28/7/08

Μια καρδιά στο στομάχι

ΠΕΝΤΕ ΔΟΚΙΜΕΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ (έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό «Μπιλιέτο»)

Η ΡΟΖΑ ΠΟΥ ΤΡΑΥΛΙΖΕΙ

Η Ρόζα που τραυλίζει με είπανε, εμένα, πού είχα γεννηθεί ρήτορας. Πρώτα μίλησα και ύστερα περπάτησα. Πρώτα κατάλαβα τη σημασία της συλλαβής κι ύστερα της αφής, της ακοής και της δράσης. Μονάχα να μου μιλούν ήθελα. Να με χαιδεύουν, δεν είχα απαιτήσεις. Μονάχα να τους μιλώ, ήθελα. Να μ’ αγαπούν, ούτε που το σκέφτηκα.
Το λ, ο, λο και λ, α, λα και Λόλα, εγώ το χλεύαζα. Παπατρέχας ένοιωθα γι’ αυτό κρυφογελούσα. Σαν ήμουν μόνη στο δωμάτιο, ροδάνι έτρεχε η γλώσσα μου. Από το λ που είναι λυγμός και λάθος, στο μ που είναι μέλι και μαχαίρι, στο ε που είναι και φαίνεται ερημιά και ερχομός, στο θήτα που είναι θάλασσα και θάμβος, θύελλα και θυμήθηκα και θάνατος και θαύμα. Με το άλφα πάντα τέλειωνα: Άβυσσος, άλγος, αλαργινός, αρχή και Θεός και ποιος φοβάται χάρο.
Δεν άφηνα κείμενο για κείμενο. Από μυθιστορήματα, εφημερίδες, μέχρι προεκλογικά χαρτιά και διαφημιστικά φυλλάδια: ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Όπου έφτανε το μάτι μου. «Ψηφίστε Κάλο» και «Δώστε τη σκυτάλη», μέχρι «Η θεία Όλγα ξέρει» και «Είμαι εγώ η μοντέρνα γυναίκα». Ακόμα και τη μελαγχολία του Άμλετ, σαν οπερέτα την έτρεχα. Αλλά πάντοτε, όταν ήμουν μόνη μου στο δωμάτιο.
Στο σχολείο, αρνήθηκα εξαρχής να τους αποκαλύψω αυτή μου την δεινότητα. Άρχισα να προσποιούμαι κι εγώ πώς συλλαβίζω: Άννα να ένα μήλο και Μίμη πού είναι η Λόλα. Είχα και μία Λόλα δίπλα μου…
Λ…Λ…Λ…Λ… Λόλα την έλεγα, μετά από κόπο, για παν ενδεχόμενο.
Η Ροζαπουτραυλίζει, με φωνάζανε. Ποτέ σκέτο Ρόζα. Όλο μαζί. Σαν ονοματεπώνυμο.
Έτσι ακριβώς συνέχισα για χρόνια. Δεν έβλαψε ποτέ κανέναν, μπορώ να πω, με προτιμούσαν έτσι. Αυτή η ψεύτικη ιδιότητα μ’ έκανε πιο συμπαθητική.
Ενώ η άλλη, έκανε τη μαμά ένα πρωί να μου γεμίσει το στόμα με κάρβουνα. Είσαι μια ασπλαχνητρτελληκαισκύλα, της είχα πει μονοκόμματα χωρίς καθόλου να το συλλαβίσω.
Έγινα η Ρόζα που τραυλίζει έκτοτε.


