμε πρώτα τον Πωλ εκεί που εργάζεται. Σε μια φαρμακευτική εταιρεία. Το όνειρό του ήταν κάποτε να γίνει γιατρός. Στο παρελθόν, ταπεινώσεις, η μάνα που καθαρίζει σκάλες, ο καρκινοπαθής μπαμπάς. Το παρόν του, μια συνεχής παρατήρηση. Το υποθηκευμένο μέλλον του κόσμου. Οι ελάχιστοι που είναι προδιαγραμμένο να κυβερνήσουν. Ο Ζαν Λουί που συγκαταλέγεται μέσα σ’ αυτούς.
Τον γνωρίζει τυχαία. Σε ένα εστιατόριο. Θα το στείλει στον τύπο «δεν είναι κάτι προσωπικό». Το γέλιο του Ζαν Λουί Ντιμπούρ για την πομπή των οδοκαθαριστών θα είναι η θανατική του καταδίκη. Τον επιλέγει ακριβώς γι’ αυτό. Και γι’ αυτό. Και για ό,τι αυτός αντιπροσωπεύει.
Στη συνέχεια θα παίξουν σαν την γάτα με το ποντίκι. Στο μεταξύ για τον αναγνώστη ξεδιπλώνονται και οι δυο: Ο χαρακτήρας τους μέσα από την καθημερινότητα και τις αναμνήσεις. Οι επιδιώξεις, οι φόβοι, οι εμμονές και των δυο.
Το τέλος απρόσμενο. Ο θύτης για λίγο θα γίνει θήραμα. Η άβυσσος πραγματικά της ανθρώπινης ψυχής.
Και μέσα σε όλα αυτά, το ταξικό Παρίσι. Οι «καλές συνοικίες». Και οι άλλες «οι ανήλιαγες φτωχογειτονιές». Οι εργάτες που επιστρέφουν με αδειασμένα τα μάτια. Ο σεισμός που μπορεί να γίνεται μέσα στο κεφάλι του ενός. Το ταξικό χρέος και οι ενοχές στο μικροσκόπιο. Ο άδηλος τρόμος, η μοναξιά του ανθρώπου, η «υπόσχεση» στους επιγόνους: <«Μια μέρα» σκέφτεται «θα τους διηγηθώ την ιστορία που δεν μπόρεσα να τους πω απόψε. Θα μπορούσα να την ονομάσω «Το κεφάλι της γάτας». Πως θα την κρίνουν άραγε; Το γεγονός είναι ότι δεν έχω άλλη ιστορία να τους πω>.
Η επιλογή του, μονόδρομος. Το κείμενο – προκήρυξη για τις εφημερίδες, σχεδόν προσευχή.
Ένα βαθύτατα υπαρξιακό βιβλίο που αποδεικνύει ότι η ξένη πόλη μας κάνει ευαίσθητους, ευάλωτους, οξυδερκείς και παρατηρητικούς. Ο,τι δεν βλέπουμε διότι το συνηθίσαμε, ξαφνικά μας αποκαλύπτεται.
Διαβάζεται, ως είναι φυσικό, με κομμένη την ανάσα. Διότι, ούτε καν οι δυο ήρωες δεν ξέρουν πως θα αντιδράσουν την επόμενη στιγμή.
Ενας Αλεξάκης που εμπεριέχει και ό,τι έγινε.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ: μια συζήτηση
«Η ταυτότητα έχει ενδιαφέρον σαν αναζήτηση, είναι ανοιχτή, η κλειστή είναι για την αστυνομία»
Είναι εδώ για να ρωτά, όχι για ν’ απαντάει! Σκηνοθετεί την ίδια του τη ζωή, προκειμένου να «βιώσει» το καινούργιο βιβλίο. Τον βασανίζει το παράδοξο, ο έρωτας, η γλώσσα, η μνήμη κι ο θάνατος. Είναι βέβαιος πλέον ότι οι γλώσσες γνωρίζονται μεταξύ τους. Έγινε συγγραφέας για να αυτοπαραμυθιάζεται. Συμφωνεί με τον Προυστ, νυν υπέρ πάντων το ύφος! Άρα ένα βιβλίο γράφουμε όλη μας τη ζωή «διότι ένα είναι το ύφος». Ακόμα και η ταυτότητα γι’ αυτόν, αναζήτηση είναι. Μια ταυτότητα ανοιχτή. Η… κλειστή είναι για την αστυνομία!
