2/5/08

Το ηφαίστειο κάτω από το παγόβουνο

ΕΡΣΗ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ

Για «να δαμάσει το κτήνος» γράφει και ξαναγράφει ο συγγραφέας, με πρώτιστο καθήκον «να μην κοροιδεύει τον εαυτό του».
Κι όσο για «το αόρατο», «γυμνός, χωρίς προκαταλήψεις και ανοιχτός», μονάχα το πλησιάζεις. Διότι ο καθένας μας είναι φυλακισμένος στον εαυτό του και το ξέρουμε. Κι ένα βιβλίο «σου δίνει την ευκαιρία να εξερευνήσεις αυτή τη φυλακή και να φωτίσεις την προσωπική σου γεωγραφία».
Επειδή «γράφοντας ξαναφτιάχνεις τον κόσμο. Δημιουργείς ομορφιά».
Μ’ αυτό το σκεπτικό κι αυτή τη συλλογιστική η Ερση Σωτηροπούλου έγραψε και το μυθιστόρημα «Δαμάζοντας το κτήνος». Μια ιστορία για έναν άνθρωπο της εποχής που διασχίζει δυο φορές την ημέρα την Αθήνα, κάνει την ιδεολογία του επάγγελμα, ερωτεύεται απεγνωσμένα γιατί φοβάται τον θάνατο, κλείνει μέσα στη φαντασία του μια τελετουργία ταυρομαχίας και κυνηγά να πιάσει το απόλυτο ποίημα: «Ένα ψυχρό ποίημα έτοιμο να εκραγεί, το ηφαίστειο κάτω από το παγόβουνο». Ακριβώς όπως το μυθιστόρημα της Ερσης Σωτηροπούλου.
«Δαμάζοντας το κτήνος». Τέσσερα χρόνια μετά το «Ζιγκ- Ζαγκ στις νερατζιές» που της χάρισε και το Α’ Κρατικό Βραβείο.

- Δεδομένου του γεγονότος ότι όλα έχουν ξαναειπωθεί στην τέχνη, πόσο σημαντικός είναι ο τρόπος, κυρία Σωτηροπούλου;

- Πολύ σημαντικός γιατί, σε τελευταία ανάλυση, είναι ο τρόπος, δηλαδή η μορφή που καθορίζει το περιεχόμενο. Ακόμα και μια απλή, καθημερινή σκηνή, η τυχαία συνάντηση δυο φίλων σε μια στάση λεωφορείου παραδείγματος χάρη, μπορεί να γίνει εντελώς διαφορετική ανάλογα με το βλέμμα του συγγραφέα. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να τη διηγηθείς και κάθε φορά το αποτέλεσμα, η γεύση που αφήνει στον αναγνώστη θα είναι αλλιώτικη.

- Επειδή δεν είστε ο συγγραφέας που επαναπαύεται στους… τρόπους του, θα μπορούσε να υποθέσουμε ότι και η κάθε ιστορία απαιτεί τον τρόπο της;

- Θα έλεγα ότι κάθε ιστορία υπαγορεύει τον τρόπο της, ο οποίος φωτίζει ταυτόχρονα και την άποψη του συγκεκριμένου συγγραφέα. Στο "Δαμάζοντας το κτήνος" η αφήγηση είναι περισσότερο ρεαλιστική από ότι σε προηγούμενα βιβλία μου, αν και δεν το είχα προσχεδιάσει. Όμως μια τέτοια εκτίμηση μπορεί να γίνει αφού το έργο έχει τελειώσει. Στη διάρκεια της γραφής συμβαίνει κάτι ανεξέλεγκτο׃ η ιστορία που διηγείσαι επηρεάζει τον τρόπο που τη γράφεις και ο τρόπος αλλάζει την ιστορία.

