ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ – ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
Με εναλλασσόμενους ρόλους <συγγραφέας- καθηγήτρια-ψυχολόγος- άρρωστη- υγιής- θεραπευτής- θεραπευόμενος> και με κοινές αναφορές κι αγάπες, έτσι ή αλλιώς φίλες, για 32 πρωινά βρέθηκαν απέναντι. Η συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου και η συγγραφέας και Καθηγήτρια Ψυχολογίας Φωτεινή Τσαλίκογλου. Σε ώρες απίθανες, πέντε ή έξι το πρωί, στο καφέ του Saint Georges Lecabettus. Σαν τους… παράνομους, σαν εραστές. Να προσεγγίσουνε θέματα δύσκολα. Με το υποσυνείδητο να κόβει σαν την λεπίδα κάπου- κάπου και να επεξηγεί- το συνειδητό, και με το παρελθόν να γίνεται χρόνος παρών χάνοντας εκείνο το τελεσίδικο και το τετελεσμένο.
30.141 λέξεις το αποτέλεσμα. Και άπλετο φως. Διότι όταν <μιλάμε μαζί- φεύγει το σκοτάδι>. Το αποτέλεσμα ένα διαλογικό βιβλίο που καθιερώνει ένα νέο είδος. Και ύφος. Και ήθος. Με στόχο: <Ν αλλάξουμε ρόλους, να πετάξουμε τα στενά ρούχα που δεν σ’ αφήνουν να αναπνεύσεις και που ακόμα και στον ύπνο μας λένε να τα φοράμε, και να δοκιμάσουμε έναν περίπατο στον ανοιχτό αέρα. Να συν- αποκαλυφθούμε και ό,τι ζήσουμε στη διάρκεια του ταξιδιού να το μοιραστούμε με τους άγνωστους συν- ταξιδιώτες μας σ’ αυτήν την περιπέτεια της ομιλούσας γραφής. Να σπάσουμε τη σιωπή>…
Και η σιωπή, έσπασε. Στο βιβλίο που κυκλοφόρησε με τα 32 αποκαλυπτικά πρωινά – ραντεβού- συνεδρίες και λέγεται <Μήπως;> Από τις εκδόσεις <Ωκεανίδα>. Με το οποίο εγκαινιάζεται όπως είπαμε ένα νέο είδος- ύφος- ήθος.
Στις 198 σελίδες του, τα παιδικά τους χρόνια, η σχέση τους, οι ήρωες που αγάπησαν, οι σχέσεις που τις σημάδεψαν, η μαγική διαδικασία της γραφής, το φως και το σκοτάδι της ύπαρξής μας. Η μανιοκατάθλιψη, η ιερότητα της τρέλας και της μελαγχολίας, ο Σαρτρ, ο Πικάσο, η Σιμόν Ντε Μπωβουάρ, ο Σιμενόν και ο Καμύ, οι πλαστικές σακούλες του Ζενέ, η <μικρή πριγκίπισσα> και ο ζορό Μπάμπης. Οι δυο εκδοχές της μιας ζωής. Εκείνο που <ο Θεός μόνο ξέρει>. Κι ένα τεράστιο <Μήπως;>. <Σε τελική ανάλυση, μήπως τι;> Βεβαίως η αρρώστια απ’ την οποία πάσχουμε, τελικά, όλοι, η αρρώστια του <μήπως;>
Ένα βιβλίο με το πιο αισιόδοξο μότο της γης:(Ουίλλιαμ Σαίξπηρ).
Μικρές μπουκίτσες φωτός λυτρωτικές τα μικρά χαρακτηριστικά αποσπάσματα που ακολουθούνε:
ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΥΣΤ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΟΥΑΣΑΝ
Φ: Καλημέρα, Μαργαρίτα. Χρόνια Πολλά. Είναι Χριστούγεννα.
Μ: Καλημέρα, Φωτεινή. Είμαστε στο υπερώον του ξενοδοχείου στο Λυκαβηττό. Μου αρέσει να υποδεχόμαστε έτσι το νέο έτος που πλησιάζει. Πρωί πρωί, δεν είναι εδώ ακόμη κανείς, όλοι κοιμούνται, έξω είναι σκοτεινά, υπάρχει κάτι το ύποπτο. Σαν να ‘μαστε κλέφτες. Εμένα, όταν μπαίνω πριν από σένα, με κοιτάνε λίγο περίεργα. Σήμερα με ρώτησε η σερβιτόρα: <Γιατί τόσο νωρίς;.> <Γιατί γράφουμε ένα βιβλίο>, της είπα. <Μα δεν βλέπω να γράφετε>. <Δεν το γράφουμε, το λέμε>, της απάντησα.
Φ: Σαν τους κλέφτες προτού ξημερώσει, κουβαλώντας αντικλείδια. Κάτι προσπαθούμε να ξεκλειδώσουμε. Κάτι από το μέσα μας. Μαργαρίτα, ακούς τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια που παίζει το ραδιόφωνο; Να τους πούμε να χαμηλώσουν τη μουσική;
Μ: Ο Προυστ. Είχε βάλει φελλούς σ’ όλο το δωμάτιό του για να ‘χει απόλυτη απομόνωση. Να μην ακούει κανένα θόρυβο.
Φ: Ας δοκιμάσουμε εμείς να μείνουμε με τον θόρυβο και τη μουσική. Να! Τόσην ώρα μιλάμε με γιορτινή μουσική υπόκρουση.
Μ: Εχουν ενδιαφέρον οι ζωές και οι μικρές συνήθειες των συγγραφέων. Ο Προυστ είχε μια γυναίκα που τον φρόντιζε, τη Σελέστ, κι έναν υπηρέτη, τον μεσιέ Μορίς. Εγραφε μόνο τη νύχτα. Ξυπνούσε στις τέσσερις το απόγευμα κι όταν πήγαινε η ώρα δώδεκα, μία, άρχιζε να γράφει. Κι έλεγα πάντα: <Το έργο έρχεται πρώτο>. Τρεφόταν μόνο με καφέ και κρουασάν. Τίποτ’ άλλο. Ολη του τη ζωή. Είχε άσθμα φοβερό. Αναβε στο δωμάτιό του διάφορα για το άσθμα κι ήταν ένας άνθρωπος πολύ λιτός.
Φ: Μαργαρίτα, έτσι που μιλάς για τον Προυστ είναι σαν να τον έχεις γνωρίσει κι εσύ.
Μ: Μα τον έχω γνωρίσει. Τον συνάντησα μέσα στα γραπτά του. Κάτι που με γοητεύει τρομερά είναι οι ζωές των μεγάλων συγγραφέων. Πως τρώγανε, πώς πίνανε, τι τρώγανε, αν καπνίζανε. Αυτό μου δημιουργεί ένα τρομερό πάθος. Και μετά διαβάζεις το έργο κι είναι δυο άνθρωποι’ ο ένας γράφει κι ο άλλος ζει.
