8/2/10

“Το χείλι μου δαγκώνω και σιωπώ”

“Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΣΤΗ ΣΙΚΑΛΗ” του J. D. Salinger. Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη. Εκδ. “Επίκουρος”, σελ. 255, € 15.15

“Ο μπαμπάς θα σε σκοτώσει. Θα σε σκοτώσει”, μου λέει.
Δεν την άκουγα όμως. Σκεφτόμουνα κάτι άλλο- κάτι τρελό. “Ξέρεις τι θα 'θελα να 'μαι;” της λέω. “Ξέρεις τι θα 'θελα να 'μαι; Θέλω να πω αν μπορούσα να διαλέξω μόνος μου, διάολε; Ξέρεις εκείνο το τραγούδι που λέει, “Όταν πιάνεις κάποιον που 'ρχεται μεσ' απ' τη σίκαλη;” Θα 'θελα... Το ξέρω πως είναι ποίημα του Ρόμπερτ Μπερνς. Έτσι λέει: “Όταν ανταμώνεις κάποιον που 'ρχεται μεσ' απ' τη σίκαλη”. Τέλος πάντων, να, φαντάζομαι όλα κείνα τα πιτσιρίκια να παίζουνε ένα παιχνίδι σ' ένα μεγάλο σικαλοχώραφο και τα ρέστα. Χιλιάδες πιτσιρίκια, και δεν είναι κανένας εκεί- θέλω να πω, κανένας μεγάλος- εκτός από μένα. Και γω στέκομαι φύλακας, στο χείλος ενός τρελογκρεμού. Αυτό που πρέπει να κάνω, είναι να τα πιάνω άμα κάνουνε να πέσουνε στο γκρεμό- θέλω να πω, άμα τρέχουνε και δε βλέπουνε πού πάνε, πρέπει να πετάγομαι από κάπου και να τα πιάνω. Αυτό θα κάνω όλη μέρα. Θα 'μαι μονάχα ο φύλακας στη σίκαλη, να πιάνω τα παιδάκια και τα ρέστα. Το ξέρω πως είναι παλαβωμάρα, αλλά είναι το μόνο πράγμα που θα 'θελα να 'μαι στ' αλήθεια...”
'Εγραψε κι έπραξε. Τουλάχιστον με αυτό το εμβληματικό βιβλίο. Διότι “Ο φύλακας στη Σίκαλη” που γράφτηκε από τον “Μεγάλο Σιωπηλό”, όπως επωνομάστηκε ο Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ (1919-2010) το 1951, αυτό ακριβώς κάνει εδώ και 59 χρόνια! Τον φύλακα – άγγελο κάθε επαναστατημένου πιτσιρικά που ονειρεύεται ελεύθερα να γίνει φύλακας στη Σίκαλη και σώζεται για να σώσει: την αδελφή του την Φοίβη.
Μεσήλιξ πια ο κεντρικός ήρωας, ο Χόλντεν Κόλφιλντ, αποτελώντας κατά τον συγγραφέα του(“επειδή όλα είναι εκεί”) “μια παγωμένη στιγμή στον χρόνο”, παραμένει εσαεί έφηβος που φεύγει από ένα ακόμα σχολείο- πάντα θα φεύγει από κάποιο σχολείο- το Πένσυ “με τους κάλπηδες” που δεν αντέχει πια. Τίποτε “κάλπικο” δεν αντέχει, ούτε ανθρώπους, ούτε εκφράσεις, ούτε χαμόγελα, μονάχα οικείους νεκρούς, εκείνο το αγόρι που δεν πήρε τίποτε πίσω αλλά “έφυγε” απ' το παράθυρο φορώντας το δικό του πουλόβερ με τον γυριστό γιακά, και τον σοφό 'Αλι, που αγαπούσε τους πάντες και όλα τα μπορούσε αλλά πέθανε από λευχαιμία, κι εκείνες τις καλόγριες με το παλιό ψάθινο πανεράκι που μάζευαν χρήματα για τους φτωχούς κι έτρωγαν παξιμάδι με τον καφέ, αλλά πιο πολύ την αδελφή του την Φοίβη που ήξερε να χορεύει και να κάνει πλάκες και ήξερε και να τον ακολουθεί σέρνοντας εκείνη την πελώρια βαλίτσα με τα απαραίτητα, τόσα όσα να τον γυρίσει πίσω... Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1977 στα ελληνικά με την αριστουργηματικά ποιητική μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη απ' τις εκδόσεις “Επίκουρος”, στην λιτά αυστηρή έκδοση με το ασημένιο εξώφυλλο (ίδιο ακριβώς οπισθόφυλλο) που δεν γερνά ποτέ, δεν ενηλικώνεται ποτέ, δεν γίνεται κάλπικο ποτέ (ακριβώς σαν τον συγγραφέα του) και πάντοτε πουλάει σταθερά.

