ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ
«Αγάπη και μίσος – ναι- είναι παιδιά της ίδιας μάνας».
Όπως και η απόλυτη κατάφαση στο μαγικό γεγονός της ζωής, το πάθος μας γι’ αυτήν και η καταστροφή μας.
Κι η συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου, φαίνεται όλα αυτά να τα γνωρίζει καλά. Εξάλλου ολόκληρο το συγγραφικό έργο της, τα ίδια φαντάσματα διατρέχουνε. Τον ίδιο γόρδιο δεσμό πασχίζει τόσα χρόνια να λύσει και το πλησιάζει, το φλερτάρει, πέφτει με τα μούτρα στα απύθμενα βάθη του, το περιγράφει επικίνδυνα, σπαρακτικά και ποιητικά.
Αυτό το μέγιστο ανθρώπινο γρίφο μάνας- κόρης. Με όλη την αγάπη που φτάνει ως το μίσος, το μίσος που είναι η άλλη πλευρά της απόλυτης και αναγκεμένης αγάπης που το χαρακτηρίζουν. Καθώς και το τι σημαίνει «βαδίζω στα όρια». Με απόλυτη επίγνωση του τι σημαίνει «προκαλώ τα όριά μου».
Στο βιβλίο της με την πρωταρχική κραυγή ως τίτλο «Μαμά», η συγγραφέας δίνει τα ρέστα της.
Και ξεκινώντας έναν διάλογο με την σχεδόν νεκρή της μητέρα στο θάλαμο ενός νοσοκομείου φτάνει μέχρι την άκρη του ουρανού. Την ακολουθεί ακόμα πιο πέρα, νικώντας το θάνατο. Και της ζητά εξηγήσεις. Από τον ίδιο τον εαυτό της ζητά εξηγήσεις. Και μέσα από ένα διάλογο που δεν γνωρίζει χρονικά σύνορα, φτάνει ως την αποδοχή. Αγγίζει την λύτρωση.
Διότι έτσι ή αλλιώς μια ζωή όλες τις κούκλες της τις έλεγαν μαμά. Μονάχα την ίδια τη μάνα της που με τόση λαχτάρα αναζητούσε, σε εκείνη την άγνωστη δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Αλλά για όλα τα πράγματα, κάποια στιγμή, έρχεται η ώρα τους.
«ΜΑΜΑ» της Μαργαρίτας Καραπάνου, Εκδ. «Ωκεανίδα», σελ. 140, τιμή: 10 ευρώ.
«Η γιαγιά παίρνει το χέρι μιας άγνωστης.
- Αυτή είναι η μητέρα σου, μου λέει.
Δεν την έχω ξαναδεί. Έχει ένα περίεργο βλέμμα. Καυτό και φευγάτο. «Αλληθωρίζει ψυχικά», σκέφτομαι.
- Ποια είσαι; Τη ρωτάω. Ποια είσαι;
Έχω ιδρώσει, έχω πυρετό, τρέμω ολόκληρη, θα πεθάνω.
- Πάμε να παίξουμε με τις κούκλες σου;
Την παίρνω απ’ το χέρι.
- Πάμε.
Της δείχνω τις κούκλες μου.
- Όλες τις λένε μαμά. Εσύ ποια είσαι;»
Με ένα σοφό, ποιητικό, σπαρακτικότατο απόσπασμα- οπισθόφυλλο, η συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου στο ολιγοσέλιδο αυτοβιογραφικό μυθιστορηματικό της κείμενο, έρχεται για να ανοίξει σε όλους μας πολύ μεγάλες πληγές.
Αρχίζοντας από το κορυφαίο, σχεδόν, γεγονός όλων μας. Την αναχώρηση της μάνας. Από εκείνη ουσιαστικά τη στιγμή που ο κάθε άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την ύψιστη απώλεια. Του ανθρώπου που τον έφερε στη ζωή, και της παιδικής του και εφηβικής του ηλικίας. Μετά από αυτό το γεγονός, σίγουρα θα είναι άλλος. Η μάνα του εαυτού του, πια, σίγουρα. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ξεκινώντας, λοιπόν, το ποιητικό, παραληρηματικό της κείμενο από το νοσοκομείο, η συγγραφέας, καταλύει συγγραφικά τον χρόνο, κάτω από το βάρος των αναμνήσεων. Αλλά εκείνο το οποίο θυμάται, δεν είναι μονάχα εικόνες. Ατόφιο κομμάτι συναίσθημα είναι, που βρικολάκιασε άλυτο κι επαναλήφθηκε σε όλες τις σχέσεις.