Φ: Κι εσύ, Μαργαρίτα, πως είσαι όταν γράφεις;
Μ: Σ’ εμένα το γράψιμο ενώνεται απόλυτα με τη ζωή μου. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι άλλος άνθρωπος όταν γράφω κι άλλος όταν ζω. Για μένα μιλάω τώρα. Εγώ είμαι ένα πράγμα. Γι’ αυτό και δεν έχω δυσκολία να μιλήσω για λογοτεχνία. Ή να διδάξω λογοτεχνία. Γιατί είναι μέσα στο πετσί μου. Δεν είναι κάτι που έχω μάθει. Είναι κάτι που είμαι.
Φ: Και τώρα που μιλάμε δεν είναι σαν να γράφουμε;
Μ: Ακριβώς. Γράφουμε αυτή τη στιγμή. Δηλαδή πίνουμε και τον καφέ μας, που είναι η ζωή, και γράφουμε μ’ αυτά που λέμε. Είμαστε και εδώ και αλλού….
Η ΜΙΚΡΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΡΕΜΠΡΑΝΤ
Φ: Αν ως δια μαγείας σε επισκεπτόταν ο Σάμπατο, θα σου έλεγε: <Ο Θεός δεν θα ‘γραφε ποτέ μυθιστορήματα. Γράφουμε μυθιστορήματα χάριν της δυστυχίας μας. Ενας ικανοποιημένος επαρκής άνθρωπος δεν θα ‘γραφε ποτέ>…
Μ: Το γράψιμο μπορεί να είναι ο πιο καλός σου φίλος και ο χειρότερος εχθρός. Καμιά φορά ταυτόχρονα. Δεν είναι αστεία υπόθεση το γράψιμο. Είναι όλο σου το είναι που μπαίνει μέσα. Δίνεις τα ρέστα σου, δηλαδή. Κι άμα δίνεις τα ρέστα σου, υπάρχει πάντα μεγάλος κίνδυνος. Για μένα το γράψιμο είναι κίνδυνος. Καμιά φορά γράφω κάτι ωραίο και λέω: <Πω, πω, τι ωραίο αυτό που έγραψα>. Και καμιά φορά λέω: <Και λοιπόν; Τι θ’ αλλάξει στη ζωή μου επειδή έγραψα ένα ωραίο βιβλίο;>
Φ: Τίποτα. Αλλά στη ζωή των ηρώων σου τα πάντα. Κάνοντας τη Μάρθα, τη γυναίκα του Φρόιντ, να επιστρέφει σήμερα και πάλι στη ζωή, της πρόσφερα μια άλλη ζωή. Μια άλλη δυνατότητα ύπαρξης. Ο,τι δεν σκέφτηκε, ό,τι δεν έζησε, ό,τι δεν τόλμησε τότε, το έκανε τώρα στο μυθιστόρημα. Μαζί της όμως ζούσα κι εγώ και απολάμβανα την άλλη ζωή.
Μ: Μέσα από τους ήρωές μας ζούμε κι εμείς τις άλλες ζωές που δεν ζήσαμε. Φωτεινή, είμαι ευγνώμων στη λογοτεχνία. Πώς θα ήμασταν αν δεν υπήρχε;
Φ: Ημουνα δεκαπέντε χρονών όταν πέθανε από φυσικό θάνατο η προγιαγιά μου. Σε βαθύ γήρας. Ειρηνικός θάνατος, στο κρεβάτι, μες στο σπίτι μας. <Σαν πουλάκι έσβησε η Αννα γιαγιά>, είπε η γιαγιά μου. Πήρα ένα κομμάτι χαρτί κι έγραψα τα λόγια της: <Σαν πουλάκι έσβησε η Αννα γιαγιά>, Επειτα δοκίμασα τον πρώτο μου αφελή στίχο. Κι έπειτα συνέχισα να γράφω.
Πίσω από οτιδήποτε γράφεις ή δημιουργείς υπάρχει κάτι που έχει χαθεί. Και η κρυμμένη παιδική επιθυμία να ξαναβρείς αυτό που χάθηκε Να το ξανασυναντήσεις μέσα στο έργο σου.
Η ΖΑΧΑΡΙΕΡΑ:
Φ: Ένα αγοράκι είναι εννιά χρονών κι ακόμα δεν μιλάει. Είναι μουγκό. Αλαλο, δίχως όμως καμία οργανική βλάβη. Οι γονείς, απελπισμένοι, συμβουλεύονται ειδικούς, ταξιδεύουν σ’ όλο τον κόσμο αναζητώντας μια λύση. Τίποτα. Κάποια μέρα κάθονται στο τραπέζι τη συνηθισμένη ώρα για να φάνε. Είναι μια πολύ ευκατάστατη και τυπική οικογένεια που ακολουθεί ρυθμούς, κανόνες, ωράρια. Το αγοράκι πάντα αμίλητο. Ωσπου αιφνίδια ανοίγει το στόμα του και ξεστομίζει τα πρώτα λόγια της ζωής του: <Θέλω τη ζάχαρη>. Ηταν η μόνη φορά που κάτι έλειπε απ’ το τραπέζι. Η ζαχαριέρα. Δεν υπήρχε κανένας λόγος μέχρι τότε να μιλήσει το αγοράκι. Ηταν όλα εκεί.
Εκείνο που λείπει είναι αυτό που μας κάνει και να ζούμε και να γράφουμε, αλλά και να μιλάμε, Μαργαρίτα.
ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΜΑΖΙ ΣΟΥ….
Φ: Είναι κάτι που δεν ξέρεις, Μαργαρίτα. Συνέβη πριν από τριάντα πέντε χρόνια. Είμαι με την παιδική μου φίλη τη Λένα. Καλοκαίρι, είμαστε στην Εκάλη, είναι άρρωστο το σκυλάκι μου και ψάχνω απεγνωσμένα να βρω ένα νοσοκομείο.
Πηγαίνοντας προς την Ερυθραία αριστερά, μπαίνουμε σ’ ένα νοσοκομείο ζώων. Ενας λευκοντυμένος νεαρός, ο κτηνίατρος, παίρνει το σκυλάκι στην αγκαλιά του για να το εξετάσει. Εχει κατεβασμένο το κεφάλι, εγώ με τη φίλη μου περιμένουμε, ώσπου ξαφνικά σηκώνει τα μάτια του και, Μαργαρίτα, μένω έκθαμβη. Εκείνη τη στιγμή αυτά τα μάτια που με κοιτάζουν μ’ έκαναν να ξεχάσω τα πάντα. Ανήκαν στον άντρα σου. Ηταν ο μελλοντικός σου άντρας…
Τώρα γίνεται η σύνδεση στο μυαλό μου, τόσα χρόνια μετά. Είναι ασύλληπτο.
