19/5/08

«Δεν είμαι συνηθισμένη στην ευτυχία» είπε. «Με φοβίζει».

«Η ΠΛΑΤΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΣΑΡΓΑΣΣΩΝ» της Τζην Ρυς, Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου, Εκδ. «Μελάνι», σελ. 224, τιμή: 15 ευρώ.

«Δεν είμαι συνηθισμένη στην ευτυχία» είπε. «Με φοβίζει».
«Τι θα σε βοηθούσε;» Δεν έδωσε καμία απάντηση σε αυτό και μια νύχτα ψιθύρισε: «Αν πέθαινα. Τώρα που είμαι ευτυχισμένη. Θα το έκανες αυτό; Δεν θα χρειαζόταν να με σκοτώσεις. Πες «Πέθανε» και θα πεθάνω. Δεν με πιστεύεις; Τότε προσπάθησε, προσπάθησε, προσπάθησε, πες «Πέθανε» και θα με δεις να πεθαίνω».
Και είναι η Αντουανέτ Κρόσγουει, κρεολή κληρονόμος που ζει στη Τζαμάικα και είναι ο νεαρός άγγλος τζέντλεμαν, ο κύριος Ρότσεστερ, που του τα λέει όλα αυτά. Στο μυθιστόρημα της Τζην Ρυς «Η πλατιά θάλασσα των Σαργασσών» που εκδόθηκε το 1966, όταν η συγγραφέας του, μια από τις σημαντικότερες μυθιστοριογράφους της εποχής, ήταν 76 χρονών, περίπου 27 χρόνια μετά το προηγούμενο μυθιστόρημά της. Και μετά από 119 χρόνια απ’ όταν η Σάρλοτ Μπροντέ το 1847 έγραφε την σχεδόν αυτοβιογραφική «Τζέην Ευρ», αποδεικνύοντας ότι η πανέμορφη κρεολή Αντουανέτ, η τρελή Μπέρθα Μέισον που έκαιγε τα πάντα στο Θόρνφιλντ Χολ, υπήρξε! Και ότι στα νιάτα της ήταν μια άλλη!
Γεννημένη στον Άγιο Δομίνικο από Ουαλό πατέρα και λευκή κρεολή μητέρα η Τζην Ρυς, βιώνοντας πάντοτε ένα αίσθημα εκπατρισμού, αισθανόταν να τη στοιχειώνει για μια ολόκληρη ζωή της Σάρλοτ Μπροντέ η «Τζέην Έυρ». Οι «εγκλωβισμένες γυναίκες» της ζωής και της γραφής της σα να ζητούσαν δικαίωση:
«Η τρελή πρώτη σύζυγος στην Τζέην Έυρ πάντα με ενδιέφερε. Ήμουν πεπεισμένη πως η Σάρλοτ Μπροντέ πρέπει να είχε κάτι εναντίον των Δυτικών Ινδιών και θύμωνα γι’ αυτό. Πώς αλλιώς εξηγείται το ότι παρουσιάζει μια γυναίκα από τις Δυτικές Ινδίες σαν μια απαίσια τρελή, ένα τόσο τρομακτικό πλάσμα;» έγραφε το 1968 σε άρθρο της στην Guardian.
Και κάπως έτσι «νοιώθοντας και η ίδια περιθωριοποιημένη, παρείσακτη και ως γυναίκα αλλά και ως άποικος» όπως αναφέρει στην εξαιρετική εισαγωγή της η μεταφράστρια και συγγραφέας Αργυρώ Μαντόγλου, ζούσε για χρόνια κάτω από την σκιά της Αντουανέτ- Μπέρθα.
Ο πρώτος τίτλος που είχε σκεφτεί για το βιβλίο της ήταν το «Le Revenant» που ενείχε την έννοια του ζόμπι και του στοιχειωμένου.
