22/4/08

Κραταιά ως θάνατος αγάπη


«Θες με ως σφραγίδα επί την καρδίαν σου,
ως σφραγίδα επί τον βραχίονά σου’
ότι κραταιά ως θάνατος αγάπη,
σκληρός ως άδης ζήλος’
περίπτερα αυτής περίπτερα πυρός, φλόγες αυτής’
ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπην,
και ποταμοί ου συγκλύσουσιν αυτήν».


Ανάσταση… παντός καιρού

Το ‘χα το πρόβλημα από παιδί: αυτό που λαχταρούσα, απεχθανόμουν! Ό,τι με τραβούσε, μ’ απωθούσε. Έτσι συνέβαινε και με το Πάσχα. Όλο «πότε θ’ ανθίσουν οι πασχαλιές», «πότε θα βάψουμε τ’ αυγά», «πότε θα πάμε τις βιολέτες στον επιτάφιο» και «πότε θα χτυπήσει η αναστάσιμη καμπάνα».
Το πρώτο πλήγμα σε ηλικία άκρως τρυφερή ήταν βεβαίως η λαμπάδα! Τότε που έκανα τον μπαμπά μου τσακωτό να την φέρνει (μοβ στεφανάκι είχε θυμάμαι) με τσουρέκι και κόκκινα παπούτσια στη γιαγιά μου. Το κλάμα μου γιατί «ο μπαμπάς δεν ήταν η νονά» κι εγώ ήθελα «μονάχα τη νονά μου».
Τώρα έχω πια διάφορες… απίθανες νονές (όσες και όσους έχουν ακούσει τον καημό μου) κι έτσι μαζεύω πάνω από πέντε και δέκα -πολλές φορές- λαμπάδες! Με πεταλούδες, στεφανάκια, πένες και κόκκινα φτερά. Αφήστε που επέστρεψε πια πανηγυρικά και η… νονά μου! Έτσι επιστρέφουν όλοι, όταν δεν τους χρειάζεσαι!
Αυτό που δεν επέστρεψε ποτέ, είναι το Πάσχα που θυμάμαι. Ενδεχομένως επειδή ό,τι θυμόμαστε, δεν έχει αντίκρισμα, τελικά (ό,τι επιθυμούμε, θυμόμαστε).
Τώρα, την Κυριακή του Πάσχα όταν αρχίζουν οι χοροί κι οι τουφεκιές, δεν ξέρω πού να μπω για να κρυφτώ, μοναδική παρηγοριά η ανάσταση… Σουρούνη. Πάντα μου καταφεύγω σ’ αυτό το μισό-ουτοπικό, μισο-πραγματικό «Πάσχα στο χωριό» κι όλο επαναλαμβάνω, αν είναι να αναστήσω, μέσα μου θ’ αναστήσω!
Επειδή «Πάσχα στο χωριό δε σημαίνει αναγκαστικά άσπρες λαμπάδες, κόκκινα αβγά και σουβλιστό αρνί την εποχή που βγαίνουν οι παπαρούνες. Ούτε και σταυρωτά φιλιά. Παπαρούνες μπορούν ν’ ανθίσουν και τον Γενάρη, φτάνει να το θες. Ο καθένας μπορεί να αναστηθεί, όπου θέλει κι όποτε θέλει. Θα το καταλάβει όταν ασπαστεί τον εαυτό του. Κι επειδή μόνοι μας ερχόμαστε στον κόσμο και μόνοι μας φεύγουμε, ε, πρέπει, αν θέλουμε ν’ αναστηθούμε, να είμαστε κι εκεί μόνοι, ολομόναχοι. Για να μην υπάρχουν μάρτυρες και να μην το πιστεύει κανείς. Έτσι ώστε να είμαστε συνεχώς αναγκασμένοι να πράττουμε για να μας πιστέψουν οι άλλοι κι όχι συνεχώς να μιλάμε».
Σ’ αυτά ελπίζω. Για φέτος, δηλαδή, διότι ποτέ δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει η περιπέτεια της μέρας.
Υπάρχει ανάσταση! Μια ανάσταση που δε φαίνεται, δεν ακούγεται και κανείς δε μιλάει γι’ αυτήν. Αλλά αυτός που αναστήθηκε, ξέρει!
Κι αυτή, όπου κι αν είσαι, όπως κι αν είσαι, μπορεί ανά πάσα στιγμή να σε βρει. Είναι… ανάσταση παντός καιρού. Ε, λοιπόν, μια τέτοια ανάσταση εύχομαι για σας και για μένα!

ΥΓ. Πέρυσι τέτοιες ημέρες, ναι? Κι αυτό που ακολουθεί, φέτος Μεγάλη Τρίτη της Κασσιανής, «τα πάντα ρει» εντέλει!