Όμως υπάρχει και κάτι ακόμα. Μια εντελώς διαφορετική ιστορία από αυτή που μου αφηγήθηκες κυκλοφορούσε τότε στους αθηναικούς κύκλους για το βραβείο σου. Θα σ’ την πω μόνο και μόνο για να δεις πως χτίζονται και κατασκευάζονται οι αφηγήσεις στους παροικούντες εν τη Ιερουσαλήμ. Λέγανε, λοιπόν, ότι η Μαργαρίτα Καραπάνου πήρε το βραβείοκαι μόλις της το ανακοίνωσαν και βγήκε στην τηλεόραση να δώσει μια συνέντευξη, γυρνώντας σπίτι της βρήκε σε οικτρά κατάσταση το αυτοκτονημένο σώμα του συζύγου της. Αυτή ήταν η ιστορία. Δεν αφήσανε ήσυχο τον άντρα σου να είναι συνεπής με τη διαστροφή του. Πλάσανε τη δική τους εκδοχή. Ότι δεν άντεξε επειδή πήρες το βραβείο, ότι ήτανε τόσο μεγάλη η απόγνωσή του, που θέλησε να πεθάνει σαν μια ακραία πράξη εκδίκησης. Από οργή που ήσουνα εσύ κι όχι εκείνος ο βραβευμένος. Δεν ξέρω αν το γνωρίζεις, όμως αυτή ήταν η κυρίαρχη εκδοχή στους μικρόψυχους δημοσιουπαλληλικούς κύκλους της λογοτεχνίας!
ΜΗΠΩΣ;
Μ: Τη δεύτερη και τελευταία φορά που βρέθηκα στην κλινική ένιωθα πολύ δυστυχισμένη, μόνη με πολλά φάρμακα, ήμουνα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, όταν ένα πρωί στο παράθυρο, στο περβάζι, ήρθε και στάθηκε ένα πουλάκι πολύ μικρούλι. Σηκώθηκα αργά- αργά και το πλησίασα, και για να μην τρομάξει δεν κουνήθηκα καθόλου, απλώς το κοιτούσα. Μέσα μου αισθάνθηκα κάτι, αλλά πολύ πιο βαθιά απ’ την αρρώστια, που έλεγε: <Μήπως;> Τώρα τι εννοούσα με το <μήπως>; Μήπως θα ζήσω; Μήπως υπάρχει ζωή; Μήπως θα γίνω κάποτε καλά; Και αυτή η λέξη <μήπως;> μου έχει μείνει. Γιατί ήτανε out of context, δηλαδή, μήπως τι; Αλλά ήταν αισιοδοξίας μήνυμα αυτό το πουλάκι.
Φ: Ένα πουλάκι που το λέγαν <μήπως;>
Μ: Ακριβώς. Ετσι το έλεγαν: <μήπως;> Και κάθισα πολλή ώρα, θυμάμαι. Ηθελα να πάω να το πιάσω, αλλά ήξερα ότι θα ‘φευγε και στάθηκα σε μιαν απόσταση και το κοίταζα. Ηταν πολύ μικρό, μάλλον σπουργίτι. Και καθόταν ακίνητο τελείως, σαν να φοβόμουν εγώ μη φύγει κι αυτό να φοβάται εμένα. Όμως έμεινε ένα τέταρτο κι έκανε το κεφαλάκι του τακ, τακ, τακ. Ηταν τόσο τρυφερό και τόσο μικρό και τόσο <μήπως;>
Φ: Είδα έναν πανέμορφο κύκνο, Μαργαρίτα. Στη λίμνη Κερκίνη. Ηταν νεκρός. Είναι οι μέρες της επιδημίας των πτηνών και του φόβου που έχει σ’ όλη την Ευρώπη εξαπλωθεί. Κάθε φορά που θα συναντάς μια αγριόπαπια αμέριμνα να κολυμπά, έναν κύκνο ν’ ανοίγει τις θαυμαστές φτερούγες του, σου περνάει απ’ το μυαλό ένα άλλο <μήπως;> Μήπως κουβαλάει τον θανατηφόρο ιό Η5Ν1, που μέσα σε λίγες ώρες φέρνει θάνατο; Λίγα χρόνια πριν όταν πρωτοεμφανίστηκε το aids, το <μήπως;> σαν σκιά διαπερνούσε τις ερωτικές σχέσεις. Μήπως αυτός ο άνδρας που γνωρίζω σήμερα κουβαλάει θάνατο; Η σεξουαλικότητα συνδέθηκε με κίνδυνο και με θάνατο, με επιφύλαξη και φόβο.
Μια γυναίκα δηλητηριάζει όλα τα περιστέρια της γειτονιάς της. <Είναι ύποπτα για τον ιό>, λέει. Το <μήπως;> του φόβου.
Το <μήπως;> που μεταστρέφει τον έρωτα, τη φύση, την ομορφιά σε υποψία θανάτου.
Το <μήπως;> του φόβου είναι μια φυλακή. Ολοι και όλα χωράνε εκεί μέσα. Πλουμιστά πουλιά, ερωτικοί σύντροφοι, σκουρόχρωμοι τρομοκράτες, απείθαρχοι μετανάστες. Απρόβλεπτοι τρελοί, νεαροί αναρχικοί, απελπισμένοι άνεργοι.
Εκεί, στην άλλη όχθη όμως, Μαργαρίτα, είναι το μικρό σπουργίτι, το δικό σου, και το άλλο <μήπως;>, το <μήπως;> της ελπίδας. Και πώς να γίνει να μεταβούμε, Μαργαρίτα, σ’ αυτή την άλλη όχθη, εκεί που το <μήπως;> έχει να κάνει μ’ ένα μικρό σπουργιτάκι που συντροφεύει μια έγκλειστη στο ψυχιατρείο κοπέλα και ξαφνικά είναι σαν ν’ ανοίγονται οι ουρανοί.
Μ: Δύο <μήπως;>, δυο πόλοι ζωής. Ενας χορός. Ένα βαλς. Μια χάρη κάνεις ένα βήμα από τη μια και ένα βήμα από την άλλη. Η λέξη <μήπως;>, η πιο βασική λέξη της ζωής μου. Είναι τα δύο άκρα του κόσμου.
Φ: Ανάμεσά τους θέλω να διακρίνω μια μυστική γέφυρα επικοινωνίας. Ακόμα κι αν δεν φαίνεται, είναι εκεί.