Αλλά και ο τίτλος που επικράτησε τελικά «Η Θάλασσα των Σαργασσών» δεν ήταν κάτι πολύ διαφορετικό, εφόσον επρόκειτο για μια περιοχή στον Ατλαντικό ωκεανό ανάμεσα Ευρώπη και Καραιβική, όπου τα καράβια ήταν συχνά ακινητοποιημένα και κυκλοφορούσαν φήμες ότι η θάλασσα γεμάτη φύκια εκεί τα παγίδευε, δολοφονώντας τους πάντες κάτω από τον καυτό ήλιο.
Ε ακριβώς σαν αυτή τη θάλασσα περιγράφονται όλοι οι μυθιστορηματικοί, ειδυλλιακοί τόποι. Με αφήγηση πολυπρισματική: της ίδιας της Αντουανέτ που αφηγείται τα παιδικά χρόνια στη Τζαμάικα στο πρώτο μέρος. Του κυρίου Ρότσεστερ (παρ’ ότι δεν τον κατονομάζει πουθενά) που αναφέρεται στον γαμήλιο μήνα της κοινής ζωής τους στα μαγικά και μαγευτικά νησιά Γουίντγουορντ. Και της Γκρέις Πουλ (υπηρέτρια στην Τζέην Έυρ, η οποία είναι και η δεσμοφύλακας της Αντουανέτ) στην Αγγλία στο Θόρνφιλντ Χολ, με την Αντουανέτ πια τρελή Μπέρθα!
Οι αφηγήσεις της Καραιβικής σπαρταριστές, με ένα περιβάλλοντα χώρο που σε σκοτώνει μέσ’ την πολλή ομορφιά και σε στοιχειώνει. Ο απόλυτος φόβος στον οποίο ζούσε η όμορφη Αντουανέτ από παιδί, με τους ντόπιους να την θεωρούν «λευκή νέγρα» και με την μητέρα σχεδόν να την αγνοεί απορροφημένη εντελώς με τον ασθενικό αδελφό της. Και με την Κριστοφίν την νταντά της, που εμπιστεύεται να είναι βυθισμένη μονίμως ως τον λαιμό, σε βασκανίες και μάγια.
Ο κύριος Ρότσεστερ θα εισβάλει στην, ούτως ή άλλως, διαταραγμένη ζωή της σαν αναγκαίο κακό μετά από τον δεύτερο πλούσιο γάμο της μητέρας και μετά από την πυρκαγιά που θα στερήσει τη ζωή στον μικρό αδελφό και την ψυχική υγεία της μητέρας. Ο γάμος, σχεδόν πράξη αγοραπωλησίας και παρά την αρχική έλξη, οι δυο σύζυγοι θα παραμείνουν δυο ξένοι. «Άλλη χώρα» ο καθείς για τον άλλον!
Δεν θα της πει «πέθανε» όπως αυτή τον εκλιπαρεί τον πρώτο καιρό ερωτευμένη κι ευτυχισμένη. «Δεν την αγαπούσε. Διψούσε γι’ αυτήν, αλλά παρέμεινε για κείνον μια ξένη». Αποξενώνοντάς την σιγά- σιγά κι από τον ίδιο της τον εαυτό: «Το Μπέρθα δεν είναι το όνομά μου. Προσπαθείς να με κάνεις κάποια άλλη».
Την έκανε, τελικά, «κάποια άλλη». Και τον τόπο της- καταφύγιο, «ξένο τόπο» κι αυτόν.
Έτσι, το τρίτο μέρος του δράματος, με εκείνον πια κυριολεκτικά απόντα, θα παιχτεί και για τους δυο στην Αγγλία. Με εκείνη πια, εντελώς Μπέρθα! Επειδή «Τα ονόματα έχουν βαρύτητα, όπως τότε που εκείνος δεν μπορούσε να με φωνάξει Αντουανέτ και είδα την Αντουανέτ να γλιστράει έξω από το παράθυρο με τα αρώματά της, τα όμορφα ρούχα της και τον καθρέφτη της». Γι’ αυτό και τώρα που δεν υπάρχει καθρέφτης εδώ δεν έχει ιδέα πως είναι! Μόνο της λένε πως βρίσκεται στην Αγγλία και τους πιστεύει. Διαπιστώνει από μόνη της ακόμα ότι μπορεί να τους πάρει τα κλειδιά, γνωρίζει ακόμα ότι υπάρχει ένας διάδρομος έξω απ’ αυτήν που οδηγεί στον κόσμο τους, ξέρει επίσης, ότι μισεί τα κεριά και ότι οφείλει να πραγματώσει τον εφιάλτη που ξέρει. Σαν πεπρωμένο της αναπόφευκτο «επιτέλους τώρα γνωρίζω γιατί με έφεραν εδώ και τι πρέπει να κάνω», κι από την ώρα που έγινε από Αντουανέτ – Μπέρθα όλο αυτό υποσυνείδητα το γνωρίζει!
