5/11/07

Οι ιστορίες των ανθρώπων είναι οι ιστορίες των ερώτων τους


Οι δικαιωμένες ζωές της ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ

(Στον Δημοσθένη- Marko: για τη συγγένεια, την Φωτεινή, τον άλλο Δημοσθένη και τον Λάμπη. Για «ό,τι λάμπει μέσα μας» παρ’ ότι τ’ αγνοούμε, «μα ωστόσο λάμπει»)

Την πρώτη φορά που την διάβασα, το πρώτο που σκέφτηκα, είναι «μα δεν μπορεί, γράφει για μένα». Εγώ είμαι η κόρη της Ανθής Αλκαίου. Αλλά και η Ανθή Αλκαίου, εν δυνάμει, και πάλι εγώ.
Κατόπιν κατάλαβα ότι την… περίμενα. Πότε θα ξαναγράψει.
Στον «Ερωτα φαρμακοποιό», την έψαξα? με έψαξε? Δεν το καλοθυμάμαι!
Στη «Μάρθα Φρόυντ» την γνώρισα. Απόλυτα συγγενική, γοητευτική, σοφή και θεραπευτική σαν καθαρή και αρωματισμένη, ιαματική γάζα. Μιλούσε για τα δύσκολα, και μαλάκωνα. Μιλούσε για θλίψη, αρρώστια και θάνατο κι έβγαζε φως. Δικαιωμένες ζωές, να γιατί μιλούσε η Φωτεινή Τσαλίκογλου. Γιατί η Φωτεινή Τσαλίκογλου τους πονάει τους ήρωές της. Με έναν τρόπο λυτρωτικό, με αποδοχή, με θαυμασμό ιδιαίτερο. Ε κι όταν διάβασα για την παραμυθένια ζωή του Άντερσεν, που μόνον εκείνη επισήμανε, τότε κατάλαβα πια για καλά τον λόγο: Είναι το φως που βγαίνει μέσω της τέχνης απ’ το σκοτάδι. Είναι η ιερότητα της ζωής σε όλες τις εκφάνσεις.
Ό,τι ακολούθησε ήταν και για μας τις δυο όπως και η ζωή του Άντερσεν, μέσα στο έρεβός του, παραμυθένιο.
Την συναντούσα ή της τηλεφωνούσα μέσα από τα πιο επώδυνα, τα δύσκολα. Κι ήταν εκεί, να τα τακτοποιεί, να με παρηγορεί, να τα τοποθετεί στο μαγικό παζλ της ζωής, αναδεικνύοντάς τα στο «πιο ακριβό κομμάτι». Έτσι η Φωτεινή με έκανε και άντεξα ό,τι δεν θ’ άντεχα.
Η Φωτεινή που ήταν παραγγελιά που εκπλήρωσα κάπως αργά. Αλλ’ όμως τις κρατώ, έστω κι αργά, τις υποσχέσεις.

Στο… βιβλίο, τώρα.

«Επινοούμε τα ψέματα που μας καθησυχάζουν!»

Ζώντας μονίμως η ίδια και στην… «Άλλη όχθη», με την έννοια, δηλαδή, πως είναι ταυτόχρονα και ψυχολόγος και συγγραφέας, η Φωτεινή Τσαλίκογλου έχει κατορθώσει μέχρι στιγμής τα ακατόρθωτα: Να γυρίζει τους ήρωες και ανάποδα σαν το πουλόβερ.
Στο πρώτο της βιβλίο «Η κόρη της Ανθής Αλκαίου» έδωσε σάρκα και αίμα στην κατάθλιψη.
Στο δεύτερο βιβλίο της «Έρως Φαρμακοποιός», ψηλάφισε το υλικό του έρωτα και τη θαυματουργική δράση κι αντίδρασή του.
Στο τρίτο της μυθιστόρημα «Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ» χάρισε φωνή σε μια γυναίκα που όλοι γνωρίζαμε αλλά ποτέ δεν την ακούσαμε να μιλά, να ονειρεύεται ή να διαμαρτύρεται. Στο Σίγμουντ Φρόυντ μια ζωή παρέμειναν τα φώτα.
Στο τελευταίο της μυθιστόρημα «Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά» τολμά να αναφερθεί και στην «Ιερά νόσο». Αλλά και στη ζωή, στον θάνατο και τη γραφή. Στα μυστικά και στα ψέματα. Στις ψευδαισθήσεις, στο προσωπείο και το πρόσωπο που συχνά κι εμείς οι ίδιοι συγχέουμε ή μπερδεύουμε.
Διότι η ηρωίδα της Φωτεινής Τσαλίκογλου στο βιβλίο «Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά» είναι ταυτόχρονα κι εδώ και στην άλλη όχθη.

