«ΔΥΟ ΖΩΕΣ: ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ ΚΑΙ ΑΛΙΣ» της Τζάνετ Μάλκομ, Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης, Εκδ. «Scripta», σελ. 165, τιμή: 16 ευρώ.
«Η Στάιν και η Τόκλας είναι στο έλεος των χωρικών, που θα μπορούσαν οποιαδήποτε στιγμή να τις καταδώσουν ως Αμερικανίδες και Εβραίες. Αλλά οι χωρικοί δεν το κάνουν ποτέ αυτό- προφανώς είναι τόσο ερωτευμένοι με την Στάιν όσο και οι στρατιώτες στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που έβαζαν μπροστά το αυτοκίνητό της και άλλαζαν τα λάστιχά της». Το πορτρέτο του θρυλικού ζεύγους που η κοινή τους ζωή φάνταζε και ήταν το πιο ενδιαφέρον, τελικά, μυθιστόρημα, σκιαγραφεί με όλες τις αντιφάσεις του, η συγγραφέας και βιογράφος. Αρχίζοντας κιόλας αντιφατικά από τα… αντιφατικά: πώς δυο ηλικιωμένες εβραίες λεσβίες είχαν γλιτώσει από τους ναζί; Πώς έφτασαν να γίνουν αχώριστες μια από τις κυριότερες εκπροσώπους του μοντερνισμού, η Γερτρούδη Στάιν, με την Άλις Μπ. Τόκλας την οποία αρχικά περιφρονούσε; Ποια από τις δύο εξουσίαζε τη σχέση τους και πώς η «λεπτή, άσχημη, σφιγμένη, ξινισμένη» Άλις Μπ. Τόκλας, καθυπόταξε την Γερτρούδη Στράιν «που η γοητεία της ήταν τόσο έκδηλη όσο και το πάχος της»;
Δεδομένου του ότι «η αστάθεια της ανθρώπινης γνώσης είναι μια από τις ελάχιστες βεβαιότητες», έτσι πορεύεται στο βιβλίο της η Τζάνετ Μάλκομ, σαν την Γερτρούδη Στάιν στη λογοτεχνία, καταρρίπτοντας διαρκώς εκείνες τις βεβαιότητες.
Προχωρώντας ταυτοχρόνως διττά. Βαδίζοντας με την ίδια αντιφατικότητα, στη ζωή και στο έργο της. Επιτρέποντας στο ίδιο το έργο να αποκαλύψει πτυχές της προσωπικής και συντροφικής ζωής της. Έτσι σε πρώτο πλάνο θέτει το «Βιβλίο μαγειρικής» της Άλις Μπ. Τόκλας, διαπιστώνοντας ότι «αναπαύεται κι αυτό σ’ ένα λουτρό αναμνήσεων για τη ζωή της Τόκλας με την Γερτρούδη Στάιν. Δεν είναι απλώς ένα βιβλίο μαγειρικής και απομνημονευμάτων». Ανιχνεύοντας σ’ αυτό ομοιότητες και επιρροές από τον λογοτεχνικό άθλο της Στάιν, την «Αυτοβιογραφία της Άλις Μπ. Τόκλας» που εκδόθηκε το 1933, η Μάλκομ διαπιστώνοντας, αναρωτιέται: «Η ομοιότητα στο ύφος των δύο βιβλίων εντείνει ακόμα περισσότερο το μυστήριο: ποια από τις δυο γυναίκες επηρέασε την άλλη; Άραγε, η Στάιν μιμούνταν την Τόκλας όταν έγραφε με τη φωνή και, εν συνεχεία, η Τόκλας μιμήθηκε την επινόηση της Στάιν όταν έγραφε το Βιβλίο μαγειρικής; Είναι αδύνατον να το καταλάβουμε» και άλλωστε δεν είναι και αυτό η πρόθεσή της.
Επιδιώκοντας να παραθέσει όλες εκείνες τις αινιγματικές αντιφάσεις στη ζωή και στη γραφή της Στάιν, αναφέρεται στο ότι απαρνήθηκαν μιαν ασφαλή αμερικανική ζωή για να ζήσουν επισφαλώς τον ναζισμό στη δύση, με τον ίδιο τρόπο που η Στάιν απαρνήθηκε μια βατή, κερδοφόρα γραφή, για να επινοήσει μια γλώσσα που ακόμα οι μελετητές δεν έχουν βρει τους κωδικούς και τα κλειδιά της.
Χρησιμοποιώντας τον συνειρμικό, αποσπασματικό, κατακερματισμένο και υπαινικτικό λογοτεχνικό τρόπο της Στάιν, χτίζει με τα δικά της συγγραφικά υλικά την βιογραφία της από κοινού ζωής τους. Περνοδιαβαίνοντας από την πραγματικότητα στην τέχνη, από την καθημερινότητα στην γλωσσική υπέρβαση, από την καθαρότητα της σχέσης στην ασάφεια που, έτσι ή αλλιώς, υπάρχει ακόμα και στην πλέον καθαρή σχέση.