Βρεθήκαμε στο σπίτι των Αθηνών κι αφού χάζεψα με το πάσο μου (το μπιλιάρδο, το κίτρινο πάτωμα, τον τοίχο με το πορφυρό βυζαντινό, το κάδρο με τις κίτρινες κάλτσες), αρχίσαμε ένα κουβεντολόι δίχως σταματημό. Πόνεσα όταν τον… έκοψα. Αλλ’ έπρεπε κάπως να χωρέσω τον Αλεξάκη- ποταμό σε σελίδες, προσπαθώντας ταυτόχρονα και να διασώσω δυο γλώσσες, δυο πατρίδες…
Στις προθήκες ολόφρεσκο το λεύκωμα «Μήπως πρέπει να κλείνουμε τα σιντριβάνια όταν βρέχει;» από τον «Μίνωα». Ακόμα νωπό το μυθιστόρημα που επανακυκλοφόρησε το καλοκαίρι «Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ Μπουμ». Κι από τον «Εξάντα» εντός του Νοέμβρη το πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα «μ.Χ» (μετά Χριστόν, όπως το καταλάβατε). Στο μεταξύ, από τις εκδόσεις Γκαλιμάρ κυκλοφορούν σε βιβλία τσέπης τα άπαντά του, ενώ την άνοιξη θα επανακυκλοφορήσει από τον «Μίνωα» και ο «Έλεγχος ταυτότητας». Ε είναι οι χρονιές του!
- Ένα βιβλίο που επανεκδίδεται, κύριε Αλεξάκη, είναι ένα άλλο, ένα καινούργιο βιβλίο;
- Είναι μια ευκαιρία για τα βιβλία να συναντήσουν μια νέα πελατεία, ευρύτερη ίσως και καινούργια. Και μια ευκαιρία για μένα να τα ξαναδουλέψω. Δεν θεωρώ ποτέ ότι ένα βιβλίο είναι τελειωμένο. Η έννοια δηλαδή του αριστουργήματος για μένα είναι ένα παραμύθι για παιδάκια.
- Τι είναι εκείνο που θα κάνει έναν συγγραφέα να πει «μέχρι εδώ» και να σταματήσει τις διορθώσεις;
- Μα ο θάνατος, φυσικά!
- «Μήπως πρέπει να κλείνουμε τα σιντριβάνια όταν βρέχει;» Όλοι οι τίτλοι σας είναι καλοί, τελικά!
- Αυτό το έλεγαν και για τον Σιμενόν, ότι είχε ιδιαίτερο ταλέντο στους τίτλους. Η Σαγκάν, όταν τελείωνε ένα βιβλίο και ήθελε να βρει έναν τίτλο, έπαιρνε τον Σιμενόν.
- Λεύκωμα με αποφθεγματικό χαρακτήρα και σκίτσα, έτσι;
- Το έκανα αυτό το επάγγελμα παλιά στη Γαλλία και με βοήθησε να ζήσω. Είναι και κάτι που κράτησα σε όλη μου τη ζωή.
- Και το καινούργιο σας μυθιστόρημα;
- Κυκλοφορεί ταυτόχρονα στη Γαλλία και απ’ τον «Εξάντα». Θυμίζει λιγάκι την «Μητρική γλώσσα» που ήταν γύρω από το έψιλον των Δελφών. Εδώ είναι μια έρευνα γύρω από το Άγιο Όρος και γύρω από τις αρχαιότητες. Διότι το Άγιο Όρος κατοικείτο στην αρχαιότητα και υπήρχαν πέντε πόλεις τις οποίες κατέστρεψαν οι μοναχοί για να φτιάξουν τα μοναστήρια τους, τα μοναστήρια είναι χτισμένα με τα υλικά πέντε αρχαίων πόλεων! Τα αγάλματα δεν μάθαμε ποτέ τι έγιναν, άρα στο Άγιο Όρος συνυπάρχουν οι δυο Ελλάδες ανάμεσα στις οποίες υπάρχει ένα χάος, η Αρχαία Ελλάδα και η Βυζαντινή. Είναι δυο κόσμοι αντιμαχόμενοι.
- Να υποθέσω ότι έχετε πάει στο Άγιο Όρος.