Η ΧΑΝΕΛΟΡΕ ΠΑΕΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

Το κοριτσάκι, είχε συνηθίσει’ σαν κούκλα στεκόταν. Ασάλευτη, αμίλητη, ανέκφραστη, αόρατη, αδρανής, σαν αύρα πρωινή ή εσπερινή δροσιά. Ίσα που ανέπνεε. Σε τέτοιο σημείο που ως κι εκείνο, το μάντευες. Το οτιδήποτε θα μπορούσες άνετα να μαντέψεις. Εκείνη, σου επέτρεπε τα πάντα.
Αλλά, ταυτοχρόνως, και όλα στα απέτρεπε. Κανείς, δεν μπόρεσε ποτέ γι’ αυτήν να κάνει μια πλήρη περιγραφή.
Η δασκάλα της επέμενε πώς είναι χαρισματικό παιδί.
Η φιλενάδα της πώς την άφηνε πάντοτε και νικούσε.
Ο αδελφός της Πέτρος ότι είναι κρυφοκακιά, στριμμένο άντερο κι ας έχει μόνιμα ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά της σφηνωμένο. Σφίγγα την έλεγε η μάνα της. Και ο μπαμπάς της, ζαχαρένια μου.
Εκείνος ο άντρας καραμέλα την ανέβαζε καραμέλα την κατέβαζε, γι’ αυτό και κάπως ανεπαισθήτως νόμισε ότι της θύμιζε τον μοναδικό άνθρωπο που την αγάπησε στον κόσμο. Έγινε ρευστή, σαν καραμελωμένο υγρό στα χέρια του. Την σκούπισε, την ήπιε και την ξέρανε. Κι ύστερα ήρθαν και τα χρόνια για να δικαιώσουν τη μάνα της.
Σφίγγα, φωνάζουν τη μικρή Χανελόρε πού μεγάλωσε. Γι’ αυτό κι εκείνη αποφάσισε πια να πετάξει. Κι έφυγε. Πήγε στον ουρανό. Μπορεί και στον παράδεισο. Σε εκείνο τον παράδεισο που πηγαίνουν οι ροζ μικρές γλυκές καραμέλες. Για να μη λειώσουν ποτέ.
Ποτέ να μην τελειώσουν. Να μείνουν εκεί για πάντα σαν άστρο ή σαν χαμόγελο. Αφήνοντας μια για πάντα τους άλλους να νικάν. Η Χανελόρε της ήττας. Η Χανελόρε ζάχαρη. Η Χανελόρε του Παράδεισου.
Όποτε λειώνει καραμέλα στο στόμα μου, πάντοτε τη θυμάμαι.
Βλέπετε, τώρα, το επέβαλα και με φωνάζουνε Χάνε. Στο Λώρε ακούει ένα γκριφόν κανίς, μοναδική μου συντροφιά.
Αν και όσο περνούν τα χρόνια, αυτό γίνεται όλο και λιγότερο απαραίτητο.


Η ΝΕΡΑΙΔΟΥΛΑ ΤΩΝ FLOWER FAIRIES

Αγόραζε αρκούδους και κούκλες. Αλλ’ είχε στην τσέπη το πιστόλι.
Έτοιμη ήτανε. Για να τραβήξει τη σκανδάλη. Κι ας είχε αρκούδους και κουκλάκια στο κρεβάτι της. Άλλο η ψυχή, άλλο η ζωή. Επαναλάμβανε.
Έτσι πορεύτηκε για αρκετά χρόνια. Στεκάκι στα μαλλιά. Ξυράφι στο τσαντάκι της. Λουλούδι στο πέτο. Στιλέτο στην μπότα. Λώρα Άσλευ στο ζακετάκι, δυναμιτάκια κάτω απ’ το κρεβάτι της. Flower Fairies στο φλιτζάνι της. Κονιάκ το ποτό της.
Με νυχτικό σαιξπηριανό σαν Αμέλια τη βρήκαν όταν έκανε τον φόνο.
Αρκέστηκε ν’ ανασηκώσει τους ώμους. Ήταν τόσο σπαρακτικά αθώα τα μάτια της.
Κανείς δεν έμαθε.
Ούτε κυρώσεις υπήρχαν, ούτε πολύ θόρυβος. Είχε σκοτώσει, εξάλλου, μονάχα την καρδιά της.


