O Μάκης Πανώριος στην Book Press για την “Αιώνια Επιστροφή”
Στο εξωτερικό κέλυφος αυτού του τελευταίου μυθιστορήματος της Ελένης Γκίκα, «διαβάζεται» μία ακόμη ιστορία ερωτικού πάθους. Της αιώνιας Γυναίκας, που εδώ ενέχει τη θέση συμβόλου, με τον αιώνιο Άντρα, σύμβολο και αυτός του «Άλλου Μισού», σύμφωνα με την πλατωνική φιλοσοφία.
Η Συνάντησή τους, ωστόσο, δεν είναι καθόλου εύκολη. Μέχρι να βιώσουν την Ταύτιση θα πρέπει να υπερβούν αφ’ ενός τον περιστασιακό εαυτό τους, αφ’ ετέρου τα στεγανά μιας αφόρητης καθημερινότητας. Και γι’ αυτό, ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι της θλιβερής ζωής τους, η κραυγή τους, που ηχεί οπωσδήποτε ως ο λυγμός του πάσχοντος ανθρώπου, αποκτά μια τραγική απόχρωση. Συναισθάνονται την ερημιά τους, έχουν απόλυτη επίγνωση της επικείμενης αναχώρησής του προς το Έρεβος, γεγονός που θα τους κάνει να συνειδητοποιήσουν τη φρίκη του ολοκληρωτικού χωρισμού, και γι’ αυτό προσπαθούν να παραμείνουν με κάθε τρόπο σ’ αυτό το μαγικό τοπίο που είναι η Γη των Ανθρώπων, η οποία τους αποκάλυψε τον εσωτερικό μυθικό εαυτό τους. Έναν «Άλλο Εαυτό» που μόνο σ’ αυτήν μπορούν να βιώσουν – και που, όμως, είναι καταδικασμένοι να χάσουν. Η απεγνωσμένη προσπάθειά τους να ενωθούν «εις σάρκαν μία», δεν είναι παρά ο υπαρξιακός αγώνας τους, να νικήσουν την αναπόφευκτη φθορά σωμάτων και αισθημάτων.
Υπό αυτή την έννοια ο Έρωτας, με όλες τις επί μέρους συνιστώσες και συμπαραδηλώσεις του, ως ύψιστο ανθρώπινο συμβάν, αποκτά, υπερβαίνοντας την επιδερμική μόνο επαφή των σωμάτων, υπαρξιακή διάσταση. Μετουσιώνεται σε ύψιστο συναίσθημα που λειτουργεί ως αποκρυπτογραφικός κώδικας∙ αποκαλύπτει την τραγωδία της μοναξιάς του ανθρώπινου όντος. Παράλληλα μεταστοιχειώνεται σε «όπλο» αντιμετώπισής της. Αποκαλύπτει επίσης, κι αυτό ίσως είναι το σπουδαιότερο, τη σημασία και το νόημα της «πνευματοποιημένης» ύλης. Ξαφνικά το σώμα αρχίζει να εκπέμπει τον Άλλο Ήχο που βρίσκεται εν υπνώσει στα ενδότερά του, και τώρα, με την επανεργοποίηση του μυστικού άσματος της σάρκας, μετουσιώνεται σε Λόγο, βαθύτατα αληθινό, ο οποίος αντιγράφει το μυθικό εσωτερικό ανθρώπινο τοπίο, που αποκαλύπτεται κατάφυτο όχι μόνο από τερατώδη φυτά αλλά και από υπερκόσμια άνθη. Είναι το ‘φανταστικό’ τοπίο-ναός, κατοικία του Άλλου Εαυτού, που κληρώθηκε τη μέθεξη του ερωτικού φωτός.
