8/5/09

Τον άρτον ημών, τον επιούσιον...

Χαίρε, παραμύθι μου (για να μη ξεχαστεί και ο... Γιεσένιν!)

Του Μάκη,
που ζήσαμε μια ζωή και κάθε χρόνο γιορτάζουμε μαζί τον ίδιο μήνα. Με... έντεκα μέρες διαφορά, γεννημένοι κι οι δυο τον ίδιο χρόνο. (10 του Μάη αυτός, 21 το ούφο, η αφεντιά μου!)

Μπουκίτσες που αγαπήσαμε, σαν τα υπέροχα φαγάκια που μου μαγειρεύεις! Μαγιακόφσκι (κλασικά εικονογραφημένα) και “Η ηδονή της αφής” Μπρούνο Μοντιμπέλι. Αντί για... φοντανάκια! (Να μαγειρεύω δεν μ' άφηνες, μου έμειναν – θέλοντας και μη – οι λέξεις).

«Την ψυχή μου πάνω από την άβυσσο την τέντωσα σαν σκοινί.
Σαν ακροβάτης πέρασα ταχυδακτυλουργώντας με τις λέξεις».

“Τρέμω μην ξεχάσω τ’ όνομά σου
σαν τον ποιητή που τρέμει
μπας και χάσει τη λέξη
που μόλις ανακάλυψε
μια λέξη που η δόξα της συναγωνίζεται τη δόξα
του Θεού!”

“Από τα χείλια μου
παραμορφωμένο - σαν πόρτα που την έγλυψε φωτιά-
ορμάει έξω ένα μικρούλικο φιλί- το τελευταίο μου”...

”Οχι; Δε θέλεις;
Χα!
Αυτό σημαίνει ότι θα περιμαζέψω για μια φορά ακόμα
την καρδιά μου
και θα την κουβαλήσω δακρυχέουσα, μόνος και πάλι,
σαν το σκυλί
που σέρνει το πατημένο απ’ το τρένο
πόδι του”.

“Κάποιος ποιητής τραγουδάει σονάτες στην Τιάνα
τώρα που εγώ
όλος ανθρωπιά,
όλος σάρκα
φτάνω να ζητιανεύω το κορμί σου
σαν Χριστιανός το μάνα:
«Κύριε, δος ημίν
σήμερον,
τον άρτον ημών τον επιούσιον!”

“Άρχισα να την αγγίζω...
Αυτό το σώμα το απαλλαγμένο από κάθε προσποίηση, αυτό το παρθένο, γεμάτο ζωντάνια σώμα, ήταν από μόνο του ένα συμπόσιο. Ακόμα και μπροστά στα πιο εκλεκτά φαγητά, δεν θα ένιωθες καμιά πείνα. Ήταν το σμάλτο του σταφυλιού, το βελούδο του δαμάσκηνου, το ζαχαρωτό του μελιού, η απαλότητα και το τραγανό της αμυγδαλόπαστας, η σφριγηλότητα της ελιάς και η σάρκα του ψωμιού της σίκαλης, ο χυμός των ψητών κρεάτων και η καρδιά των σύκων, το χρυσαφί της τούρτας και το κεχριμπαρένιο του παλιού κρασιού- ήταν το μάνα εξ ουρανού φερμένο απ’ τον Υψιστο στους ανθρώπους σαν ένα είδος πρόγευσης της Εδέμ”.

“Το δέρμα που είχε ψηθεί στον ήλιο σκόρπιζε τώρα γύρω του τα χρώματα και τ’ αρώματά του. Μύριζα κανέλα, πιπέρι και ζιγγίβερι’ γευόμουν με τα μάτια την καφετιά κρέμα με την οποία φαινόταν να έχει αλειφτεί ολόκληρη, τις κιτρινωπές σαν από χρυσόξυλο αποχρώσεις της επιδερμίδας, τις βιολετιές της ανταύγειες, και τους μικρούς της λοφίσκους από μαύρη άμμο όπου σπινθηροβολούσε ένα φίνο μωσαικό από μικροσκοπικούς κρυστάλλους. Αυτό το δέρμα απέπνεε θερμότητα’ κι όμως ήταν γεμάτο δροσιά και τα δάχτυλά μου γλιστρούσαν απρόσκοπτα πάνω στη γυαλιστερή του επιφάνεια. Εργάζονταν με επιδεξιότητα και ευφροσύνη, διαπερνούσαν, χώνονταν μέσα στη σάρκα, ζέσταιναν τα βαθιά νερά- και δέχονταν την απάντηση. Η γυναίκα μάλιστα πήγαινε μπροστά απ’ αυτά, ανασηκώνοντας το σώμα της, τεντώνοντάς το, αργοκουνώντας το κυματιστά για να επισπεύσει την έφοδο της ηδονής.
Γιατί μου χρειάστηκε ο Έζρα για να καταλάβω ότι «αγγίζω» σημαίνει επίσης και «αγγίζομαι»; Ότι δεν υπάρχει άλλη αίσθηση ικανή να δώσει όσο και να πάρει; Ότι δεν υπάρχει ένωση πιο βαθιά από την ένωση της σάρκας των σωμάτων;
Ευλογημένος που μου άνοιξε τα μάτια”...

«Ιδού εγώ/ με τα καρφιά των λέξεων/ σταυρωμένος στο χαρτί».

Αυτά, και
Χρόνια σου Πολλά, ναι?
Αχ! τί ωραία που μεγαλώνουμε και γεμίζουμε τα χρόνια, τη ζωή μας και τον Χρόνο!