- Να πούμε πως άρχισε να γράφεται το «Δαμάζοντας το κτήνος»;

- Μερικά κομμάτια είχαν γραφεί πριν τελειώσει το προηγούμενο μυθιστόρημα. Άλλα τα κράτησα και ορισμένα τα πέταξα. Μόλις κόπασε η σύγχυση λόγω των βραβείων και της επιτυχίας του "Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές" στρώθηκα στο γράψιμο. Είχα μέσα μου μια πολύ έντονη εικόνα ενός τύπου που πηγαίνει στο γραφείο του και διασχίζει την πόλη δυό φορές την ημέρα περνώντας μέσα από πορείες, μποτιλιαρίσματα κ.λ.π. Σ’ αυτές τις διαδρομές, υπάρχει άφθονος χαμένος χρόνος, χρόνος άχρηστος χωρίς ραντεβού και υποχρεώσεις. Έτσι, μέσα στην παλίρροια των αυτοκινήτων που μετακινείται προς τα βόρεια προάστια, γίνεται και μια εσωτερική μετακίνηση. Ο κεντρικός ήρωας παρατηρεί και χαζεύει, προσπαθεί να βάλει τάξη τις σκέψεις του, τού γεννιούνται ερωτήματα και χωρίς να το επιδιώξει αρχίζει να θυμάται μερικά γεγονότα που είχε ξεχάσει.

- Ο Αρης σας αλλά και οι πέριξ αυτού αναγνωρίσιμος, οι δρόμοι του κάθε μέρα διαβατοί απ’ όλους μας, η τηλεοπτική του πραγματικότητα και δική μας, τα κορίτσια των αφισών καθημερινή θέα μας, η επιδίωξή σας ήταν να κάνετε ένα μυθιστόρημα για την εποχή μας;

- Είναι ένα μυθιστόρημα για την εποχή μας που συμβαίνει σήμερα, τώρα, δίπλα μας. Αυτό παρουσίασε ορισμένες δυσκολίες στην αρχή γιατί δεν υπήρχε η απαραίτητη απόσταση, αλλά η πρόκληση ήταν πολύ ερεθιστική και δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Όλη η ιστορία διαδραματίζεται σε λιγότερο από είκοσι μέρες και μέσα σ’ αυτό το διάστημα η ζωή του Άρη, οικογενειακή, επαγγελματική, συναισθηματική κ.λ.π., ανατρέπεται. Είναι πολύ εύκολο σήμερα να βρεθείς από την κορυφή στον πάτο, από τους διαδρόμους της εξουσίας και τα παραθυράκια της τηλεόρασης στην ανωνυμία και τη ζούγκλα του περιθωρίου.

- Πόσο αφορούν τον καθένα μας «Τα τύμπανα της ήττας» του;

- Χρειάζεται θάρρος για ν’ ακούσεις τα τύμπανα της ήττας σου. Πρέπει να είσαι "έτοιμος από καιρό" όπως λέει ο Καβάφης. Μέχρι το τέλος ο Άρης πιστεύει ότι είναι οπλισμένος μ' αυτό το θάρρος.

- Και γιατί επιλέξατε εκτός από την πολιτική και την ποίηση; Για να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο η πάλη μέσα του; Η αντίφαση;

- Φαινομενικά υπάρχει αντίφαση, είναι δυο αντιθετικοί κόσμοι. Κι όμως με την ποίηση ασκείς εξουσία, εξουσιάζεις τις λέξεις. Κάθε ποίημα είναι μια κατάκτηση, μικρή ή μεγάλη ανάλογα με το ταλέντο και το πάθος του ποιητή.

- «Ένιωθε ευεξία και το επόμενο λεπτό ήταν κακόκεφος. Πάθαινε κάτι σαν διάβρωση, ένα ροκάνισμα στο μυαλό του. Το ποίημα που θα έγραφε ήταν εκεί και τον πολιορκούσε. Υπήρχε ήδη έτοιμο, αυτό το ήξερε, και κάθε τόσο, ακόμα και τις πιο άσχετες στιγμές, τον διαπερνούσε κι άφηνε το στίγμα του, ελευθερώνοντας πέτρες και σκόνη σαν την ουρά ενός κομήτη. Αλλά δεν υπήρχε φως, δεν υπήρχε λέξεις>. Οντως κάπου εκεί έξω είναι ένα ποίημα και μας περιμένει; Πώς γεννιέται ένα ποίημα, κυρία Σωτηροπούλου, δεδομένου του γεγονότος ότι είστε και ποιήτρια;

- Καμιά φορά μια λέξη, μόνο μια λέξη, μπορεί να σε καταδιώκει για μήνες. Άλλοτε ένας εξαίσιος στίχος σε επισκέπτεται απροσδόκητα στον ύπνο σου κι αμέσως είσαι σίγουρος ότι είναι ο στίχος που ψάχνεις, και ταυτόχρονα έχεις την αίσθηση ότι κοιμάσαι και δεν θέλεις να ξυπνήσεις για να μη τον χάσεις, αλλά το πρωί, κι αυτό δυστυχώς συμβαίνει συχνά, τον έχεις ξεχάσει. Αυτό παθαίνει κι ο Άρης σε κάποιο σημείο. Έτσι γράφεται ένα ποίημα, είσαι μισός στο φως, μισός στο σκοτάδι, κάνεις ένα βήμα μπρος, δύο πίσω.