Μ: Σε τελική ανάλυση, μήπως τι; Μήπως όλα; Πάει πέρα πια από τη λέξη. Εγώ πάσχω από την αρρώστια του <μήπως;> Και είναι η μανιοκατάθλιψη. Είναι δυο πόλοι. Και οι δυο πόλοι αυτοί είναι οι πόλοι του <μήπως;> Αρρωστη, καλά, άρρωστη, καλά, άρρωστη… Σπουργίτι- θάνατος- σπουργίτι- θάνατος. Εγώ έτσι ζω. Ετσι έχω μάθει.
Αυτά για την ώρα, Φωτεινή μου.
Αυτά για την ώρα, Μαργαρίτα μου.
Αύριο, όλα θα είναι αλλιώς.
Ναι, αύριο όλα, ως δια μαγείας, θα είναι αλλιώς.
ΦΟΝΟΣ ΚΑΙ ΕΝΟΧΕΣ:
Μ: Το <Μπλέ δωμάτιο> του Ζορζ Σιμενόν αναφέρεται σε κάποιον που δεν έχει διαπράξει φόνο. Είσαι σίγουρος ότι δεν τον έχει κάνει. Αλλά μήπως τον έχει κάνει; Διότι τα γεγονότα οδηγούν στο ότι τον έχει κάνει, ο συγγραφέας όμως με την αφήγησή του το αποκλείει. Κι όταν κλείνουμε το βιβλίο, δεν ξέρουμε αν αυτός ο άνθρωπος έχει κάνει φόνο ή όχι. Και μου θύμισε πολύ τον Κάφκα και την ενοχή. Ολο το <Μπλέ δωμάτιο> είναι ένα βιβλίο ενοχής για κάτι που ίσως δεν υπάρχει. Όπως και στον Κάφκα.
Φ: Εχω συναντήσει πολλούς ανθρώπους που κουβαλάνε μέσα τους το φορτίο μιας ενοχής για κάτι που δεν έχουν διαπράξει. Ανθρώπους που σαν τον Γιόσεφ Κ. ένα πρωινό, δίχως να έχουν κάνει τίποτα κακό, ήρθαν και τους συνέλαβαν. Κι αυτό είναι ανείπωτο.
Μ: Από την άλλη μπορεί να έχεις κάνει στ’ αλήθεια έναν φόβο και να μην αισθάνεσαι ένοχος. Να μην νιώθεις τίποτα. Πως εξηγείται όμως αυτό;
Φ: Οι ψυχίατροι, που εύκολα λύνουν τέτοιου είδους απορίες, έχουν εφεύρει τον όρο <ψυχοπαθητική προσωπικότητα> για να εξηγήσουν την απουσία τύψεων και ενοχών σ’ ένα άτομο που συνεχώς προκαλεί το κακό.
Μ: Η ψυχοπαθητική προσωπικότητα μου θυμίζει τα βιβλία του Στήβεν Κινγκ, όπου υπάρχουν δολοφόνοι που σκοτώνουν, που ακρωτηριάζουν, και δεν αισθάνονται καμία ενοχή. Και στα βιβλία τρόμου του Πίτερ Στρομπ ο δολοφόνος δεν αισθάνεται καμία ενοχή. Γλεντάει τον φόνο του, κάνει ακατανόμαστα πράγματα στο πτώμα, το βιάζει, εκσπερματώνει πάνω στο πρόσωπό του, το κόβει κομμάτια. Και οι δυο συγγραφείς μας δίνουν μια εικόνα του τι θα ήτανε ο κόσμος χωρίς ενοχή. Θα ‘χαμε αλληλοσκοτωθεί όλοι σε δύο δευτερόλεπτα.
Φ: Ο πολιτισμός μας, όπως μας έμαθε ο Φρόιντ, είναι ένα προιόν ενοχής….
Ο ΘΕΟΣ ΜΟΝΟ ΞΕΡΕΙ
Μ: Η βία της αυτοκτονίας είναι αφόρητη όταν οι αυτόχειρες επιλέγουν να αυτοκτονήσουν στο χώρο όπου μένουν τα παιδιά τους, οι φίλοι τους, τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Κληροδοτούν ένα φορτίο τεράστιο στον άνθρωπο που βρίσκεται εκεί. Εγώ, που είμαι άνθρωπος συμπονετικός, σχεδόν δεν αισθάνομαι συμπόνια. Μου φεύγει η συμπόνια για τον νεκρό. Κι αναρωτιέμαι πάντα γιατί. Είναι ένα μεγάλο μυστήριο που δεν το ‘χω λύσει. Γιατί; Για να εκδικηθούν; Μήπως είναι μια πράξη αγάπης, σαν να λένε: <Θέλω μαζί σου να περάσω αυτή τη στιγμή>;
Φ: Τρέχα γύρευε. Αντε να βγάλεις άκρη. Είναι τόσο πολύπλοκα όλα αυτά… Δεν ξέρω. Μπροστά στην πράξη της αυτοκτονίας υποκλίνεται η ερμηνεία- σηκώνει ψηλά τα χέρια της, ακόμα κι αν φαίνεται απλό. <Το έκανε μέσα σε κατάθλιψη>. <Το έκανε μέσα σε κρίση>. <Το έκανε σε απόγνωση>. Σταματάει η ερμηνεία. Τι αρχίζει; Δεν ξέρω. Μπορεί να αρχίζει η μεταφυσική. Θυμάμαι μια τηλεοπτική εκπομπή αφιερωμένη στη μνήμη του Πουλαντζά, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του. Ο δημοσιογράφος κάνει στη γυναίκα του, την Ανί Λεκλέρ, την ερώτηση: <Γιατί>; Κι εκείνη σταματά, κοιτάζει τον φακό, σωπαίνει για λίγο κι έπειτα λέει: <Ποιος ξέρει; Ο θεός μόνο ξέρει>.
Είναι μια συγκλονιστική στιγμή. Μια μικρή παρένθεση που λέει πολλά για τον τόπο και την Αριστερά. Τα λόγια της Ανί όταν αναφέρεται στο θεό δεν μεταφράζονται στους ελληνικούς υπότιτλους! Τοπαραλείπεται και μένει μόνο το <Ποιος ξέρει>.
ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ:
Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ γεννήθηκε στην Αθήνα. Μεγάλωσε στην Ελλάδα και στη Γαλλία και σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι. Εργάστηκε ως νηπιαγωγός στην Αθήνα. Τα βιβλία της <Η Κασσάνδρα και ο Λύκος>, <Ο υπνοβάτης>, το, το <Ναι> (<Ωκεανίδα> 1999), (<Ωκεανίδα> 2003) και <Μαμά> (<Ωκεανίδα>, 2004) εκδόθηκαν στην Ελλάδα, στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη Σουηδία και σε πολλές άλλες χώρες. Ο <Υπνοβάτης> τιμήθηκε το 1988, στο Παρίσι, με το <Βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος>.
