«Ήμουν ο μικρότερος κρατούμενος της Γαλλίας. Πήγαινα από το δωμάτιό μου στην αυλή κι από την αυλή στο δωμάτιό μου. Περνούσα όλα τα καλοκαίρια, κλεισμένος στο σπίτι, με το να βηματίζω πάνω- κάτω στο μοναστήρι των αναγνωσμάτων, γευόμενος τη θαυματουργή ζωντάνια της μιας ή της άλλης φράσης. Όταν ήθελα να βγω, ένας άγγελος μου έφραζε την πόρτα. Εγκατέλειπα τα σχέδιά μου κι επέστρεφα στην κάμαρά μου. Ο άγγελος με απέκλειε από τη ζωή. Έτσι κι εγώ τη συναντούσα μες στα βιβλία.
Έμεινα μόνος επί δύο χιλιάδες χρόνια- όσο κράτησε η παιδική ηλικία. Κανείς δεν φταίει γι’ αυτή τη μοναξιά. Έπινα σιωπή, έτρωγα γαλανό ουρανό. Περίμενα. Ανάμεσα στον κόσμο και σε μένα υπήρχε ένα τείχος πάνω στο οποίο ένας άγγελος φυλούσε σκοπιά, κρατώντας στο αριστερό του χέρι ένα άνθος ορτανσίας- κάτι σα γαλάζια χιονομπάλα. Μες σ’ αυτά τα δύο χιλιάδες χρόνια αιχμαλωσίας συμβουλεύτηκα πολλά βιβλία. Διάβαζα, όπως στο εξωτερικό ξεδιπλώνεις ένα χάρτη για να δεις σε ποιο σημείο βρίσκεσαι, προτού αναζητήσεις εκείνο που θέλεις να πας. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν. Το Λε Κρεζό δεν ήταν το όνομα μιας πόλης, αλλά μιας προσμονής…»
Το πρώτο που διάβασα δικό του ήταν «Η ανέλπιστη», ανέλπιστο! Τον κυνηγούσα έκτοτε. Ήταν, γράφοντας, σα να καθάριζε για μένα!
«Ισχύει στην ανάγνωση ό,τι και στον έρωτα ή στον καλό καιρό: ούτε εσύ, ούτε κανένας δεν έχει λόγο. Διαβάζεις μ’ αυτά που έχεις. Διαβάζεις αυτό που είσαι», με τρέλαινε, έτσι ακριβώς, το έβλεπα, ούτε λόγος.
«Ποτέ δεν ξέρεις μ’ αυτούς που αγαπάς: αμελείς να τους κοιτάξεις μια στιγμή, και την επόμενη στιγμή έχουν χαθεί ή έχουν σκοτεινιάσει. Ακόμα και τα δέντρα- εξάλλου- το σκάνε πού και πού, έχουν άστατες διαθέσεις…»
«Τώρα πια ξέρω τί σημαίνει πάθος… Τώρα ξέρω τί θα πει να μη βλέπεις κανέναν, ούτε τον Θεό, ούτε τον εαυτό σου, παρά μονάχα ένα πρόσωπο, αυτό του πεπρωμένου…»
Στην «Φάλαινα με τα πράσινα μάτια» τον αντέγραψα, με συγκλόνισε τόσο που τον έκανα μότο (σε ποιο βιβλίο μου, ούτε που το θυμάμαι!) Νομίζω στο «Να τα μετράω τα χρόνια ή να μη τα μετράω?» (δεν παίρνω κι όρκο, τα δικά μου τα ξεχνώ, τα δικά του ποτέ!)
«… Γράφουμε γιατί είμαστε ανίκανοι να ζήσουμε. Αγαπάμε γιατί νοσταλγούμε ένα Θεό. Κάθε βιβλίο μια αποτυχία. Κάθε έρωτας μια φυγή. Μπορούμε να φέρουμε κάτι εις πέρας μόνο με κόλπα, μπορούμε να ζήσουμε μόνο πλαγίως. Δεν βρισκόμαστε ποτέ εκεί που νομίζουμε. Ο πόθος μας είναι ταγμένος στην αλητεία. Η θέλησή μας δεν έχει κανένα βάρος. Εντούτοις, καμιά φορά μάς έρχονται νέα από το αιώνιο. Τα φώτα που πέφτουν σ’ ένα πρόσωπο. Ο κεραυνός που χτυπάει το μελάνι…»
Στο «Τρελή για άντρες» με πάθανε! «Τρελή για άντρες» θα πει «τρελή για τον πατέρα», τον συνήθως απόντα πατέρα.