Η μαμά μακριά, η μαμά κοντά, η μαμά όμορφη, η μαμά νέα, η μαμά αδιάφορη, η μαμά μια ξένη, η μαμά άρρωστη, η μαμά αντίζηλος, η μαμά άλτερ έργκο, η μαμά το απόλυτο, η μαμά η κόλαση, η μαμά ο παράδεισος, η μαμά νεκρή…
Η μαμά πανταχού παρούσα, τεράστια κι ακατάβλητη. Η μαμά που για το χατίρι της τα κάναμε όλα. Γράψαμε, ερωτευθήκαμε, ελπίσαμε, θρηνήσαμε, αγαπήσαμε, μισήσαμε, παχύναμε, αρρωστήσαμε και ξαναγεννηθήκαμε πάλι μέσα απ’ τις στάχτες.
Όλα αυτά σε έναν ατέλειωτο θρηνητικό μοιρολόι, που είναι και θεραπευτικό, καθησυχαστικό νανούρισμα, σε ένα παιδί που μέσα μας δεν εννοεί να μεγαλώσει. Σε ένα παιδί που ποτέ δεν σταματά να απαιτεί και να αναζητά. Να το προσέξουν λίγο, να αγαπηθεί. Προκαλώντας, έστω. Και σπάζοντας τα παιχνίδια του.
«Μητέρα, σας μισώ. Είμαι πια σπιλωμένη…»
Κι αμέσως μετά: «Αφήσου, μητέρα, αφήσου στην αγάπη μου. Έτσι, θα στριφογυρίζουμε η μία γύρω από την άλλη. Αιώνια…»
Κι έτσι στριφογυρίζουν η μία γύρω από την άλλη, αιώνια. Δίνοντας την ίδια ευκαιρία πια και σε μας. Που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσοστό το έχουμε βιώσει το πρόβλημα.
Εξάλλου, ποιος αγαπήθηκε στη ζωή όσο θα ήθελε;
Ένα μαγευτικό σκληρό και τρυφερό κείμενο, άκρως ψυχαναλυτικό, αιρετικό και λυτρωτικό, το πιο αυθεντικό και σπαρακτικό της συγγραφέως του.
Άλλοτε θρίλερ, κάποιες άλλες στιγμές παραμύθι, ώρες- ώρες μέσα στο παραλογισμό και στην παραφορά, πιασμένο μονίμως απ’ την ουρά της μαγείας, μια ατελείωτη κραυγή που μόλις φτάνει στ’ αυτιά μας ο ψίθυρος, ικανός όμως να σπάσει τις φωνητικές χορδές εκείνου που τολμά και την βγάζει.
Αλλ’ όταν τελειώσει, πια το βιβλίο, συγγραφέας και αναγνώστης έχουν πια κι οι δυο, γιατρευτεί.
Μικρό αντίδωρο για το τέλος:
«Δεν ξέρω πως έγινα συγγραφέας. Ίσως η βαθιά δυστυχία να με ώθησε. Μια μέρα, άρχιζα το πρώτο μου μυθιστόρημα. Έκλαιγα από χαρά, τα δάκρυα μουτζουρώνανε τις σελίδες. Μητέρα, κι εσύ έκλαψες από χαρά. Τα γραμμένα χαρτιά επιτέλους μας χώριζαν. Εκείνη τη νύχτα δεν είχα εφιάλτες, με κατέκλυσε μια γλυκιά γαλήνη. Είχα γεννηθεί…»
Διότι καμία φορά γίνεται μάνα σου το γράψιμο. Η όποια τέχνη. Και τότε είσαι σωσμένος από χέρι.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Γεννήθηκε στην Αθήνα.
Μεγάλωσε στην Ελλάδα και στη Γαλλία και σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι.
Εργάστηκε ως νηπιαγωγός στην Αθήνα.
Τα βιβλία της «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος»,
«Ο υπνοβάτης»,
το « Rien ne va plus »,
το «Ναι» («Ωκεανίδα» 1999),
«Lee και Lou» («Ωκεανίδα» 2003),
εκδόθηκαν στην Ελλάδα, στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη Σουηδία και σε πολλές άλλες χώρες.
«Ο υπνοβάτης» τιμήθηκε το 1988, στο Παρίσι, με το «Βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος».
«Μήπως;» με την Φωτεινή Τσαλίκογλου («Ωκεανίδα», 2006)
ΥΓ. Ξέρω ότι ο ioeu, περιμένει συνήθως το υστερόγραφο. Αφιερωμένο, λοιπόν, σε όλες τις κόρες! Στη Μαργαρίτα που το ‘γραψε και είναι συγκλονιστική συγγραφέας (ούτως ή άλλως).
