26/11/08

Ύστερα γίναμε ξαφνικά δύο/ φιληθήκαμε./ Κι άρχισε να σκοτώνει ο ένας τον άλλον

"ΕΡΩΤΑΣ: Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά κοντά/ για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε".
Αυτό το επιτύμβιο, εγώ το χρειάστηκα.

Για χρόνια πολλά, ο Τάσος Λειβαδίτης με πονούσε. Όπως το ίδιο με πονούσε η μουσική, η ομορφιά, ό,τι αγάπησα και έχασα, ο πιο βαθύς και γνήσιος εαυτός μου.
Τον είχα δίπλα μου στο κρεβάτι, ανάμεσα σε εκείνα τα βιβλία «για να τα αισθάνομαι», ασπίδα περισσότερο, έτσι να απλώσω το χέρι μου, που να μπορώ να τα αγγίζω. Αλλά μέχρις εκεί.
Γαζούλα δεν ήθελα.

Όταν συνειδητοποίησα πως πέρασαν κιόλας είκοσι χρόνια, άρχισα πρώτα να μετρώ χρόνο και απώλεια. Μέχρι που άρχισαν να καταφθάνουν κατά κύματα, αναμνήσεις, ποιήματα, συγκυρίες, να ξαναγίνεται το Κάποτε Τώρα, το Τίποτε, Πάντα. Να επιστρέφουν και οι δικοί μου νεκροί, πιο ζωντανοί από τους οικείους ξένους.

«Κι όταν πεθάνω θα ‘θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα ημερολογίου για να πάρω και τον χρόνο μαζί μου».

Αμέσως με παρηγόρησε. Είχε τον τρόπο. Πάντα. Ακόμα και στα δυσκολότερα αδιέξοδα:

«Στην αρχή ήταν το χάος. Μετά γεννήθηκα εγώ, μονάχος, σ' έναν κόσμο ραγισμένο/ μ' έναν κουρελιασμένο θεό που γύριζε από πόρτα σε πόρτα/ ζητιανεύοντας την ύπαρξή του/ Υστερα γίναμε ξαφνικά δύο/ φιληθήκαμε./ Κι άρχισε να σκοτώνει ο ένας τον άλλον".

Ε κι όσα ακολούθησαν ήτανε για να γίνουν, δεν πρόλαβα ούτε να το σκεφτώ ούτε να το αποφασίσω.

Παρά τις αντιρρήσεις μου! Γιατί με τους κυρίους εδώ χρειαζόταν μεγάλη βουτιά στα εντός μου, και μάλιστα δίχως καν ένα δίχτυ ασφαλείας!

Όταν μου τηλεφώνησε ο κύριος Νιάρχος, κέρωσα. Πού πας – σκέφτηκα- ξυπόλυτη στ’ αγκάθια! Τα πάντα, επέστρεφαν με μιας!
Η ποίησή του και η γειτονιά, η εποχή και οι νεκροί, η ελπίδα και η ομορφιά που ήθελα να λησμονήσω. Η αγοραφοβία μου να σταθώ στο πλευρό ανθρώπων που θαυμάζω. Εκτιμώ αφάνταστα τη δουλειά και του κυρίου Κουβαρά και του κυρίου Νιάρχου και του κυρίου Μπουκάλα. Έχω διαβάσει ποίησή τους και ντράπηκα που έγραψα (αλλά κάποιες φορές, ξέρετε, δεν γίνεται αλλιώς να κάνεις). Έχω διαβάσει κριτικές τους και το μόνο που είχα να αντιτάξω ήταν η άσβεστη δίψα μου ανάγνωσης. Το παράτολμο του εγχειρήματος ήταν εν τέλει που με έκανε να τολμήσω.
Και η εκτίμησή μου προς το πρόσωπο του Γιάννη Κουβαρά.
Ο δικός μου Τάσος Λειβαδίτης που ξαναγύρισε και η σκέψη μου, «ας πονέσω αν είναι, τελικά, να ξαναζωντανέψω».
Κι ένα περίεργο χρέος, να πω τα ελάχιστα για ένα τεράστιο ποιητή που σημάδεψε την εφηβεία μου.
Και επειδή με ό,τι έχουμε διαβάζουμε, με ό,τι είμαστε, όλα με χάραζαν σα μαχαιράκι απ’ την αρχή και πάλι.
Με πρώτο, εκείνο το τοξικά μαγικό παράθυρο: «Αμφίστομο παράθυρο, φεγγίτης, οξυγόνωσης, παραμυθίας, πρεβάζι ρέμβης, έξοδος κινδύνου, αλλά και κερκόπορτα θανάτου» όπως αναφέρει ο ποιητής Γιάννης Κουβαράς στην «Ανθισμένη ματαιότητα του κόσμου» προς μνήμην και τιμή του.
«Μ’ ένα κομμάτι κιμωλίας που βρήκα ζωγράφιζα αστόχαστα ένα παράθυρο πάνω στον τοίχο. Από αυτό το παράθυρο ήρθε ο πυροβολισμός».
Ένα παράθυρο, όλα τα παιδικά μου χρόνια. Ο κόσμος, άνθος, σφαίρα, υπόσχεση, ο Άλλος κι ο Θεός.
«Παράθυρο φίλτρο στεναγμών και ήχων, καθρέφτης που συμπυκνώνει όλο τον κόσμο, φάρος και φάος», έτσι δεν είναι κύριε Κουβαρά;