- Ναι, έχω πάει στο Άγιο Όρος, βέβαια το θέμα του βιβλίου δεν είναι μόνον το Άγιο Όρος. Την έρευνα μέσα στο μυθιστόρημα, γιατί για μυθιστόρημα πρόκειται, την κάνει ένας νεαρός που σπουδάζει ελληνική φιλοσοφία. Και για λογαριασμό μιας γριάς κυρίας τυφλής και πολύ πλούσιας που σκέφτεται μάλλον να αφήσει την περιουσία της στα μοναστήρια, άρα θέλει να ξέρει τι γίνεται και τι είδους άνθρωποι είναι οι μοναχοί. Αυτό είναι το ένα σκέλος της έρευνας του νεαρού ο οποίος αποφασίζει να κάνει και το διδακτορικό του επάνω στις αρχαιότητες του Άθω, που είναι άλλη ιστορία, τελείως διαφορετική
- «Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ – Μπουμ» κυκλοφόρησαν το 1975 για πρώτη φορά στη Γαλλία. Τι άλλαξε και τι έμεινε ίδιο στο μεταξύ;
- Είναι ένα βιβλίο που έχει την ηλικία μου (ήμουν 28 χρονώ όταν το έγραψα) και έχει την ηλικία της εποχής του. Αυτά όλα άλλαξαν. Η φιλελεύθερη Γαλλία της δεκαετίας του ‘70 έχει γίνει μια χώρα πολύ στυγνή, που απορρίπτει τους ξένους. Τα φιλελεύθερα, ανθρωπιστικά και χιουμοριστικά συνθήματα του Μάη του ‘68, τα έχουν διαδεχτεί ρατσιστικά συνθήματα στους τοίχους του Παρισιού. Να τι άλλαξε!
Τώρα σε μένα προσωπικά τι άλλαξε; Έχω γράψει δέκα μυθιστορήματα, μπορώ και καταπιάνομαι με θέματα όλο και πιο περίπλοκα… Τότε, ίσως να μην ήξερα ότι θα αφιέρωνα όλη μου τη ζωή στο μυθιστόρημα και έγραφα τα Σαββατοκύριακα. Αλλά, βεβαίως, εκείνο που με ενδιέφερε πάντα ήταν το μυθιστόρημα. Από δώδεκα χρονών ήθελα να κάνω βιβλία. Δεν ήξερα ακόμη αν είχα την ικανότητα να γίνω μυθιστοριογράφος.
- Και πότε αντιλαμβάνεται κάποιος ότι μπορεί να γίνει μυθιστοριογράφος;
- Αυτό το μαθαίνεις γράφοντας. Την βεβαιότητα δεν την αποκτάς ποτέ, ούτε τώρα την έχω. Δηλαδή είσαι βέβαιος ότι ήσουν ικανός να κάνεις το τελευταίο βιβλίο, αλλ’ αυτό δεν σημαίνει ότι θα μπορέσεις να κάνεις και το επόμενο. Κάθε φορά που ξεκινώ, έχω πάρα πολλές αμφιβολίες.
- Πόσο παρών είστε μέσ’ τα βιβλία; Στις «Ξένες λέξεις» δεν το συζητώ, είστε ο βασικός πρωταγωνιστής, στο «Θα σε θυμάμαι κάθε μέρα» είναι σαν ένα γράμμα στη μητέρα σας «εκ των υστέρων»…
- Η αίσθηση ότι περιγράφω πραγματικά περιστατικά δεν είναι ούτε σωστή, ούτε εσφαλμένη. Υπάρχει το ενδεχόμενο όχι να περιγράφω πράγματα τα οποία έχω ζήσει, αλλά να ζω πράγματα τα οποία θέλω να περιγράψω. Αυτό δεν εντάσσεται σε βιβλίο αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, διότι δεν μεταφέρω τη ζωή στο μυθιστόρημα, μεταφέρω το μυθιστόρημα στη ζωή. Σκηνοθετώ την ίδια μου τη ζωή έτσι, ώστε να συμβούν κάποια πράγματα τα οποία χρειάζομαι για ένα βιβλίο. Είναι θέμα κρίσης και όχι εξομολόγησης.
- Πως είναι να βρίσκεσαι ανάμεσα σε δυο γλώσσες, κύριε Αλεξάκη; Σε δυο πατρίδες;
- Είναι μια θέση αρκετά πλεονεκτική, τελικά. Γιατί όπως ξέρεις η λογοτεχνία είναι θέμα ύφους και θα πρέπει την γλώσσα να μην την ξέρεις απλώς, αλλά να ψάξεις να βρεις σ’ αυτήν και το ύφος σου. Νομίζω, όμως, ότι μάλλον με έχει βοηθήσει αυτή η διγλωσσία και το πήγαινε- έλα διότι μου επιτρέπει να βλέπω την πραγματικότητα από μεγαλύτερη απόσταση και εννοώ και την ελληνική και την γαλλική. Τα πράγματα εξακολουθούν να με ξαφνιάζουν, πουθενά δεν αισθάνομαι μπλαζέ. Με ξαφνιάζουν, επίσης, τα ίδια μου τα βιβλία.