ΥΓ. Όταν το πρωτοδιάβασα, Φοίβη και μόλις εγκατέλειπα τον Χόλντεν της δικής μου ζωής (τον εγκατέλειπα; μ' εγκατέλειπε; το σίγουρο είναι ότι κάπου τότε βρέθηκα να σέρνω μια μεγάλη βαλίτσα με τα απαραίτητα σ' ένα λάθος σταθμό). Τον ξαναδιάβασα εχθές, επειδή εδώ και λίγο καιρό στην εφημερίδα έχουμε κάνει μια καινούργια μικρή συμφωνία, μαζί με τα νέα βιβλία να επιστρέφουμε σε κάτι αγέραστο κι ακατάβλητο στο χρόνο (ναι δεν μου πάει να το πω “παλιό”, εξάλλου παλιώνει ο “Γατόπαρδος” του Λαμπεντούζα; τα “Ανεμοδαρμένα ύψη” της Μπροντέ; “Η Ρεβέκκα” της Ντι Μωριέ; “Ο εκδικητής” του Ντε Κουίντσι;) και ξανάγινα Φοίβη, κι ακόμα να συνέλθω απ' αυτό! Παρ' ό,τι ως παιδί (και ως μεγάλη, κι ως έφηβη) εγώ ήμουν που έπαιρνα μαύρο δρόμο, την ώρα που δεν το περίμενε κανείς! Μπούκωνα, μπούκωνα, μπούκωνα, μη βλέποντας όλους αυτούς τους κάλπηδες και τα κάλπικα, αργούσα να πάρω δρόμο, γιατί είχα ανάγκη να αγαπάω πολύ, είχα ανάγκη την επαφή, ε και ερχότανε εκείνη η ώρα που δεν έλεγχα πια τα βήματά μου. Ακόμα κι αν γύριζα, επί της ουσίας, δεν ξαναγύριζα ποτέ. Που δεν ξαναγύριζα, δηλαδή.
Αλλά και πάλι,
“Θέλω να πω, πώς μπορείς να ξέρεις τί θα κάνεις ώσπου να το κάνεις;”
Θέλω να πω πως κάτι μου είπε τελικά αυτή η καλύβα του Χόλντεν με εκείνον τον παλαβό κανονισμό “κανένας δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα κάλπικο όταν ερχότανε να με δει”. Κι “αν προσπαθούσε κανείς να κάνει τίποτε κάλπικο, θα 'φευγε αμέσως”.
Και θα την κάνω την καλύβα, ή μάλλον υπάρχει αυτή η καλύβα, κι αν όχι τώρα πότε, δηλαδή;
Τώρα που απ' το Σάββατο κρατώ με συγκίνηση τα “Ποιήματα” του Τζων Μπέρρυμαν, που είχα αγαπήσει πρωτού καλογνωρίσει πολύ- “έγραψε κάποτε ο Λίνκολν σ' έναν φίλο: “Το χείλι μου δαγκώνω και σιωπώ”. Στις “Όψεις του εαυτού μου”, προτού πηδήσει απ' τη γέφυρα στα παγωμένα νερά του Μισισιπή.
“Ξάφνιασέ με, μια μέρα καθημερινή
με μια άνευ αιτίας ευλογία...”
“Να μ' έχεις κατά νου, Εμένα που τίποτα δεν ξέχασα,
και συνεχίζω...”
“Δεν χρειάζεται παρά λίγα λεπτά για την μεγάλη απόφαση.
Μια συγκέντρωση στο εδώ και στο τώρα.
Ξαφνικά, όχι όπως ο Μπαχ,
και φρικτά, όχι όπως ο Μπαχ, μου πέρασε από το μυαλό
τη νύχτα εκείνη, αντί για τις ζεστές πυτζάμες,
να βγάλω όλα μου τα ρούχα
και να διασχίσω την κρύα νοτισμένη πελούζα και να πέσω απ' τον κάβο
στο φοβερό νερό και για πάντα να περπατήσω
προς το νησί υποβρυχίως”.
(Τζων Μπέρρυμαν “Ποιήματα”, Επιλογή- εισαγωγή- μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς, Εκδ. “Ηριδανός”)

YG-SOS: Τι τόθελα και τόλεγα για την καλύβα; Εκεί που καλοκαθόμουνα στην Εύα και έσβηνα κινητό, δεν μου ξανάναψε ποτέ! Κάηκε η οθόνη! Αμνησία, λέει, στον Γερμανό! Μόνο τα: μαμά, μάρω, νίκος, αναστασία, σώθηκαν που είχαν περαστεί στην κάρτα, όλα τα άλλα... κανείς, κατά κανείς, σαν παιδί, άγραφος νους ένα πράγμα, όταν συνέλθω θα αποκωδικοποιήσω και... μήνυμα. Για την ώρα, ψιλοχαμένα τα έχω και ψάχνομαι μπας και το κινητό μου είναι από μένα πιο σοφό, πιο εγκρατές, πιο αποφασιστικό αλλά πάλι ξέρω; Δεν ξέρω, δεν ξέρω τίποτα. Ξανά. Απ' την αρχή. Σιγά, πρώτη φορά?

YG-finale: Κι όμως! Διασώθηκε κι άλλο! Εκείνο που νόμισα ότι το σοφό κινητό μου ήθελε να διαγράψει! Σε ένα sms πρόχειρο που δεν έστειλα ποτέ! Απίστευτο!