Κι αργότερα, παράθυρο επώδυνο, ανοιχτό στο αμετάκλητο, σφαλιστό στο «επιθυμώ» και «καίγομαι» και «θέλω»: «Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου/ ξέροντας πως μέσα ένας άλλος βυθίζεται μες στη μεγάλη σου άνοιξη- εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες/ σ’ αγαπώ./ Άσε με στη γωνιά, δεν πειράζει, ας χιονίζει/ αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρό σου/ πάνω στο χιόνι/ εμένα είναι ο κόσμος μου».

Κι ύστερα, ήρθαν κι όλα τ’ άλλα:
Η μοναξιά: «από το κατώφλι τους κλαίνε απαρηγόρητα τα παραμύθια» κι «οι τηλεφωνικοί θάλαμοι- που- μου θυμίζουν πόσο μόνος είμαι στον κόσμο».
Ο γάμος: «ξάγρυπνοι, όπως η γυναίκα στη μοναξιά του γάμου».
Η απόγνωση και η απουσία: «απελπισμένες γυναίκες που δόθηκαν μονάχα για να ξεφύγουν τη μοναξιά/ κι άλλες για να ξεχάσουν εκείνον, ή από εκδίκηση».

Τον συναντούσα συχνά, για τρία χρόνια μέναμε εξάλλου στην ίδια γειτονιά, την ώρα που βάδιζε βαθύς, μοναχικός και τόσο δοτικός, όλος φως μαζί και πληγή και σκότος, όλοι οι νεκροί κι οι ζωντανοί μαζί, τον κοιτούσα, με κοιτούσε αλλοφρονούσα έτσι με τις παντούλφες δανεικές να τρέχω πριν να πάω στη σχολή, από τον μανάβη στον μπακάλη.

Γύριζα πίσω και τον διάβαζα:
«Και κάθε τόσο ανοίγω το ερμάρι και βεβαιώνομαι
πως το παιδικό μου χέρι είναι ακόμα εκεί.
Και κάποτε θα μου χτυπήσει το τζάμι».
«Κι είδα τα μεγάλα παράθυρα σαν βιβλία της ερημιάς που μέσα τους διάβασα το ποτέ και το τίποτα! Κι έπρεπε εγώ από αυτό το ποτέ και το τίποτα να φτιάξω μια ποίηση για πάντα».

Κι όταν τον έβλεπα, και πάλι σιωπή, ούτε κουβέντα.

Κι ύστερα ήταν κι αυτός ο μεσσιανισμός που μου πήγε, η Ντοστογιεφσκική ενοχή, η εσωτερική ανάγκη «να σώσω τον κόσμο», ο δρόμος για την ζωή ή για τον Θεό που εν τέλει περνά μέσα απ’ τους άλλους.
Η προδομένη επανάσταση και η διαρκής: «Αιώνας πολλαπλότητας/ και τίποτα δε χάνεται, μα όλα είναι για πάντα μέσα και οι νεκροί και οι σημαίες κι οι όρκοι και τα χρόνια που φύγανε και τα χρόνια που έρχονται… και είσαι ξέχειλος από ανθρώπινα πεπρωμένα».