«Αγάπη και μίσος – ναι- είναι παιδιά της ίδιας μάνας».
Όπως και η απόλυτη κατάφαση στο μαγικό γεγονός της ζωής, το πάθος μας γι’ αυτήν και η καταστροφή μας.
Κι η συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου, φαίνεται όλα αυτά να τα γνωρίζει καλά. Εξάλλου ολόκληρο το συγγραφικό έργο της, τα ίδια φαντάσματα διατρέχουνε. Τον ίδιο γόρδιο δεσμό πασχίζει τόσα χρόνια να λύσει και το πλησιάζει, το φλερτάρει, πέφτει με τα μούτρα στα απύθμενα βάθη του, το περιγράφει επικίνδυνα, σπαρακτικά και ποιητικά.
Αυτό το μέγιστο ανθρώπινο γρίφο μάνας- κόρης. Με όλη την αγάπη που φτάνει ως το μίσος, το μίσος που είναι η άλλη πλευρά της απόλυτης και αναγκεμένης αγάπης που το χαρακτηρίζουν. Καθώς και το τι σημαίνει «βαδίζω στα όρια». Με απόλυτη επίγνωση του τι σημαίνει «προκαλώ τα όριά μου».
Στο βιβλίο της με την πρωταρχική κραυγή ως τίτλο «Μαμά», η συγγραφέας δίνει τα ρέστα της.
Και ξεκινώντας έναν διάλογο με την σχεδόν νεκρή της μητέρα στο θάλαμο ενός νοσοκομείου φτάνει μέχρι την άκρη του ουρανού. Την ακολουθεί ακόμα πιο πέρα, νικώντας το θάνατο. Και της ζητά εξηγήσεις. Από τον ίδιο τον εαυτό της ζητά εξηγήσεις. Και μέσα από ένα διάλογο που δεν γνωρίζει χρονικά σύνορα, φτάνει ως την αποδοχή. Αγγίζει την λύτρωση.
Διότι έτσι ή αλλιώς μια ζωή όλες τις κούκλες της τις έλεγαν μαμά. Μονάχα την ίδια τη μάνα της που με τόση λαχτάρα αναζητούσε, σε εκείνη την άγνωστη δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Αλλά για όλα τα πράγματα, κάποια στιγμή, έρχεται η ώρα τους.
«ΜΑΜΑ» της Μαργαρίτας Καραπάνου, Εκδ. «Ωκεανίδα», σελ. 140, τιμή: 10 ευρώ.
«Η γιαγιά παίρνει το χέρι μιας άγνωστης.
- Αυτή είναι η μητέρα σου, μου λέει.
Δεν την έχω ξαναδεί. Έχει ένα περίεργο βλέμμα. Καυτό και φευγάτο. «Αλληθωρίζει ψυχικά», σκέφτομαι.
- Ποια είσαι; Τη ρωτάω. Ποια είσαι;
Έχω ιδρώσει, έχω πυρετό, τρέμω ολόκληρη, θα πεθάνω.
- Πάμε να παίξουμε με τις κούκλες σου;
Την παίρνω απ’ το χέρι.
- Πάμε.
Της δείχνω τις κούκλες μου.
- Όλες τις λένε μαμά. Εσύ ποια είσαι;»
Με ένα σοφό, ποιητικό, σπαρακτικότατο απόσπασμα- οπισθόφυλλο, η συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου στο ολιγοσέλιδο αυτοβιογραφικό μυθιστορηματικό της κείμενο, έρχεται για να ανοίξει σε όλους μας πολύ μεγάλες πληγές.
Αρχίζοντας από το κορυφαίο, σχεδόν, γεγονός όλων μας. Την αναχώρηση της μάνας. Από εκείνη ουσιαστικά τη στιγμή που ο κάθε άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την ύψιστη απώλεια. Του ανθρώπου που τον έφερε στη ζωή, και της παιδικής του και εφηβικής του ηλικίας. Μετά από αυτό το γεγονός, σίγουρα θα είναι άλλος. Η μάνα του εαυτού του, πια, σίγουρα. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ξεκινώντας, λοιπόν, το ποιητικό, παραληρηματικό της κείμενο από το νοσοκομείο, η συγγραφέας, καταλύει συγγραφικά τον χρόνο, κάτω από το βάρος των αναμνήσεων. Αλλά εκείνο το οποίο θυμάται, δεν είναι μονάχα εικόνες. Ατόφιο κομμάτι συναίσθημα είναι, που βρικολάκιασε άλυτο κι επαναλήφθηκε σε όλες τις σχέσεις.