Αν έγραφα μόνο σε μια ξένη γλώσσα και είχα εγκαταλείψει την δική μου, όπως το έχουν κάνει άλλοι συγγραφείς, ο Ναμπόκοφ που άφησε τα ρώσικα, ο Κόνραντ που άφησε τα πολωνικά, είναι άλλη περίπτωση. Για μένα το σημαντικό ήταν πάντα να κρατήσω τη μητρική μου γιατί πιστεύω ότι μέσα από την μητρική σου γλώσσα μαθαίνεις τις ξένες.
- Τι σημαίνει για σας, και τι μπορούμε να ξαναβρούμε μέσα από μια νέα γλώσσα; Με τα σάνγκο ήταν σα να προσπαθήσατε να ορίσετε την ζωή από την αρχή, ή κάνω λάθος;
- Μαθαίνοντας μια ξένη γλώσσα ανακαλύπτεις στοιχεία της μητρικής σου γλώσσας τα οποία σου φαίνονταν μέχρι τότε τελείως φυσιολογικά και δεν είχαν κανένα απολύτως ενδιαφέρον. Άρα η μελέτη μιας ξένης γλώσσας είναι μελέτη και της μητρικής σου γλώσσας.
Τι άλλο μπορεί να σημαίνει η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας; Μια ανανέωση, δηλαδή ξαναγίνεσαι παιδί και ξεκινάς πάλι απ’ το μηδέν. Και μάλιστα η υποψία μου ήταν αν ένοιωσα την ανάγκη να μάθω μια επιπλέον γλώσσα ακριβώς επειδή είχα αρχίσει να γερνάω. Ένα είδος νοσταλγίας, δηλαδή, της εποχής που δεν ήξερα καμία γλώσσα.
- Ένα βιβλίο γραμμένο απ’ την αρχή σε μια άλλη γλώσσα, είναι ένα άλλο βιβλίο;
- Οι γλώσσες γνωρίζονται μεταξύ τους, τα ελληνικά και τα γαλλικά γνωρίζονται. Όλα μεταφράζονται, αν το ύφος δεν μεταφραζόταν σε άλλη γλώσσα ο Ντοστογιέφσκι θα είχε αναγνώστες μόνο στη Ρωσία. Βεβαίως και δεν είναι άλλο βιβλίο, δεν γράφει τα βιβλία μου η γλώσσα, εγώ τα γράφω. Κι οι γλώσσες έχουν την καλοσύνη να με εξυπηρετούν, δηλαδή να δίνουν λύση στα προβλήματα που έχω εγώ. Δεν μου υπαγορεύουν τα κείμενά μου οι γλώσσες, όχι. Και κινέζικα να έγραφα, τα ίδια βιβλία θα έκανα.
- Τι, ακριβώς, είναι για σας κάθε καινούργιο βιβλίο; Δουλειά, η κορυφή του παγόβουνου, η λύση στο αίνιγμα, περνώ καλά, γράφοντας καταλαβαίνω αυτό που ζω…
- Στην ουσία είναι κάτι που θέλω ν’ ανακαλύψω. Δεν το αντιμετωπίζω σαν διασκέδαση, σαν μια φοβερή δουλειά το αντιμετωπίζω. Είναι, όμως, και κάτι που έχω ανάγκη. Καθώς περνάει η ζωή ταυτόχρονα να προχωρά και μια ιστορία! Δηλαδή έχω την ανάγκη να κάνω δύο ζωές, μια κανονική και μία μέσα απ’ τα βιβλία μου. Η ζωή η ίδια δεν μου αρκεί, μου φαίνεται λίγη. Όταν γράφω έχω μια τεράστια σκοτούρα, αλλά όταν δεν γράφω, έχω αυτή την έλλειψη. Μου φαίνεται ανεπαρκής η ζωή.
Τα θέματα που διαλέγω είναι θέματα τα οποία ανοίγουν ένα δρόμο. Η Αφρική είναι ένας δρόμος, το Άγιο Όρος είναι ένας δρόμος. Το έψιλον των Δελφών στην «Μητρική γλώσσα» είναι ένας δρόμος. Το να μιλήσω με την πεθαμένη μητέρα μου δεν ήξερα πού θα με βγάλει, άσχετα αν έχει τόσο έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, ήταν όμως ένας δρόμος, δεν ήξερα πώς θα τελειώσει αυτή η κουβέντα με τη μάνα μου. Θα την χάσω ξανά; Κάθε φορά γράφοντας, κάτι ανακαλύπτω, κάτι μαθαίνω, κάπου πάω. Είναι λοιπόν ένα ταξίδι και το χρειάζομαι αυτό το ταξίδι. Έως ότου ναυαγήσω, οπότε θα διηγηθώ ένα ναυάγιο. Είναι κι αυτό ένα είδος ταξιδιού.
