2/7/09

Όποιος φοβάται την πυρκαγιά, δε θα έχει ποτέ του μια φωτιά να ζεσταθεί

Χωρίς το βιολοντσέλο θα είναι έρημος


“ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΕΡΑΣΤΕΣ” του Θοδωρή Καλλιφατίδη, Εκδ. “Γαβριηλίδης”, σελ. 311, e 16

“Ποιος μπορεί να καταλάβει τους ανθρώπους;”
“Ποια αγάπη τα αντέχει αυτά;”
“Και η δυστυχία γίνεται ρουτίνα”.
“Το παρελθόν δεν παίζει ρόλο για το σώμα. Διαφορετικά είναι με την ψυχή μας. Εκείνη μόνο το παρελθόν έχει”.
Στη καινούργια ιστορία του Θοδωρή Καλλιφατίδη όλα αρχίζουν ένα απόγευμα Φεβρουαρίου στη Στοκχόλμη, το 2006. Ο Γκεόργκ Αντρέασον, διευθυντής του Γραφείου Πολιτισμού με μια ξεχασμένη ποιητική συλλογή στο ενεργητικό του, έχει να αντιμετωπίσει καινούργιες συνθήκες, είναι αναγκασμένος να ακολουθήσει έναν καινούργιο κύκλο ζωής. Η αγαπημένη σύντροφος της ζωής του, στο νοσοκομείο, ξαφνικά τον εγκαταλείπει. “Την είχε δει αυτή τη σκηνή πολλές φορές, αν και αντίστροφα. Εκείνος θα πέθαινε κι εκείνη θα του κρατούσε το χέρι”. Σύντροφός του στον πόνο, ο συνεργάτης και φίλος του Μίλαν απ' τη Τσεχία, κι εκείνος με το δικό του βεβαρυμένο παρελθόν: “Ο θάνατος πρέπει να πάρει τη θέση του στη ζωή μας, αλλιώς δεν έχει κανένα νόημα”. “Με λίγα λόγια, χωρίς το θάνατο η ζωή δεν έχει νόημα”. Θα αντέξει και θα ριχτεί με τα μούτρα στη δουλειά: “Έτσι παρέμεινε στη δουλειά του και στην πόλη του. Η λύπη δε θα τον έδιωχνε από το σπίτι του, αντίθετα θα της άνοιγε το σπίτι του, θα γινόταν φίλος της. Τελικά αυτή η λύπη ήταν το τελευταίο δώρο της Μάργιας”. Εξάλλου “Η σημασία του αποχωρισμού δεν είναι να γυρίσεις τη σελίδα του βιβλίου της ζωής, αλλά να την ξαναδιαβάσεις”. Οι διαπιστώσεις, πικρές: “Στην αρχή του έλειπε η Μάργια, μετά έλειπε κάτι από τη ζωή του και τελικά του έλειπε η ίδια του η ζωή. Ήταν ώρα να την ξεθάψει”.
Και την ξεθάβει. Βιαίως. Αν και ο Μίλαν θα επιμείνει: “Δεν ανοίγουμε το κουτί της Πανδώρας”. “Και τι θα κάνω; Θα ζήσω με αυτό το κουτί πάνω από το κεφάλι μου σαν το σπαθί του Δαμοκλή;” δεν το αντέχει αυτός.
Εκείνο που τον περιμένει, τον κατακερματίζει για δεύτερη φορά. Ναι, ένα μυστήριο ο άλλος, ποτέ δεν μπορείς εξολοκλήρου να τον γνωρίσεις. Ένα αποξεχασμένο γράμμα της Μάργιας στον άγνωστο εραστή της θα του αποδείξει πως μπορεί να τον πονούσε αλλά δεν τον ερωτεύτηκε με πάθος ποτέ. Όμως εκείνος, “Δεν ήθελε τη συμπάθειά της αλλά τον απεριόριστο πόθο της, ήθελε την κόκκινη καρδιά της όχι ένα φλιτζάνι τσάι τ' απογεύματα”.
Η υγεία του θα μπει σε δοκιμασία, η συμπεριφορά του θα γεμίσει οργή κι αποκοτιά, αλλά και πάλι θα σταθεί τυχερός, διότι η ζωή μας δίνει και μια δεύτερη και μια τρίτη και μια πολλοστή ευκαιρία. Θα είναι εκεί για να τον σώσει “O άγγελος με τα ξυλοπάπουτσα”. Ενα αλλόκοτο πλάσμα που συνδυάζει “Το πιο ουράνιο με το πιο γήινο. Αιωνιότητα στην ψυχή και κοπριά στα πόδια”. “Μια απ' τις γυναίκες που τις ερωτεύεσαι αμέσως... ή ποτέ”. “Έτσι ήταν η Μάργια. Και τελικά παντρευτήκαμε,- θα παραδεχθεί.- Υπάρχει και άλλη μια ακόμα. Την είδα να κατεβαίνει μια σκάλα. Ήμουν βέβαιος ότι, αν την κοίταζα δέκα δευτερόλεπτα παραπάνω, θα την ερωτευόμουν”.