Η ΦΕΓΓΑΡΟΠΕΤΡΑ

Μέσα από τους τάφους, ξεπρόβαλε ο σκίουρος. Υπάρχει, άλλωστε, ζωή ακόμα και στον βράχο και στα πτώματα. Τα δέντρα σαλεύουν κι αφηγούνται ιστορίες. Μόνον η εκκλησία του Αγίου Πέτρου και του St Alban δεν ανοίγει σχεδόν πόρτα στους περίεργους.
Είναι, υποστηρίζουν, οι ειδικοί, η είσοδος επιτρεπτή μονάχα για τους μυημένους.
Σ’ εκείνο το καφέ παγκάκι ξημεροβραδιαζόμουν για μήνες σαν εξόριστη. Ώσπου οι τοίχοι έγιναν διάφανοι. Οι καφετί πέτρες, άσπρα πανιά και σύννεφα που παραμερίζουν. Κι από τους τάφους, έφυγαν οι σκίουροι.
Βγήκαν οι κόρες. Μ’ άσπρα μαλλιά και φεγγαρίσια μάτια. Και σιδερόφρακτοι ιππότες. Αθάνατοι. Μετά από το θυσιαστήριο.
Στο μεταξύ στο δάχτυλό μου η φεγγαρόπετρα που δάκρυζε, έγινε κατακόκκινη. Έβγαλε αίμα.


Ο ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ

Τον έψαχναν όλη τη νύχτα. Και πού δεν τον γύρευαν. Στο σταθμό, στις ράγιες. Στο σκουπιδότοπο. Στα πιο σκοτεινά κι απόμερα σημεία του πάρκου. Ακόμα και στην παλιά μασονική στοά που τώρα έχει γίνει ιταλικό εστιατόριο.
Βάλαν μπροστά τις πυροσβεστικές, το εκατό της περιοχής, ακόμα και εθελοντική ομάδα καλών γειτόνων. Μάζεψαν όλα τα παιδιά πού τον συνόδευαν νυχθημερόν περιγελώντας τον. Η σπιτονοικοκυρά του ήταν εκείνη που ξεσήκωσε το σύμπαν. Της χρωστούσε τρία νοίκια.
Χαράματα τον είδαν να βαδίζει μέσ’ στη λίμνη, δίχως να βιάζεται. Χανόταν κι έλαμπε μαζί του το νερό. Κανείς δεν τον ξανάδε. Έμεινε έτσι. Ο αγνοούμενος του Λούτον για τα χρόνια ενδεχομένως της παράδοξης συντροφευμένης μοναξιάς. Ο αγνοούμενος του Λούτον που έλαμπε κάθε αυγή.
Βοηθούσε το πρωινό να ξημερώσει. Ο ρακένδυτος άγιος πανταχού παρών αγνοούμενος τους.

2001

(Από το «Μια καρδιά στο στομάχι», στα προσεχώς. Δηλαδή έχουμε καιρό, την αιωνιότητα και βάλε).