- Τι ήταν εκείνο που βάρυνε στην απόφασή σας να γίνετε συγγραφέας;
- Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι γράφουμε επειδή σκοτεινιάζει, επειδή φοβόμαστε το σκοτάδι, επειδή χρειαζόμαστε τα παραμύθια που μας έλεγαν όταν ήμασταν μικροί για να κοιμηθούμε! Μπορεί αυτήν την διαδικασία να συνεχίζω και επειδή δεν υπάρχει κανείς να μου διηγηθεί κανένα παραμύθι, τα λέω ο ίδιος στον εαυτό μου και επειδή είμαι και πολύ αφελής, τα πιστεύω.
- Λένε ότι ένα βιβλίο γράφουμε ολόκληρη τη ζωή, το ίδιο αίνιγμα, γρίφο, λύνουμε, αλήθεια είναι;
- Νομίζω είναι αλήθεια, ο Προυστ το ‘χει πει αυτό και ίσως επειδή το ‘ξερε καλά, μόνον ένα βιβλίο έγραφε. Στην ουσία όλο αυτό αφορά το θέμα του ύφους, δεν γράφεις πολλά βιβλία, ανακαλύπτεις ένα ύφος κι αυτό είναι το ύφος όλων των βιβλίων. Άρα ένα είναι το βιβλίο διότι ένα είναι το ύφος.
- Τις ίδιες εμμονές έχουμε; Εσείς έχετε συγγραφικές εμμονές;
- Εύκολα μπορεί ν’ ανακαλύψει κάποιος κοινά στοιχεία, θέματα που επανέρχομαι συνέχεια, όποιο κι αν είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου. Όπως η γλώσσα, η μνήμη, το θέμα του θανάτου, φυσικά.
- Συγκλονιστική αυτή η σκηνή με τ’ ανυπάκουα χέρια του ήρωα στα «Κορίτσια», που τελικά τον πνίγουν. Εμείς είμαστε ο διώκτης μας;
- Έχω αυτή την αίσθηση, ότι είμαι κι εγώ ένας κίνδυνος για τον εαυτό μου. Ίσως όμως αυτή η αντίληψη να πηγάζει από το μάθημα των θρησκευτικών όπου σου δημιουργείται η πεποίθηση ότι έτσι ή αλλιώς είμαστε ένοχοι, ότι μας κατατρέχει το κακό, ότι υπάρχει ο διάβολος, ότι θα πάθουμε χοντρές ζημιές. Αυτή η αντίληψη υπάρχει στην αυτοκτονία του ήρωα με τα χέρια του στα «Κορίτσια του Σίτυ Μπουμ- Μπουμ», διότι με τα χέρια θα πιάσει το στήθος της κοπέλας…
- Το γράψιμο βοηθά κάπως να σταματήσει η… δίωξη; Με το καινούργιο βιβλίο τι επιδιώξατε; Να νικήσετε, εν τέλει, ολοσχερώς τις… ενοχές;
- Δεν είναι τόσο θέμα ενοχής όσο, έβαλα μια τάξη στο μυαλό μου. Να ξεκαθαρίσω μέσα μου τα πράγματα ήθελα, να δω ποια είναι η δική μου ταυτότητα. Να καταλάβω ποια Ελλάδα θέλω και τι απορρίπτω. Να διαλέξω ομάδα, βρε παιδί μου!
- Θα μπορούσαμε, δηλαδή, να πούμε ότι την ταυτότητά μας, τον εαυτό μας αναζητάμε γράφοντας;
- Η λέξη «ταυτότητα» έχει ενδιαφέρον σαν αναζήτηση, όχι σαν λύση. Δηλαδή έχει ενδιαφέρον να αναπτύσσεται μια ταυτότητα, να εμπλουτίζεται, να προσδιορίζεται. Μια ταυτότητα ανοιχτή, μια ταυτότητα διαλόγου, όχι μονολόγου. Όταν πέσουμε στον μονόλογο, η ταυτότητα χάνει κάθε ενδιαφέρον. Καταντάει ένα είδος ταυτότητας που ενδιαφέρει μόνον την αστυνομία.