Για κείνο το «και τίποτα δε χάνεται» εγώ άντεχα.
Ε κι ύστερα ήταν κι αυτή η ελπίδα η άσβεστη,
αφού, όπως επισημαίνει και ο Γιάννης Κουβαράς
«ο πραγματικός θάνατος για τον Λειβαδίτη δεν ταυτίζεται με το βιολογικό τέλος, αλλά με το τέλος της συλλογικότητας» αλλ’ όμως όλο αυτό είναι τανγκό που πάντοτε ζητάει δυο:
«Κι όταν δεν πεθαίνουμε ο ένας για τον άλλον, είμαστε ήδη νεκροί».
«Οι παλιοί σύντροφοι δεν πέθαναν, αλλά κατοικούν τώρα στο βάθος του δρόμου- όποιον κι αν πάρεις θα τους συναντήσεις».

Κι έτσι τον συναντούσα. Ωσεί παρόντα. Σε όποιον δρόμο:
Στο κονιάκ- κώνειο.
Στον παρείσακτο εαυτό, Άλλο. Ίσως γι’ αυτό να αγάπησα τόσο τον Μπόρχες: «και κάποτε θα σταθείς μπροστά στον καθρέφτη,/ απορώντας ποιος απ’ τους δυο ήταν ο παρείσακτος/ ή μήπως κάποιος τρίτος σας πρόδωσε και τους δυο».
Στις καρέκλες: «Κάθε φορά που μου πρόσφεραν μια καρέκλα, έπεφτα στην παγίδα./ Έτσι στέκομαι χρόνια τώρα, όρθιος, σαν ν’ ακούω τη Διεθνή»,
Και, φυσικά, στα διεθνιστικά ιδεώδη: «Θα χιονίζει στη Σιβηρία, σκέφτομαι, αλλά θα μου πείτε τι μ’ ένοιαζε- λάθος, γιατί εγώ είμαι διεθνιστής και κρυώνω».

Στον έρωτα, εφάμιλλος: «όλα μπορούσαν να γίνουν στον κόσμο αγάπη μου τότε που μου χαμογελούσες».
Στους ηττημένους- νικητές: «κι όταν πεθάνεις/ κανείς δεν ξέρει από πόσους καθημερινούς θανάτους/ σε προφυλάσσει/ αυτό το μικρό χωματένιο ύψωμα».
Στον μυστικισμό του καθημερινού και του ελάχιστου: «Η μητέρα μου, από τις καλές πλύστρες του καιρού της, έπασχε από αρθριτικά/ κι ήταν δύσκολο να κατέβει. Έπρεπε, λοιπόν, εγώ κάθε νύχτα ν’ ανεβαίνω στον ουρανό».
Στη γενναιότητα, τελικά, να χτίζεις στην άμμο σα να ‘ναι στην πέτρα: «Κι όταν πεθάνουμε, το χώμα που θα μας σκεπάσει, δε θα ‘ναι για μας το σκληρό χώμα των νεκρών/ μα η απαλή τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της».
Εξάλλου «τι να την κάνω την πραγματικότητα, εγώ έχω τ’ όνειρο».
Στην ήττα, άλλωστε, φαίνεται όλο μας το μεγαλείο. Η νίκη, μια μουτζαλιά στη γη, με ένα στεφάνι από στάχτη για τον καθένα.
Κι η ποίηση «ωσεί Θεός» δηλαδή ο Θεός: «Δεν φοβάμαι παρά μόνο το Θεό- εκτός/ κι αν τον υπηρετώ. Και την Ποίηση-/ ακόμα κι όταν την υπηρετώ». «Η ποίηση ένα παιχνίδι που τα χάνεις όλα/ για να κερδίσεις ίσως ένα άπιαστο αστέρι… και μόνο η ποίηση δεν είναι το ταξίδι/ αλλά ο πικρός γυρισμός… Ποιητές/ φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες των πουλιών/ την ώρα που πέφτουν χτυπημένα».
Οι άγιοί του σαλοί, οι φτωχοδιάβολοι, οι πόρνες, οι περιθωριακοί, σε μια δική του πινακοθήκη αγίων: «Η είσοδος δεν επιτρεπόταν παρά μόνο σ’ εκείνους τους φτωχούς τρελούς που/ φαντάζονται ότι είναι πουλιά, σκάλες ή δέντρα- μαντεύοντας αόριστα ότι για / να μπουν στο μυστήριο πρέπει ν’ αφήσουν έξω τον εαυτό τους».
«Κι η τρέλα, σκέφτομαι, είναι ίσως το απλό συμπέρασμα / ότι μπορείς να τραγουδάς κι από τις δυο μεριές».
«Φωτίζονται τα χλωμά χέρια των παιδιών που θα πεθάνουν σε λίγο και τα/ όνειρα των τρελών που είναι ίσως αθάνατοι».