Η ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της: <Η κόρη της Ανθής Αλκαίου>, <Ερως φαρμακοποιός>, <Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ> και <Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά>.
ΥΓ. Επειδή σας το είχα υποσχεθεί. Διότι το βρίσκω απίστευτα γενναίο! Αλλά γενναίο!
Ο τίτλος, φράση της Ανί Λεκλέρ, προσπαθώντας να βρει απάντηση σε μια αυτοκτονία: του συντρόφου της Νίκου Πουλαντζά. Αλλά πώς μπορεί ποτέ κανείς να ερμηνεύσει επακριβώς μια αυτοκτονία…
Με εναλλασσόμενους ρόλους <συγγραφέας- καθηγήτρια-ψυχολόγος- άρρωστη- υγιής- θεραπευτής- θεραπευόμενος> και με κοινές αναφορές κι αγάπες, έτσι ή αλλιώς φίλες, για 32 πρωινά βρέθηκαν απέναντι. Η συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου και η συγγραφέας και Καθηγήτρια Ψυχολογίας Φωτεινή Τσαλίκογλου. Σε ώρες απίθανες, πέντε ή έξι το πρωί, στο καφέ του Saint Georges Lecabettus. Σαν τους… παράνομους, σαν εραστές. Να προσεγγίσουνε θέματα δύσκολα. Με το υποσυνείδητο να κόβει σαν την λεπίδα κάπου- κάπου και να επεξηγεί- το συνειδητό, και με το παρελθόν να γίνεται χρόνος παρών χάνοντας εκείνο το τελεσίδικο και το τετελεσμένο.
30.141 λέξεις το αποτέλεσμα. Και άπλετο φως. Διότι όταν <μιλάμε μαζί- φεύγει το σκοτάδι>. Το αποτέλεσμα ένα διαλογικό βιβλίο που καθιερώνει ένα νέο είδος. Και ύφος. Και ήθος. Με στόχο: <Ν αλλάξουμε ρόλους, να πετάξουμε τα στενά ρούχα που δεν σ’ αφήνουν να αναπνεύσεις και που ακόμα και στον ύπνο μας λένε να τα φοράμε, και να δοκιμάσουμε έναν περίπατο στον ανοιχτό αέρα. Να συν- αποκαλυφθούμε και ό,τι ζήσουμε στη διάρκεια του ταξιδιού να το μοιραστούμε με τους άγνωστους συν- ταξιδιώτες μας σ’ αυτήν την περιπέτεια της ομιλούσας γραφής. Να σπάσουμε τη σιωπή>…
Και η σιωπή, έσπασε. Στο βιβλίο που κυκλοφόρησε με τα 32 αποκαλυπτικά πρωινά – ραντεβού- συνεδρίες και λέγεται <Μήπως;> Από τις εκδόσεις <Ωκεανίδα>. Με το οποίο εγκαινιάζεται όπως είπαμε ένα νέο είδος- ύφος- ήθος.
Στις 198 σελίδες του, τα παιδικά τους χρόνια, η σχέση τους, οι ήρωες που αγάπησαν, οι σχέσεις που τις σημάδεψαν, η μαγική διαδικασία της γραφής, το φως και το σκοτάδι της ύπαρξής μας. Η μανιοκατάθλιψη, η ιερότητα της τρέλας και της μελαγχολίας, ο Σαρτρ, ο Πικάσο, η Σιμόν Ντε Μπωβουάρ, ο Σιμενόν και ο Καμύ, οι πλαστικές σακούλες του Ζενέ, η <μικρή πριγκίπισσα> και ο ζορό Μπάμπης. Οι δυο εκδοχές της μιας ζωής. Εκείνο που <ο Θεός μόνο ξέρει>. Κι ένα τεράστιο <Μήπως;>. <Σε τελική ανάλυση, μήπως τι;> Βεβαίως η αρρώστια απ’ την οποία πάσχουμε, τελικά, όλοι, η αρρώστια του <μήπως;>
Ένα βιβλίο με το πιο αισιόδοξο μότο της γης:
Μικρές μπουκίτσες φωτός λυτρωτικές τα μικρά χαρακτηριστικά αποσπάσματα που ακολουθούνε:
ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΥΣΤ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΟΥΑΣΑΝ
Φ: Καλημέρα, Μαργαρίτα. Χρόνια Πολλά. Είναι Χριστούγεννα.
Μ: Καλημέρα, Φωτεινή. Είμαστε στο υπερώον του ξενοδοχείου στο Λυκαβηττό. Μου αρέσει να υποδεχόμαστε έτσι το νέο έτος που πλησιάζει. Πρωί πρωί, δεν είναι εδώ ακόμη κανείς, όλοι κοιμούνται, έξω είναι σκοτεινά, υπάρχει κάτι το ύποπτο. Σαν να ‘μαστε κλέφτες. Εμένα, όταν μπαίνω πριν από σένα, με κοιτάνε λίγο περίεργα. Σήμερα με ρώτησε η σερβιτόρα: <Γιατί τόσο νωρίς;.> <Γιατί γράφουμε ένα βιβλίο>, της είπα. <Μα δεν βλέπω να γράφετε>. <Δεν το γράφουμε, το λέμε>, της απάντησα.
Φ: Σαν τους κλέφτες προτού ξημερώσει, κουβαλώντας αντικλείδια. Κάτι προσπαθούμε να ξεκλειδώσουμε. Κάτι από το μέσα μας. Μαργαρίτα, ακούς τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια που παίζει το ραδιόφωνο; Να τους πούμε να χαμηλώσουν τη μουσική;
Μ: Ο Προυστ. Είχε βάλει φελλούς σ’ όλο το δωμάτιό του για να ‘χει απόλυτη απομόνωση. Να μην ακούει κανένα θόρυβο.
Φ: Ας δοκιμάσουμε εμείς να μείνουμε με τον θόρυβο και τη μουσική. Να! Τόσην ώρα μιλάμε με γιορτινή μουσική υπόκρουση.
Μ: Εχουν ενδιαφέρον οι ζωές και οι μικρές συνήθειες των συγγραφέων. Ο Προυστ είχε μια γυναίκα που τον φρόντιζε, τη Σελέστ, κι έναν υπηρέτη, τον μεσιέ Μορίς. Εγραφε μόνο τη νύχτα. Ξυπνούσε στις τέσσερις το απόγευμα κι όταν πήγαινε η ώρα δώδεκα, μία, άρχιζε να γράφει. Κι έλεγα πάντα: <Το έργο έρχεται πρώτο>. Τρεφόταν μόνο με καφέ και κρουασάν. Τίποτ’ άλλο. Ολη του τη ζωή. Είχε άσθμα φοβερό. Αναβε στο δωμάτιό του διάφορα για το άσθμα κι ήταν ένας άνθρωπος πολύ λιτός.