Γνώριζα ελάχιστα γι’ αυτόν!
Κριστιάν Μπομπέν, και τα βιβλία του από τον «Εξάντα» και από τις «Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου», έμοιαζαν όλοι να τον αγνοούσαν, με κοιτούσαν σα να ‘μουν τρελή, όταν τους έλεγα πως ήταν «Ο αγαπημένος».
Ώσπου εχθές και ντάλα μεσημέρι (μου έχει μείνει από τα παιδικά μου χρόνια, σταθερά, όλες οι… ατιμίες, μεσημέρι, ναι και οι… μοιχείες, κανονικά «η ωραία της ημέρας») μέσω μέιλ, ενεφανίσθη η απάντηση μέσα από μια… «ΧΑΡΑΜΑδΑ». Εκδοτικός οίκος είναι, και απ’ εκεί ο Κριστιάν Μπομπέν βγάζει καινούργιο βιβλίο.
«Αιχμάλωτος του Λίκνου» το πλέον αυτοβιογραφικό. Να μου φωτίζει πια όλα μου τα σκοτάδια:
«Γράφω αυτό το βιβλίο για όλους εκείνους τους ανθρώπους που, αν και έχουν μια ζωή απλή και πολύ όμορφη, καταλήγουν να την αμφισβητούν γιατί τους προβάλλουν πάντα μόνο ό,τι είναι θεαματικό».
«Όλη μου τη ζωή την πέρασα σε δυο πόλεις: στο Λε Κρεζό και στην πόλη που βρίσκεται από πάνω, μέσα στα σύννεφα».
Το βιογραφικό, η λύση μαζί και το αίνιγμα: Ο Κριστιάν Μπομπέν (Christian Bobin), γάλλος συγγραφέας και ποιητής, γεννήθηκε στις 24 Απριλίου 1951 στο Λε Κρεζό (Le Creuzot), στη Βουργουνδία της Γαλλίας, όπου κι εξακολουθεί να ζει- δεν εγκατέλειψε ποτέ τη γενέθλια πόλη του’ διαμένει σε μια απλή κατοικία, σ’ ένα κτίριο που παλιότερα χρησίμευε ως βάση της πυροσβεστικής. Οι γονείς του ήταν εργάτες- ο πατέρας του εργαζόταν ως σχεδιαστής στο εργοστάσιο Σνάιντερ.
«Η αποσπασματική γραφή, το θραύσμα λόγου όπως το αποκαλεί, μοιάζει να είναι το φυσικό του στοιχείο, ενώ το μυθιστόρημα, το προσωπικό ημερολόγιο και η πεζή ποίηση, ως μέσα λογοτεχνικής έκφρασης, απαντώνται από κοινού ή ξεχωριστά στα βιβλία του. Τα έργα του, που χαρακτηρίζονται από οικονομία και μια εμφανή προτίμηση για τη μινιμαλιστική γραφή, θυμίζουν μικρούς πίνακες φτιαγμένους από στιγμές που συναρμολογούνται σαν τα κομμάτια ενός παζλ. Μέσα από τα κείμενά του αυτός ο «σπιτόγατος», ο ταξιδευτής της λευκής σελίδας, μας δείχνει τον κόσμο όπως έχουμε ξεχάσει πια να τον βλέπουμε».
Το σίγουρον είναι ότι εμένα μου λύνει (ή μου φωτίζει τουλάχιστον κάποιες στιγμές) το αίνιγμα!
Οι συγγραφείς, εξάλλου, είναι σαν τους εραστές ή τους επιστήθιους φίλους: αφή, δακτυλικά αποτυπώματα, μυρωδιά, χημική αντίδραση’ ή σε πετάει ή σε τινάζει ή σε αιχμαλωτίζει άπαξ δια παντός.
Γι’ αυτό θα τον ψάξω! Τον Οκτώβρη, θα πάω Παρίσι και για το κόκκινό μου παλτό (ένα δικό μου κι ένα για τη μικρή Νεφέλη) αλλά και για τον Κριστιάν Μπομπέν, θα πάω να τον βρω στο Λε Κρεζό για να μάθω επιτέλους ΤΙ ΞΕΡΕΙ!
ΥΓ1. Τους ανθρώπους τούς αγαπάμε με τη μία ή ποτέ! Δικό του είναι κι αυτό, κλεμμένο! Και ναι, όλα αυτά θα μπορούσα να τα είχα γράψει κι εγώ. Διότι ο κύριος Γιαννάκης έχει δίκιο: αγαπάμε αυτό που μας μοιάζει!