H Μάρω
Δούκα στο περιοδικό “Η Ιστορία Σήμερα”
(Δημοσιεύθηκε στο τεύχος της 8ης Δεκεμβρίου
2012, μαζί με το έθνος)
Και με την
ιστορική μνήμη ασχολείται και στα βιβλία
της. Σε κάθε της ιστορία της Μάρως Δούκα
η Ιστορία είναι πάντοτε εκεί. Το Βυζάντιο
στο “Ένας σκούφος από πορφύρα”, η
επταετία στην “Αρχαία σκουριά” (Κρατικό
βραβείο), η ιστορία των Χανίων και ο
εμφύλιος στα “Αθώοι και φταίχτες”
(βραβείο Balkanika και "Καβάφη") και “Το
δίκιο είναι ζόρικο πολύ”. Τα τελευταία
πενήντα χρόνια της χώρας μας στο τελευταίο
βιβλίο της “γιατί εμένα η ψυχή μου”
(εκδ. Πατάκη). Με όλο- εκείνο- που – ερχόταν
κι εμείς δεν το βλέπαμε. Γιατί “ο
κόσμος αναπόφευκτα αλλάζει και αλίμονό
μας αν δεν αλλάζουμε μαζί του κι εμείς
μαζί του”.
Κυρία
Δούκα, η Ιστορία μπορεί να μας βοηθήσει
να κατανοήσουμε την εποχή;
Θα μπορούσε,
αν μη τι άλλο, να μας βοηθήσει να μην
«πέφτουμε» παραζαλισμένοι κάθε λίγο
και λιγάκι «από τα σύννεφα» για όσα μας
συμβαίνουν. Έχοντας, για παράδειγμα,
ιστορική γνώση και συνακόλουθα συνείδηση
της διαδρομής μας τα τελευταία σαράντα
χρόνια, θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε
κάπως, χωρίς αγκυλώσεις και στερεότυπα,
πώς και γιατί από τα δίχτυα των Διεθνών
Αγορών και των σπεκουλαδόρων βρεθήκαμε
στα γρανάζια του ΔΝΤ και του γερμανικού
ηγεμονισμού. Διότι δεν αρκεί, εάν
πραγματικά θέλουμε να μην καταποντιστούμε
στον ωκεανό της παγκόσμιας κρίσης και
της παραπαίουσας ευρωζώνης, να
καταλογίζουμε μόνο ευθύνες στους
πολιτικούς που διεκδικούσαν τόσα χρόνια
την ψήφο μας, καταγγέλλοντας τις
πασιφανείς στρεψοδικίες, τα αυταπόδεικτα
λάθη, την ανικανότητα και τις εγκληματικές
παραλείψεις τους. Απαιτείται ταυτόχρονα
και η ειλικρινής συνομιλία με τον εαυτό
μας για το τι ακριβώς θέλαμε, τι
προσδοκούσαμε τόσα χρόνια από αυτούς
όταν τους ψηφίζαμε. Σε τι ακριβώς
προσβλέπαμε τότε και σε τι προσβλέπουμε
σήμερα…
Μπορεί να
μας βοηθήσει η Ιστορία να κατανοήσουμε
κάπως αυτό- που- μας- περιμένει;
Η Ιστορία,
όχι μόνο ως γνώση του παρελθόντος αλλά
και ως τρόπος σκέψης, μπορεί να βαθύνει
κριτικά τη ματιά μας και να μας οπλίσει
μαχητικά απέναντι στο σήμερα. Μπορεί,
για παράδειγμα, να μας βοηθήσει να
συναισθανθούμε ότι από μας εξαρτάται
να μην αφεθούμε στην απραξία και στην
κατάθλιψη. Ως λαός δεν είναι η πρώτη
φορά που κληθήκαμε να πληρώσουμε τα
σπασμένα από την ανικανότητα των
πολιτικών.