- Οι σελίδες σας για τον ήρωα και το ποίημα ήταν πολύ ενδιαφέρουσες. Με μια εσωτερική δράση, κάτι σαν ένα ψυχολογικό θρίλερ, αν μου επιτρέπετε. Εκφράζανε ταυτοχρόνως και μια προσωπική αγωνία;

- Βέβαια γιατί ενώ περιέγραφα την αγωνία του Άρη βρισκόμουν κι εγώ στην ίδια κατάσταση! Είχα ταυτιστεί μαζί του και προχωρούσαμε κατά κάποιο τρόπο παράλληλα, πράγμα αρκετά επικίνδυνο όπως κατάλαβα εκ των υστέρων.

- «Τα αριστουργήματα γράφονται κοιτάζοντας το αόρατο. Μόνο αν φωτίσεις το κάτι άλλο κι αν αφεθείς στην εξουσία του, μπορείς να γράψεις». Πώς προσεγγίζεται το αόρατο;

- Προσπαθώντας να είσαι γυμνός, χωρίς προκαταλήψεις, ανοιχτός. Ο καθένας μας είναι φυλακισμένος στον εαυτό του, αυτό το ξέρουμε. Ένα βιβλίο σού δίνει την ευκαιρία να εξερευνήσεις αυτή τη φυλακή, να φωτίσεις την προσωπική σου γεωγραφία και να ανακαλύψεις κρυφά σημάδια, τα σχέδια που άφησαν πριν από σένα άλλοι φυλακισμένοι. Μπορεί ακόμα να σε βοηθήσει να φανταστείς τί γίνεται έξω, να πάρεις μιά ιδέα για τη ζωή πέρα από τα ντουβάρια του κελιού σου. Με λίγα λόγια να ξεπεράσεις τον εαυτούλη σου. Γράφοντας δίνεις γεύση και υπόσταση σε σκέψεις παραμελημένες, αγνοημένες και σχεδόν ανύπαρκτες μέχρι εκείνη τη στιγμή.

- «Ο ταύρος είναι μέσα στο μυαλό σου, η ψυχή σου βρίσκεται μέσα στον ταύρο. Έτσι έπρεπε να γράψει: κοιτάζοντας το κτήνος στα μάτια». Εσείς, πώς γράφετε, κυρία Σωτηροπούλου;

- Αυτές είναι οι καλές στιγμές του γραψίματος. Αλλά μέχρι να φτάσεις στο σημείο να κοιτάξεις τον ταύρο στα μάτια μεσολαβεί πολύ άχαρη δουλειά, μέρες πανικού και ανασφάλειας, ώρες που αισθάνεσαι άχρηστος χωρίς ταλέντο και έμπνευση.

- Και τι είναι εκείνο που αναζητάμε στην διαδικασία της γραφής;

- Γράφοντας ξαναφτιάχνεις τον κόσμο. Δημιουργείς ομορφιά.

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Ξέρετε, αυτό που υποστηρίζουν ότι ένα βιβλίο ολόκληρη τη ζωή μας γράφουμε, μια ταινία γυρίζουμε, έναν πίνακα ζωγραφίζουμε… και επί τω προκειμένω, ποιες είναι οι δικές σας εμμονές;

- Νομίζω ότι μ’ ενδιαφέρει πάντα το στοιχείο της φάρσας, η μαύρη κωμωδία. Η σκοτεινή και αθέατη της πλευρά της καθημερινότητας που δεν γίνεται αμέσως αντιληπτή.

