24/12/07

Το κοριτσάκι που πίστευε στα θαύματα


Ε, της Νεφέλης πια, σταθερά
Και της Μάρως για την διαδρομή και την αφορμή.

Όλα ξεκίνησαν μια νύχτα που φοβόταν.
Έξω φυσούσε πολύ. Είχαν σβήσει τα φώτα. Ερχόταν μπόρα και η μικρή Αννούλα τις έτρεμε τις αστραπές. Είχε δει κι άλλες φορές εκείνες τις ασημιές χαρακιές ν’ αυλακώνουνε τον ουρανό, εκείνο που την τρόμαζε, όμως, περισσότερο ήταν ο κρότος. Απροειδοποίητος πάντα’ παρ’ ότι είχε προηγουμένως θαυμάσει την αστραπή.
Αυτή την απολύτως ζοφερή νύχτα ήταν σχεδόν μόνη στο σπίτι. Ο μπαμπάς – απ’ ότι είχε πάρει τ’ αυτί της- είχε συνοδεύσει τη μαμά στο εξωτερικό. Η μαμά της Άννας ταξίδευε πολύ συχνά για συνέδρια. Αυτή τη φορά, όμως, την είδε κλαμένη. Ταξίδευε κι έκλαιγε. Και η μαμά της Άννας και ο μπαμπάς. Ο μπαμπάς, κρυφά. Ποτέ δεν τον είχε ξαναδεί έτσι η Άννα.
Και η Άννα απόψε φοβόταν. Ποτέ δεν είχε τόσο πολύ ξαναφοβηθεί η Άννα.
Η Ζωή που την πρόσεχε, της έφερε από νωρίς μια στοίβα βιβλία απ’ την μεγάλη βιβλιοθήκη. Την αγαπημένη της Αλίκη που πέφτει στην μαύρη τρύπα για να βρεθεί στα θαύματα, τελικά. Τον Ροβινσώνα Κρούσο που αναγκάζεται να τα βγάλει πέρα στην ερημιά και το αγαπημένο της. Την Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Κάρολου Ντίκενς για την δύναμη της αγάπης. Τα Χριστούγεννα δεν θ’ αργήσουν να ‘ρθούν και θα γυρίσει με δώρα και η μαμά. «Τα επτά κοράκια» των αδελφών Γκριν και χωρίς να φοβάται. Γιατί η μικρή Άννα δεν είχε αδελφούς για να τους κάνει η κακιά μάγισσα κοράκια. Αν και το να είσαι, μόνη σου χωρίς αδελφούς πονάει κι αυτό, αρκετά.
Αλλά ο άνεμος δεν την άφηνε να συγκεντρωθεί για να διαβάσει. Ψιθύρισε με ελπίδα και απόγνωση τη μικρή, μαγική, προσευχή. "Θεούλη μου, φύλαγε την μαμά και τον μπαμπά και κάνε να περάσει η μπόρα χωρίς να τρομάξω, πολύ, τελικά".
Και τότε της ήρθε η ιδέα. Να φυλακίσει με το μελάνι της στο χαρτί μιαν αστραπή. Άνοιξε το μεγάλο ολοκάθαρο μπλοκ κι απαθανάτισε τα πάντα. Ό,τι την τρόμαζε κι ό,τι γινόταν, ακριβώς, έξω από το μεγάλο παράθυρο στον κήπο.
Τα μαύρα σύννεφα που ταξίδευαν για τον βορά, τα απειλητικά δέντρα τη νύχτα, τις μαγικές χαρακιές στον σκοτεινό ουρανό. Ως και τη βροντή τους, φυλάκισε. Σε σημείο που έπαψε και να την ακούει.
Χαράματα έπεσε στο μαξιλάρι της να κοιμηθεί. Αφού είχε κάνει στο μπλοκ πολλές αστραπές.
Το πρωί όταν άνοιξε τα μάτια, την περίμενε μια όμορφη και πλυμένη μέρα. Το χορτάρι κουνούσε στον κήπο τις άκρες του καθαρό, τα δέντρα έσταζαν δάκρυα ανακούφισης. Και όλα τα σύννεφα είχαν ταξιδέψει για το βορά.
Το μεσημέρι πήρε και η μαμά της τηλέφωνο. Την αγαπά και την σκέφτεται. Θα επιστρέψουν, όσο πιο σύντομα γίνεται με τον μπαμπά.
Ο καιρός, όμως, περνούσε και αργούσε πολύ να γυρίσει η μαμά. Η γιαγιά, όποτε ερχόταν έκλαιγε, και είχε πιάσει και την Ζωή να μιλά στη γιαγιά και να κλαίει κι αυτή. Η μαμά δεν τηλεφωνούσε τόσο συχνά. Και οι νύχτες της Άννας έγιναν συνέχεια μεγάλες και σκοτεινές. Έστω και χωρίς εκείνες τις αστραπές. Αχ, αυτές τις φοβερές αστραπές, πόσο τις προτιμούσε.

