“Όλα γίνονται, όλα μπορούν να συμβούν... Σημασία έχει τι εσύ επιτρέπεις, σε ποιες σκέψεις αφήνεσαι, σε ποιες ορμές υποκύπτεις, ποια όνειρα παρηγορείς και... Σκηνοθεσία όλα. Όλα ζωή”.
“ΛΕΒΑΝΤΑ ΤΗΣ ΑΤΚΙΝΣΟΝ” του Μάνου Κοντολέων. Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 296, € 15.50
“... Και καθώς είναι έτοιμος να συγκρίνει το φιλί αυτό με το πρώτο, το αλλοτινό πρώτο φιλί τους, ξαφνικά συνειδητοποιεί πως έχει επέμβει στη μνήμη και πως ό,τι τόσα χρόνια είχε κρατήσει ως- αδέξιο έστω- φιλί πάθους, δεν ήταν παρά ένα φιλί άμυνας... Ω, μα είναι σίγουρος πως και τότε έτσι είχε συμβεί- τα χείλη της κλειστά. Τη φίλησε, μα εκείνη... Σίγουρος! Σίγουρος; Όταν για χρόνια έχεις αποδεχθεί κάτι, πώς ξαφνικά να έχεις το σθένος να ομολογήσεις πως ήταν πλάνη... ΄Η μήπως δεν ήταν;”
“Το άτιμο το παρελθόν! Τόσο ιδιοτελώς διαμορφωμένο. Κι αυτός έχει αποφασίσει να του εμπιστευθεί το μέλλον!”
Το καινούργιο μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων “Λεβάντα της Άτκινσον”, μια ιστορία σχέσεων που βαδίζει... ανάποδα!
Αντί να εξελίσσεται γραμμικά προς το μέλλον, γυρίζει αναπλάθοντας το παρελθόν, αφαιρεί παρανοήσεις, άλλοθι, και ξαναπιάνει το νήμα. Το παρελθόν, εξάλλου, χρόνος που αλλάζει ανάλογα με το παρόν, τη ματιά και τη στάση μας. Το παρελθόν, σε απόλυτη συνάρτηση με το εκάστοτε παρόν μας.
Κι αντί να προκύπτει από διήγημα ή από νουβέλα, ένα θεατρικό, όπως είθισται (τουλάχιστον το συνήθιζε ο Τέννεσι Ουίλλιαμς), ο συγγραφέας εδώ τολμά το ακριβώς αντίθετο! Από το θεατρικό του “Η τέταρτη εποχή” να ανασυνθέσει ένα μυθιστόρημα σχέσεων με αλήθειες και ψέματα, σιωπές κι εντάσεις.
“Εκείνος ήθελε το έργο- παιχνίδι πιο σωστά- στο οποίο το είναι και το φαίνεσθαι να το χαρακτηρίζει ένα άρωμα βιομηχανοποιημένου αποστάγματος λεβάντας, η λεβάντα της Άτκινσον.
Η Κλέα προτιμούσε να μην υπάρχουν μυρωδιές – πάντα δεσμεύει αυτή η μανία της όσφρησης να ενεργοποιεί μνήμες και συναισθήματα”.
Κεντρικά πρόσωπα, ο Μενέλαος και η Κλέα, τριάντα τόσα χρόνια παντρεμένοι. Κι ανάμεσά τους, δυο παιδιά, η Αντιγόνη και ο Δήμος, το αδιέξοδο παρόν, το χθες που αλλάζει όψη έχοντας όμως πάντοτε την ίδια μυρωδιά: Λεβάντα της Άτκινσον.
Να υπερβαίνει την φθορά ακόμα και τον Χρόνο.
Αν και όλα φαίνονται κατ' αρχάς, δυσοίωνα. Η απόφαση σχεδόν ειλημμένη. Το μόνο που μένει είναι η ανακοίνωση. Αυτό που δεν είχαν υπολογίσει, είναι η αναδρομή. Ο,τι αξίζει που έχει ρίζες βαθιές, κουβαλά σταθερές κι αφήνει σημάδια.