- Στο μυθιστόρημά σας όλα είναι «είναι και δεν είναι». Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται. Ούτε ο ζητιάνος, αλλ’ ούτε κι εκείνος ο φοβιστικός αλήτης με το κόκκινο σκουφί. Και το περιγράφετε εξαιρετικά με το να ζωντανεύετε την κοπέλα της αφίσας, τους ήρωες και το επεισόδιο του σήριαλ. Είναι οφθαλμαπάτη τα περισσότερα απ’ όσα ζούμε σήμερα;

- Η σύγχρονη καθημερινότητα είναι ισοπεδωτική. Όλα γύρω μας και κυρίως η τηλεόραση μάς σπρώχνουν σε μια καταθλιπτική ομοιογένεια, είναι έγκλημα να είσαι διαφορετικός. Ταυτόχρονα ζούμε σε μια εικονική πραγματικότητα׃ δεχόμαστε αυτό που βλέπουμε και υπάρχει μόνο αυτό που φαίνεται. Για μένα έχει ενδιαφέρον να σκάψουμε κάτω από αυτό το περίβλημα και να αντιληφθούμε ότι η πραγματικότητα είναι διαβρωμένη από αλλεπάλληλες στρώσεις αλήθειας και διάψευσης.

- Το τυχαίο σχεδόν του καταστρέφει τη ζωή του Άρη. Αν μη τι άλλο, εκείνος καταστρέφει μια ζωή. Πόσο κυριαρχεί σήμερα το τυχαίο; Και ποια είναι η άποψή σας γι’ αυτό;

- Υπάρχει μια δυναμική του τυχαίου. Φτιάχνουμε τη ζωή μας όπως μας αρέσει, αυτό θέλει να πιστεύει ο Άρης, αλλά ένα τυχαίο γεγονός ή συχνότερα ένας συνδυασμός από τυχαία γεγονότα που από μόνα τους είναι ασήμαντα, μπορεί να ανατρέψει τα πάντα.

- Όταν ο Άρης επιχειρεί αυτή την αναγκαστική τελικά επιστροφή του στο παρελθόν, τίποτα δεν είναι έτσι όπως τα είχε μέχρι τώρα καταχωρίσει μέσα του. Η μητέρα του δεν υπήρξε τόσο ανεύθυνη και επιπόλαια όσο νόμιζε και ο πατέρας του δεν ήταν εν τέλει το θύμα. Το παρελθόν είναι ή δεν είναι χρόνος τετελεσμένος;

- Όπως λέει ο Άρης οι αναμνήσεις μας κατασκευάζονται με κλειστά μάτια. Θυμόμαστε αυτά που θέλουμε να θυμηθούμε, απωθούμε τις ενοχές και ξεχνάμε επιλεκτικά. Αυτή η διαδικασία μπορεί να μην είναι συνειδητή αλλά μετά από λίγα χρόνια, τα αληθινά γεγονότα, η πρώτη ύλη έχει παραμορφωθεί. Το παιχνίδι της μνήμης είναι κεντρικό στο "Δαμάζοντας το κτήνος", λειτουργεί σαν μοχλός για την εξέλιξη του ήρωα.

- Τη λέξη Ζιγκ- ζαγκ την ξαναχρησιμοποιείτε. Τι ακριβώς σημαίνει για σας;

- Η πορεία μας δεν είναι ευθύγραμμη, ακολουθεί διαφορετικές κατευθύνσεις. Θέλουμε να σκεφτόμαστε τη ζωή μας σαν ευθεία γραμμή αλλά δεν συμβαίνει έτσι.

- «Η Πάτρα αναφερόταν ως η μοναδική πόλη που μόλις πατήσεις το πόδι σου πρέπει να φύγεις αμέσως. Μυστήριοι άνθρωποι, έφευγαν από το μέρος που είχαν περάσει τη μισή ζωή τους κι ήθελαν να το διαγράψουν…» Κυρία Σωτηροπούλου, έχετε γεννηθεί στην Πάτρα, έτσι δεν είναι;

- Έζησα στην Πάτρα μέχρι το τέλος του σχολείου. Πέρασα δύσκολη εφηβεία σε σύγκρουση με την πόλη που ήταν πολύ καθωσπρέπει, πολύ επαρχιακή. Αυτή η φράση πράγματι αναφέρεται σ' έναν οδηγό, στο Guide du Routard, τελείως άδικα κατά τη γνώμη μου. Η Πάτρα έχει μια κρυμμένη γοητεία που την ανακαλύπτω με το πέρασμα του χρόνου.

- «Θα ήθελε να διορθώσει πολλά λάθη αλλά ήταν αργά». Η ζωή δεν μας δίνει και μια δεύτερη ευκαιρία;

- Μας δίνει και δεύτερη και τρίτη. Αλλά όταν τα λάθη μας έχουν αδικήσει άλλους ανθρώπους και επηρεάσει τη ζωή τους είναι αργά για να επανορθώσουμε.

- Γνωρίζατε από την αρχή το τέλος της ιστορίας σας, κυρία Σωτηροπούλου;

- Όχι, γιατί δεν θα είχε κανένα ενδιαφέρον.

- Είχατε εκπλήξεις από κάποιους ήρωες; Υπήρξε ήρωας που έκανε του κεφαλιού του, που σε έβαλε δύσκολα, που διεκδίκησε μεγαλύτερο ρόλο;

- Ναι, ο Σπίθας. Στην αρχή ήταν μια χλωμή φιγούρα, ένας περιθωριακός νεαρός που κάνει κόντρες στην άσφαλτο. Γράφοντας απέκτησε υπόσταση και βάθος και μια δική του τρυφερότητα.

- «Ένα ψυχρό ποίημα έτοιμο να εκραγεί, το ηφαίστειο κάτω από το παγόβουνο», το ποίημα – επιδίωξη του Άρη σας. Να πούμε ότι ήταν και η δική σας επιδίωξη; Διότι το κατορθώσατε.

- Αυτή ήταν η επιδίωξή μου. Οι αναγνώστες θα κρίνουν αν το πέτυχα. Πάντως σας ευχαριστώ.

- Εκείνο, όμως, που κυριαρχούσε είναι η αυτοσαρκαστική και αυτονουπονομευόμενη γλώσσα σας. Τι είναι γενναίο στις μέρες μας, κυρία Σωτηροπούλου;

- Να μην κοροιδεύεις τον εαυτό σου.

- «Ηταν μόνος αβοήθητος στο σκοτάδι των λέξεων». Ετσι είναι ο συγγραφέας, κυρία Σωτηροπούλου; Και γιατί γράφει και ξαναγράφει;

- Για να δαμάσει το κτήνος.



ΓΙΑ ΝΑ ΔΑΜΑΣΕΙ ΤΟ ΚΤΗΝΟΣ, ΓΡΑΦΕΙ ΚΑΙ ΞΑΝΑΓΡΑΦΕΙ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Από τις πιο φρέσκιες και μοντέρνες γραφές του καιρού μας η Ερση Σωτηροπούλο-, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και το Βραβείο του περιοδικού Διαβάζω- δίνει πρόσφατα στην κυκλοφορία ένα καινούργιο της μυθιστόρημα που αποτελεί καθρέφτη της εποχής.
Ηρωες αναγνωρίσιμοι, κινήσεις που από τους περισσότερους από μας «συμβαίνουν» μηχανικά, φιλοδοξίες στα όρια της ματαιοδοξίας, πισώπλατα μαχαιρώματα και πολιτικές μιας ιδεολογίας <της φακής>. Ποίηση για να δικαιολογήσουμε την ύπαρξη με το τυχαίο να καθορίζει τη ζωή και τον θάνατό μας. Όλοι συνευρίσκονται με όλους, για να νικήσουν έστω και το ελάχιστο τη μοναξιά. Και η τηλεοπτική πραγματικότητα πιο υπαρκτή κι απ’ την ανύπαρκτη ζωή μας.
Στο καινούργιο της μυθιστόρημα «Δαμάζοντας το κτήνος» που δεν είναι παρά η ιστορία που μας ξεφεύγει, η ζωή που μας γλιστρά, η όντως ζωή έτσι όπως την καταπίνει η πραγματικότητα.

«ΔΑΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΤΗΝΟΣ» της Ερσης Σωτηροπούλου, Εκδ. «Κέδρος», σελ. 328, 14 ευρώ.
«Χωρίς να το ομολογεί, το ποίημα ήταν μια πρόφαση για να ανατρέψει καταστάσεις, να διαγράψει αδυναμίες και να ξεπληρώσει τις μικρές προσβολές που είχε υποστεί πενήντα χρόνια. Δεν κερδίζονται έτσι οι κορίντες. Χρειάζεται θάρρος για να σταθείς μέσα στην αρένα. Ο ταυρομάχος πρέπει να έρθει στη θέση του ζώου, να μπει στον ψυχικό του χώρο. Ο ταύρος είναι μέσα στο μυαλό σου, η ψυχή σου βρίσκεται μέσα στον ταύρο. Ετσι έπρεπε να γράψει: κοιτάζοντας το κτήνος στα μάτια».
Με ένα ταξίδι στην Ισπανία, στοιχειωμένο από το σεξουαλικό συμβολισμό της ταυρομαχίας, σφηνωμένο στον ψυχισμό του να καθορίζει τις ερωτικές του φαντασιώσεις και τις υπαρξιακές του αναζητήσεις, ο Αρης Παυλόπουλος, πετυχημένος σύμβουλος υπουργού και αντισυμβατικός οικογενειάρχης ζει στη ζωή του την περίοδο των μεγάλων ανατροπών.
Με αφορμή μια τιμητική εκδήλωση της Εταιρείας λογοτεχνών για μια παλιά ποιητική συλλογή του προσπαθεί να γράψει το τέλειο ποίημα.
Με αφορμή έναν ασώματο ζητιάνο και ένα φακελάκι λαδώματος, αντιλαμβάνεται την απάτη καθώς και το ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται στην πολιτική.
Με αφορμή τον θάνατο της μάνας του όπου – ως συνήθως – ήταν απών, επαναπροσδιορίζει τα παιδικά του χρόνια και αντιλαμβάνεται ότι λάθος είχε γραφτεί εκείνο που ο ίδιος νόμιζε ως σταθερό πια, προδιαγεγραμμένο παρελθόν του.
Με αφορμή εκείνη την επιστροφή στο πατρικό και στη γενέθλια πόλη που όλοι μας επιχειρούμε- κάποια στιγμή όλοι επιστρέφουμε- θα αναμετρηθεί με το κτήνος μέσα του.
Το αποτέλεσμα, γεγονότα εκτός ελέγχου. Εκείνος ο αλήτης με τον κόκκινο σκούφο που τον «καταδίωκε» μαζί με τον γιο του, κατά λάθος νεκρός. Η νεαρή ερωμένη του που αναζωπύρωνε τις ερωτικές φαντασιώσεις με τον ταύρο, κατά λάθος φίλη με την γυναίκα του. Η ανοϊκή μητέρα, το αγκάθι της παιδικής του ζωής, κατά λάθος θύμα. Το τέλειο ποίημα, κατά λάθος… λάθος. Η πολιτική του σταδιοδρομία, κατά λάθος ξεπούλημα της παλιάς του ιδεολογίας.
«Τώρα ήταν αργά. Αλλά ένιωσε καλύτερα, χαιρόταν που έστω και καθυστερημένα καταλάβαινε γιατί την είχε πατήσει»…
«Θα ήθελε να διορθώσει πολλά λάθη αλλά ήταν αργά».
Ούτε κι αυτό το «συγγνώμη» στο γιο του τον «Κανίβαλο» δεν ακούστηκε. Οι πρώτες που τον πρόδωσαν ήταν οι λέξεις. Οι λέξεις που «ξεχύλωναν» στο στόμα του. Όπως ξεχύλωσαν ιδεολογίες και έρωτες και αναμνήσεις στη ζωή του.
Το αποτέλεσμα ένα σύγχρονο ψυχολογικό θρίλερ, λιτό κι απέριττο. Για την συγγραφέα αρκεί το θέμα. Και η μαεστρία της έτσι πως ζωντανεύει η εικονική πραγματικότητα. Σα να’ ναι εκείνη η αληθινή και ο καθρέφτης η ζωή μας.
Ακριβώς σαν το ποίημα που ονειρευότανε ο Αρης της: «Ένα ψυχρό ποίημα έτοιμο να εκραγεί, το ηφαίστειο κάτω από το παγόβουνο».
Αριστοτεχνικά γραμμένο το κεφάλαιο όπου ο ήρωες προσπαθεί να προσεγγίσει το απόλυτο με το ποίημα, καθώς και ο τρόπος που αντιμετωπίζει την Αθήνα. «Ασχημη πόλη, κάθε μέρα πιο άσχημη κι αυτός ανυπομονούσε να βρεθεί στα σωθικά της. Ολοι φώναζαν, κανείς δεν άκουγε κανέναν. Γουρουνίσια πόλη, υπέροχη». «Πόλη χαμαιλέοντας». Ακριβώς σαν τη ζωή του. Που ξεδιπλώνεται κατ’ όμοιο τρόπο και μέσα στο βιβλίο.