Ο κόσμος που υπάρχει μοναχά όταν τον μοιράζεσαι: «Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε/ μια θέση/ στη ζωή των άλλων/ Ή/ ένα θάνατο/ για τους άλλους».

Η επανάσταση που είναι έρωτας και ο έρωτας, επανάσταση, προσευχή, ξόρκι κι αντίδοτο στον θάνατο: «Μ’ αγκάλιαζες, μα εγώ, πάνω απ’ τον ώμο σου, κοίταζα το δρόμο. Κι όταν θέλαμε να μιλήσουμε, σωπαίναμε ξαφνικά. Αφουγκραζόμαστε απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο, μακριά, το βήμα των μελλοθανάτων… θα θυμάμαι τα μάτια σου φλογερά και μεγάλα/ Σα δυο νύχτες έρωτα μες στον εμφύλιο».

Κι η παρακαταθήκη, μεγάλη, αιώνια: «Γεγονότα και πρόσωπα της πιο ωραίας μου ζωής, της φανταστικής,/ που δεν έζησα ποτέ και θα την κληροδοτήσω ανέπαφη στους μεταγενέστερους».

Εξάλλου την Ποίηση και τον Θεό ή θα τα βλέπουμε παντού και θα τα πάρουμε μαζί μας ή δεν θα τα βρούμε πουθενά. Αλλά ο Τάσος Λειβαδίτης τόσο παιδικός, τόσο φλεγόμενος, τόσο μοναχικός, ολότελα ανοιχτός στο ενδεχόμενο, μπόρεσε και τα είδε.

Κι ο Γιάννης Κουβαράς τα είδε και τον είδε. Διότι με ό,τι έχουμε βλέπουμε, ό,τι έχουμε αντιλαμβανόμαστε, έξω υπάρχει αυτό που ήδη υπάρχει εντός μας.
Κι ο Γιάννης Κουβαράς τον είδε κι ηρωικό και ταπεινό, ερωτικό και νικητή, ηττημένο και ντοστογιεφσκικό, ρομαντικό και ουμανιστή, μαγιακοφσκικό και απελπισμένο, μοναχικό και υπερβατικό, διχασμένο και αιώνιο. Μυστικιστής κι ο ίδιος, εσαεί «δωρητής», βαδίζοντας στα ίχνη του, ερωτικός κι επαναστάτης, στη «Οδό ανθρώπου».

Ήρθα, κυριολεκτικά, ξυπόλητη στ’ αγκάθια.
Μου χαρίσατε μιαν «ανθισμένη ματαιότητα». Επαναφέροντάς με στη σπλαχνική «οδό Λειβαδίτη». Στην περασμένη μου φλογισμένη κι επώδυνη όντως ζωή.

Γι’ αυτό πολύ σας ευχαριστώ, για έναν λόγο ιδιαίτερο τον καθένα, και τους τρεις σας. Ευγνωμονώντας αιώνια, Εκείνον.

ΥΓ. Για την «Ανθισμένη Ματαιότητα του Κόσμου» του Γιάννη Κουβαρά, δοκίμια για τον Τάσο Λειβαδίτη.