«Η Στάιν έγραψε την «Αυτοβιογραφία της Άλις Μπ. Τόκλας» το φθινόπωρο του 1922 σ’ ένα παροξυσμό πόθου για την φήμη και τα χρήματα που έως τότε δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει», μας γνωστοποιεί για το ότι στα πενήντα οχτώ της αποφάσισε «να εκπορνευτεί και να γράψει σε κανονικά αγγλικά ένα βιβλίο που θα γινόταν μπεστ- σέλλερ». Επιλέγοντας την φωνή της συντρόφου της, η Στάιν επιτρέπει στον εαυτό της μια καθαρή αφήγηση, γραμμική και κατανοητή, κάτι που δεν της ταίριαζε καθόλου. Αντιθέτως στο αριστούργημά της (που ουδείς… τέλειωσε, λέμε τώρα) «Η Δημιουργία των Αμερικανών» η Γετρούδη Στάιν αφηγείται με την δική της αινιγματική, κλειδωμένη φωνή: «Η Δημιουργία των Αμερικανών- επισημαίνει η Μάλκομ- ήταν ένα έργο που προφανώς η Στάιν έπρεπε να βγάλει από μέσα της, να το ξεφορτωθεί- σχεδόν σαν άνθρωπος που νιώθει ότι θέλει να κάνει εμετό- προτού μπορέσει να γίνει η Γερτρούδη Στάιν όπως την ξέρουμε. Έπρεπε να υπάρξει ένα μεγάλο ξέσπασμα θλίψης και οργής και λύπης και αμφιβολίας προτού μπορέσουν να εμφανιστούν οι βεβαιότητες και το κέφι της ώριμης συγγραφέας».
Βεβαιότητες που ενδεχομένως και να χρωστά στην Άλις Μπ. Τόκλας.
Στην Τόκλας άρεσε η «Δημιουργία των Αμερικανών» και φαίνεται να είναι η μόνη που κατάλαβε το βιβλίο στην εποχή εκείνη. Αναφερόμενη στο ότι η Τόκλας δακτυλογραφούσε τα χειρόγραφα της Στάιν, γράφει: «Η μεταμόρφωση βρόμικων χαρτιών σε καθαρές δακτυλογραφημένες σελίδες ήταν σίγουρα ένα καθοριστικό γεγονός στη ζωή του βιβλίου, που ίσως διαφορετικά να χανόταν, εξαιτίας της ανησυχίας της Στάιν για το εξαιρετικά σύνθετο έργο που είχε ξεκινήσει και που κόντευε να την τρελάνει. Η πίστη της Τόκλας στη μεγαλοφυία της Στάιν, που εκδηλωνόταν με την ολοένα και μεγαλύτερη στοίβα δακτυλογραφημένων σελίδων, ενθάρρυνε τη Στάιν στη βασανιστική της προσπάθεια. «Έπειτα κάποιος σου λέει ναι σ’ αυτό, σε κάτι που σ’ αρέσει, ή που κάνεις ή που φτιάχνεις κι έπειτα ποτέ πια δεν μπορείς να έχεις απόλυτα ένα τέτοιο αίσθημα ότι φοβάσαι και ντρέπεσαι που είχες όταν έγραφες ή σου άρεσε το πράγμα και κανένας δεν είχε πει ναι για το πράγμα», πανηγυρίζει η Στάιν σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
«Κάποιος λέει ναι σ’ αυτό» και η Τόκλας έλεγε «ναι σ’ αυτό» κι έτσι γεννήθηκε κι ανέπνευσε η μεγαλοφυία της Στάιν.
Μια βιογραφία που αποτελεί ταυτοχρόνως και εργογραφία και κριτικογραφία, εφόσον «ακόμα και τα πιο ερμητικά γραπτά της (της Στάιν) είναι στο βάθος αυτοβιογραφικά έργα». Σε ένα κείμενο που εντέλει θυμίζει τα γραπτά της. Διότι ανατέμνοντας την «Δημιουργία των Αμερικανών», «ένα αριστούργημα μεγαλειώδους ακαταστασίας», η Μάλκομ είναι και διορατική και αποκαλυπτική και απολαυστική.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Ανάμεσα σε άλλα βιβλία, η Τζάνετ Μάλκομ έχει γράψει και τα εξής:
«Η δημοσιογράφος και ο δολοφόνος»,
«Η σιωπηλή γυναίκα: Σίλβια Πλαθ και Τέντ Χιουζ» και
«Διαβάζοντας τον Τσέχοφ».
Αρθρογραφεί στο New York Review of Books και
ζει στη Νέα Υόρκη.