“ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΕΙΝΑΙ ΖΟΡΙΚΟ ΠΟΛΥ” της Μάρως Δούκα. Εκδ. “Πατάκη”, σελ.576, € 21.50
“Πήγαινα με τη φράση: η ζωή είναι φάρσα. Υπήρχαν όμως και φορές που με συνέπαιρνε η διάθεσή μου να είμαι χρήσιμη. Σε ποιούς χρήσιμη και πώς; Αυτό δεν το ΄ξερα. Κι ούτε, βέβαια, τολμούσα τότε να πω ότι θα 'θελα να είμαι χρήσιμη στην κοινωνία. Και πώς μπορεί κανείς να είναι χρήσιμος; Με το να είναι ο εαυτούλης του; Αυτό; Στρατιές μαχητικών εαυτούληδων που πάνε κι έρχονται και συνωστίζονται με τη φιλοδοξία να είναι χρήσιμοι στην κοινωνία;”
Με αφηγήτρια την Βιργινία, κόρη της Ελεονόρας που γνωρίσαμε απ' τους “Αθώους και φταίχτες” και τον υπέργηρο και έχοντάς τα ελαφρώς χαμένα παππού, αλλά πανταχού παρόντα με τα ημερολόγιά του, η Μάρω Δούκα αναζητά αυτή τη φορά το “ιστορικό δίκιο” συνεχίζοντας αριστοτεχνικά το παιχνίδι της ενοχής και της αθωότητας όσον αφορά τα μελανά και ομιχλώδη σημεία της ιστορίας.
Φωτίζοντας την ζωή και την συλλογιστική της φοιτήτριας που εγκαταλείπει προσωρινά τις σπουδές της για να αναζητήσει τις ρίζες της και τον εαυτό της, η συγγραφέας συνθέτει ψιλοβελονιά την γερμανική κατοχή στα Χανιά και την αινιγματική καθυστέρηση των στρατευμάτων κατοχής, ένα ολόκληρο χρόνο μετά την ήττα.
“Και παρέες είχα και φίλους και γνωστούς, είχα όμως και τη δική μου τη ζωή, τη μυστική, την απαραβίαστη. Τη μοναξιά μου δηλαδή την υπέρλαμπρη”, οροθετεί το παρόν της η νεαρή Βιργινία Παγώνη, γνωρίζοντας ήδη ότι τα πράγματα ποτέ δεν είναι άσπρο- μαύρο μονάχα:
“Και ποτέ, το λέει η νονά μου, η φρίκη και η μαυρίλα δεν είναι μόνο φρίκη και μαυρίλα. Εκεί ανάμεσά τους, κότα που κακαρίζει, ακόμη και με την ανάμνησή της, η χαρά κρατάει το ίσο”...
Και χωρίς να γκρεμίζει εκεί όπου δεν έχει ακόμα χτίσει ψυχανεμίζεται: “Όρθια στο παράθυρο, μου φαινόταν ότι καθρεπτίζονταν αχνά στα τζάμια τα πόστερ που δεν μου έλεγαν τίποτα πια. Κι όμως μου ήταν δύσκολο να τ' αποχωριστώ, εφόσον, μιας και δεν είχα άλλα να κολλήσω, θα μ' ενοχλούσαν τα σημάδια τους στον τοίχο. Κι ήταν νωρίς για μένα τότε να γνωρίζω ότι έτσι ή αλλιώς με τα σημάδια μας προχωράμε. Ότι αυτά κυρίως μας δίνουν εκείνο το κάτι που χρειαζόμαστε για να λέμε ότι ζήσαμε ή ότι ζούμε. Εκείνο το κάτι που μπορεί να είναι κι ένα τίποτα. Και όμως σ' αυτό το τίποτα ίσως και να εναποθέτουμε τη ζωή μας. Βιβλία και βιβλία με λίστες αγωνιστών, με φωτογραφίες εκτελεσμένων. Τόσοι και τόσοι επονίτες, τόσο και τόσοι εφεδροελασίτες και ελασίτες και εαμίτες, ονομαστικά. Ύστερα η φράση: και άλλοι ή και πολλοί άλλοι. Οι άγνωστοι. Κι αυτοί για μένα, οι μη ελεηθέντες, είναι το άλας. Να είσαι εκεί και να είσαι ανώνυμα. Χωρίς υστεροφημία και χωρίς φωτογραφία”...
