26/11/12

μουσική σύνθεση πάνω σε βιογεωγραφική θεματική (ίσως για να βρίσκει κάθε φορά έναν καινούργιο εαυτό)

της Ζωής Σαμαρά

Δημοσιεύθηκε στο diastixo.gr

Για τη “Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας” (εκδ. Καλέντης)

Η Ελένη Γκίκα γράφει γιατί υπάρχει, γιατί υπάρχουμε. Κάθε φορά που γράφει, χτίζει ένα πολύπλευρο σύμπαν. Στο νέο της μυθιστόρημα μας εισάγει σε έναν κόσμο όπου τα σημεία του ορίζοντα προσδιορίζουν τη ζωή μας. Η δομή του έργου θυμίζει μουσική σύνθεση πάνω σε βιογεωγραφική θεματική, σαν να ήταν μια σπουδή για το πώς ο άνθρωπος επηρεάζεται από το χώρο στον οποίο ζει. Και ενώ το βιβλίο προχωρεί, η βιογεωγραφία αποκτά μεταφυσικές διαστάσεις: κάποιες στιγμές αναρωτιόμαστε μήπως ο άνθρωπος επηρεάζεται ακόμη περισσότερο από έναν απειλητικό απόντα χώρο.
Με μαθηματική ακρίβεια, η αφήγηση χωρίζεται σε 3 μέρη, το κάθε μέρος σε 11 ενότητες, ενώ οι 33 ενότητες του βιβλίου δομούνται πάνω σε επαναλαμβανόμενα τρίπτυχα με επίκεντρο τρεις εναλλασσόμενες γυναικείες φιγούρες. Τα 99 μικρά κεφάλαια που προκύπτουν τιτλοφορούνται κάθε φορά με τις ίδιες λέξεις και ακολουθούν την ίδια σειρά – Η γυναίκα στο ανατολικό γραφείο, Η γυναίκα της βορινής κουζίνας, Η γυναίκα στον δυτικό καθρέφτη: τρεις ηρωίδες πάνω σε σκηνή κοσμικού δράματος. Εκτός από τον πιθανό συμβολισμό των αριθμών, δύο χαρακτηριστικά τραβούν την προσοχή του αναγνώστη ευθύς εξαρχής, και αναμφιβόλως γεννούν απορίες: – Η πρώτη γυναίκα είναι στο γραφείο, η τρίτη στον καθρέφτη, η δεύτερη της κουζίνας. Άρα, η κουζίνα δεν είναι ο χώρος στον οποίο η δεύτερη γυναίκα ζει και κινείται, αλλά ένας περιοριστικός χώρος στον οποίο ανήκει, και επιπλέον τόσο κτητικός, που καταλαμβάνει το εξώφυλλο του βιβλίου. – Τρεις γυναίκες, τρία σημεία του ορίζοντα. Εντάξει, υπάρχουν τρία και όχι τέσσερα γυναικεία πρόσωπα, αλλά η παράλειψη ενός σημείου του ορίζοντα πιθανότατα κρύβει κάποιο μυστικό. Αν η γυναίκα της κουζίνας συμβολίζει την παραδοσιακή γυναίκα, γιατί θα πρέπει να βλέπει το βορρά; Και καθώς ο αναγνώστης συλλογίζεται, δεν μπορεί παρά να εικάσει ότι στη σοφία πολλών λαών ο βορράς είναι σχεδόν συνώνυμο της ανατολής. Λόγου χάρη, στον μυητικό προσανατολισμό, που προσδιορίζει τη θέση μας στο χώρο, το φως ξεκινά από την ανατολή ή από το αστέρι του Βορρά. Επίσης, οι Ετρούσκοι πίστευαν ότι οι θεοί έμεναν στο Βορρά. Έχουμε λοιπόν στο μυθιστόρημα δύο μορφές της ανατολής και το αντίθετό της, τη δύση. Ο νότος ζει σε μια ανελέητη μοναξιά, χωρίς ταίρι, χωρίς αντίθετο.
Από τις πρώτες σελίδες αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουν δύο ηρωίδες που εργάζονται πυρετωδώς, σαν να βιάζονται να προλάβουν κάτι: η Αρσινόη γράφει, η Ράνια μαγειρεύει. Ή μήπως πρόκειται για ένα πρόσωπο με δύο προσωπεία; Όντως, όταν οι δύο γυναίκες συναντηθούν, η Αρσινόη θα αρχίσει να μαγειρεύει –αν και «μισεί την κουζίνα» (σ. 306)–, ενώ η Ράνια, ξεχνώντας ότι παλιά έκρυβε τα βιβλία που διάβαζε «σαν τα μπουκάλια του αλκοολικού» (σ. 73) –τόσο απαγορευμένη ήταν η ανάγνωση–, θα γράψει ένα μυθιστόρημα, πολύ πετυχημένο, με ηρωίδα μια γυναικεία οπτασία που την ακολουθεί όλη της τη ζωή. Όπως μας πληροφορεί η γυναίκα στον καθρέφτη: «Απ’ την κουζίνα ως το γραφείο, τι θαρρείς; Μια ανάσα χαλί» (σ. 49). Όταν ξεφύγει από την κουζίνα, από τη μοίρα της παλιάς γυναίκας, η Ράνια θα επιλέξει να γίνει χαρτί. Το χαρτί, η γραφή, αναπαριστά την αναζήτηση του αληθινού εαυτού της. Η Αρσινόη ζει ανάμεσα σε βιβλία, μια χάρτινη ζωή, και η λέξη «χάρτινη» επαναλαμβάνεται συχνά στο μυθιστόρημα. Το χαρτί είναι ένα πολύσημο σύμβολο. Όταν το διπλώνουμε για να το