Η Τέχνη;
Η λογοτεχνία;
Η λογοτεχνία
μάς μαθαίνει πρωτίστως να συμπονούμε
ο ένας τον άλλο. Πάντα πίστευα ότι η
τέχνη οφείλει να παρηγορεί. Και παρηγορεί
μόνο εάν είναι σε θέση να αναδεικνύει
τα ιδεολογήματα, τις αντιθέσεις και τις
αντιφάσεις μας, εάν φιλοδοξεί, ταυτόχρονα
με την όποια απόλαυση που προσδοκούμε
από αυτήν, να μας αποκαλύπτει τη δυνατότητά
μας να σκεφτούμε και αλλιώς, να
αναλογιστούμε τις χαμένες αξίες και να
προβληματιστούμε για τις προτεραιότητες
μας στη ζωή…
«Θα
καταχρεωθούμε για το θεαθήναι» (“Δεν
είναι απλό”, 2003), φαινόταν ότι “όλο
αυτό” έρχεται;
Δεν χρειάζεται,
πιστεύω, να είσαι ειδικός, για να γνωρίζεις
ότι δεν δικαιούσαι να διοργανώνεις
πέραν των δυνατοτήτων σου φιέστες, και
μάλιστα με δανεικά… Αυτή η πολιτική
του αλόγιστου δανεισμού, σε συνδυασμό
με την πολιτική-κρατική διαφθορά και
την ανεμελιά με την οποία είχαν διαποτιστεί
τα μεσοαστικά-μικροαστικά στρώματα της
κοινωνίας, ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι
θα μας οδηγούσε σε αδιέξοδο. Κι αυτό που
τσούζει κυρίως σήμερα είναι ότι οι
προορισμένοι να αποτελούν, όπως λένε
οι ειδικοί, τη ραχοκοκαλιά μιας κοινωνίας,
κινδυνεύουν να βουτηχτούν, εάν δεν έχουν
ήδη βουτηχτεί, στην ανεργία και στην
ανέχεια. Φτωχοί και άνεργοι όμως, και
μάλιστα με αυξανόμενο ρυθμό, υπήρχαν
και πριν από δέκα ή είκοσι χρόνια…
αφημένοι στη μοίρα τους, και με την
πλασματική ευημερία να τους γνέφει
περιπαιχτικά πως θα μπορούσαν και αυτοί
να χώσουν το δάχτυλο στο μέλι, αν δεν
ήταν «άτυχοι» ή «ανίκανοι» ή «βλάκες»…
«Δεν το
θυμάσαι καθαρά κι αυτό σε πονάει” ( «Σας
αρέσει ο Μπραμς;», 2000). Η μνήμη μάς σώζει;
Δεν ξέρω αν
μας σώζει, σίγουρα πάντως μας βοηθάει
να σταθούμε στα πόδια μας. Χωρίς τη μνήμη
του ο άνθρωπος γίνεται φτερό στον άνεμο…
Το
“περιττό” σήμερα
“Διότι
αυτό συμβαίνει με τους ανθρώπους. Οσάκις
τους χτυπάει το κακό, γαντζώνονται από
τα εφήμερα. Όταν συνέρχονται, όλα έχουν
τελειώσει” (“Εις το βουνό ψηλά εκεί”,
1994), αυτό μας συνέβη;
Αυτό που
κυρίως συνέβη, ανεξάρτητα από το
οργουελικής χροιάς κείμενό μου, είναι
ότι αφεθήκαμε και χάσαμε την αίσθηση
του μέτρου. Ότι επιτρέψαμε άκριτα να
μας επιβάλουν πως για να είμαστε νικητές
και επιτυχημένοι άλλος δρόμος δεν
υπάρχει εκτός από αυτόν που οδηγεί στην
υπερκατανάλωση και στην κακοποίηση του
περιβάλλοντος. Άλλο όμως να προσπαθείς
για μια καλύτερη ζωή και άλλο να αναλώνεσαι
για μια ζωή που εντέλει δεν σου ανήκει…
“Η αναζήτηση
του περιττού, άλλωστε, δεν ήταν αυτή που
ωθούσε πάντοτε τον άνθρωπο; (“Σκάβοντας
δίπλα στο παιδί”, 2002) Το “περιττό”
σήμερα;
Περιττό
σήμερα, ικανό να πυροδοτήσει τις ελεύθερες
πτήσεις μας, θα μπορούσε να είναι ένα
βιβλίο, μια θεατρική παράσταση, μια
συναυλία, μια ταινία… Θέλω να πω ότι
πάντα, σε δύσκολες εποχές, η τέχνη, αν
και φαινομενικά περιττή στον αγώνα για
την επιβίωση, θα μπορούσε να συνδράμει
στο να βρούμε τον βηματισμό μας…
Ο
κόσμος αλλάζει
“Να κλάψει
πάλι ή να μην κλάψει; Αλλά γιατί; Εφόσον
οι αλλαγές γίνονται πάντοτε χωρίς να
τις αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος. Με
αναισθητικό” (“Τριάντα χρόνια πριν
και τριάντα μετά”, 1999) Αυτό πάθαμε;
Ο κόσμος
αναπόφευκτα αλλάζει και αλίμονό μας αν
δεν αλλάζουμε κι εμείς μαζί του…Καλό
όμως είναι να μην ξεχνάμε ότι το θετικό
πρόσημο της όποιας αλλαγής εξαρτάται
και από μας. Αν και κατά πόσο, δηλαδή,
καθώς αλλάζουμε, συντηρούμε ζωντανά
μέσα μας τα δυο τρία ουσιώδη και ανεκτίμητα
που επιλέξαμε για να πορευτούμε στη
ζωή. Διότι αυτά, τα δικά μας «τιμαλφή»,
θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να μην
αλλοιωθούμε, να μη σαπίσουμε δηλαδή
ηθικά και πνευματικά…
“Γιατί
εμένα η ψυχή μου ήταν ελεύθερη από την
ελπίδα, τον Φόβο, τα Κόμματα”
(Γάιος Σαλλούστιος Κρίσπος), πώς φτάνει
κανείς σε αυτή την ελευθερία;
Αν φτάσεις…
τέλειωσες! Σημασία έχει να τείνεις προς
την ελευθερία εν κινήσει και όχι στατικά.
Να ελπίζεις, αλλά να μην επαναπαύεσαι
άβουλα στις ελπίδες σου. Να φοβάσαι,
αλλά να μην επιτρέπεις ούτε στον εαυτό
σου, ούτε στους άλλους να σε τρομοκρατούν.
Να έχεις την ιδεολογία σου, αλλά να μην
αφήνεσαι άκριτα σ’ αυτήν, να μην
τυφλώνεσαι.