Φ: Μαργαρίτα, έτσι που μιλάς για τον Προυστ είναι σαν να τον έχεις γνωρίσει κι εσύ.
Μ: Μα τον έχω γνωρίσει. Τον συνάντησα μέσα στα γραπτά του. Κάτι που με γοητεύει τρομερά είναι οι ζωές των μεγάλων συγγραφέων. Πως τρώγανε, πώς πίνανε, τι τρώγανε, αν καπνίζανε. Αυτό μου δημιουργεί ένα τρομερό πάθος. Και μετά διαβάζεις το έργο κι είναι δυο άνθρωποι’ ο ένας γράφει κι ο άλλος ζει.
Φ: Κι εσύ, Μαργαρίτα, πως είσαι όταν γράφεις;
Μ: Σ’ εμένα το γράψιμο ενώνεται απόλυτα με τη ζωή μου. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι άλλος άνθρωπος όταν γράφω κι άλλος όταν ζω. Για μένα μιλάω τώρα. Εγώ είμαι ένα πράγμα. Γι’ αυτό και δεν έχω δυσκολία να μιλήσω για λογοτεχνία. Ή να διδάξω λογοτεχνία. Γιατί είναι μέσα στο πετσί μου. Δεν είναι κάτι που έχω μάθει. Είναι κάτι που είμαι.
Φ: Και τώρα που μιλάμε δεν είναι σαν να γράφουμε;
Μ: Ακριβώς. Γράφουμε αυτή τη στιγμή. Δηλαδή πίνουμε και τον καφέ μας, που είναι η ζωή, και γράφουμε μ’ αυτά που λέμε. Είμαστε και εδώ και αλλού….
Η ΜΙΚΡΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΡΕΜΠΡΑΝΤ
Φ: Αν ως δια μαγείας σε επισκεπτόταν ο Σάμπατο, θα σου έλεγε: <Ο Θεός δεν θα ‘γραφε ποτέ μυθιστορήματα. Γράφουμε μυθιστορήματα χάριν της δυστυχίας μας. Ενας ικανοποιημένος επαρκής άνθρωπος δεν θα ‘γραφε ποτέ>…
Μ: Το γράψιμο μπορεί να είναι ο πιο καλός σου φίλος και ο χειρότερος εχθρός. Καμιά φορά ταυτόχρονα. Δεν είναι αστεία υπόθεση το γράψιμο. Είναι όλο σου το είναι που μπαίνει μέσα. Δίνεις τα ρέστα σου, δηλαδή. Κι άμα δίνεις τα ρέστα σου, υπάρχει πάντα μεγάλος κίνδυνος. Για μένα το γράψιμο είναι κίνδυνος. Καμιά φορά γράφω κάτι ωραίο και λέω: <Πω, πω, τι ωραίο αυτό που έγραψα>. Και καμιά φορά λέω: <Και λοιπόν; Τι θ’ αλλάξει στη ζωή μου επειδή έγραψα ένα ωραίο βιβλίο;>
Φ: Τίποτα. Αλλά στη ζωή των ηρώων σου τα πάντα. Κάνοντας τη Μάρθα, τη γυναίκα του Φρόιντ, να επιστρέφει σήμερα και πάλι στη ζωή, της πρόσφερα μια άλλη ζωή. Μια άλλη δυνατότητα ύπαρξης. Ο,τι δεν σκέφτηκε, ό,τι δεν έζησε, ό,τι δεν τόλμησε τότε, το έκανε τώρα στο μυθιστόρημα. Μαζί της όμως ζούσα κι εγώ και απολάμβανα την άλλη ζωή.
Μ: Μέσα από τους ήρωές μας ζούμε κι εμείς τις άλλες ζωές που δεν ζήσαμε. Φωτεινή, είμαι ευγνώμων στη λογοτεχνία. Πώς θα ήμασταν αν δεν υπήρχε;
Φ: Ημουνα δεκαπέντε χρονών όταν πέθανε από φυσικό θάνατο η προγιαγιά μου. Σε βαθύ γήρας. Ειρηνικός θάνατος, στο κρεβάτι, μες στο σπίτι μας. <Σαν πουλάκι έσβησε η Αννα γιαγιά>, είπε η γιαγιά μου. Πήρα ένα κομμάτι χαρτί κι έγραψα τα λόγια της: <Σαν πουλάκι έσβησε η Αννα γιαγιά>, Επειτα δοκίμασα τον πρώτο μου αφελή στίχο. Κι έπειτα συνέχισα να γράφω.
Πίσω από οτιδήποτε γράφεις ή δημιουργείς υπάρχει κάτι που έχει χαθεί. Και η κρυμμένη παιδική επιθυμία να ξαναβρείς αυτό που χάθηκε Να το ξανασυναντήσεις μέσα στο έργο σου.
Η ΖΑΧΑΡΙΕΡΑ:
Φ: Ένα αγοράκι είναι εννιά χρονών κι ακόμα δεν μιλάει. Είναι μουγκό. Αλαλο, δίχως όμως καμία οργανική βλάβη. Οι γονείς, απελπισμένοι, συμβουλεύονται ειδικούς, ταξιδεύουν σ’ όλο τον κόσμο αναζητώντας μια λύση. Τίποτα. Κάποια μέρα κάθονται στο τραπέζι τη συνηθισμένη ώρα για να φάνε. Είναι μια πολύ ευκατάστατη και τυπική οικογένεια που ακολουθεί ρυθμούς, κανόνες, ωράρια. Το αγοράκι πάντα αμίλητο. Ωσπου αιφνίδια ανοίγει το στόμα του και ξεστομίζει τα πρώτα λόγια της ζωής του: <Θέλω τη ζάχαρη>. Ηταν η μόνη φορά που κάτι έλειπε απ’ το τραπέζι. Η ζαχαριέρα. Δεν υπήρχε κανένας λόγος μέχρι τότε να μιλήσει το αγοράκι. Ηταν όλα εκεί.
Εκείνο που λείπει είναι αυτό που μας κάνει και να ζούμε και να γράφουμε, αλλά και να μιλάμε, Μαργαρίτα.
ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΜΑΖΙ ΣΟΥ….