«… Ήταν Παρασκευή, 8 Ιουνίου του 1993. Τέσσερις η ώρα το απόγευμα κι ήμουν οκτώ χρόνων»…
Το νήμα αρχίζει να ξετυλίγεται από την κορυφαία στιγμή.
Ένα κοριτσάκι περπατά με τους γονείς της στο Central Park. Όλα είναι πράσινα κι ανθισμένα. Ένας μαύρος τραγουδά μέσα στο πάρκο, μια γυναίκα με σαξόφωνο τον συνοδεύει, δύο αγόρια με πατίνια τους προσπερνούν, ένα κοριτσάκι με σιδεράκια έχει χαθεί και αναζητείται, ένα άλλο αναζητεί το σκυλάκι της… Ο πατέρας κρατά μια κάμερα και καταγράφει τις σκηνές. Είναι την ώρα, ακριβώς, που η οκτάχρονη τότε Ιουλία θα συναντήσει για πρώτη φορά την αρρώστια της.
«Επιληψία. Άλλοτε τη λέγαν ιερά νόσο».
Τα επόμενα κεφάλαια είναι χρόνια μετά. Η Ιουλία Δαμασκηνού είναι πια ετών δεκαεννιά. Ορφανή μητρός και κόρη ψυχιάτρου. Και εξακολουθεί να διαπιστώνει «δεν είμαι σαν τα άλλα παιδιά». Και εξακολουθεί να αναρωτιέται «που είναι όταν χάνεται» και «για πόσο καιρό».
Αλλά ταυτόχρονα κατασκοπεύει απ’ το φεγγίτη τους ασθενείς του πατέρα της, πληροφορείται τα πάντα για την ιερά νόσο της, μαζεύει σαν το ζητιάνο ψηφίδα- ψηφίδα τα μυστικά της μάνας της, μπαίνει σε άλλων ζωές που «χάνονται για λίγο» από την ίδια αιτία, παρακολουθεί μαθήματα «Αυτοαντίληψης και δημιουργικής γραφής», μαθαίνει πως γράφεται, τελικά, μια ιστορία, και φυσικά ερωτεύεται. Τον Σωτήρη Ντάβαρη, έναν συγγραφέα που, επίσης, δεν έχει μητέρα και περιμένει παιδί. Του εμπιστεύεται τα πιο μύχια μυστικά της. Ακόμα κι εκείνο εκεί που εγγράφηκε στην κάμερα, το 1993 στην Νέα Υόρκη και που ακόμα κι αυτή η ίδια το αγνοεί.
Τα κεφάλαια μοιάζουν σαν αλλεπάλληλα μικρά ηλεκτροσόκ. Αντιφατικές ζωές των ασθενών του πατέρα, το παραμύθι με τον Πιγκουίνο που άρεσε να της διηγείται η μητέρα, η αδελφή της (εκ νόσου) στην Αφρική, ο κόσμος των ηρώων και η μαγική ζωή της μυθιστορίας, το κόκκινο φουστάνι της μητέρας, το συστημένο δέμα της στον δάσκαλο, τα μυστικά της μητέρας, η ερωτευμένη ασθενής του πατέρα και ο θρυμματισμένος φεγγίτης.