Ο συγγραφέας το αντιμετωπίζει ψυχαναλυτικά με ικανότητα... χειρούργου! Οι φόβοι του, οι φόβοι της. Οι ελπίδες του, οι ελπίδες της. Οι παρανοήσεις του και οι δικές της. Οι επιδιώξεις και των δύο. Ο τρίτος που είναι και δεν είναι, η αγάπη που είναι πράξη και το παιχνίδι που αποδεικνύεται σοβαρό και λυτρωτικό εντέλει. Το παρελθόν που σώζει. Όλα τα αναπλάθει, και το χαμένο στήθος εκείνου του κοριτσιού με την Λεβάντα της Άτκινσον που σήμερα πια κανείς δεν την αναζητά αλλά και δεν την πουλάει!
“Πού πας;” με ένταση ρωτάει και το δεξί του χέρι αγκιστρώνει το αριστερό δικό της. Δέκα δάχτυλα μπλεγμένα στον ιστό μιας ζωής,- έτσι αυτός τα βλέπει κι ακόμα ξεχωρίζει τις πρώτες καφετιές κηλίδες που σκιάζουν τις έξω πλευρές τους”.
Εκείνος κι εκείνη, ζευγάρι πια, δυο αλλιώτικοι αλλά κι ένα αδιαίρετο που ακρωτηριάζεται αν ξαναγίνουν δυο!
Ζωντανός οργανισμός, εξάλλου, ακόμα και το κοινό σπίτι: “Μόνο όταν αδειάσει ένα σπίτι δείχνει τα πάθη που πρώτα το φτιάξανε και μετά το στόλισαν. Όσον καιρό τα έπιπλα είναι στη θέση τους, τα φώτα κρεμασμένα, οι πίνακες διακοσμούν τους τοίχους, τα χρώματα μεταλλάσσονται ανάλογα με τις οσμές των φαγητών, και σκόνες σχέσεων τρυπώνουν στις ρωγμές των πατωμάτων' όσον καιρό όλα αυτά συντελούνται, το σπίτι ζει το σήμερα και την καθημερινότητά του, δεν αναπολεί, δεν συλλογάται, δεν αυτοελέγχεται, δεν συμβιβάζεται, δεν επαναστατεί. Υπάρχει μόνο.
Η μετακόμιση είναι η ψυχανάλυση του σπιτιού”.
Ερωτηματικά όπως “τι μας συμβαίνει; είμαι και πάλι διαθέσιμη να αφεθώ σε ό,τι αγάπησα, σε ό,τι με κούρασε, στα όσα υπήρξα...” και “Ποτέ δεν είναι αργά για όσους ζήσανε και θέλουν να ξαναζήσουν. Για όσους τώρα ξεκινούν τη ζωή;” βρίσκουν όλες τις πιθανές απαντήσεις σε ένα βιβλίο- ζωής όπου ο αφηγητής – συγγραφέας σαν σκηνοθέτης ξαναβάζει παρελθόν και παρόν, τον βασιλιά και την βασίλισσα στη σκακιέρα. Μετρώντας τετραγωνάκια, σιωπές, ανατροπές και ανάσες.
Το αποτέλεσμα ένα σύνθετο μυθιστόρημα σχέσεων που επανατοποθετείται σ' αυτό καθ' εαυτό το παιχνίδι της ύπαρξης. Που αναπτύσσεται διπλά και τριπλά: σκέψεις, κινήσεις, συναισθήματα, παρελθόντος και παρόντος χρόνου. Με δυο τεράστιους βασικούς ήρωες, σχεδόν αρχετυπικούς, την Κλέα και τον Μενέλαο, δηλαδή το... ζευγάρι. Μότο που μας προετοιμάζει, αυτό του Φίλιπ Ροθ απ' τον “Καθηγητή του πάθους”: “Νομίζεις πως η Βενετία βυθίζεται στ' αλήθεια; Δεν βλέπω να 'χει αλλάξει από την τελευταία φορά που ήμουν εδώ”. Αλλά όλο το σασπένς είναι κρυμμένο στη διαδρομή, που είναι αντίστροφη, όπως το μέλλον που αποτελεί καθρέφτη παρελθόντος. Τολμηρό συγγραφικό πείραμα που γοητευτικά πέτυχε. Ο Κοντολέων εξάλλου έχει αποδειχθεί αριστοτέχνης στις ψυχολογικές, υπαρξιακές ακροβασίες (θυμηθείτε το παιχνίδι εξουσίας στην “Ιστορία Ευνούχου”, τον καταλυτικό έρωτα στην “Ερωτική αγωγή” κι εκείνην την άγρια εσωτερική αναμέτρηση στο αριστουργηματικό “Αποφάσισα να σκοτώσω τον Ερμόλαο”).
