13/12/07

Οι Αυτοπροσωπογραφίες της Καίτε Κολλβιτς

«Κάποιος άνθρωπος βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους, καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία, άστρα, άλογα και ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει, ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την αυτοπροσωπογραφία του» («Δημιουργός», Χ.Λ.Μπόρχες, 1960).
Οι περισσότεροι το κάνουν, ηθελημένα ή εν αγνοία τους, το έργο τουλάχιστον πολλών μεγάλων δημιουργών μοιάζει σαν ένα κατακερματισμένο μυθιστόρημα (της ζωής τους, της εποχής τους). Στην Καίτε Κόλλβιτς πια αυτό είναι εμφανές!

«ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» της Καίτε Κόλλβιτς, Μετάφραση: Ανθή Λεούση, Εκδ. «Ίνδικτος», σελ. 320, τιμή: 19 ευρώ.

«Πολυαγαπημένη μου Λίζε… λες ότι σε όλη μου τη ζωή συνομιλούσα με το θάνατο. – Α, Λίζε, να είσαι πεθαμένος πρέπει να είναι καλό, αλλά έχω μεγάλο φόβο για το θάνατο’ για το αν εκείνη τη στιγμή θα έχω τον πιο μεγάλο τρόμο στην καρδιά μου.
Η Γιούττα είναι καλή και ευγενική, είναι πολύ άσχημο από μέρους μου πού πρέπει να της είμαι τέτοιο βάρος, μολαταύτα δεν έχω άλλη δυνατότητα. Λοιπόν, έχε γειά, Λίζε μου, χαιρέτισέ μου την αγαπημένη μου Κάττα»… Αρχές Φεβρουαρίου 1945.
Δυο μήνες μετά και τρεις μήνες πριν να τελειώσει ο πόλεμος, επιτέλους, η Καίτε Κόλλβιτς «έλυσε» το αίνιγμά της για πάντα όσον αφορά τον θάνατο και τη ζωή. Τον θάνατο, που κουβαλούσε πάντοτε και παντού, στη ζωή και στα έργα. Στα παιδικά της χρόνια, βέβαια ως τρόμο: «Διαρκώς φοβόμουν ότι θα πάθει κάτι κακό» διαβάζουμε στα ημερολόγιά της όσον αφορά τη μητέρα. Τρόμο αφόρητο για τον ίδιο της τον πόνο: «Προ πάντων όμως ο φόβος για τον πόνο που θα υπέφερα, αν πέθαιναν ο πατέρας και η μητέρα. Μερικές φορές ήταν τόσο μεγάλος αυτός ο φόβος, που ευχόμουν να είχαν κιόλας πεθάνει και όλα αυτά να ήταν για μένα περασμένα πια». Πού να ‘ξερε ότι θα χρειαζόταν στην πορεία πάλι και πάλι μ’ αυτόν τον φόβο, τον ύψιστο τρόμο, να αναμετρηθεί. Ότι θα χρειάζονταν να μάθει να ζει με τον θάνατο…
Η Καίτε Κόλλβιτς, η γερμανίδα χαράκτρια και γλύπτρια που υπήρξε αναμφίβολα μια από τις πλέον εμβληματικές φυσιογνωμίες στην Τέχνη του 19ου και του 20ου αιώνα. Όπως την συναντάμε μέσα από τα «Ημερολόγια και Γράμματα» που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Ίνδικτος». Στα περιεχόμενά του εξαιρετικής αισθητικής τόμου, ένθετο με τις περίφημες «αυτοπροσωπογραφίες» της, τους «Εθελοντές», τους «Υφαντές», την διαρκή αναμέτρησή της με τον θάνατο: «Ο θάνατος παρηγορεί», «Το κάλεσμα του θανάτου», «Ο θάνατος κρατά τη γυναίκα στην αγκαλιά του», «Οι πενθούντες γονείς»… ας μην ξεχνάμε πως είχε χάσει γιο κι εγγονό στις μάχες δυο σκληρών και παράλογων πολέμων, για την αντίδρασή της στους οποίους διώχθηκε μέχρι τελικής εξόντωσης τελικά κι αυτή.
Παρά την τραγική προσωπική ζωή στις παρυφές δυο Παγκοσμίων Πολέμων, όπως σημειώνει στον κατατοπιστικότατη εισαγωγή του ο Ανδρέας Σπύρου «κάτι ρωμαλέο συνέχει τις ανθρώπινες μορφές που πάντοτε θέλει να ξαναπάρει τη ζωή από την αρχή γιατί δεν μπορεί να τη δικαιώσει και για να τη δικαιώσει».
Βαθιά μέσα της η φωνή ενός τεράστιου ιεροκήρυκα, «πρακτικού φιλόσοφου» παππού: «το έργο ενός ανθρώπου μπορεί να θεωρηθεί σπουδαίο αλλά ο ίδιος ποτέ», «ο άνθρωπος δεν βρίσκεται εδώ για να ευτυχήσει, αλλά για να κάνει το καθήκον του».