Με πρωτοπρόσωπη αφήγηση και τριτοπρόσωπες τις ημερολογιακές σημειώσει, η Μάρω Δούκα επιτυγχάνει ένα συγγραφικό άθλο στις 576 σελίδες του πυκνογραμμένου βιβλίου: να διασώσει όσο πιο δίκαια και κρυστάλλινα γίνεται ανθρώπους και γεγονότα, βήμα το βήμα και ώρα με την ώρα εκείνα τα σκοτεινά αμφισβητούμενα χρόνια. Ελεώντας με το να τους κατονομάσει και εκείνους τους “ξεχασμένους” και τους “ανώνυμους”, τους ιστορικά “μη ελεηθέντες”.
Τα βασικά ερωτηματικά: “πώς και γιατί οι Γερμανοί “αποκλείστηκαν στα Χανιά ως τον Ιούνιο του 1945 και πώς και με ποιους όρους γράφεται η ιστορία, αντιμετωπίζονται με κρυστάλλινη ειλικρίνεια, δικαιοσύνη και σοβαρότητα, και ζητούν απαντήσεις μέσα από τα μάτια μιας φοιτήτριας που επείγεται για να ζήσει και να επιζήσει, επιτέλους, να καταλάβει.
Με αριστουργηματικό πρόλογο όπου μέσα από μια ταινία εντελώς “ολόισια” η Δούκα σκιαγραφεί όλο το δράμα του εμφυλίου και των Καζαντζακικών “αδελφοφάδων”. Την αναζήτηση της αλήθειας και το έλεος που είναι ό,τι μας απόμεινε, την αγωνία και τη μοναξιά και την ανασφάλεια των νέων και της εποχής μας. Η μισαλλοδοξία, η παραχάραξη, οι ιδεοληψίες και οι αποσιωπήσεις, όλα επί τάπητος. Με τον πιο ρεαλιστικά καθαρό αφηγηματικό τρόπο. Ο παππούς, ο πατέρας, η Ελεωνόρα και ο Πανάρης που γνωρίσαμε από τους “Αθώους και φταίχτες” συμπορεύονται με τον Βενιζέλο και με τον Γύπαρη, τον Μανιό, τον Βαγγέλη και τον Στέφανο, τους αφανείς ήρωες και νεκρούς μιας εποχής που θέλοντας και μη, κρίνουμε, βλέποντας εκ των υστέρων.
Ο παππούς γράφει γιατί αρχίζει να ξεχνά. Και η Βιργινία (ξανα)γράφει για να μπορέσει να πάει παραπέρα. Όσο για μας, αναγνωρίζοντας ότι “το δίκιο είναι ζόρικο πολύ” θα πρέπει να μάθουμε, να θυμηθούμε, για να μπορέσουμε σε μια επίσης “οριακή εποχή”, να πάμε παραπέρα. “Θολά νερά, λασπωμένα!” σύμφωνοι! Αλλά “υπάρχουν όμως και οι παραπόταμοι, υπογραμμίζει με ποιητική διάθεση, τα γάργαρα ρυάκια, τα ρέματα, οι χείμαρροι. Υπάρχει και η άλλη κοίτη, η υπόγεια. Η μνήμη που μας διδάσκει και η ανάμνηση που μας συντηρεί”. Και επειδή “τα φαντάσματα”, “προδότες και προδομένοι, εκτελεστές και εκτελεσμένοι” δεν γίνεται να χορεύουν “όλοι αγκαλιασμένοι πεντοζάλη”.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Η Μάρω Δούκα γεννήθηκε το 1847 στα Χανιά. Από το 1966 ζει στην Αθήνα. Έχει τελειώσει το Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έχει τιμηθεί με το Βραβείο “Νίκος Καζαντζάκης” του Δήμου Ηρακλείου για το μυθιστόρημα “Η αρχαία σκουριά”, με το Β' Κρατικό Βραβείο για το μυθιστόρημα “Η πλωτή πόλη” και με το Βραβείο Πεζογραφίας Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα “Αθώοι και φταίχτες”. Για το ίδιο μυθιστόρημα τιμήθηκε επίσης με το Βραβείο Balkanika.
Διηγήματα και μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαικές γλώσσες.
Έγραψε:
“Η πηγάδα, κάτι άνθρωποι”,
“Που 'ναι τα φτερά;”
“Καρέ φιξ”,
“Η αρχαία σκουριά”,
“Η πλωτή πόλη”,
“Οι λεύκες ασάλευτες”,
“Εις τον πάτο της εικόνας”,
“Ο πεζογράφος και το πιθάρι του”,
“Ένας σκούφος από πορφύρα”,
“Ουράνια μηχανική”,
“Αθώοι και φταίχτες”,
“Τα μαύρα λουστρίνια”.
Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής