ΑΠΗΓΟΡΕΥΜΕΝΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Δε νομίζω να φωτογραφηθήκαμε ποτέ μαζί
Μόνο τώρα θυμάμαι
Μια μέρα βγαίνοντας από το σινεμά
είδαμε το σχήμα μας στον καθρέφτη
ενός εμπορικού καταστήματος- πουλούσε έπιπλα φορμάικας
τραπέζια, φτηνά κάδρα νομίζω, και σύ κούμπωσες βιαστικά
το πουκάμισο γύρω στο λαιμό σου σα να πήγες σε χαμάμ
οδός Ζήνωνος, οδός Επίκουρου, και αγαπήθηκες με πάθος
στο χαμάμ και βγαίνοντας στο δρόμο το απόγευμα από το χαμάμ
πρόσεχες τα βήματα, τα βλέμματα, τις αιωρήσεις των χεριών σου.
Έπρεπε να το ‘χαμε σκεφτεί
πριν μπει ο χειμώνας μια κυριακάτικη φωτογραφία μαζί,
όπως σ’ εκείνες τις εκδρομές με το μηχανάκι
στο Μαραθώνα, στα Βίλια, στη Λούτσα
να χορεύεις με δίσκους στα τζουκ μπόξ μάμπο το Τεκίλα
ή άλλοτε ζειμπέκικο και μελαγχολία σάμπας και να μεθάς.
Έπρεπε να το ‘χαμε σκεφτεί
πριν μπει ο χειμώνας μια κυριακάτικη φωτογραφία μαζί,
μετά θα μπορούσες να φύγεις για το Νείλο ή τ’ Αλγέρι
με τους ποδηλατιστές του ήλιου.
Τώρα πια τ’ απογεύματα δεν έχω όνομα
Αν βγω στο δρόμο, έχω συμφωνήσει ν’ ακούω στα ονόματα
Αλέξανδρος, Αλέξιος, Αλέξης, Βασίλειος, Γεράσιμιος,
Γρηγόρης, Ραχήλ, Δημήτριος, Γιάννης, Λεωνίδας,
Νίκος, Μιχάλης, Μάρθα, Κωνσταντίνος, Μανώλης.
ΥΓ. Από «Τα ποιήματα 1973-2008» του Γιώργου Χρονά που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις Εκδόσεις «Οδός Πανός» τις δικές του και τα διάβασε εύθραυστος και ευάλωτος μέσα στο μαύρο του καλό ρούχο Σάββατο βράδυ στο Μπιλιέτο, συγκινημένος. Πάντοτε κλαίει όταν διαβάζει ποιήματά του. Κι αυτό το Σάββατο έκανε τα πάντα για να μη του συμβεί εμφανώς. Όμως εγώ δεν είχα καμία υποχρέωση και συγκινήθηκα πολύ. Ιδιαίτερα με τούτο το ποίημα. Αλλά και με την «Ωδή στον οξυγονοκολλητή από τη Βηρυτό», από τις «Λάμπες» του και από «Τα μαύρα τακούνια».
Από τ’ «Αδέσποτα» του τέλους, γεύση μικρή. Και πικρή. Θεική:
«Έτσι μας θέλουν οι Μούσες
μόνους με άστοχες κινήσεις
βλέψεις νεκρές
επιθυμίες, βροχές
ομίχλες που δεν μας καλύπτουν
Με καμπαρντίνες παλιές
παλτά που μυρίζουν ναφθαλίνη
Με περασμένες μουσικές» (Οι Μούσες)