Η διαπίστωση ότι το ίδιο συμβάν, ο ίδιος άνθρωπος, μπορεί να είναι η κόλασή μας κι ο παράδεισός μας. Τα ψέματά μας που μπορεί να είναι και η μοναδική μας αλήθεια. Οι εκλεκτές συγγένειες που μπορούν να συνενώσουν την Ιουλία με τον Βαν Γκογκ και την μικρή Λειλά στην Αφρική. Η διαδικασία της γραφής που δεν είναι άλλη από το «να ξεκλειδώνεις τα μυστικά του κόσμου». Οι ασθενείς του πατέρα που ήταν «το ίδιο αληθινοί με τους φανταστικούς ήρωες της λογοτεχνίας». Οι αρρώστιες που είναι «κλειδιά που μας επιτρέπουν να ανοίγουμε ορισμένες πόρτες». Ο λαμπρός έρωτας που διαθέτει την θαυματουργική εκείνη δύναμη που θα σε αθωώσει. Οι ιστορίες των ανθρώπων που δεν είναι άλλες από τις «ιστορίες των ερώτων τους». Ο θάνατος που μπορεί και να σημαίνει πως «μεγαλώνω κάπου αλλού». Όλα, «εκδοχές του ίδιου»: Η προδοσία, η μεταμφίεση, η μετάθεση… ο τρόπος που μας βλέπει ο καθένας και γινόμαστε ένας άλλος γι’ αυτόν. Και, φυσικά, η τελική διαπίστωση πως «η ζωή είναι ένα χωρατό» που είναι και η αποκορύφωση του δράματος.
Διότι η ζωή είναι πολύ σοβαρή για να την παίρνει κανείς στα σοβαρά.
Το αποτέλεσμα, ένα πολύ σημαντικό βιβλίο. Για την υγεία και την ασθένεια, πρώτα απ’ όλα. Για τη ζωή και τον θάνατο. Για την αλήθεια και το ψέμα. Για τον έρωτα και την ψευδαίσθησή του. Για τη γραφή και για τον κόσμο των ηρώων. Για την Ιερά νόσο που είναι μια πρόγευση θανάτου, κατά συνέπεια κόλασης και παράδεισου. Για το παράδοξο και τη μαγεία της ζωής.
Με ένα κομματάκι ζάχαρη στην άκρη: Ένα καλά κρυμμένο μυστικό στην κάμερα. Ένα καλά κρυμμένο ψέμα στη γέννηση και τη ζωή του συγγραφέα. Μια απίθανη συνάντηση σε ένα μαιευτήριο. Για να διαπιστώσει, τελικά, η Ιουλία η ηρωίδα, ότι το ίδιο πράγμα είναι και το αντίθετό του. Και πως θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι ταυτοχρόνως κι αλλιώς. Μέσα μας «τα βαφτίσια τους» σε «καλό» ή «κακό» γίνονται.
Μια ιστορία στην οποία η Φωτεινή Τσαλίκογλου μας εξηγεί για την ψυχή μας τόσα μα τόσα πολλά! Και πάνω απ’ όλα πως η ζωή είναι ένα όνειρο μέσα σε όνειρο.