βάλουμε σε φάκελο, διπλώνουμε μαζί και τα μυστήρια της ζωής μας. Όταν δένουμε τις σελίδες σε βιβλίο, τετράδιο, ημερολόγιο, κάνουμε μια προσπάθεια να δέσουμε τα σκόρπια γεγονότα που οδηγούν σε διάσπαση του εγώ. Σχίζεται εύκολα, όπως διαμελίζεται η εύθραυστη ζωή μας. Η καθαρότητά του σαν φόντο της γραφής αντιστοιχεί στη νοσταλγία μιας χαμένης αγνότητας. Γράφουμε πάνω στο άσπρο χαρτί για να ζήσουμε μια νέα αρχή με τη γραφή μας. Δεν έχω πρόθεση να συνθέσω μια πραγματεία για το συμβολισμό του χαρτιού, λέω όσα με εμπνέει το ίδιο το μυθιστόρημα.
Υπάρχει μια τρίτη γυναίκα, που τοποθετείται στη δύση: μπροστά ή μέσα σε καθρέφτη, δεν μπορεί να αποφασίσει ούτε η ίδια. Δεν φαίνεται να έχει δική της αυτόνομη ζωή, σαν να είναι αυτή η χάρτινη γυναίκα, ηρωίδα σε κάποιο μυθιστόρημα, ή ακόμη ένα είδωλο μέσα σε καθρέφτη. Δεν ονομάζεται τυχαία Αριάδνη – αυτή κρατά το μίτο της αφήγησης, περιγράφει και σχολιάζει τη ζωή των δύο γυναικών. Κοιτάζοντας στον δυτικό καθρέφτη, δεν βλέπει τον εαυτό της, αλλά τις άλλες, και δεν γνωρίζει ακριβώς ποια πλευρά του καθρέφτη είναι η πραγματικότητα και ποια η αντανάκλαση. Καθώς αφηγείται την ιστορία τους, δεν είναι βέβαιη αν εκείνη επινοεί την ύπαρξή τους ή μήπως και η ίδια είναι επινόηση των δύο γυναικών που επινοεί (σ. 373). Η αφήγηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια φεμινιστική θεώρηση της κοινωνίας. Η γυναίκα προσπαθεί να παραμείνει αυτό που όλοι αποκαλούν γυναίκα, όχι το βιολογικό ον αλλά ο κοινωνικός μύθος. «Δεν ύφαινε, δεν έπλεκε καμιά τους. Γυναίκες στο περβάζι της ζωής», θα σχολιάσει, με ποιητικό ρυθμό, η Αριάδνη (σ. 127).
Η συγγραφέας, ωστόσο, δεν περιορίζεται στη γυναίκα. Στο κέντρο του σύμπαντος που παρουσιάζει τοποθετεί τον άνθρωπο. Ο άνδρας ανάμεσα στις δύο γυναίκες ανάγεται τελικά σε τέταρτο σημείο του ορίζοντα, ταυτίζεται με το νότο και την απουσία που σηματοδοτεί στο μυθιστόρημα. Νιώθει τόσο άβολα ανάμεσα στους δύο χώρους, που τελικά δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτόν στη ζωή. Οι δύο γυναίκες αντιμετωπίζουν τη φθορά και την ανία που τις περιβάλλουν, με τη δουλειά. Σε επιστολή στον αγαπημένο της, η Αρσινόη γράφει με τρόπο αναιρετικό, σαν να αμφισβητεί τη δύναμη της αγάπης: «Απόψε το βράδυ, αγάπη μου, θα δουλέψω ως το πρωί. Δεν έχω βρει άλλον τρόπο σ’ αυτή τη ζωή για ν’ αντέξω» (σ. 154). Και η Ράνια, σαν να συμπληρώνει αναδρομικά, έγραφε στη δική της εισαγωγή του πρώτου μέρους: «Έφυγαν όλοι. Κι εγώ στην κουζίνα να φτιάχνω γενέθλιες μαντλέν, για να με γιορτάσω μόνον εγώ» (σ. 14).
Με τα τρία σημεία του ορίζοντα, η συγγραφέας οργανώνει το χώρο. Το τέταρτο σημείο είναι δεδομένο, αναδύεται μέσα από την ίδια την ύπαρξη: ο νότος δεν μπορεί παρά να είναι ο θάνατος που καραδοκεί, η φυγή έξω από το χώρο και το χρόνο. Μαγειρεύουμε ή γράφουμε για να μη σκεφτόμαστε το τέλος. Γι’ αυτό πραγματικοί ήρωες του μυθιστορήματος είναι το κοριτσάκι με το κόκκινο παλτό που προκαλεί το θάνατο, ο Φώτης που τον προσκαλεί και ο Άγγελος που βρίσκεται συμπτωματικά αντιμέτωπος με το πεπρωμένο του. Ξανά τρία πρόσωπα, που ίσως ερμηνεύουν το πρώτο τρίπτυχο: τρεις πτυχές της Μοίρας. Για τις δύο γυναίκες η μόνη οδός είναι η λογοτεχνία. «Το μόνο που μ’ απομένει», θα γράψει η Ράνια, «είναι να ξαναπιάσω της ζωής μου το νήμα και πάλι απ’ την αρχή, να τη ζήσω με τα σωστά και τα λάθη της πια μέσα από το χαρτί» (σ. 293). Και η Ελένη Γκίκα γράφει, ίσως για να βρίσκει κάθε φορά έναν καινούργιο εαυτό, ίσως για να μας οδηγήσει στην αναζήτηση των αιώνων που «χωρίζουν τον έναν εαυτό [μας] από τον άλλο» (σ. 66), ίσως ακόμη και για τα δύο.