“Ιστορίες από την Κολιμά” του Βαρλάμ Σαλάμοφ. Μετάφραση από τα Ρωσικά- Πρόλογος: Ελένη Μπακοπούλου, Εκδ. “Ίνδικτος”, σελ. 1968, 43 ευρώ.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Η Ιστορία Σήμερα" (έθνος, 10 Νοε 2012)
Χαρακτηρίστηκε ως εκδοτικό γεγονός που έφτασε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό με σαράντα χρόνια, σχεδόν, καθυστέρηση. Οι 145 “Ιστορίες από την Κολιμά” αποτελεί ταυτοχρόνως ντοκουμέντο, μαρτυρία και ακριβή λογοτεχνία που καθιέρωσε τον συγγραφέα σαν ένα από τους σημαντικότερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα. Οι ήρωές του, πρόσωπα υπαρκτά, θύτες και θύματα ενός αλλόκοτου κόσμου. Ο συγγραφέας τους υπήρξε “τρόφιμος” των στρατοπέδων στην Κολιμά, αρχικά με πενταετή ποινή καταναγκαστικών έργων για να περάσει τελικά εκεί δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια. Όμως, η ποίησή του και τα πεζά δεν έφυγαν ποτέ από την Κολιμά, κι απέμειναν ωμά ρεαλιστικά και απίστευτα ζοφερά, σα μαχαιράκι να ανατέμνουν το σκοτάδι μιας εποχής, την ανθρώπινη ψυχική άβυσσο σε ένα τυφλό σχεδόν κόσμο. Η πρόζα του σύντομη, σαν χαστούκι- αυτή την παρομοίωση έδωσε ο ίδιος- χωρίς κανένα καλολογικό στοιχείο, αναγνωστικά σχεδόν γδέρνει.
“Συμμετείχα κι εγώ σε μια χαμένη μάχη για πραγματική ανανέωση της ζωής” αναγνωρίζει ο Σαλάμοφ που γεννήθηκε το 1907 στη Βολογκντά, μια μικρή πόλη που κατά τον 19ο αιώνα υπήρξε τόπος εξορίας των πολιτικών αντιπάλων του τσαρικού καθεστώτος, σπούδασε Νομικά για να συλληφθεί την πρώτη φορά με την κατηγορία ότι διακινούσε το “Γράμμα προς το Συνέδριο”, γνωστότερο ως “Διαθήκη του Λένιν”. Αποφυλακίζεται, παντρεύεται, δουλεύει σαν δημοσιογράφος και γίνεται σπουδαίος ποιητής και αποκτά μια κόρη για να ξανασυλληφθεί με την κατηγορία της αντεπαναστατικής τροτσκιστικής δράσης, χαρακτηρίζεται ως “εχθρός του λαού” για να έρθει μετά στη ζωή του ο εγκλεισμός και τα χρυσωρυχεία της Κολιμά, οι ιστορίες που έζησε κι έγραψε για να μη συνέλθει ποτέ του. Έτσι το 1982 μεταφέρεται σε ψυχιατρείο δίχως τη θέλησή του για να πεθάνει λίγες μέρες μετά, “έχοντας κληροδοτήσει στην ανθρωπότητα μια από τις πιο συγκλονιστικές μαρτυρίες της παγκόσμιας Ιστορίας”. Με τον ίδιο μέχρι την τελευταία στιγμή ν' αναρωτιέται και να αμφιβάλει: “θα χρειαστεί άραγε σε κανένα αυτή η θλιβερή αφήγηση; Μια αφήγηση που δεν είναι για το νικηφόρο πνεύμα αλλά για το πνεύμα που ποδοπατήθηκε. Πού δεν είναι ο θρίαμβος της ζωής και της πίστης μέσα στη δυστυχία, όπως οι “Σημειώσεις από το σπίτι των πεθαμένων” αλλά η έλλειψη ελπίδας και η κατάπτωση; Ποιον θα παραδειγματίσει, ποιον θα αποτρέψει, από το κακό; Όχι, όχι, παρ' όλ' αυτά, θα είναι επιβεβαίωση του καλού, του καλού- αφού στην ηθική αξία βλέπω εγώ το μοναδικό αυθεντικό κριτήριο της τέχνης”.
Και παρ' όλα αυτά, να επιμένει: “Τα γραπτά μου αφορούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης όσο αυτά του Εξυπερύ στον ουρανό ή του Μέλβιλ στη θάλασσα. Βασικά, οι ιστορίες μου συνιστούν οδηγίες για το πώς να δρα κανείς μέσα στο πλήθος. Να είναι όχι απλώς λιγάκι αριστερότερα απ' τ' αριστερά, μα ακόμα περισσότερο αληθινός από αληθινός από την αλήθεια την ίδια. Για το αίμα που είναι αληθές κι
ανώνυμο”. Το έργο του σήμερα είναι πλέον αντικείμενο διεθνών μελετών, διατριβών, συνεδρίων, ντοκιμαντέρ, αλλά και πηγή έμπνευσης κινηματογραφικών φιλμ.