«Φαντασιώνουμε ότι ο έρωτας μας αθωώνει»
ή
«Παίζεις το Θεό γνωρίζοντας ότι είσαι ένα μικρό ταπεινό τίποτα» (μια κουβέντα)

«Πολλά τα οφέλη της γραφής: Εξημερώνεις το φόβο, διασκεδάζεις, γελάς, χαμογελάς, υπομηδειάς, κλείνεις συνωμοτικά το μάτι τους ήρωές σου, τους υποκαθιστάς, τους ανταλλάσσεις, τους περιφρονείς, τους λατρεύεις, τους αφανίζεις, τους ανασταίνεις. Παίζεις το Θεό γνωρίζοντας ότι είσαι ένα μικρό ταπεινό τίποτα».
Η Φωτεινή Τσαλίκογλου γνωρίζει καλά τους μηχανισμούς της γραφής. Από την… καλή και την ανάποδη και από τις «δύο όχθες», τελικά. Και ως Ψυχολόγος (είναι Καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο) και ως συγγραφέας.
Διότι μπορεί, ταυτοχρόνως, να γνωρίζει καλά και την ανθρώπινη ψυχή. Να αγγίζει λεπτές ή αόρατες χορδές της μέσα από τους ήρωες. Να θίγει ζητήματα που ή θεωρούνται ταμπού, ή είναι απρόσιτα ως πολύ απαιτητικά.
Στο πρώτο της μυθιστόρημα «Η κόρης της Ανθής Αλκαίου» ήταν η κατάθλιψη. Στο «Έρωτας Φαρμακοποιός» ο έρωτας ως γιατρικό και ως «το ζωτικό μας ψεύδος». Στο βιβλίο «Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ» αυτή καθ’ εαυτή η ψυχανάλυση.
Στο καινούργιο της βιβλίο η Φωτεινή Τσαλίκογλου ζωντανεύει την Ιερά νόσο. Μέσα από ένα μυθιστόρημα, κατ’ εξοχήν ερωτικό, που όμως κινείται σε πολλαπλά επίπεδα. Αφορά την διαδικασία αυτής καθ’ εαυτής της γραφής και τους μηχανισμούς επιβίωσης της ζωής.
«Ονειρεύομαι πως είμαι καλά» ο τίτλος του. Κυκλοφόρησε από τον «Καστανιώτη».
Και στις σελίδες του, όλα αρχίζουν από μια Παρασκευή. Εκείνη της 8ης Ιουνίου του 1993. Ένα κοριτσάκι περπατά με τους γονείς της στο Centrel Park. Όλα είναι πράσινα κι ανθισμένα. Ένας μαύρος τραγουδά μέσα στο πάρκο, μια γυναίκα με σαξόφωνο τον συνοδεύει, δυο αγόρια με πατίνια τους προσπερνούν, ένα κοριτσάκι με σιδεράκια έχει χαθεί και αναζητείται, ένα άλλο αναζητεί το σκυλάκι της… Ο πατέρας κρατά μια κάμερα και καταγράφει τις σκηνές. Είναι την ώρα, ακριβώς, που η οκτάχρονη τότε Ιουλία θα συναντήσει για πρώτη φορά την αρρώστια της.
«Επιληψία. Άλλοτε την λέγαν ιερά νόσο».
Η ιστορία που ακολουθεί είναι η ιστορία της Ιουλίας Δαμασκηνού. Που χάνεται κάθε τόσο στα μονοπάτια της αρρώστιας της, συναντά τους ομοίους της, ερωτεύεται, φλερτάρει με την ιδέα της γραφής, κατασκοπεύει τους ασθενείς του ψυχιάτρου πατέρα της,. Διότι, εν τέλει, είναι ένα βιβλίο για την υγεία και την ασθένεια, για τον θάνατο και τη ζωή. Για την αλήθεια και το ψέμα. Για τον έρωτα και την ψευδαίσθησή του. Για τη γραφή και για τον κόσμο των ηρώων. Για τον παράδεισο και την Κόλαση. Για το παράδοξο και την μαγεία της ζωής.
Για όλα αυτά μας μίλησε η Φωτεινή Τσαλίκογλου.

- Τι είναι εκείνο που σας έκανε να ασχοληθείτε με την «Ιερά νόσο» στο καινούργιο σας μυθιστόρημα, κυρία Τσαλίκογλου;

- Ιερά νόσος. Δυο εντελώς αντίθετα πράγματα βρίσκονται μαζί. Το ιερό και το άρρωστο. Δεν είναι τυχαίο που από τα βάθη των αιώνων θεωρούσαν όσους έπασχαν από επιληψία δαιμονισμένους αλλά και θεόσταλτους. Για μένα αυτό το διπλό, το όσιο και το βλάσφημο, το θεικό και το δαιμονικό, ήταν μια αφορμή, ένα πρόσφορο έδαφος για να στηθεί ο μύθος. Μια ιστορία που μπορεί να διαβαστεί και σαν ένα ρομάντζο. Οι έρωτες και τα πάθη, οι απορίες και οι τρόμοι της μικρής Ιουλίας Δαμασκηνού που προσπαθεί, ζώντας μέσα σε ένα ιερό και δαιμονισμένο πλαίσιο, αυτό που όλοι μας προσπαθούμε: Nα είναι καλά!