Η μαμά μακριά, η μαμά κοντά, η μαμά όμορφη, η μαμά νέα, η μαμά αδιάφορη, η μαμά μια ξένη, η μαμά άρρωστη, η μαμά αντίζηλος, η μαμά άλτερ έργκο, η μαμά το απόλυτο, η μαμά η κόλαση, η μαμά ο παράδεισος, η μαμά νεκρή…
Η μαμά πανταχού παρούσα, τεράστια κι ακατάβλητη. Η μαμά που για το χατίρι της τα κάναμε όλα. Γράψαμε, ερωτευθήκαμε, ελπίσαμε, θρηνήσαμε, αγαπήσαμε, μισήσαμε, παχύναμε, αρρωστήσαμε και ξαναγεννηθήκαμε πάλι μέσα απ’ τις στάχτες.
Όλα αυτά σε έναν ατέλειωτο θρηνητικό μοιρολόι, που είναι και θεραπευτικό, καθησυχαστικό νανούρισμα, σε ένα παιδί που μέσα μας δεν εννοεί να μεγαλώσει. Σε ένα παιδί που ποτέ δεν σταματά να απαιτεί και να αναζητά. Να το προσέξουν λίγο, να αγαπηθεί. Προκαλώντας, έστω. Και σπάζοντας τα παιχνίδια του.
«Μητέρα, σας μισώ. Είμαι πια σπιλωμένη…»
Κι αμέσως μετά: «Αφήσου, μητέρα, αφήσου στην αγάπη μου. Έτσι, θα στριφογυρίζουμε η μία γύρω από την άλλη. Αιώνια…»
Κι έτσι στριφογυρίζουν η μία γύρω από την άλλη, αιώνια. Δίνοντας την ίδια ευκαιρία πια και σε μας. Που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσοστό το έχουμε βιώσει το πρόβλημα.
Εξάλλου, ποιος αγαπήθηκε στη ζωή όσο θα ήθελε;
Ένα μαγευτικό σκληρό και τρυφερό κείμενο, άκρως ψυχαναλυτικό, αιρετικό και λυτρωτικό, το πιο αυθεντικό και σπαρακτικό της συγγραφέως του.
Άλλοτε θρίλερ, κάποιες άλλες στιγμές παραμύθι, ώρες- ώρες μέσα στο παραλογισμό και στην παραφορά, πιασμένο μονίμως απ’ την ουρά της μαγείας, μια ατελείωτη κραυγή που μόλις φτάνει στ’ αυτιά μας ο ψίθυρος, ικανός όμως να σπάσει τις φωνητικές χορδές εκείνου που τολμά και την βγάζει.
Αλλ’ όταν τελειώσει, πια το βιβλίο, συγγραφέας και αναγνώστης έχουν πια κι οι δυο, γιατρευτεί.
Μικρό αντίδωρο για το τέλος:
«Δεν ξέρω πως έγινα συγγραφέας. Ίσως η βαθιά δυστυχία να με ώθησε. Μια μέρα, άρχιζα το πρώτο μου μυθιστόρημα. Έκλαιγα από χαρά, τα δάκρυα μουτζουρώνανε τις σελίδες. Μητέρα, κι εσύ έκλαψες από χαρά. Τα γραμμένα χαρτιά επιτέλους μας χώριζαν. Εκείνη τη νύχτα δεν είχα εφιάλτες, με κατέκλυσε μια γλυκιά γαλήνη. Είχα γεννηθεί…»
Διότι καμία φορά γίνεται μάνα σου το γράψιμο. Η όποια τέχνη. Και τότε είσαι σωσμένος από χέρι.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Γεννήθηκε στην Αθήνα.
Μεγάλωσε στην Ελλάδα και στη Γαλλία και σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι.
Εργάστηκε ως νηπιαγωγός στην Αθήνα.
Τα βιβλία της «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος»,
«Ο υπνοβάτης»,
το « Rien ne va plus »,
το «Ναι» («Ωκεανίδα» 1999),
«Lee και Lou» («Ωκεανίδα» 2003),
εκδόθηκαν στην Ελλάδα, στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη Σουηδία και σε πολλές άλλες χώρες.
«Ο υπνοβάτης» τιμήθηκε το 1988, στο Παρίσι, με το «Βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος».
«Μήπως;» με την Φωτεινή Τσαλίκογλου («Ωκεανίδα», 2006)
ΥΓ. Ξέρω ότι ο ioeu, περιμένει συνήθως το υστερόγραφο. Αφιερωμένο, λοιπόν, σε όλες τις κόρες! Στη Μαργαρίτα που το ‘γραψε και είναι συγκλονιστική συγγραφέας (ούτως ή άλλως).