Και έτσι ξαφνικά με φόβο και απίστευτη δειλία, ξαναερωτεύεται. Γνωρίζοντας όμως ήδη καλά πως “Ο έρωτας έχει και τις καθημερινές του... Εμπιστοσύνη, σύμπνοια, χιούμορ. Έρωτας που δε γελάει πάντα, τελειώνει γρήγορα”. Όμως, ελπίζει γιατί: “Μόλις κοιταχτήκαμε, ξέραμε”.
Στο μεταξύ θα του γίνει μανία ο κρυφός εραστής. Θα βρεθούν. Και “Όταν ο Μελενστέιν έφυγε γύρω στις εννιά το βράδυ, είχαν συμφιλιωθεί εντελώς, και κάτι παραπάνω. Ο ένας είχε γίνει η παρηγοριά του άλλου και φύλακας των αναμνήσεων”.
Πηγαίνοντας να τον δει στο κοντσέρτο του θα συναντήσει και πάλι “τον άγγελο με τα ξυλοπάπουτσα”:
“Λοιπόν, τί γνώμη έχει η Ντιμιτρέσκου για τον Μελενστέιν;” με αγωνία θα της πει.
“Ούτε καν το σκέφτηκα ότι είναι άντρας. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν η μοναξιά του, που φαινόταν από μακριά. Χωρίς το βιολοντσέλο θα είναι έρημος”. Θα τον αποστομώσει. Αφήνοντας τον αντιμέτωπο με τη νέα κατάσταση: “Ο ίδιος κόσμος, μα χωρίς τη Μάργια είχε άλλη γεύση. Έπρεπε να συνηθίσει αυτή τη νέα γεύση”. Εξάλλου είναι και ο άγγελος με τα ξυλοπάπουτσα, αυτή η όμορφη νεαρή τσέχα αλλά “Γιατί να είχε όρεξη να μιλήσει μαζί του; Έναν βαρετό, κρυφοχοντρούλη, χαμηλοκώλη, υπερώριμο, σοσιαλδημοκράτη, κουλτουριάρη παράγοντα;” Και όμως, όπως θα αποδειχθεί και από τον Μίλαν “Μπορεί να βρεις την ευτυχία εκεί που δεν το περιμένεις. Αυτό ήταν το νόημα. Πρέπει όμως να τολμήσεις να τη δεχθείς- σακατεμένος ή όχι”. Αλλά και πάλι, για μια στιγμή, πολλές στιγμές, θα φοβηθεί: “Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη ακεραιότητα προδίδει μια αίσθηση μοναξιάς. Η τελευταία συνήθως είναι η τιμή της πρώτης. Εν συντομία, καλύτερα μια ήττα με αξιοπρέπεια παρά μια νίκη χωρίς”. Θα τριγυρίσει στους σουηδικούς δρόμους και θα αντικρίσει για πρώτη φορά την αλήθεια, “Ρώσοι, Αρμένιοι, Γεωργιανοί, Αζερμπαιτζανοί συγκεντρώνονταν εκεί κι έπαιζαν σκάκι. Είχαν χάσει τα πάντα στη ζωή τους, το σκάκι όμως το κουβαλούσαν παντού”. Θα αναμετρηθεί με το παρελθόν του και με το παρελθόν της αλλά και πάλι θα τον παρηγορήσει αυτή: “Όσο υπάρχει αγάπη στην καρδιά σου, κάτι θα περισσεύει και για μένα. Καλύτερα να αγαπάς δυο γυναίκες παρά να μην αγαπάς καμία. Οι ανέραστοι άνθρωποι με τρομάζουν. Είναι το μόνο που με τρομάζει”. Θα μεσολαβήσουν στιγμές ποιητικές και απρόσμενες για το βλέμμα της Φάμπια και μόνο. Θα εγκιβωτιστεί σχεδόν δοκιμιακά το πώς περιγράφεται μια ερωτική σκηνή: Ο σεμνός, ο πορνογραφικός, ο ευλαβής, ο ριζικός συγγραφέας, αλλά και εκείνοι οι δύο, που είναι η ζωή, είναι πραγματικοί. Θα παρεξηγηθούν με τις σιωπές και με τις φράσεις, εξάλλου “Αθώες φράσεις όμως δεν υπάρχουν ανάμεσα σε ανθρώπους που αρχίζουν να ερωτεύονται”. Θα δειλιάζει διαρκώς έως ότου εκείνη αναγκαστεί να του πει: “Δεν θέλω έναν κύριο δίπλα μου. Θέλω έναν άντρα που με σκέπτεται, που θυμώνει μαζί μου, που θέλει κάτι από μένα. Αλλά όλα αυτά παίρνουν χρόνο. Λοιπόν, ας τους δώσουμε αυτόν το χρόνο”. Θα βιώσει, θέλει δεν θέλει, τον ενιαίο χρόνο κι ό,τι αυτός