Ένα συγκλονιστικό ψυχολογικό θρίλερ απ’ όπου αναδύονται ολοφώτεινες όλες οι σκοτεινιές της γυναικείας ψυχής και η μεγαλεπίβολη, τρομακτική σύγκρουση δυο ψυχών, δυο κόσμων. Με την οργιαστική φύση σχεδόν να πρωτοστατεί και να επιβάλει τις δικές της μαγικές μαγκανίες. Με την Τζέην Ρυς σε ένα κρεσέντο εγκλωβισμένης ηρωίδας. Οι ηρωίδες της εξάλλου εγκλωβισμένες ηρωίδες ήταν πάντα, «η ίδια εγκλωβισμένη πάντα»: η Μάρια Ζέλι χορεύτρια στην Αγγλία κι αργότερα στο «Κουαρτέτο» παραλυμένη από τρόμο στο Μονπαρνάς. Μοναχική, γερασμένη Τζούλια στο «Μετά τον κύριο Μακένζι». Δύσπιστη Σάρα Γιάνσεν στο «Καλημέρα, Μεσάνυχτα», δηλαδή πάντα Τζην Ρυς- Αντουανέτ- Μπέρθα. Με την δική της μελαγχολική ποιητικότητα πάντα!

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Τζην Ρυς γεννήθηκε στον Άγιο Δομίνικο το 1894 όπου και πέρασε την παιδική της ηλικία. Ο πατέρας της ήταν Ουαλός γιατρός και η μητέρα της Κρεολή.
Σε ηλικία δεκαέξι χρόνων πήγε στην Αγγλία όπου και παρέμεινε μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μετά τον θάνατο του πατέρα της έκανε διάφορες δουλειές (χορεύτρια, μανεκέν, μοντέλο) και άρχισε να γράφει τη δεκαετία του ’20 όταν ο πρώτος από τους τρεις γάμους της, με έναν Ολλανδό ποιητή, διαλύθηκε.
Έγραψε:
«The Left Bank», διηγήματα το 1927.
«Κουαρτέτο» το 1928.
«Αφήνοντας τον κ. Μακένζι» το 1930.
«Ταξίδι στο σκοτάδι» το 1934.
«Καλημέρα, Μεσάνυχτα» το 1939.
«Οι τίγρεις είναι όμορφες» όπου συγκεντρώθηκαν όλα τα διηγήματά της και το 1966 το μυθιστόρημα «Πλατιά Θάλασσα των Σαργασσών» με το οποίο απέσπασε το Royal Society of Literature Award και το W.H. Smith Awars- ενώ το μοναδικό σχόλιό της κατά την απονομή του βραβείου ήταν: «Ήρθε πολύ αργά».
Η τελευταία της συλλογή διηγημάτων «Sleep in off Lady», κυκλοφόρησε το 1976 και το «Smile Please», η ημιτελής αυτοβιογραφία της, εκδόθηκε μεταθανάτια.
Η Τζην Ρυς πέθανε το 1979.

ΥΓ. Την Τζην Ρυς ούτε που θα την έπαιρνα είδηση χωρίς τον Librofilo! Τι καλά να διαβάζεις τόσο ίδια με κάποιον και τι σπουδαίο να αποτελεί και τον… τυφλοσούρτη σου! Ό,τι του «πάει», να σου «πάει»! Να διαβάζει ξένη πεζογραφία σαν δαιμονόπληκτος και να σου λέει μετά «να, δες κι αυτό, κι αυτό!» ε όλο αυτό είναι και ανακουφιστικό και σπουδαίο!