- Είναι ένα παράθυρο στον θάνατο, η επιληψία;

- Μια δοκιμή θανάτου. Πρόσκαιρα είναι σαν να παραδίδεσαι στην αγκαλιά της ανυπαρξίας. Και ο ύπνος δεν είναι μια μικρή γενική δοκιμή θανάτου; Αν η ζωή είναι μαθητεία θανάτου, η επιληψία μέσα από τις «απουσίες» της θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν έμβλημα ζωής.

- «Νομίζω ότι οι αρρώστιες είναι κλειδιά που μας επιτρέπουν να ανοίγουμε ορισμένες πόρτες». Ό,τι μας στερεί η ζωή, βρίσκει τον τρόπο και μας το δίνει διαφορετικά;

- Πρόκειται για μια παράξενη πράγματι ισορροπία που μοιάζει να διέπει τη φύση. Οι απώλειες που μας επιφυλάσσει δεν είναι ποτέ ολοσχερείς. Αυτά που σου παίρνει (αρρώστιες) φροντίζει αλλιώς να σου τα επιστρέφει. Η καταιγίδα που καταστρέφει τον κήπο αφήνει να ανθήσει σε μια κρυφή ρωγμή του βράχου ένα σπανίας ομορφιάς μικρό ανθάκι. Ο Τομας Μαν στο «Μαγικό Βουνό» μας φανερώνει όλες τις «μαγικές» αναπληρώσεις που προσφέρει η ασθένεια στις αισθήσεις, στη σκέψη, στο βλέμμα.

- Η ζωή ή ο θάνατος, η λογοτεχνία ή η ψυχολογία, η ασθένεια ή η υγεία υπήρξε η αιτία να γραφτεί αυτό το μυθιστόρημα;

- Την πραγματική αιτία ενός μυθιστορήματος δεν την ξέρεις ποτέ. Τη μαντεύεις πάντα εκ των υστέρων. Κάποια μέρα, η ηρωίδα μου, η Ιουλία, βρήκε την πόρτα ανοιχτή και όρμησε μέσα με θράσος και διεκδικητικότητα…. «θα γράψεις για μένα» είπε. Κι έτσι άρχισε να ξεδιπλώνεται η ιστορία της. Οι ήρωες των βιβλίων μας αιφνίδια εισβάλλουν στον ορίζοντα της ζωής μας. Αρκεί να έχουμε αφήσει -ή έστω ξεχάσει- ξεκλείδωτη την πόρτα που συχνά από το φόβο των κάθε λογής ξένων εισβολέων την αφήνουμε κλειδωμένη.

- Η Ιουλία, η καινούργια ηρωίδα σας είναι και πάλι κόρη. Και η Θάλεια Δαμασκηνού, ακόμα και νεκρή, μέσα από μια «ξεχασμένη» κάμερα πανταχού παρούσα. Ποτέ δεν ξεφεύγουμε από τη μητέρα, κυρία Τσαλίκογλου;

- Το βρεφικό κομμάτι του εγώ μας που είναι πάντα παρών δεν μας αφήνει να ξεφύγουμε από το πρώτο αντικείμενο της αγάπης στη ζωή μας.

- Ό,τι θέλουμε, θυμόμαστε; Εν τέλει, η μνήμη είναι τόσο μα τόσο επιλεκτική;

- Η μνήμη είναι ένας πηλός. Τον πλάθουμε. Αλλάζουμε σχήμα κατά βούληση. Μια σκηνή π.χ. από τα παλιά την ανακαλούμε στη μνήμη μας και την ανακατασκευάζουμε. Η στιγμή της ανάκλησης λειτουργεί σαν ένα μαγικό φίλτρο. Έτσι για παράδειγμα μια παλιά σκηνή μεταμορφώνεται είτε σε μια ήρεμη και φιλική γάτα Αγκύρας είτε σε μια σαρκοβόρα αγριόγατα.