«Η αλήθεια έχει δυο πρόσωπα
και το χιόνι είναι μαύρο».


«ΑΧΤΙΔΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ» της Ερσης Σωτηροπούλου, Εκδ. «Κέδρος», σελ. 242, τιμή: 12 ευρώ.

«Η αλήθεια έχει δυο πρόσωπα
και το χιόνι είναι μαύρο». Mahmoud Darwish.
Με αυτό ακριβώς το μότο μια από τις πιο μοντέρνες, ενδεχομένως, ελληνίδες συγγραφείς, η Ερση Σωτηροπούλου, επιλέγει να ξεκινήσει τις ιστορίες της.
Είκοσι δύο ιστορίες που κινούνται με τρόπο σχεδόν χορευτικό ανάμεσα σε φως και σκοτάδι.
«Αχτίδα στο σκοτάδι» ο τίτλος τους και το βιβλίο με τα διηγήματα εκδόθηκε και πάλι από τον «Κέδρο».
Σύντομες ιστορίες σαν λεπίδα σε φρέσκο ψωμί, με ήρωες που λειτουργούν λες «εν υπνώσει»: Με το βαθύ τους υποσυνείδητο.
Ενσταντανέ ζωής που σημαίνουν τα περισσότερα σωπαίνοντας. Γραφή που αναπνέει, γλώσσα που αποκαλύπτει τα πιο πολλά μέσα από τις σιωπές. Οι άνθρωποι, λες σε «νεκρή φύση». Ακολουθώντας το πεπρωμένο τους και ζώντας με απορία.
Είτε αντικρίζοντας τα παιδικά τους χρόνια με το ενήλικο βλέμμα τους, είτε επιστρέφοντας στο παλιό δίπατο σπίτι ή στην γενέθλια γη. Στην πόλη των σπουδών, σε ό,τι τους πλήγωσε.
Στους πρώτους έρωτες, στους αρχέγονους φόβους.
Παρών πάντοτε ο θάνατος. Μοναδικό αντίδοτο, έστω και ως σπασμωδική κίνηση, ο έρωτας.
Ξεκινώντας από τον απελπισμένο έρωτα του Λουκά στο «Βροχή στο εργοτάξιο» και καταλήγοντας στην μανία καταδίωξης (ή μάλλον είχε δίκιο;) της ηρωίδας στο «Μπροστά στο παλιό σπίτι».
Στο μεταξύ, έχουν περάσει πορτραίτα γυναικών ανεπανάληπτα. Η Στέλλα που σχεδόν δεν υπάρχει στη «Στέλλα», η γυναίκα με τα πολλά χέρια και με τις άπειρες εμμονές στη «Γυναίκα».
Τα παιδικά χρόνια, πατρίδα. Πανταχού παρόντα. Στα διηγήματα «Η κυρία Λάιστον στα Ψηλαλώνια», «Θέλεις να παίξουμε;» και «Το δωμάτιο στο βάθος».
Η μοναξιά, παρούσα κι αυτή, σαν πρόγευση θανάτου. Στα «Χριστούγεννα με τον Λέο» και «Μην κλαις Μαργαρίτα».
Η τρυφερότητα, ξετρυπώνει από παντού. Στα «Δεν θα βγάλεις το σκύλο;» και «Φιλιά στον αέρα».
Ιστορίες, άλλοτε ως μονόλογοι, άλλοτε ως σελίδες ημερολογίου και συχνά στο τρίτο πρόσωπο, κατορθώνουν να διατηρούν πάντα το ίδιο σάστισμα, εκείνο το σοφό ξάφνιασμα της αθωότητας. Σαν να ανακαλύπτουν ξαφνικά οι ήρωες τη γεύση της ζωής. Όχι το νόημα. Την αφή, την οσμή και τη γεύση της. Η προσέγγιση έχει κάτι το απολύτως σωματικό. Όπως και η γλώσσα. Στα ρήματα εμπεριέχεται το σώμα που κουράζεται και γερνά, στα ουσιαστικά ό,τι αξίζει να αγγίξει το βλέμμα μας. Στα αντικείμενα, εκείνο που μας καθόρισε δίχως να το καλογνωρίζουμε. Διότι όλα αποτελούν κάτι σαν μαγική εικόνα έκλαμψης. Για ένα δευτερόλεπτο έχουμε δει ξαφνικά τα πάντα. Κατόπιν, ομίχλη ξανά.