Μικρή φαίνεται ότι δεν συμφωνούσε, αλλά συνέβη στη ζωή να πράξει ακριβώς αυτό: το έργο της να συμβαδίζει με την πορεία της χώρας της, τα ημερολόγια και τα γράμματά της να αποτελούν χρονικό μιας ολόκληρης εποχής. Η ίδια να ευτυχήσει ελάχιστα (και μόνο στα πρώτα της χρόνια), να χρειαστεί να κάνει το καθήκον της για πάρα πολλά χρόνια μετά…
Στις 320 σελίδες ενός διόλου τυχαίου βιβλίου που αποτελεί μάλιστα και ύψιστο μάθημα ζωής, η Καίτε Κόλλβιτς ξεδιπλώνει ζωή και τέχνη, παραδίδοντας μια συναρπαστική μαρτυρία για μια κοσμογονική περίοδο της ευρωπαικής ιστορίας. Αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά το ότι η υψηλή τέχνη έχει τη δύναμη και τη δυνατότητα να κάνει το προσωπικό, οικουμενικό, το επικαιρικό, διαχρονικό, και το πόσο ιδιωτικό και μοναχικό μπορεί να είναι ταυτόχρονα το τραγικό συμβάν για τον ίδιο τον πάσχοντα. Συλλογική και μοναχική, ταυτοχρόνως. Πάσχουσα και ιαματική, την ίδια στιγμή. Με την επίγνωση του ανθρώπου που γνωρίζει τα όρια αλλά και με την γενναιότητα να τα ξεπεράσει, όποτε χρειαστεί.
Στις σελίδες ενός βιβλίου που αποτελεί ημερολογιακές σημειώσεις, βιογραφία, μαρτυρία, ιστορία και χρονικό αλλά και ιδιότυπο δοκίμιο τέχνης, θα μπορούσε να πει κανείς, ένα κομμάτι της ίδιας της ανθρώπινης φύσης που κινείται στα όρια, βιώνοντας την κόλαση των άλλων και αντικρίζοντας ταυτοχρόνως το θαύμα της τέχνης, τον Θεό, δηλαδή. Διότι από το «Ο θάνατος αρπάζει ένα παιδί» μέχρι «Το κάλεσμα του Θανάτου» και «Στέκομαι εδώ και σκάβω τον ίδιο μου τον τάφο» ως το «Ερωτικό ζευγάρι», «Αναπαυθείτε στη γαλήνη των χεριών» και την «Pieta» της, οι τόσες «Αυτοπροσωπογραφίες», η ίδια η Καίτε Κόλλβιτς, τελικά.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Γεννήθηκε στο Καίνιγκσμπερκ της Πρωσίας στις 8 Ιουλίου 1867, η Καίτε Κόλλβιτς ήταν κόρη του αρχιτέκτονα Καρλ Σμιτ και της Κατερίνας Σμιτ.
Σπουδάζει στη Σχολή Καλών Τεχνών Θηλέων στο Βερολίνο, κοντά στον Στάουφφερ- Μπερν. Και συνεχίζει ζωγραφική κοντά στον Λούντβιχ Χέρτεριχ στο Μόναχο.
Το 1890 κάνει τις πρώτες χαλκογραφίες, το 1891-1892 τις πρώτες αυτοπροσωπογραφίες, το 1891 παντρεύεται τον γιατρό Καρλ Κόλλβιτς και εγκαθίσταται στο βόρειο Βερολίνο: οδός Βάισσενμπούργκερ 25, σήμερα οδός Καίτε Κόλλβιτς.
Στη συνέχεια, διδάσκει στη Σχολή Καλών Τεχνών Θηλέων στο Βερολίνο, αναλαμβάνει τη διεύθυνση του «Εργαστηρίου αριστούχων στις γραφικές τέχνες» στην Ακαδημία του Βερολίνου, της απονέμεται το παράσημο Pour le merite, παραιτείται από την Πρωσική Ακαδημία Τέχνης, απολύεται από δασκάλα στην τάξη αριστούχων, απομακρύνονται τα έργα της από την έκθεση της Ακαδημίας, αφού έχει χάσει γιο κι εγγονό σ’ έναν παράλογο πόλεμο (Πρώτος Παγκόσμιος) στον οποίο αντιστάθηκε με όλη την ψυχή και το έργο της.
Υπήρξε αναμφίβολα μια από τις πλέον εμβληματικές φυσιογνωμίες στην Τέχνη του 19ου και 20ου αιώνα.
Τρεις μέρες πριν το τέλος του πολέμου, στις 22 Απριλίου 1945, η Καίτε Κόλλβιτς πεθαίνει στο Μόριτσμπουργκ, ένα χωριό έξω από τη Δρέσδη, όπου είχε αναζητήσει καταφύγιο από τους βομβαρδισμούς. Η κάλπη με τη στάχτη της μεταφέρεται τον Σεπτέμβριο στο Βερολίνο και ενταφιάζεται στο κεντρικό νεκροταφείο Φρήντριχσφέλντε κάτω από το ανάγλυφο που είχε ετοιμάσει η ίδια.

ΥΓ: «Καμιά φορά τα βράδια, ένα πρόσωπο
μας κοιτάει από τα βάθη ενός καθρέφτη’
Κι η τέχνη πρέπει να ‘ναι σαν και τούτο τον καθρέφτη
Που μας αποκαλύπτει το ίδιο μας το πρόσωπο».
Αλλιώς, πώς?