- Είμαστε τα άλλοθι και τα ψέματά μας; (Οι ιστορίες των ανθρώπων είναι οι ιστορίες που φτιάχνουν για να επιβιώσουν. Τα αληθινά ψεύδη που επινοούν. Σελ. 171)

- Επινοούμε τα ψεύδη που μας καθησυχάζουν και μας νανουρίζουν. Όποιος μας το αποκαλύψει γίνεται εχθρός μας. Όμως πως θα ήταν η ζωή μας χωρίς αυτά; Φαντασθείτε ένα μικρό παιδί να μαθαίνει πως η πεθαμένη του μητέρα δεν είναι ένα αστέρι που λαμπυρίζει στον ουρανό, αλλά χώμα που το τρώνε τα σκουλήκια. Το αστέρι στον ουρανό είναι το εργαλείο για την επιβίωση του. Ναι! Είμαστε τα ψεύδη που επινοούμε και τα ψεύδη που μας μεταδίδουν τα σημαντικά πρόσωπα στη ζωή μας. Άσχετα αν κάπου βαθιά μέσα μας γνωρίζουμε όλη την αλήθεια για το χώμα και τα σκουλήκια.

- Η παρουσία του άλλου κόλαση, η απουσία του άλλου κόλαση. Εν τέλει η κόλαση υπάρχει ή δεν υπάρχει μέσα μας;

- «Η Κόλαση είναι οι άλλοι» «Η Κόλαση είναι ο εαυτός μας» «Η Κόλαση είναι ο εαυτός μας χωρίς τους άλλους» Κόλαση είναι όταν χάνεται η έννοια της Κόλασης.

- «Όλα εκδοχές του ίδιου. Η προδοσία, η μεταμφίεση, η μετάθεση, αυτά δεν είναι τα κλειδιά του έρωτα;» Είμαστε καταδικασμένοι, δηλαδή, να αναπαράγουμε την αγάπη ή την έλλειψή της στα παιδικά μας χρόνια, επ’ άπειρον;

- Οι επαναλήψεις είναι ο κρυφός μαέστρος στην ορχήστρα της ζωής μας.

- «Οι ιστορίες των ανθρώπων είναι οι ιστορίες των ερώτων τους». Τόσο σημαντικός είναι ο έρωτας στη ζωή, κυρία Τσαλίκογλου;

- «Οι ιστορίες των ανθρώπων είναι οι ιστορίες των ερώτων τους». Ιδού μια ωραία αναπαράσταση για τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους! Πολύ ωραιότερη από το να πεις «Οι ιστορίες των ανθρώπων είναι οι ιστορίες των μηχανισμών επιβίωσης που επινοούν». Άσχετα αν και ο έρωτας θα μπορούσε να είναι κι αυτός ένας μηχανισμός επιβίωσης. Σε κάθε περίπτωση προτιμώ να το επαναλάβω: Οι ιστορίες των ανθρώπων είναι οι ιστορίες των ερώτων τους.

- Και γιατί στην εποχή μας κανείς δεν τον αντιμετωπίζει σαν κάτι τόσο σημαντικό;

- Δεν συμφωνώ. Η νοσταλγία του έρωτα παραμένει η ασθένεια της εποχής μας.

- Μας αθωώνει ο έρωτας;

- Φαντασιώνουμε ότι ο έρωτας μας αθωώνει. Όμως δεν υπήρξαμε και δεν θα υπάρξουμε ποτέ πραγματικά αθώοι. Ούτε καν ως νεογέννητοι και φυσικά ούτε ως ετοιμοθάνατοι. Η αθωότης είναι μια νοητική κατασκευή.