Η Ελένη Γκίκα θα καταθέσει αυτή τη «φωτεινή» αποκάλυψη με εκρήξεις φράσεων, λέξεων, κραυγών, κινήσεων, βλεμμάτων, σκηνών, που επιλέγονται με την υπαρξιακή σημασία τους, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η σιωπή του χάους που καραδοκεί να τον καταβροχθίσει. Υπό αυτή την έννοια, μια κοινή φράση, όπως, επί παραδείγματι, «Σε θέλω τώρα», υπερβαίνει την περιστασιακή συναισθηματική της φόρτιση και γίνεται κραυγή ελέους – και έκκληση βοήθειας. Σηματοδοτεί δηλαδή την μεγάλη αγωνία, που δεν είναι παρά η «επίθεση» του εφιαλτικού «τώρα»∙ αντιμετωπίζεται μόνο μέσω της πληρότητας που μπορεί να εξασφαλίσει ο Θείος Έρως. Η εν λόγω ταύτιση των δύο πλασμάτων που ευλογήθηκαν με την Συνάντησή τους στο γήινο άνυδρο τοπίο, μπορεί πιθανώς να εμφανίζεται ως έκφραση απελπισίας, ως απεγνωσμένη προσπάθεια να ακυρωθεί το Αναπόφευκτο Μοιραίο. Στην πραγματικότητα όμως, λειτουργεί ως αντίσταση στη Φθορά. Το ανθρώπινο σώμα μπορεί να έχει συνειδητοποιήσει την επιστροφή του στο Χώμα, αλλά πριν απ’ αυτήν την επιβεβαίωση του Πεπρωμένου, έχει κατακτήσει την αυτοκρατορία του Πνεύματος πάντα μέσω του αποπνευματοποιημένου Έρωτα. Είναι και το θεϊκό όπλο με το οποίο μπορεί να αντιμετωπίσει την καταστροφή του, απ’ τα έγκατα της οποίας ως εκ τούτου θα αναδύεται πάντα και πάντα νικηφόρο από την τέφρα του.
Υπό αυτή την έννοια η «Αιώνια Επιστροφή», της Ελένης Γκίκα, λειτουργεί ως προβολή – μυθολογική αντανάκλαση του Αιώνιου Οδοιπόρου, ο οποίος μετά το τέλος του δρόμου του, και την επιστροφή του στο χώμα, επανέρχεται συμβολικά ως ο αναστημένος αρχαίος Φοίνικας, όχι για να θριαμβολογήσει τη νίκη της ζωής επί του θανάτου, αλλά για να συνεχίσει την ανοδική του πορεία προς την ολοκλήρωση του Έρωτα, την ως εκ τούτου μεταστοιχείωση του Εαυτού, και την μετάβασή του προς ένα άλλο ανώτερο υπαρξιακό επίπεδο.
Αυτόν ακριβώς τον άνθρωπο ‘συναντά’ η Ελένη Γκίκα στο προσκήνιο της γήινης περιπέτειάς του. Με γραμμές άλλοτε τρυφερές άλλοτε σκληρές, ωμές ή ποιητικές, λυρικές ή νατουραλιστικές, με χρώματα αυγινά ή χειμερινά, ανθούς ή άκανθες, με κραυγές, θρήνους, λυγμούς, οιμωγές, χαμόγελα, άσματα και σπαραχτικά ποιήματα, συνθέτει μια τοιχογραφία στα πρόσωπα της οποίας ο αναγνώστης αναγνωρίζει τον πάσχοντα εαυτό του. Το επιβεβαιώνουν εξάλλου και οι αναφορές σε ένα πλήθος ερεθιστικών μυθιστορημάτων, των οποίων οι ήρωες μεταδίνουν ‘κάτι’ από τη δική τους Συνομιλία με τη μυθολογία της Ύπαρξης. Η «Αιώνια Επιστροφή» της Ελένης Γκίκα, δεν υποδεικνύει μόνο την μυστική οδό προς θαυμαστή ήπειρό της, αλλά καλεί τον αναγνώστη της να ρίξουν μαζί ένα στοχαστικό βλέμμα στη Μυστική Κρύπτη. Εκεί που εμφωλεύει το ανθρώπινο σκοτεινό θαύμα. Και αυτό είναι το σπουδαίο –το κέδρος– αυτού του σπουδαίου μυθιστορήματος.
Μάκης Πανώριος – Ιανουάριος 2011
Ελένη Γκίκα
Αιώνια επιστροφή
ΨΥΧΟΓΙΟΣ 2010
Σελ. 456