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Μάνος Κοντολέων γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Γράφει μυθιστορήματα, διηγήματα, θέατρο, μικρές ιστορίες και παραμύθια.
Παράλληλα, ασχολείται με την κριτική της λογοτεχνίας. Συνεργάτης περιοδικών, εφημερίδων, καθώς και του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης.
Έργα του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στη Γαλλία, στη Γερμανία και στην Ταιλάνδη.
Ανάμεσα στις πολλές διακρίσεις με τις οποίες έχει τιμηθεί είναι ένα Κρατικό Βραβείο και η υποψηφιότητά του το 2002 για το Διεθνές Βραβείο Άντερσεν.
Είναι αντιπρόεδρος του ελληνικού τμήματος της Unicef, μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, Πρόεδρος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων Κύπρου, ενώ κατά διαστήματα υπήρξε και μέλος των επιτροπών Ελληνικών Κρατικών Βραβείων και του περιοδικού Διαβάζω.
Ανάμεσα στα βιβλία του και τα:
Μυθιστορήματα:
“Ένα κι ένα κάνουν όσα θες” (μαζί με την Τιτίνα Δανέλλη), Εκδόσεις Καστανιώτη, 1981
“Αφήγηση”, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1981
“Με στοιχεία προσωπικών συνεντεύξεων”, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1984- Εκδ. Πατάκη, 1996
“Τα Φώτα! Είπε”, Εκδ. Καστανιώτη, 1986
“Αποφάσισα να σκοτώσω τον Ερμόλαο”, Εκδ. Ρόπτρον, 1989, Εκδ. Δελφίνι, 1993, Εκδ. Πατάκη, 2002
“Ιστορία Ευνούχου”, Εκδ. Πατάκη, 2000
“Ερωτική Αγωγή”, Εκδ. Πατάκη, 2003
Διηγήματα:
“Η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δύο”, Εκδ. Καστανιώτη, 1982
“Ερωτικές ιστορίες μιας παιδικής ηλικίας”, Εκδ. Πατάκη, 1992
“Σχεδόν έρωτας”, Εκδ. Πατάκη, 2006
Θέατρο:
“Η τέταρτη εποχή”, Εκδ. Πατάκη, 2005
ΥΓ1: “Τα σώματα ακόμα κι όταν γερνούνε, ακόμα κι όταν τα σημαδεύει το νυστέρι, ανήκουν πάντα στον ίδιο άνθρωπο. Αν κάποτε τον αγάπησες, μπορείς να πάψεις να τον αγαπάς επειδή γέρασε και σημαδεύτηκε;
Όλα γίνονται, όλα μπορούν να συμβούν... Σημασία έχει τι εσύ επιτρέπεις, σε ποιες σκέψεις αφήνεσαι, σε ποιες ορμές υποκύπτεις, ποια όνειρα παρηγορείς και... Σκηνοθεσία όλα. Όλα ζωή”.
“... Οι άνθρωποι γερνάνε και πεθαίνουν. 'Οχι τα έργα τους μήτε και η ίδια η Φύση... Κοίτα το Κάστρο...”
(αποσπάσματα από την “Λεβάντα της Άνκινσον”)
ΥΓ2: Ο τίτλος του ποστ, συγγραφική επισήμανση στο βιβλίο, από το μυθιστόρημα της Πόλυς Μηλιώρη “Συμφωνία σε απαίτηση ελάσσονα” (εκδ. Πατάκη, 1997).