Φ: Είναι κάτι που δεν ξέρεις, Μαργαρίτα. Συνέβη πριν από τριάντα πέντε χρόνια. Είμαι με την παιδική μου φίλη τη Λένα. Καλοκαίρι, είμαστε στην Εκάλη, είναι άρρωστο το σκυλάκι μου και ψάχνω απεγνωσμένα να βρω ένα νοσοκομείο.
Πηγαίνοντας προς την Ερυθραία αριστερά, μπαίνουμε σ’ ένα νοσοκομείο ζώων. Ενας λευκοντυμένος νεαρός, ο κτηνίατρος, παίρνει το σκυλάκι στην αγκαλιά του για να το εξετάσει. Εχει κατεβασμένο το κεφάλι, εγώ με τη φίλη μου περιμένουμε, ώσπου ξαφνικά σηκώνει τα μάτια του και, Μαργαρίτα, μένω έκθαμβη. Εκείνη τη στιγμή αυτά τα μάτια που με κοιτάζουν μ’ έκαναν να ξεχάσω τα πάντα. Ανήκαν στον άντρα σου. Ηταν ο μελλοντικός σου άντρας…
Τώρα γίνεται η σύνδεση στο μυαλό μου, τόσα χρόνια μετά. Είναι ασύλληπτο.
Όμως υπάρχει και κάτι ακόμα. Μια εντελώς διαφορετική ιστορία από αυτή που μου αφηγήθηκες κυκλοφορούσε τότε στους αθηναικούς κύκλους για το βραβείο σου. Θα σ’ την πω μόνο και μόνο για να δεις πως χτίζονται και κατασκευάζονται οι αφηγήσεις στους παροικούντες εν τη Ιερουσαλήμ. Λέγανε, λοιπόν, ότι η Μαργαρίτα Καραπάνου πήρε το βραβείο
ΜΗΠΩΣ;
Μ: Τη δεύτερη και τελευταία φορά που βρέθηκα στην κλινική ένιωθα πολύ δυστυχισμένη, μόνη με πολλά φάρμακα, ήμουνα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, όταν ένα πρωί στο παράθυρο, στο περβάζι, ήρθε και στάθηκε ένα πουλάκι πολύ μικρούλι. Σηκώθηκα αργά- αργά και το πλησίασα, και για να μην τρομάξει δεν κουνήθηκα καθόλου, απλώς το κοιτούσα. Μέσα μου αισθάνθηκα κάτι, αλλά πολύ πιο βαθιά απ’ την αρρώστια, που έλεγε: <Μήπως;> Τώρα τι εννοούσα με το <μήπως>; Μήπως θα ζήσω; Μήπως υπάρχει ζωή; Μήπως θα γίνω κάποτε καλά; Και αυτή η λέξη <μήπως;> μου έχει μείνει. Γιατί ήτανε out of context, δηλαδή, μήπως τι; Αλλά ήταν αισιοδοξίας μήνυμα αυτό το πουλάκι.
Φ: Ένα πουλάκι που το λέγαν <μήπως;>
Μ: Ακριβώς. Ετσι το έλεγαν: <μήπως;> Και κάθισα πολλή ώρα, θυμάμαι. Ηθελα να πάω να το πιάσω, αλλά ήξερα ότι θα ‘φευγε και στάθηκα σε μιαν απόσταση και το κοίταζα. Ηταν πολύ μικρό, μάλλον σπουργίτι. Και καθόταν ακίνητο τελείως, σαν να φοβόμουν εγώ μη φύγει κι αυτό να φοβάται εμένα. Όμως έμεινε ένα τέταρτο κι έκανε το κεφαλάκι του τακ, τακ, τακ. Ηταν τόσο τρυφερό και τόσο μικρό και τόσο <μήπως;>
Φ: Είδα έναν πανέμορφο κύκνο, Μαργαρίτα. Στη λίμνη Κερκίνη. Ηταν νεκρός. Είναι οι μέρες της επιδημίας των πτηνών και του φόβου που έχει σ’ όλη την Ευρώπη εξαπλωθεί. Κάθε φορά που θα συναντάς μια αγριόπαπια αμέριμνα να κολυμπά, έναν κύκνο ν’ ανοίγει τις θαυμαστές φτερούγες του, σου περνάει απ’ το μυαλό ένα άλλο <μήπως;> Μήπως κουβαλάει τον θανατηφόρο ιό Η5Ν1, που μέσα σε λίγες ώρες φέρνει θάνατο; Λίγα χρόνια πριν όταν πρωτοεμφανίστηκε το aids, το <μήπως;> σαν σκιά διαπερνούσε τις ερωτικές σχέσεις. Μήπως αυτός ο άνδρας που γνωρίζω σήμερα κουβαλάει θάνατο; Η σεξουαλικότητα συνδέθηκε με κίνδυνο και με θάνατο, με επιφύλαξη και φόβο.
Μια γυναίκα δηλητηριάζει όλα τα περιστέρια της γειτονιάς της. <Είναι ύποπτα για τον ιό>, λέει. Το <μήπως;> του φόβου.
Το <μήπως;> που μεταστρέφει τον έρωτα, τη φύση, την ομορφιά σε υποψία θανάτου.
Το <μήπως;> του φόβου είναι μια φυλακή. Ολοι και όλα χωράνε εκεί μέσα. Πλουμιστά πουλιά, ερωτικοί σύντροφοι, σκουρόχρωμοι τρομοκράτες, απείθαρχοι μετανάστες. Απρόβλεπτοι τρελοί, νεαροί αναρχικοί, απελπισμένοι άνεργοι.
Εκεί, στην άλλη όχθη όμως, Μαργαρίτα, είναι το μικρό σπουργίτι, το δικό σου, και το άλλο <μήπως;>, το <μήπως;> της ελπίδας. Και πώς να γίνει να μεταβούμε, Μαργαρίτα, σ’ αυτή την άλλη όχθη, εκεί που το <μήπως;> έχει να κάνει μ’ ένα μικρό σπουργιτάκι που συντροφεύει μια έγκλειστη στο ψυχιατρείο κοπέλα και ξαφνικά είναι σαν ν’ ανοίγονται οι ουρανοί.
Μ: Δύο <μήπως;>, δυο πόλοι ζωής. Ενας χορός. Ένα βαλς
Φ: Ανάμεσά τους θέλω να διακρίνω μια μυστική γέφυρα επικοινωνίας. Ακόμα κι αν δεν φαίνεται, είναι εκεί.
Μ: Σε τελική ανάλυση, μήπως τι; Μήπως όλα; Πάει πέρα πια από τη λέξη. Εγώ πάσχω από την αρρώστια του <μήπως;> Και είναι η μανιοκατάθλιψη. Είναι δυο πόλοι. Και οι δυο πόλοι αυτοί είναι οι πόλοι του <μήπως;> Αρρωστη, καλά, άρρωστη, καλά, άρρωστη… Σπουργίτι- θάνατος- σπουργίτι- θάνατος. Εγώ έτσι ζω. Ετσι έχω μάθει.