Εξάλλου, αυτή είναι ενδεχομένως και η συγγραφική πρόθεση. Είκοσι δύο μικρές βαθιές και καθοριστικές «αχτίδες στο σκοτάδι». Αλλά έτσι και το φωτίσουν, έστω για λίγο, το σκοτάδι μας, όσο και να το προσποιηθούμε από κει και στο εξής τίποτε δεν θα είναι το ίδιο πια.
Οι ήρωες, θέλουν δεν θέλουν, βλέπουν. Με μια όραση σχεδόν σωματική κι αυτή. Κι όλοι φοβούνται, όπως ο ήρωας στο «Μην κλαις» το ίδιο ακριβώς: «Μην κλαις, σε παρακαλώ. Σου έχω πει ότι αυτό με αναστατώνει. Ότι μπορεί να χάσω τον έλεγχο». Να μην χάσουν τον έλεγχο. Λες και υπάρχει απόλυτος έλεγχος στη ζωή.
Κι αυτό ακριβώς φροντίζει η συγγραφέας εντέχνως να
κάνει. Να θέτει εκτός ελέγχου τις ιστορίες της αφήνοντας σχεδόν παγωμένο το αμετακίνητο φόντο. Και να φωτίζει ό,τι αναλλοίωτο. Δίχως διακοσμητικά και καλολογικά. Το σημαντικό δεν γίνεται παρά να είναι απλό και λιτό.
Ενδεχομένως, το πιο σπουδαίο βιβλίο της.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Γεννήθηκε στην Πάτρα.
Έχει γράψει ποιήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα.
Το «Ζιγκ- ζαγκ στις νεραντζιές» το 2000 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και το Βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω».
Έγραψε:
«Μήλο + Θάνατος +…+…» (Εκδ. «Πλέθρον», 1980)
«Διακοπές χωρίς πτώμα» (Εκδ. «Ακμων», 1980, Εκδ. «Καστανιώτη», 1997)
«Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα» (Εκδ. «Νεφέλη», 1982, Εκδ. «Κέδρος», 2001)
«Η Φάρσα» (Εκδ. «Κέδρος», 1982)
«Μεξικό» (Εκδ. «Κέδρος», 1988)
«Χοιροκάμηλος» (Εκδ. «Κέδρος», 1992)
«Ο βασιλιάς του Φλίπερ> (Εκδ. «Καστανιώτη», 1998)
«Ζιγκ- Ζαγκ στις νερατζιές» (Εκδ. «Κέδρος», 1999)
«Ο ζεστός κύκλος» (Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2000)
«Δαμάζοντας το κτήνος» (Εκδ. «Κέδρος», 2003)
«Αχτίδα στο σκοτάδι» (Εκδ. «Κέδρος», 2005)

ΥΓ: Τελικά, η αλήθεια έχει ένα πρόσωπο και οι απαγορεύσεις είναι σκοτάδι! Άλλον τρόπο να αντιδράσουμε στην απίθανη εισαγγελική απόφαση περί… απόσυρσης του βραβευμένου με κρατικό βραβείο μυθιστορήματος «Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές» από όλες τις δημοτικές βιβλιοθήκες της χώρας, κατόπιν εισήγησης στη βουλή κάπου κυρίου που κάποιοι κύριοι ψήφισαν δεν έχουμε, παρά την «Αχτίδα στο φως» της συγγραφέως.
Για λίγο φως στο «χαίρε σκότος αμέτρητον και απύθμενον» βρήκα παλιά μας συνέντευξη και δυο κείμενα για τα δύο τελευταία βιβλία της και ιδού: Έρση Σωτηροπούλου, δαμάζοντας το σκότος, τώρα πια!