(Στερεοποιώντας τον «Υγρό Χρόνο»)
Η αρχική μου πρόθεση ήταν μια ιστορία σαν θεραπευτική γάζα, αλλά γρήγορα διαπίστωσα ότι είχα ακόμα πολλά κομματάκια εαυτού και κόσμου να συμμαζέψω τελικά. Πολλές απορίες να τολμήσω να ψελλίσω, αινίγματα να αντιμετωπίσω, μεγάλη απόσταση να διανύσω, πολλή δουλειά. Για να τα καταφέρω, έγινα και το έκανα κομματάκια: πέντε γυναίκες μαζί! Κι υπήρξα όσο μπορούσα πιο τίμια: του επέτρεψα να αναπνεύσει, να είναι αυτό, εν τέλει, που θα μου πει! Το τελευταίο κεφάλαιο σχεδόν καθ’ υπαγόρευση, μεσάνυχτα με τα πόδια στη θάλασσα στο Μαραθώνα, όπου συνήθιζα για να ξεκουράζομαι, να κόβω βόλτες μόνη μου σαν την τρελή! Και τι ανακουφιστικό! Η απάντηση που με απόγνωση γύρευα!
Το αποτέλεσμα, κάτι σαν θρίλερ, κατακερματισμένο, με μονολόγους, μοναχικές διαδρομές παρ’ ό,τι αποδεδειγμένα αγαπήθηκαν, ήλπισαν αλλά σπαράχτηκαν και κατασπαράχθηκαν, τελικά.
Μια αστυνομική ρεπόρτερ χρειάζεται να καλύψει τον πνιγμό ενός παλιού της αγαπημένου. Μια φιλόλογος επιμένει ότι τον έχει σκοτώσει αυτή. Η πρώην γυναίκα του και ο γιος του ισχυρίζονται ότι πρόκειται περί λάθους. Ο αστυνόμος αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί το πτώμα. Η σύζυγος επιμένει να τον κηδέψει ως να επρόκειτο γι’ αυτόν. Και σα να μην έφαναν όλα αυτά, μια γυναίκα από το μακρινό παρελθόν επιστρέφει και όλα δείχνουν ότι έχουν κάποιο παλιό μυστικό: που τους βαραίνει, που τους χωρίζει, που τον κάνει να της χαρίσει όλες τις ημερολογιακές του σελίδες καθώς και το αρχείο με κείμενά της που μάζευε εδώ και καιρό.
Το μυθιστόρημα, η αρχική πρόθεση, ήταν να μπορεί να διαβαστεί και αγραμμικά: να επιλέξει ο καθένας μια από τις γυναίκες που θέλει να ακούσει την δική της εκδοχή για την ιστορία. Να δει αυτόν τον άντρα, μέσ’ απ’ τα μάτια της (πώς γίνεται άλλος κάθε φορά).
Το φινάλε, σαν άμμος κινούμενη: όλα που είναι έτσι αλλά μπορεί να είναι και διαφορετικά. Η βασική πρόθεση, μέσα από τις «Υγρές σελίδες» να ανασυναρμολογηθεί ο κόσμος τουλάχιστον στα βασικά: επιδιώξεις και φόβοι, επιθυμία και ενοχές, έρωτας και θάνατος, δίψα ανάγνωσης που οδηγεί στο να γράψουμε τελικά, επειδή «οι καλοί αναγνώστες» κατά Μπόρχες πάντα «είναι κύκνοι πιο μαύροι και πιο σπάνιοι κι απ’ τους καλούς συγγραφείς».
Γι’ αυτό και εγκιβωτίστηκαν βιβλία που αγάπησα, εξάλλου η μία ηρωίδα υπάρχει μόνον μέσα απ’ αυτά. Όπως και ο νεκρός άντρας, μονάχα σε όσα, ό,τι κρατούσε, όσα κρατούσαν οι άλλοι γι’ αυτόν. Διότι όπως «είμαστε ό,τι γράφουμε», «είμαστε και ό,τι διαβάζουμε». Κι επειδή ειδικά σ’ αυτό το βιβλίο, χωρίς να το επιδιώξω, μάλλον «τα έπαιξα όλα για όλα»: συναντήθηκαν τίτλοι και ήρωες απ’ όλα τα προηγούμενα, λες και να είναι (να ήταν) αυτό το τελευταίο και τελικό!
Βγήκα σα να έχω αλλάξει δέρμα. Για την ακρίβεια, είμαι ακόμα χωρίς δέρμα. Κι ούτε μπορούσα ποτέ να το φανταστώ: το πού θα με ξεβράσει τώρα μια υγρή ιστορία, ένα υγρό καλοκαίρι, σε ένα υγρό ξενοδοχείο όπου είχαν απομείνει οι καθαρίστριες, το παιδί που καθαρίζει την πισίνα κι εγώ. Άλλο βίτσιο κι αυτό: μονάχα σε δωμάτια ξενοδοχείου μπορώ να συναντώ τις ιστορίες. Στο σπίτι, μάλλον, τα φαντάσματα με βραχυκυκλώνουν, μου κάνουν ζημιά! Σε ουδέτερο, αποστειρωμένο έδαφος, όμως, είναι τόσο πολύ καθαρές οι ιστορίες και οι φωνές! Μόνον οι ήρωες κάνουν παιχνίδι, κι εγώ σαν μαγεμένη κάνω αυτό που γνωρίζω από παιδί: παρακολουθώ.
ΥΓ. «Σε πρώτο πρόσωπο» λέγεται, και μου ζητήθηκε από κάποιο περιοδικό. Ευκαιρία να βγάλω κι εγώ κάποιαν άκρη! Τελικά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, μονάχα γράφοντας την καταλαβαίνω τη ζωή! Και διαβάζοντας, κατανοώ και τους άλλους! Συγχωρείστε με απόψε για το τόσο εγωιστικό (σχεδόν αυτιστικό) θα ‘λεγα ποστ, αλλά έχω απολύτως την ανάγκη να ξετυλίξω το κουβάρι. Να ξαναπάρω τη ζωή – έτσι με όση μου απόμεινε τεχνική- απ’ την αρχή. Αν δεν θέλω να κόψω κάπου εδώ και το νήμα! Ιούλιος γαρ, απαιτεί ανακεφαλαίωση καλή, και θα περάσει, μήνας είναι, πού θα πάει?