συνεπάγεται: “Άρχισαν να μαζεύονται φαντάσματα στο δώμα του. Οι σκοτεινές πλευρές της Μάργιας, το πάθος του Μελενστέιν, ο μυστικός εραστής της Φάμπιας. Ίσως αυτό να ήταν το γήρας. Τα νιάτα έχουν όνειρα και τα γηρατειά φαντάσματα”. Θα φοβηθεί, θα ξεφοβηθεί διότι 'Όποιος φοβάται την πυρκαγιά, δε θα έχει ποτέ του μια φωτιά να ζεσταθεί”. Θα συνεχίσει σπασμένος, με ό,τι πια διαθέτει, ό,τι του απομένει. Εξάλλου “Μα τι άλλες επιλογές υπήρχαν; Αυτή είναι η ζωή. Δεν μπορείς ν' αρχίσεις από την αρχή. Οι άνθρωποι έχουν τα μπαγκάζια τους”. Θα παρηγορηθεί από φράσεις αρχαίες “Καμία από τις ελπίδες μου δε βγήκε αληθινή, αλλά ποτέ δε σταμάτησα να ελπίζω”. Θα ταξιδέψει μαζί της στο δικό της επώδυνο παρελθόν και θα αναμετρηθεί. Με τον νόστο, την μνήμη, μια τεράστια μητέρα που επιμένει “Μόνο εδώ μπορώ να ζήσω και μόνο εδώ μπορώ να πεθάνω”. Κι εκεί που πιστεύει ό,τι όλα τα χάνει, εκεί θα τα βρει: “Η πραγματική εξορία είναι να ζεις χωρίς αγάπη”, ο σοφός άγγελός του με τα ξυλοπάπουτσα θα του πει.
Ένας ύμνος για τη ζωή, τη φιλία, τον λαβωμένο απρόσμενο έρωτα, μέσα από την προδοσία, την αρρώστια, τη μοναξιά, την εξορία, τον θάνατο. Μια ιστορία αγάπης, δειλή. Σαν το πιο σκοτεινό κομμάτι μιας νύχτας ανοιξιάτικης. Μια δική μας πατρίδα σε μια ξένη πατρίδα, ένας κόσμος- κουβάρι που ξεμπερδεύει ο συγγραφέας με ηπιότητα, οξυδέρκεια, χιούμορ, σαφήνεια, τρυφερότητα απίστευτη, ανθρωπιά. Με εκείνα τα αξιολάτρευτα ελληνικά του που τα κουβαλά όπου κι αν πάει, όσα χρόνια κι αν βρίσκεται μακριά. Διότι ίσως και η όντως πατρίδα μας να είναι η γλώσσα. Και άλλο, ουδέν. Ένα βιβλίο απολύτως αληθινό, ιαματικό.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης γεννήθηκε στους Μολάους Λακωνίας το 1938.
Γιος δασκάλου από τον Πόντο, μετακόμισε στην Αθήνα το 1946 και αποφοίτησε από το 5ο Γυμνάσιο Αρρένων.
Φοίτησε στη σχολή του Καρόλου Κουν και μετά τη στρατιωτική του θητεία, το 1964, εγκαταστάθηκε στη Σουηδία, όπου σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης.
Αργότερα δίδαξε φιλοσοφία στο ίδιο πανεπιστήμιο.
Επί τέσσερα χρόνια διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Μπόνιερς Λιτερέρα Μαγκαζίν.
Άρχισε να γράφει στα σουηδικά το 1969 και από το 1994 γράφει τα βιβλία του και στα ελληνικά.
Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, ταξιδιωτικά δοκίμια, θεατρικά έργα' έχει γράψει κινηματογραφικά σενάρια και έχει σκηνοθετήσει μια ταινία. Έχει τιμηθεί με σημαντικά διεθνή λογοτεχνικά βραβεία για το έργο του και σχεδόν όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν σε είκοσι γλώσσες.
Βιβλία του στα ελληνικά, από τις εκδόσεις “Γαβριηλίδη”:
“Τιμάνδρα”, “Το τελευταίο τριαντάφυλλο”, “Ποια είναι η Γαβριέλα Όρλοβα”, “Αγάπη”, “Οι εφτά ώρες στον Παράδεισο”, “Το φως του Βορρά”, “Μια νέα πατρίδα έξω από το παράθυρό μου”, “Ένα απλό έγκλημα”, “Ο έκτος επιβάτης”, “Η Όλγα της αγάπης”, “Στο βλέμμα της”, “Μητέρες και γιοι”, “Φίλοι και εραστές”.

ΥΓ. Και το όλον, επειδή σας το είχα υποσχεθεί. Και όπως γνωρίζετε, τις υποσχέσεις μου πασχίζω να τις κρατώ.