- Υπάρχει κοινός τόπος όπου συναντά τους ομοίους της η Ιουλία, κυρία Τσαλίκογλου; Τον Βαν Γκογκ, την «αδελφή της Λειλά»…

- Ο κοινός τόπος όπου η Ιουλία συναντά τους ομοίους της είναι το σώμα που τρέμει και λιποθυμά, το μυαλό που φεύγει για να επιστρέψει πιο δυναμωμένο, η απουσία της συνείδησης που την καθιστά αλλιώς παρούσα. Κι αυτός ο κοινός τόπος είναι που παροτρύνει τον Βαν Γκογκ να ζωγραφίσει ακόμα πιο συναρπαστικούς ήλιους, ηλιοτρόπια και φλογισμένους ουρανούς, και τη Λειλά να είναι λιγότερο έρημη στην έρημο της Αφρικής.

- Και, τελικά, τι είναι το όνειρο;

- Από την εποχή του Φρόυντ, αλλά και πολύ πριν από αυτόν, το όνειρο ήταν και εξακολουθεί να είναι η βασιλική οδός του ασυνείδητου.

- Να σχολιάσουμε τον τίτλο; «Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά»…

- Είναι απλό, μια μέρα μαζί με εκατομμύρια άλλους συνανθρώπους μου ονειρεύτηκα πως είμαι καλά.

- Το γράψιμο, σώζει;

- Μπορείς να ονειρευτείς πως το γράψιμο σώζει. Αν το πιστέψεις σώθηκες. Όμως χρειάζεται να γράψεις πολύ προτού γράψεις, όπως έλεγε ένας σοφός ποιητής. Il faut ecrire beaucoup avant d ecrire.

- Είναι και ένα δοκίμιο για την διαδικασία της γραφής. Οι ήρωες που είναι το ίδιο αληθινοί με τους ασθενείς του πατέρα της. Υπάρχει κάπου ο κόσμος των ηρώων;

- O κόσμος των ηρώων ενός μυθιστορήματος κινείται σε ένα μεταίχμιο ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο. Συχνά το όνειρο είναι πιο πραγματικό από την πραγματικότητα και η πραγματικότητα πιο ονειρική από το όνειρο.

- «Αυτό σημαίνει γράφω; Να ξεκλειδώνεις τα μυστικά του κόσμου και του εαυτού σου;» Εν τέλει, τι σημαίνει «γράφω», κυρία Τσαλίκογλου;

- Γράφω σημαίνει να ξεκλειδώνεις τα μυστικά του κόσμου και του εαυτού σου. Γράφω σημαίνει να χάνεις μετά το κλειδί, να το ρίχνεις σε μια θάλασσα ή σε ένα ποτάμι κι έπειτα να περνάς τη ζωή σου ψάχνοντας απελπισμένα αυτό το χαμένο κλειδί. Γράφω σημαίνει ψάχνω να βρω αυτό το κλειδί.

- «Ονειρευόμενοι έγραψαν συναρπαστικά κείμενα», «Η συνείδηση είναι ο λιγότερο αναγκαίος παράγοντας για τη γραφή». Ο αναγκαίος παράγοντας ποιος είναι;

- Ίσως είναι μια σχεδόν σωματική παρόρμηση που σε σπρώχνει στο να μην μπορείς να κάνεις αλλιώς από το να γράφεις. Να μην είναι μόνο η σκέψη και η καρδιά σου που σου το ζητάει αλλά και το σώμα σου.

- Υπάρχει υγιής γραφή, υγιής τέχνη, σπουδαία τέχνη, από πάσχον σώμα;

- Το πάσχον σώμα σίγουρα δεν εμποδίζει τη σπουδαία γραφή. (ποια είναι η σπουδαία γραφή; ) Ο πόνος ήταν πάντα κίνητρο δημιουργίας. Ένας σπουδαίος γλύπτης συνήθιζε κάθε τόσο να λέει «οι ευτυχισμένοι έρωτες με πλαδάρευαν, οι δυστυχισμένοι έρωτες της ζωής μου δυνάμωναν το έργο μου».