Αυτά για την ώρα, Φωτεινή μου.
Αυτά για την ώρα, Μαργαρίτα μου.
Αύριο, όλα θα είναι αλλιώς.
Ναι, αύριο όλα, ως δια μαγείας, θα είναι αλλιώς.
ΦΟΝΟΣ ΚΑΙ ΕΝΟΧΕΣ:
Μ: Το <Μπλέ δωμάτιο> του Ζορζ Σιμενόν αναφέρεται σε κάποιον που δεν έχει διαπράξει φόνο. Είσαι σίγουρος ότι δεν τον έχει κάνει. Αλλά μήπως τον έχει κάνει; Διότι τα γεγονότα οδηγούν στο ότι τον έχει κάνει, ο συγγραφέας όμως με την αφήγησή του το αποκλείει. Κι όταν κλείνουμε το βιβλίο, δεν ξέρουμε αν αυτός ο άνθρωπος έχει κάνει φόνο ή όχι. Και μου θύμισε πολύ τον Κάφκα και την ενοχή. Ολο το <Μπλέ δωμάτιο> είναι ένα βιβλίο ενοχής για κάτι που ίσως δεν υπάρχει. Όπως και στον Κάφκα.
Φ: Εχω συναντήσει πολλούς ανθρώπους που κουβαλάνε μέσα τους το φορτίο μιας ενοχής για κάτι που δεν έχουν διαπράξει. Ανθρώπους που σαν τον Γιόσεφ Κ. ένα πρωινό, δίχως να έχουν κάνει τίποτα κακό, ήρθαν και τους συνέλαβαν. Κι αυτό είναι ανείπωτο.
Μ: Από την άλλη μπορεί να έχεις κάνει στ’ αλήθεια έναν φόβο και να μην αισθάνεσαι ένοχος. Να μην νιώθεις τίποτα. Πως εξηγείται όμως αυτό;
Φ: Οι ψυχίατροι, που εύκολα λύνουν τέτοιου είδους απορίες, έχουν εφεύρει τον όρο <ψυχοπαθητική προσωπικότητα> για να εξηγήσουν την απουσία τύψεων και ενοχών σ’ ένα άτομο που συνεχώς προκαλεί το κακό.
Μ: Η ψυχοπαθητική προσωπικότητα μου θυμίζει τα βιβλία του Στήβεν Κινγκ, όπου υπάρχουν δολοφόνοι που σκοτώνουν, που ακρωτηριάζουν, και δεν αισθάνονται καμία ενοχή. Και στα βιβλία τρόμου του Πίτερ Στρομπ ο δολοφόνος δεν αισθάνεται καμία ενοχή. Γλεντάει τον φόνο του, κάνει ακατανόμαστα πράγματα στο πτώμα, το βιάζει, εκσπερματώνει πάνω στο πρόσωπό του, το κόβει κομμάτια. Και οι δυο συγγραφείς μας δίνουν μια εικόνα του τι θα ήτανε ο κόσμος χωρίς ενοχή. Θα ‘χαμε αλληλοσκοτωθεί όλοι σε δύο δευτερόλεπτα.
Φ: Ο πολιτισμός μας, όπως μας έμαθε ο Φρόιντ, είναι ένα προιόν ενοχής….
Ο ΘΕΟΣ ΜΟΝΟ ΞΕΡΕΙ
Μ: Η βία της αυτοκτονίας είναι αφόρητη όταν οι αυτόχειρες επιλέγουν να αυτοκτονήσουν στο χώρο όπου μένουν τα παιδιά τους, οι φίλοι τους, τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Κληροδοτούν ένα φορτίο τεράστιο στον άνθρωπο που βρίσκεται εκεί. Εγώ, που είμαι άνθρωπος συμπονετικός, σχεδόν δεν αισθάνομαι συμπόνια. Μου φεύγει η συμπόνια για τον νεκρό. Κι αναρωτιέμαι πάντα γιατί. Είναι ένα μεγάλο μυστήριο που δεν το ‘χω λύσει. Γιατί; Για να εκδικηθούν; Μήπως είναι μια πράξη αγάπης, σαν να λένε: <Θέλω μαζί σου να περάσω αυτή τη στιγμή>;
Φ: Τρέχα γύρευε. Αντε να βγάλεις άκρη. Είναι τόσο πολύπλοκα όλα αυτά… Δεν ξέρω. Μπροστά στην πράξη της αυτοκτονίας υποκλίνεται η ερμηνεία- σηκώνει ψηλά τα χέρια της, ακόμα κι αν φαίνεται απλό. <Το έκανε μέσα σε κατάθλιψη>. <Το έκανε μέσα σε κρίση>. <Το έκανε σε απόγνωση>. Σταματάει η ερμηνεία. Τι αρχίζει; Δεν ξέρω. Μπορεί να αρχίζει η μεταφυσική. Θυμάμαι μια τηλεοπτική εκπομπή αφιερωμένη στη μνήμη του Πουλαντζά, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του. Ο δημοσιογράφος κάνει στη γυναίκα του, την Ανί Λεκλέρ, την ερώτηση: <Γιατί>; Κι εκείνη σταματά, κοιτάζει τον φακό, σωπαίνει για λίγο κι έπειτα λέει: <Ποιος ξέρει; Ο θεός μόνο ξέρει>.
Είναι μια συγκλονιστική στιγμή. Μια μικρή παρένθεση που λέει πολλά για τον τόπο και την Αριστερά. Τα λόγια της Ανί όταν αναφέρεται στο θεό δεν μεταφράζονται στους ελληνικούς υπότιτλους! Το
ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ:
Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ γεννήθηκε στην Αθήνα. Μεγάλωσε στην Ελλάδα και στη Γαλλία και σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι. Εργάστηκε ως νηπιαγωγός στην Αθήνα. Τα βιβλία της <Η Κασσάνδρα και ο Λύκος>, <Ο υπνοβάτης>, το
Η ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της: <Η κόρη της Ανθής Αλκαίου>, <Ερως φαρμακοποιός>, <Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ> και <Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά>.
ΥΓ. Επειδή σας το είχα υποσχεθεί. Διότι το βρίσκω απίστευτα γενναίο! Αλλά γενναίο!
Ο τίτλος, φράση της Ανί Λεκλέρ, προσπαθώντας να βρει απάντηση σε μια αυτοκτονία: του συντρόφου της Νίκου Πουλαντζά. Αλλά πώς μπορεί ποτέ κανείς να ερμηνεύσει επακριβώς μια αυτοκτονία…