«ΈΡΩΣ» του Helmut Krausser, Μετάφραση: Ευαγγελία Τόμπορη, Επιμέλεια μετάφρασης: Δημήτρης Αθηνάκης, Εκδ. «Ίνδικτος», σελ. 445, τιμή: 19 ευρώ.
«Θεώρησα, λανθασμένα, ότι εκείνη ήταν για μένα, μόνο για μένα προορισμένη, ότι το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να τη βρω και να την κρατήσω μαζί μου, ώστε να αποκατασταθεί επιτέλους η τάξη του κόσμου».
Και αυτό ακριβώς έκανε για μια ολόκληρη ζωή.
Ο Αλεξάντερ φον Μπρύκεν, αστός και πάμπλουτος, περνώντας κατ’ αρχάς «δια πυρός και σιδήρου»: Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αεροπορικές επιδρομές, αυτοκτονία γονέων, φυγάδευση, αμνησία, οικοτροφείο, ψυχιατρείο, επεισοδιακή επιστροφή…
Αλλά η εικόνα της Σόφι, που γνώρισε στο καταφύγιο τις νύχτες των βομβαρδισμών μέσα του, λες με πυρωμένο σίδηρο.
Η ιστορία αρχίζει απ’ το τέλος της.
Ο Αλεξάντερ φον Μπρύκεν γνωρίζει ότι πεθαίνει, και προσκαλεί στον πύργο του τον συγγραφέα που εκτιμά και του ζητά να γράψει την ιστορία του. Τον έρωτά του για τη Σόφι συγκεκριμένα, διότι εμμονοληπτικά είναι και το μοναδικό που αναγνωρίζει ως «ιστορία του». Και για να υπάρξει, θα πρέπει και να γραφτεί.
«Ήρθε ο καιρός να διασώσω κάτι. Όχι απαραίτητα τη ζωή μου, αλλά την ιστορία ενός έρωτα. Του έρωτά μου. Μέχρι τώρα δεν την έχω διηγηθεί, πρέπει όμως να τη διηγηθώ, διαφορετικά θα χαθώ και θα είναι σα να μην έχει συμβεί ποτέ. Θα ήθελα να γράψετε για μένα ένα βιβλίο. Ένα μυθιστόρημα».
Ένα μυθιστόρημα για έναν έρωτα, τον έρωτά του, «για να αποκατασταθεί επιτέλους η τάξη του κόσμου». Διότι όσο κι αν πλήρωσε, ό,τι κι αν έκανε (συγκέντρωσε για το χατίρι της έναν ολόκληρο ανθρώπινο στρατό, διακινδύνευσε να πάει στο Βερολίνο, την φυγάδευσε για να την σώσει, για να την δώσει, προκειμένου να την δει ευτυχισμένη, σε μιαν άλλη «φιλική αγκαλιά), όσο κι αν την προσέγγισε ως Αλεξάντερ αλλά και με την ταυτότητα ενός άλλου, οι συναντήσεις τους ήταν πάντοτε σε λάθος στιγμή. Όταν ο ένας πλησίαζε, ο άλλος, απομακρυνόταν. Όταν εκείνη ήταν ελεύθερη, απουσίαζε αυτός.
Για να βρεθεί κοντά της, ναύλωσε αεροπλάνα, αγόρασε σπίτια, οδήγησε… ταξί. Στεκόταν μονίμως εκεί να την κοιτά: να αγαπά έναν άλλον, να επαναστατεί, να πέφτει και να σηκώνεται, να εισχωρεί σε τρομοκρατική ομάδα, να κινδυνεύει, ν’ αλλάζει εύκολα αγκαλιές, να αναρωτιέται αν έχει η αγάπη ηθική. Να δουλεύει και να διαβάζει σαν τον τρελό και ν’ αρκείται στην αύρα της που αιωνίως λατρεύει.
Στο μεταξύ και ολόγυρα, η Ευρώπη φλέγεται. Η Γερμανία χάνει τον πόλεμο και ο φιλοναζιστής πατέρας του τη ζωή, η Γερμανία διχοτομείται, η νεολαία οργανώνεται και επαναστατεί, οι Μπήτλς γράφουν τη νέα μουσική, ο αιώνας αλλάζει πλευρό και μόνον ο Αλεξάντερ δεν δείχνει να το έχει καν αντιληφθεί.
Ο συγγραφέας αργεί, επίσης, να το αντιληφθεί:
«Δεν μπορώ καθόλου να καταλάβω γιατί την αγαπήσατε, τι το γοητευτικό είχε».
«Γιατί αγαπάς κάποιον που ούτε καν ξέρεις; Τέτοιου είδους πράγματα απλώς συμβαίνουν, έτσι δεν είναι;»
Και «ό,τι είναι γραμμένο, έχει σίγουρα συμβεί».
