6/11/08

Αγάπα με για να μπορέσω να μ’ αγαπήσω

«Ίσως το νόημα της ζωής για μια γυναίκα να συνίσταται μονάχα στο να ανακαλυφθεί κατ’ αυτό τον τρόπο, ιδωμένη έτσι ώστε να νιώθει να ακτινοβολεί από φως».

«ΆΒΥΣΣΟΣ» της Κάρμεν Λαφορέτ, Πρόλογος: Μάριο Βάργκας Γιόσα, Μετάφραση: Χριστίνα Θεοδωροπούλου, Εκδ. «Πατάκη», σελ. 338, τιμή: 18 ευρώ.

«Μου φαινόταν πως ήταν ανώφελο να τρέχουμε, όταν διαρκώς περνάμε απ’ τον ίδιο κλειστό δρόμο της προσωπικότητάς μας. Ορισμένοι γεννιούνται για να ζουν, άλλοι για να δουλεύουν, άλλοι για να κοιτάζουν τη ζωή. Εγώ είχα ένα μικρό και ποταπό ρόλο θεατή. Αδύνατον ν’ απαλλαγώ. Μια τρομερή κατάθλιψη ήταν για μένα το μοναδικό αληθινό πράγμα εκείνες τις στιγμές».
Με μότο το ποίημα του Ισπανού ποιητή και νομπελίστα Χουάν Ραμόν Χιμένεθ «Τίποτε», εξάλλου «Νάδα», δηλαδή «Τίποτε» στα ισπανικά υπήρξε και ο τίτλος του, μια εικοσάχρονη κοπελίτσα με ταλέντο απίστευτο, ανακαλύπτει το παν!
Ήταν η πρώτη νύχτα που ταξίδευε μόνη, μα δεν ήταν τρομαγμένη. Εν αντιθέσει εύρισκε «μια συναρπαστική περιπέτεια εκείνη την ολοκληρωτική ελευθερία μες στο σκοτάδι». Η Αντρέα ήταν εξάλλου μόνο δεκαοχτώ χρονών. Ερχόταν στην Βαρκελώνη από επαρχία για να σπουδάσει φιλολογία, άφηνε πίσω της – ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε, εμφύλιο, ασθένεια και θάνατο της μητέρας- και έφτανε στη γιαγιά της και σε «πλούσιους» συγγενείς: για να γνωρίσει τη γνώση, τη μεγάλη πόλη και την ελευθερία. Αλλά την περίμενε η κόλαση με τη μορφή της απόλυτης μιζέρας και κακομοιριάς. Οι άλλοτε πλούσιοι συγγενείς βίωναν πια – στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον- την τέλεια παρακμή: οι μισότρελοι, έγκλειστοι της οδού Αριμπάου, πουλούσαν έπιπλα και έτρωγαν ο ένας τις σάρκες του άλλου για να συντηρηθούν. Ο θείος Χουάν με την ερωτευμένη με τον αδελφό του Ρομάν, σύζυγο Γκλόρια και το ταλαίπωρό τους μωρό, καυγάδιζαν έως τελικής πτώσης. Η θεία Αγκούστας, αυταρχική, πανταχού παρούσα ως το άγρυπνο μάτι Θεού. Η σχεδόν τυφλή και πάντοτε άγρυπνη γιαγιά που απορροφούσε ηρωικά και στωικά όλους τους κραδασμούς. Και ο αινιγματικός θείος Ραμόν, μουσικός χαρισματικός απ’ ότι θα μάθει μετά, ένα τεράστιο ταλέντο που κάηκε, χαρτοπαίκτης, μέθυσος πια, αλλά ακόμα επικίνδυνα σαγηνευτικός.
Και μέσα σ’ όλα αυτά, το λαβυρινθώδες άλλοτε πλούσιο σπίτι, ως ζωντανός οργανισμός να σαπίζει και να καταρρέει, να στάζει παντού υγρασία, μούχλα, σκουριά.
Μοναδική αχτίδα φωτός, η χειραφετημένη πλούσια φίλη της Ένα που η Αντρέα ζηλεύει αλλά και θαυμάζει. Οι βόλτες με το αμάξι του φίλου της, οι γλυκές στο σπίτι της οικογενειακές στιγμές. Αλλά σύντομα, ως άλλος πύργος από τραπουλόχαρτα, θα κινδυνέψουν να σωριαστούν κι αυτές οι ελάχιστες ευτυχισμένες μέρες. Όταν η Ένα θα διαλύσει τα πάντα, ερωτευμένη με τον θείο Ραμόν: την φιλία τους, τις κυριακάτικες βόλτες τους, την οικογενειακή της γαλήνη.