Αλλά η Τζην Ρυς ήταν για μένα σπουδαία και για πάρα πολλά άλλα!
Μια αποκάλυψη ήταν ειδικά με την Αντουανέτ που ο κύριος Ρότσεστερ την έκανε Μπέρθα. Αποξενώνοντάς την σιγά- σιγά κι από τον ίδιο της τον εαυτό: «Το Μπέρθα δεν είναι το όνομά μου. Προσπαθείς να με κάνεις κάποια άλλη».
Σε απόσταση αναπνοής από μια, για μένα, σημαντική ημερομηνία, 21 Μαίου πριν χιλιάαααδες χρόνια όταν γεννιόμουν έλεγε στον μπαμπά μου ο γιατρός, «καλά, το παιδί δεν θα ζήσει, ας φροντίσουμε τουλάχιστον να ζήσει η μάνα». Μόνο η γιαγιά μου με ήθελε, η συνονόματη, κι ας επιμένουν όλοι πως «πήρα το όνομά μου με το σπαθί», γεννημένη και κατά τέτοιον τρόπο μια τέτοια ημέρα, μόνο η γιαγιά μου φώναζε «αφήστε την αυτή και σώστε το παιδί, να μας μείνει η περιουσία»!
Αυτό ήμουν τότε, ένα… παπάκι με μεμβράνες στα δακτυλάκια και ανύπαρκτο οισοφάγο που αρνιόταν να πιει γάλα, αγαπημένο μόνον από μια συνονόματη γιαγιά, επειδή η ζωή του σήμαινε για κείνη «περιουσία»…
Όλοι ζήσαμε! Και στην πορεία αγαπηθήκαμε, πολύ αγαπηθήκαμε, και βαφτιστήκαμε, για χρόνια, αιώνες, για όλους μου τους αγαπημένους, για τους δικούς μου «Λένα». Ώσπου μπήκε και στη δική μου ζωή κάποιος κύριος Ρότσεστερ και με έκανε από «Αντουανέτ»- «Μπέρθα»! Για χρόνια του φώναζα: «Το Μπέρθα δεν είναι το όνομά μου. Προσπαθείς να με κάνεις κάποια άλλη»!
Σαν Μπέρθα ήρθε κάποια στιγμή και έβαλα στη ζωή μας φωτιά. Αλλά Αντουανέτ δεν ξανάγινα, το είχε για τα καλά κατορθώσει «Μπέρθα» πια να με κάνει για πάντα!
Το «άλεφ» ήρθε σαν όλα στα σημαντικά στη ζωή: εκεί που πια δεν το περιμένεις!
Ο αγώνας είχε λήξει με ήττα και έπαιζα την παράταση, με κόπο, θλίψη, πλήξη. Κι ας επέμενε η Φωτεινή πως «η παράταση είναι αυτή που κρίνει συνήθως τον αγώνα». Ας πάσχιζε η Μάρω να με στηρίξει και να με πείσει πως εδώ είναι όλοι οι αγαπημένοι. Για πάντα.
Ως «Μπέρθα» δεν ήμουνα τίποτα και ούτε είχα δικαίωμα σε αγαπημένους!

Άλεφ έγινα σχεδόν από το τίποτα. Κι έκανα φίλους ζωής, τη νουβαντίτσα, Νεφέλη! Την Κυριακή στην Αγία Μαρίνα Θησείου. Λάμπαμε κι οι δυο σαν πασχαλιές μεσ’ τον Μάη! Τρώγαμε γλυκά, φορούσαμε κάτι ωραία κολιέ, τσιμπάγαμε ομοίως όποιον αγαπάμε και μας αρέσει να κάνουμε κάτι ωραία γλυπτά.
Θυμάμαι σχεδόν σαν τώρα πριν ενάμιση χρόνο στην άδεια μου πόρτα τα όρθια ξανθά της κοτσίδια! Να γεμίζουν τον χώρο, τον ουρανό και τη γη, τη ζωή μου, για πάντα!
Νονά- άλεφ πια σταθερά!
Ως την αιωνιότητα και ακόμα παραπέρα!