- «Είδα ότι ο φόβος οδηγεί στην ταπείνωση. Έβαλα στόχο στη ζωή μου να αποφεύγω την ταπείνωση». Εσείς, γιατί γίνατε συγγραφέας, κυρία Τσαλίκογλου;

- Από μικρό παιδί γράφω. Δημοσιεύοντας εκτίθεμαι στο βλέμμα του άλλου, στον κριτή, στον κριτικό της λογοτεχνίας, στον βλοσυρό αναγνώστη, στον ανεξιχνίαστο σχολιαστή. Η ταπείνωση είναι ένα ρίσκο. Το αναλαμβάνεις όμως. Δεν γίνεται αλλιώς. Γίνεσαι συγγραφέας όπως ακριβώς γίνεσαι παιδί, ενήλικας, μεσήλικας κλπ. κλπ. κλπ. Γίνεσαι συγγραφέας όπως ακριβώς γίνεσαι γείτονας, ένοικος, συγγενής, πατέρας, αδελφός, μητέρα. Μια φυσική, δηλαδή, λειτουργία που δεν είναι αποτέλεσμα εκβιαστικών παραβιάσεων της φύσης.
Το επάγγελμα του συγγραφέα μαζί με εκείνο του παιδαγωγού και του ψυχαναλυτή ανήκουν στην κατηγορία των αδύνατων επαγγελμάτων.

- «Ακόμα κι όταν γράφουμε για τους άλλους, για μας γράφουμε». Για να περάσουμε καλά, να μάθουμε, να ξεφοβηθούμε… Γιατί;

- Πολλά τα οφέλη της γραφής: Eξημερώνεις το φόβο, διασκεδάζεις, γελάς, χαμογελάς, υπομηδειάς, κλείνεις συνωμοτικά το μάτι στους ήρωες σου, τους υποκαθιστάς, τους ανταλλάσσεις, τους περιφρονείς, τους λατρεύεις, τους αφανίζεις, τους ανασταίνεις. Παίζεις το θεό γνωρίζοντας ότι είσαι ένα μικρό ταπεινό τίποτα.

- «Σε κάθε βιβλίο που διαβάζω νομίζω ότι βρίσκω τον εαυτό μου, όμως ο εαυτός μου μου διαφεύγει. Σαν μια τρύπα, ένα θολό μυστικό». Άλλοθι ή αυτογνωσία είναι, εν τέλει, η γραφή, κυρία Τσαλίκογλου;

- Η αναζήτηση του εαυτού είναι μια μεγάλη παγίδα. Ο Rimboud τα είπε όλα. «Το εγώ είναι κάποιος άλλος».


ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ:
Γεννήθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Από τις εκδόσεις «Καστανιώτη», κυκλοφορούν τα μυθιστόρημά της:
«Η κόρη της Ανθής Αλκαίου», 1996
«Έρως φαρμακοποιός», 1997
«Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ», 2000
«Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά», 2004
Άλλα βιβλία της:
«Σχιζοφρένεια και φόνος: Μια ψυχολογική – εγκληματολογική έρευνα», Παπαζήση, 1984
«Ο μύθος του επικίνδυνου ψυχασθενή», Παπαζήση, 1987
«Μυθολογίες βίας και καταστολής», Παπαζηση, 1989
«Ψυχο- Λογικά», Παπαζήση, 1992
«Ψυχο- Λογικά: Οι παγίδες του αυτονόητου», Πλέθρον, 1994
«Η ψυχολογία του εφήμερου (Η ψυχολογία της καθημερινής ζωής)», Καστανιώτη, 1999
«Η ψυχή στη χώρα των πραγμάτων», Καστανιώτη, 2003
«Ο συμμαθητής, η συμμαθήτριά μου από άλλη χώρα», Ελληνικά Γράμματα, 2004
«Στην Άλλη όχθη», Ελληνικά Γράμματα, 2004
«Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά», Καστανιώτη, 2006
«Μήπως;» με την Μαργαρίτα Καραπάνου, Ωκεανίδα, 2006





Άλεφ μου, ας πούμε ότι ξανακυκλοφορώ.

Moha