Το μυθιστόρημα κυλά έτσι ακριβώς: κεφάλαιο – κεφάλαιο. Ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν. Οι συναντήσεις των δύο ανδρών και η ζωή που κυλά αντίστροφα. Νεκραναστημένη, σχεδόν ζωντανή: Με τη Σόφι που εξαφανίζεται, που υιοθετείται κι αλλάζει όνομα, που την αναζητά μέχρι εκείνη να ξαναχαθεί.
Κι ανάμεσα σ’ όλα αυτά, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Ιστορία της Γερμανίας, το Κομουνιστικό Κόμμα, η Ούλρικε Μάινχοφ, η κλασική μουσική, ο Βάγκνερ, ο μύθος του Σίσυφου και ο Καμύ.
Και ο Αλεξάντερ ως Σίσυφος να διασώζει το παρελθόν του και να κτίζει τον τάφο του, ένα μαρμάρινο μαυσωλείο τις νύχτες στην αυλή. Η Τέχνη και η ομορφιά, η κατάθλιψη και η απομόνωση, και στο κέντρο των πάντων, η ερωτική εμμονή. Εξάλλου πού ξέρεις, «στο άπειρο, μπορεί, οι παράλληλες και να συγκλίνουν».
Την εκδοχή της Σόφι την μαθαίνουμε από γράμματα, ημερολόγια και ποιήματά της και από τον άνθρωπο- σκιά. Ποτέ δεν την εγκατέλειψε, στο τέλος την αγάπησε και είναι αυτός που την ημέρα της κηδείας του Αλεξάντερ θα της επιτρέψει και να τον δει.
Διότι η Σόφι και ο Αλεξάντερ που γνωρίστηκαν στο καταφύγιο μοιραζόμενοι φόβο και στρώμα κι αργότερα ένα δικό της πληρωμένο φιλί, βρέθηκαν όλο και όλο πέντε φορές: στον πύργο του όταν την αναζήτησε κατά την επιστροφή του απ’ την κόλαση της εξορίας και του πολέμου, στο σπίτι της σαν άλλος όπου μοιράστηκαν έναν και μόνο χορό, το βράδυ που κινδύνευε και για άλλη μια φορά εκείνος έπαιξε τον φύλακα άγγελό της και όταν την φυγάδευσε από το Ανατολικό Βερολίνο. Την ημέρα της κηδείας του, με όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.
Η ιστορία, εξάλλου, ήταν του Αλεξάντερ κι ο συγγραφέας αυτήν όφειλε και να ζωντανέψει, την δική του αποκλειστικά εκδοχή. Στο γράμμα του αποχαιρετισμού, ωστόσο, ο Αλεξάντερ υπήρξε τόσο σαφής:
«Είναι στο χέρι της τέχνης να φτιάχνει από ταξιθέτες ήρωες και το αντίθετο. Η ζωή είναι ένας σωρός υλικά από τα οποία γεννιέται αυτό ή εκείνο, και μερικές φορές ακόμα και τίποτα. Είναι ωστόσο ευχαριστημένος, αν και κατηγορεί για κάποια πράγματα τον εαυτό του. Τη ζωή του την καθόρισε ο έρωτας, αυτή είναι μια περίπλοκη, πολύπλευρη δύναμη, που στο τέλος σε διαλύει, με το συναίσθημα όμως ότι δεν είσαι ολομόναχος και ασήμαντος».
Μια αριστουργηματική ιστορία για την ερωτική εμμονή. Για το ανεκπλήρωτο πάθος που μπορεί να στοιχειώσει αλλά και να καθαγιάσει μια ζωή. Για την ερωτική ψευδαίσθηση που ίσως και να είναι, εν τέλει, αληθινή: «Το τραγούδι κράτησε τρία λεπτά. Ήμουν στο άπειρο και ευχόμουν να πέσει μια γκιλοτίνα από τον ουρανό, και έτσι, να ένα γρήγορο τέλος, να μην κινδυνέψει ποτέ αυτή η απερίγραπτη ευτυχία. Το άπειρο κρατά ακριβώς τρία λεπτά».
Τρία λεπτά ακριβώς κρατά και η δική τους κοινή ερωτική ζωή: Ίσα που να χωρέσει έναν χορό το «Here, There and Everywhere» και κάποτε ένα πληρωμένο φιλί.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Helmyt Krausser γεννήθηκε το 1964.
Είναι πεζογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας.
Ζει στο Βερολίνο.
Πρόσφατα έργα του είναι «Τα άγρια σκυλιά της Πομπηίας. Μια ιστορία» (Die wilden Hunde von Pompeii. Eine Geschichte) (2004) και η ποιητική συλλογή «Καταιγίδα» (Strom) (2004).
Τα μυθιστορήματά του «Η μεγάλη Bagarozy» (Die froβe Bagarozy) και «Λιπαρός Κόσμος» (Fette Welt) έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο.
Το 1993 βραβεύτηκε με το βραβείο Tukan.