ΥΓ1. Γύρισα χθες. Όμορφα ήταν. Εμείς και τα βουνά, εμείς και η θάλασσα, εμείς και ένα ρημαγμένο ξενοδοχείο. Και η συζήτηση, όλο γύρω απ’ τα ίδια: έρωτας, θάνατος. Λογοτεχνία. «Άμα γράφεις, τι να τα κάνεις τα άλλα».
Το λέει και ο Άμος Όζ, στη «Νύχτα του συγγραφέα».
«Γιατί ήρθες απόψε εδώ; Ρωτάει ο συγγραφέας τον εαυτό του, τι ψάχνεις;, η θέση σου είναι στο σπίτι, μπροστά στο γραφείο σου, ή ξαπλωμένος πάνω στο χαλί, να αποκρυπτογραφείς τα σχήματα στο ταβάνι. Ποιος σκοτεινός δαίμονας σε σπρώχνει ξανά και ξανά να στριμώχνεσαι σε παρόμοιες συγκεντρώσεις; Αντί να βρίσκεσαι τώρα εδώ, θα μπορούσες, για παράδειγμα, να κάθεσαι και να απολαμβάνεις μέσα στην ησυχία του δωματίου σου την εκατοστή έκτη καντάτα, με την επονομασία «Actus Tragicus».
Αυτά διαβάζαμε, μεγαλόφωνα και μαζί, είχα αιώνες να κάνω αυτό το μαγικό ξόρκι με κάποιον άλλο. Ενστάσεις, βεβαίως, υπήρξαν. Πολλές. Όπως αυτή του Κώστα που συμφωνούσε απολύτως με τον Άμος:
«Φιλία μεταξύ γυναίκας και άντρα δεν υφίσταται σε καμιά περίπτωση: αν υπάρχει μεταξύ τους χημεία, δεν μπορεί να υπάρξει φιλία. Κι αν δεν υπάρξει χημεία, τότε δεν μπορεί να υπάρξει μεταξύ τους τίποτα. Ανάμεσα όμως σε δυο κοπέλες, και ειδικά ανάμεσα σε δυο κοπέλες που έχουν υποφέρει και απογοητευτεί αρκετά από τους άντρες, και μάλιστα ανάμεσα σε δυο κοπέλες που έχουν υποφέρει από τον ίδιο άντρα… μήπως τελικά άξιζε τον κόπο να βρω κάποτε αυτή τη Λούσι;»
Εννοείται ότι σφαχτήκαμε σ’ αυτό. «Κι εμείς?» με γουρλωμένα μάτια εξέφρασα απορία. «Εμείς… γεράματα, δηλαδή εγώ».
Στο επόμενο, όμως, είχαμε ομοφωνία:
«Σ’ αυτό το σημείο ο συγγραφέας θα βυθιστεί εντελώς στον κόσμο του, κάνοντας τη συνηθισμένη και αγαπημένη του κίνηση: θα ακουμπήσει τις παλάμες του στις δυο πλευρές του μετώπου του (χειρονομία που έμαθε από τον πατέρα του, το χαμηλόβαθμο διπλωμάτη) και μ’ αυτό τον τρόπο θα πάψει να παρακολουθεί και θ’ αφήσει το βλέμμα του να περιπλανηθεί στην αίθουσα, να κλέψει από το κοινό εκφράσεις πίκρας, ή λαγνείας, ή μιζέριας, να ψαρέψει τη θέα σταυρωμένων ποδιών που ελευθερώνονται στιγμιαία για να σταυρωθούν και πάλι, να διαλέξει ένα κεφάλι με άτακτα γκρίζα μαλλιά, να παρατηρήσει μια φάτσα προσηλωμένη σ’ ένα αργόσυρτο μουρμουρητό, να διακρίνει μια σταγόνα ιδρώτα που ρέει και χάνεται σ’ ένα βαθύ ντεκολτέ. Να, εκεί, μακριά, δίπλα στην έξοδο κινδύνου, στηρίζεται μια φυσιογνωμία χλομή, κοφτερή, το πρόσωπο του καλού παιδιού που επαναστάτησε και μετατράπηκε, ας υποθέσουμε, σε εχθρό σκληρό και αδυσώπητο του συστήματος. Εδώ, στην τρίτη σειρά, κάθεται μια κοπέλα μαυρισμένη, με ωραίο στήθος, με μια έξωμη πράσινη μπλούζα, και πηγαινοφέρνει αφηρημένα τα μακριά δάχτυλα του χεριού της πάνω στον ώμο της.
Ο συγγραφέας μοιάζει να τους κλέβει τα πορτοφόλια από τις τσέπες, ενώ εκείνοι είναι βυθισμένοι στα άδυτα του έργου του με την καθοδήγηση του ειδικού στη λογοτεχνία».
Αλλά περισσότερος Άμος Όζ και «Νύχτα του συγγραφέα» προσεχώς.
Καθόλου δεν ξοδευτήκαμε σε ό,τι δεν θέλαμε και απ’ εδώ και πέρα έτσι και θα γερνώ, αυστηρά κι αποκλειστικά, με ότι ανοίγει την καρδιά μου, μ’ αυτό που θέλω.

ΥΓ2: Την Τετάρτη που ταξίδευα, ένας φίλος που κρατά όσο και η αιωνιότητα στη ζωή μας, ανέβαζε «Υγρό Χρόνο». Με τον Μάκη Αρμένη γνωριστήκαμε όταν ήμαστε κάααααποτε 18 και η φιλία μας τόσα χρόνια μοιάζει να τον ξορκίζει τον χρόνο.
Μάκη, σ’ ευχαριστώ για το υπέροχο κείμενο, αλλά πιο πολύ για την σιγουριά και την θαλπωρή και τη δύναμη της φιλίας. Τι όμορφα να μεγαλώνεις με κάποιον μαζί. Να κρατά στο βλέμμα του και τα νιάτα σου, εκτός από τα γκρίζα σου μαλλιά ή τη καινούργια ρυτίδα. Όσο για το βιβλιαράκι, έφτασε, ναι?
Ευχαριστώ για όλα αυτά τα χρόνια.

ΥΓ3: Άντε και πάει ο Ιούλιος. Ο Αύγουστος είναι πιο σπλαχνικός.