Το «γνωρίζειν» είναι «αναγνωρίζειν»

«Αγάπα και κάνε ό,τι θες», τον ιερό Αυγουστίνο σκέφτομαι αυτές τις μέρες και την ταχύτητα που δεν μας επιτρέπει να ξανασταυρωθούμε, να ξαναναστηθούμε.
Φροντίζει, βέβαια, η ζωή με τις απίθανες επιστροφές. Το παρελθόν στα πόδια σου σαν ξεχασμένο ρούχο από φίλο παλιό. Το πρόσωπό σου στον καθρέφτη σταυρωμένο από τις ρυτίδες αλλ’ αναστάσιμο για τον πάντα παρόντα χαμένο καιρό.
Τελεσμένος χρόνος δεν υπάρχει. Κύκλος τα πάντα με διαρκή επαναληπτικότητα στα βασικά. Κατά την θεωρία Πουανκαρέ: σ’ ένα πεπερασμένο σύμπαν δεν γίνεται παρά οι Μεγάλες Στιγμές να μας συμβαίνουν πάλι και πάλι. Σε κάποιους άλλους έστω, αν όχι σε μας.
«Σουσάμι άνοιξε», η «κραταιά ως θάνατος αγάπη»:
«Σφράγισε μ’ εμένα την καρδιά σου.
Βάλε με και στο μπράτσο σου σαν βούλα.
Είν’ δυνατή σαν θάνατος η αγάπη.
Κι αχόρταγος ο πόθος σαν τον Άδη.
Σπίθες φωτιάς τριγύρω απ’ την αγάπη.
Κι η ίδια η αγάπη είναι φλόγα. Με το νερό δε σβήνετ’ η αγάπη.
Και δεν μπορούν ποτάμια να την πνίξουν».
«Άσμα Ασμάτων» σε μεταγραφή.
Κι όλα αυτά τρέχοντας σε μιαν ακατάληπτη άνοιξη: Με βασανιστικές επιστροφές, αναγκαστικές αποδοχές και την πεποίθηση πως κάτι θα πρέπει να πεθάνει για να ζήσει.
Παρ’ όλα αυτά κάτι σαν χαρμολύπη θρηνεί, ανθρώπινο, κι ιδού ο ίδιος θρήνος κατά Γκάτσο:
«Αυτός που κρέμασε τον ήλιο
στο μεσοδόκι τ’ ουρανού
κρέμεται σήμερα σε ξύλο
ίλεως, Κύριε, γενού.
Και στ’ ασπαλάθια της ερήμου
μια μάνα φώναξε, παιδί μου».
Μπουκίτσα φωτός, η γερόντισσα Γαβριηλία:
«Εσύ που ξέρεις την καρδιά μου
με το αύριο να τη δένεις…
κάνε να μη χάσω ποτέ μου τη χαρά
με Σε να είμαι, με Σε τον Ένα
μες στους πολλούς σαν με πηγαίνεις».
Ο «Φιλόσοφος και Θείος Έρως» κατά Ράμφο «Σκιά κρατούμαι και αλήθειαν βλέπω» κι ο Έρως ανθρώπινος στα «70 Eρωτικά» του Yeats:
«Θεέ μου! Το παράθυρο έχει φως
και κάποιος στέκεται εκεί,
μ’ όλο που
τα πατώματα έχουν γίνει στάχτη».
Η «νύχτα των δώρων» στο «Βιβλίο της άμμου» του Μπόρχες:
«Κάποιος επικαλέστηκε την πλατωνική θεωρία σύμφωνα με την οποία σε έναν προηγούμενο κόσμο, έχουμε δει τα πάντα έτσι ώστε το «γνωρίζειν» να είναι στην ουσία «αναγνωρίζειν». Ο Βάκων έχει γράψει ότι το να μαθαίνεις σημαίνει να θυμάσαι, και το να μη μαθαίνεις, ισοδυναμεί με το να ξεχνάς».
Ας ξαναθυμηθούμε την Ανάσταση και φέτος! Θα πρέπει οπωσδήποτε όλοι να βρούμε τον καιρό! Καλή Ανάσταση, ναι?

ΥΓ. Μοναδικό υστερόγραφο, η αγάπη κι η καρδιά μου! «Η ουτοπία ενός κουρασμένου ανθρώπου» και «οι εκούσιοι ηθοποιοί που ήταν μονάχα δύο- ο Λυτρωτής και ο Ιούδας». Η Ιστορία «που λατρεύει εξίσου και τους δυο και συγχωρεί όλους τους άλλους. Δεν υπάρχει ούτ’ ένας ένοχος. Ο καθένας, συνειδητά, ή ασυνείδητα, υπήρξε όργανο του σχεδίου που κατέστρωσε η Θεία Σοφία. Κι όλοι, τώρα έχουν το μερτικό τους στη Δόξα» (Μπόρχες και «Η αίρεση των τριάκοντα» απ’ «Το βιβλίο της άμμου» και πάλι). Όπου κι αν πάτε, ό,τι κι αν κάνετε, καλά να περάσετε και ν’ Αναστηθείτε οπωσδήποτε, Φιλιά





Llorona - Chavela Vargas



Moha