Βυθισμένη στο παρακμιακό οικογενειακό σκότος, κι ενώ η ηρωίδα αισθάνεται ότι βουλιάζει, το παρελθόν θα παρέμβει καταλυτικό, σαρωτικό, καθοριστικό: Η θεία Αγκούστιας θα εγκαταλείψει το σπίτι και την επιτήρηση, το ζεύγος Χουάν- Γκλόρια θα αγγίξει τα άκρα, ο θείος Ρομάν σαν άμμος κινούμενη θα κοντέψει να απορροφήσει τα πάντα προτού σκοτωθεί. Η μαμά της Ένα, ήταν ο καταλύτης, η μόνη κάτοχος για την ώρα ενός φοβερού μυστικού. Και ο έρωτας, μέσα σε όλα αυτά, με τον παραμορφωτικό του φακό:
«Ίσως το νόημα της ζωής για μια γυναίκα να συνίσταται μονάχα στο να ανακαλυφθεί κατ’ αυτό τον τρόπο, ιδωμένη έτσι ώστε να νιώθει να ακτινοβολεί από φως». Συνήθως έτσι δεν γίνεται; «Αγάπα με για ν’ αγαπήσω εαυτόν»;
Χαρακτήρες με βάθος, διλήμματα κι αντιφάσεις που ζωντανεύουν μέσα από τις σελίδες με σάρκα και οστά.
Ατμόσφαιρα που μυρίζει μούχλα, ομίχλη και υγρασία. Συναισθήματα σχεδόν διαβρωτικά. Η εικοσάχρονη Κάρμεν Λαφορέ σκιαγραφεί με απίστευτη κρυστάλλινη καθαρότητα κι οξυδέρκεια μια εποχή, μια πόλη, μια οικογένεια, μια ιστορία, τη νεανική ψυχή. Που ονειρεύεται, αγωνίζεται, λαχταρά να ερωτευτεί και μπορεί ανά πάσα στιγμή να παγιδευτεί και να κατακερματιστεί.
Η φυγή προς την ελευθερία θα χαρίσει λύτρωση και στην ηρωίδα και στην ιστορία. Ο Μάριο Βάργκας Γιόσα, παραλληλίζοντάς την με τα «Ανεμοδραμένα ύψη» θα γράψει διθυράμβους στον πρόλογό του για την αδιέξοδη «Άββυσο» αυτή. Μιλώντας για «εξονυχιστική ψυχική αυτοψία», «αξιοθαύμαστη μαεστρία», χαρακτηρίζοντας το νεανικό αυτό μυθιστόρημα «όμορφο μα και φοβερό» που «μετά από τόσα χρόνια» (το 1944 γράφτηκε) «παραμένει ζωντανό». Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι και ο Αρθούρος Ρεμπώ μόλις στα 17 του χρόνια έγραψε το «Μεθυσμένο του καράβι». Όσο για την Κάρμεν Λαφορέ, μετά την «Άβυσσο» δεν μπόρεσε να γράψει τίποτε εφάμιλλο, ομοίως «φοβερό», τόσο σημαντικό.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Κάρμεν Λαφορέτ γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1921 και πέθανε στη Μαδρίτη το 2004.
Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στα Κανάρια νησιά, καθώς ο πατέρας της εργαζόταν ως αρχιτέκτονας αλλά και καθηγητής στο Escuela Industrial του Λας Πάλμας.
Το 1939 επιστρέφει στη Βαρκελώνη, όπου σπουδάζει για τρία χρόνια στη Φιλοσοφική Σχολή.
Στη συνέχεια μετακομίζει στη Μαδρίτη, όπου παντρεύεται και εγκαθίσταται μόνιμα.
Η έκδοση του «Νάδα» στα 1944 αναδεικνύει την Κάρμεν Λαφορέτ ως τη μεγάλη αποκάλυψη της μεταπολεμικής ισπανικής λογοτεχνίας και, στη συνέχει, ως εμβληματική μορφή για τις επόμενες γενιές.
Το «Νάδα» απέσπασε επίσης το Βραβείο Nadal.
Το 1955 η Λαφορέτ πήρε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Ισπανίας για το μυθιστόρημά της «La mujer nueva».
Το 2004, τη χρονιά του θανάτου της, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της «Al doblar la esquina».

ΥΓ. Εξαιρετική η αναφορά του Librofilo (κλασικά… εικονογραφημένα) με τον τίτλο «Ανεμοδαρμένα ύψη αλλά ισπανικά» (ήτο η αιτία που με έκανε να το αναζητήσω). Μου το θύμισε ο… Χίθκλιφ ξανά, και ιδού και η δική μου αμήχανη απόπειρα. Ε ναι, τα… «Ανεμοδαρμένα ύψη» δι’ εμέ, λειτουργούν ως… κλειδί. Να μην ακούσω ανεμοδαρμένο, μέσα!