Για να νικήσει το φόβο και την μεγάλη νύχτα της η μικρή Άννα, χωνόταν ολόκληρη μέσα στο μπλοκ. Ζωγράφιζε δωμάτια με πολλές μυστικές και κρυφές πόρτες. Καθρέφτες μέσ’ τους καθρέφτες και πολιτείες που μοιάζανε μαγικές. Με δωμάτια που ταξιδεύουνε και κοριτσάκια που πετάνε σαν τα ιπτάμενα χαλιά.
Ζωγράφιζε κούκλες που ζωντανεύουν και μουσικά κουτιά που η χορεύτρια κατέβαινε απ’ την πίστα. Ζωγράφιζε γυάλες κρυστάλλινες, ξωτικά του βουνού, κουτάλες και πιρούνες της κουζίνας που χορεύουν. Ζωγράφιζε δέντρα που ταξιδεύουν, γαλάζια τριαντάφυλλα που μιλούν, τραίνα που κολυμπάνε, καράβια στον ουρανό κι ένα νησί που ολοένα αλλάζει θέση.
Ζωγράφιζε, βέβαια, και την μαμά και τον μπαμπά. Να ταξιδεύουν στα σύννεφα με το αεροπλάνο, να κατεβαίνουν τη σκάλα, να τρέχουν χαρούμενοι για ν’ αγκαλιαστούν. Ζωγράφιζε την μαμά στο μπαλκόνι, τη μαμά στο γραφείο, τη μαμά να της φτιάχνει το εκμέκ παγωτό της γιαγιάς. Τη μαμά να την χτενίζει, να της διαβάζει την Άννα Φρανκ, να της τραγουδά τη μικρή Φλαμουριά. Τη μαμά της στο πιάνο, τη μαμά της στο δρόμο, τη μαμά πάνω απ’ την κούνια όταν η Άννα ήταν τοσηδούλα μικρή.

Έτσι πέρασαν και τα Χριστούγεννα. Κλαίγοντας και ζωγραφίζοντας’ με τη μαμά μακριά. Με δέντρο που στόλισε η Ζωή και που η Άννα ούτε που ήθελε να το πλησιάσει. Με δώρα που έστειλαν φίλοι και συγγενείς αλλά η μικρή Άννα έκρινε πως μονάχα την μαμά, χρειαζόταν. Την μαμά και το μαγικό μπλοκ που θα μπορούσε κάθε μέρα να της την φέρνει κοντά. Τόσο κοντά που μπορούσε ακόμα και να την αγγίζει και να την μυρίζει. Να την χαιδεύει, να σκύβει και να την φιλά.
Ώσπου μια μέρα μέσ’ τις Αλκυονίδες μέρες ξαναγύρισε στο σπίτι η μαμά. Αδύνατη, βέβαια, γιατί της έλειψαν της Ζωής τα φαγητά, αλλά χαρούμενη και της υποσχέθηκε με τον μπαμπά ότι δεν πρόκειται ποτέ να φύγει ξανά.
Ποτέ όσο εμπιστεύεται τις μαγικές ζωγραφιές της. Γιατί, όπως της εκμυστηρεύτηκε, πίσω την έφεραν οι μαγικές ζωγραφιές. Στην κουζίνα και το γραφείο της. Στο μπαλκόνι και κάτω στον κήπο.
Κάθε μέρα ήμουν μαζί σου στον κήπο, της εκμυστηρεύτηκε η μαμά.

Κι έτσι η Άννα δεν εγκατέλειψε ποτέ πια τις θαυματουργές ζωγραφιές. Στοίβαζε τα μπλοκ και τα τετράδια όσο κυλούσε ο καιρός και φοβόταν δεν φοβόταν, ελπίδες και φόβους με χρώμα και σχήμα τους ξόρκιζε. Όπως έκανε και η φίλη της η Αριάδνη, με τις μικρές ιστορίες.
"Εγώ, όταν φοβάμαι, γράφω", της είπε μια μέρα στο σχολείο. Και η Κυβέλη παίζει στο πιάνο κάτι μαγικές και ξεφοβιστικές μουσικές. Ο Δημήτρης κάνει μικρούς στρατιώτες από πηλό και η Κατερίνα κούκλες που ζωντανεύουν.
"Γιατί ό,τι αγαπάς έτσι παίρνει ζωή", όπως της είχε πει μια φορά η Ζωή. Και όλα αυτά, ζωγραφιές, ιστορίες, κούκλες, στρατιώτες και μουσικές, δεν είναι άλλο παρά της ζωής τα θαύματα.
Έτσι η μικρή Αννούλα μεγαλώνοντας δεν φοβήθηκε ποτέ και οι ζωγραφιές της παρέμειναν στον χρόνο η δική της, μυστική, μαγική προσευχή. Για όποιους και ό,τι αγαπά. Γιατί η Άννα πιστεύει στο θαύμα της τέχνης. Στο θαύμα, δηλαδή, της Ζωής.

ΥΓ. Για όσους φοβούνται τις γιορτές, για όλους εκείνους που κάποια στιγμή χρειάστηκε ή τόλμησαν να κάνουν ό,τι η μικρή Άννα. Για να ξεφοβηθώ αυτά τα Χριστούγεννα κι εγώ, για να σας πω ότι "μαγικά" θα υπάρχουν πάντα. Και θαύματα, φτάνει να τα πιστεύουμε. Και να τα βλέπουμε, ναι?