7/11/12

"με λεπτότητα και καλοσύνη" η μοναξιά κι ο θάνατος, η απουσία και οι ματαιωμένες ζωές

 
"Καλοκαιρινό ειδύλλιο" του Ουίλιαμ Τρέβορ, Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου, Εκδ. "Μεταίχμιο", σελ. 279
 
δημοσιεύθηκε στο diavasame.gr


“Ζήσαμε το καλοκαίρι, Έλι.”
“Χωρίς εσένα δεν υπάρχει τίποτα.”
Ο Ουίλιαμ Τρέβορ, που γεννήθηκε στο Μίτσελσταουν του Κορκ το 1928 και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην ιρλανδική επαρχία, γνωστός μας ήδη από τα βιβλία του “Οι εργένηδες των λόφων”, “Ο θάνατος το καλοκαίρι”, “Η ιστορία της Λούσι Γκολτ”, “Μάταιη αναζήτηση”, “Δυο ζωές” και “Οι απόφοιτοι”, αναδεικνύει για μια ακόμα φορά την ποίηση της καθημερινότητας κι αποδεικνύει τη δυνατότητα της στιγμής να εμπεριέχει ταυτόχρονα και όλο το σύμπαν.
Στην ιστορία του όλα συμβαίνουν μέσα σε ένα καλοκαίρι. Ιρλανδία, δεκαετία του 1950, στην κωμόπολη Ραθμόι. Ένας έρωτας ξεκινά από μια κηδεία. Ένας άγνωστος εμφανίζεται από το πουθενά και φωτογραφίζει την τελετή, μια νεαρή γυναίκα με ένα γαλάζιο φόρεμα περνά εκείνη την ώρα με το ποδήλατο. Παντρεμένη με τον αγρότη Ντίλαχαν, που πενθεί ακόμη την απώλεια της συζύγου και του παιδιού του, για την οποία ευθύνεται ο ίδιος, η Έλι ζει ωσεί απούσα τη νέα ζωή. Μέχρι αυτή τη στιγμή που θα συναντήσει εκείνον τον άντρα.
Το καλοκαίρι μοιάζει να σέρνεται αιώνιο μέσα από τα σπαρτά, η Έλι που χωρίς δεύτερη σκέψη παραδίδεται στον Φλοριάν, ο Φλοριάν που πουλά το πατρικό του για να πληρώσει τα χρέη και ετοιμάζεται να φύγει, ο αγρότης Ντίλαχαν που πηγαινοέρχεται σπίτι – χωράφι, η μις Κόναλτι που παρακολουθεί τα πάντα και μοιάζει ήδη -επειδή την έχει ζήσει-, να τη γνωρίζει καλά και να τη βλέπει να έρχεται τη φθορά, ο ανοικτός κύριος Μπόιλ που επιμένει στο ρημαγμένο ανάκτορο ματαίως να περιμένει.
Με λεπτή ειρωνεία και υφέρπουσα συγκίνηση ο συγγραφέας αναπλάθει τα βασικά της ζωής. Οικογενειακά μυστικά, ανομολόγητοι πόθοι και τρόμοι και ματαιωμένες προσδοκίες αναδεικνύονται μέσα από την καλοκαιρινή νωχέλεια και μοναξιά. Τίποτε δεν κραυγάζει, ούτε καν το πένθος του Ντίλαχαν και η αιώνια ενοχή (σκότωσε τη γυναίκα και το παιδί του με το τρακτέρ χωρίς να το θέλει). Αλλά και η μις Κόναλτι δεν θα πενθήσει τη μητέρα της, εξαιτίας της εξάλλου έχει ήδη πενθήσει τη δική της ζωή. Το αποτέλεσμα είναι ένα μικρό, υπαινικτικό, χαμηλότονο αριστούργημα, με το δίπολο έρωτας – θάνατος, πάθος και πένθος να κυριαρχεί, όλα να είναι παντού, και στην πιο ανεπαίσθητη κίνηση, και η μοναδική ευτυχία να παραμένει τελικά η συμφιλίωση. Τα στοιχεία του ξένου και η τέχνη της φευγαλέας ματιάς είναι εκείνα που απομένουν κυρίαρχα στο μυθιστόρημα, εξάλλου όλοι αποδεικνύονται ξένοι. Κι αν όχι στην κωμόπολη, όπως ο Φλοριάν, στη ζωή τους την ίδια.
Η προοπτική της άλλης ζωής στην εξαιρετική περιγραφή μιας άλλης εποχής. Τα ανθρώπινα δράματα, τα οποία συνηθίζει να αντιμετωπίζει ο Τρέβορ “με λεπτότητα και καλοσύνη”. Σε απολαυστική μετάφραση της Αργυρώς Μαντόγλου, που υπογράφει και το κατατοπιστικότατο εξαίρετο επίμετρο.
Μικρό δείγμα γραφής:
“Έμεινε καθισμένη στη σιωπή για μια ακόμα ώρα, ίσως και περισσότερο. Δεν έκλαψε, παρότι το ήθελε. Η συμπάθεια που γύρευε ήταν διαθέσιμη, το ήξερε, αλλά της αντιστάθηκε. Τράβηξε τον σύρτη της πίσω πόρτας και βγήκε έξω ξανά. Προχώρησε στον δρόμο, ο νυχτερινός αέρας αναζωογονητικός, μια ανακούφιση. Περπάτησε για να ξεκουραστεί, τα τσοπανόσκυλα τη συνόδευσαν. Στην κουζίνα, όταν επέστρεψε, άνοιξε τον φούρνο και έριξε τις σελίδες που είχε σχίσει από το τετράδιο μέσα στα μαύρα, σβησμένα κάρβουνα. Γύρισε τον διακόπτη και άκουσε τη φωτιά να ζωντανεύει”.
Email στο συντάκτη Ελένη Γκίκα
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