ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΛΛΙΦΑΤΙΔΗΣ: «Μια μαύρη τελεία. Μπήκε στο μεγάλο καθιστικό χωρίς να πει κουβέντα και στάθηκε στην άκρη σαν όλοι εμείς οι άλλοι να ήμασταν μια φράση κι εκείνη η τελεία στο τέλος»
«Ύστερα από τόσες δεκαετίες στη Σουηδία και πάνω από τριάντα βιβλία στα σουηδικά, η γλώσσα μου παρέμεινε η ελληνική. Πρώτον γιατί δεν έχω προφορά, δεύτερον γιατί μόνο στα ελληνικά τραγουδάω».
Με ένα ύμνο στη φιλία και στην γλώσσα επιχειρεί να αποχαιρετήσει ο συγγραφέας και φιλόσοφος μια φίλη που φεύγει. Σε ένα βιβλίο που είναι ταυτόχρονα και θλίψη, και νοσταλγία, και αυτογνωσία. Μέσα από τις 183 σελίδες του μοιάζει να ξαναβάζει τα… ρούχα στην ντουλάπα.
Τι άξιζε, ποιο ήταν το νόημα, τι είναι εκείνο που μένει…
Εξάλλου, και στα αστυνομικά του βιβλία οι ανθρώπινες σχέσεις και το κοινωνικό πλαίσιο, το προφίλ, είχαν την πρωτοκαθεδρία. Οι συνθήκες ήταν το πρώτιστο σε ένα έγκλημα. Ο δολοφόνος πάντοτε ακολουθούσε.
Και η ζωή και η ψυχοσύνθεση των ηρώων.
Στο βιβλίο του ο Θοδωρής Καλλιφατίδης «Η Ολγα της αγάπης», ξορκίζει με αγάπη, μνήμη και νηφαλιότητα τον θάνατο. Κι αναζητά, όπως έφηβος, και πάλι το νόημα της ζωής.
«Η ΟΛΓΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ» του Θοδωρή Καλλιφατίδη, Εκδ. «Γαβριηλίδη», σελ. 183, τιμή: 12 ευρώ.
«Η Όλγα ήταν κατά το ένα τρίτο Ελληνίδα, ένα τρίτο Ρωσίδα και ένα τρίτο Σουηδέζα. Η μητέρα της ήταν Ρωσίδα, ο πατέρας της Έλληνας, εκείνη γεννήθηκε στη Σουηδία. Αγαπούσε την Ελλάδα με πάθος και ονειρευόταν να τελειώσει τις μέρες της εκεί, όμως αγαπούσε και τη Σουηδία και προτιμούσε να ζει της μέρες της εκεί. Η Ρωσία δεν έπαιζε ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή της εκτός από τον Ντοστογιέφσκι και τον Τσέχοφ.
«Ο Ντοστογιέφσκι με έκανε άνθρωπο, ο Τσέχοφ γυναίκα!» συνήθιζε να λέει».
«Η Ολγα ήταν μια γυναίκα για αγάπη», γράφει ο συγγραφέας. Αλλά πάνω απ’ όλα ήταν φίλη του.
Από την πρώτη φορά που την είδε, από την πρώτη στιγμή που εισέβαλε στη ζωή του.
«Χωρίς να ξέρω γιατί, η λέξη που περνάει από το μυαλό μου, όταν σκέφτομαι την πρώτη συνάντηση με την Όλγα ήταν «τελεία». Μια μαύρη τελεία. Μπήκε στο μεγάλο καθιστικό χωρίς να πει κουβέντα και στάθηκε στην άκρη σαν όλοι εμείς οι άλλοι να ήμασταν μια φράση κι εκείνη η τελεία στο τέλος». Γράφει. Για να παραδεχθεί λίγο παρακάτω:
«Την κοίταζα βουβός. Ήταν γυναίκα για αγάπη, αλλά μόνο αν ήσουν αποφασισμένος να της δώσεις τη ζωή σου. Αν είχα μια ζωή θα την έδινα ευχαρίστως, αλλά δεν είχα. Μόλις είχα μάθει να περπατώ με τα τέσσερα στη νέα γλώσσα ψάχνοντας την κρυφή πόρτα του σουηδικού παραδείσου…»
Μαζί περπάτησαν με την Όλγα στη νέα γλώσσα, μαζί διάβηκαν την κρυφή και την φανερή πόρτα του σουηδικού παραδείσου. Μαζί ακροβατούσαν μια ζωή στις δύο γλώσσες, μονάχα μαζί της μοιραζόταν και ελληνικό και σουηδικό καφέ, μ’ εκείνη μοιράστηκε τα βιβλία του, τις ανησυχίες του, τον Θεό του και το νόημα της ζωής του. Μαζί της συζητούσε ως και τον θάνατο. Αλλά τον δικό του θάνατο.
Ο δικός της έφτασε απρόσμενα. Λίγο μετά από την αρρώστια. Αλλ’ όσον αφορά το βιβλίο, φτάνει από την πρώτη σελίδα. Εκείνο είναι το πλέον σημαντικό, τελικά.
Η Όλγα «έφυγε» οριστικά και αμετάκλητα κι εκείνος το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να την αποχαιρετά και να αυτοπροσδιοριστεί. Για να μην σκορπιστεί. Για να μη φύγει αόρατη, άκλαφτη, μόνη.
«Δεν θα αφήσουμε την Όλγα μόνη της εδώ. Ήταν μια γυναίκα για αγάπη». Τον απέτρεψε ο Γιώργος όταν θέλησε μετά την κηδεία να γυρίσει να κλάψει με την ησυχία του την πατρίδα.
Έτσι… «Ήδη στο δρόμο για το σπίτι μου πήρα την απόφαση να γράψω ένα βιβλιαράκι για την Όλγα. Να πω κι εγώ δυο λόγια. Η φιλία μας κι η ζωή μας είχε γραφτεί από συγγραφείς χειρότερους από μένα: τις συνθήκες, την τύχη και από τους ανθρώπους γύρω μας. Της όφειλα ένα νόημα με όλα αυτά>. Σκέφτηκε ο συγγραφέας και κατ’ αυτό τον τρόπο έπραξε.
Το αποτέλεσμα ένα βιβλίο όχι μονάχα για την Όλγα αλλά και για το νόημα. Πρωτίστως για το νόημα, διότι πως αλλιώς θα βρει παρηγορία της Όλγας η φυγή.
Ένα νόημα που δεν θα μπορούσε αλλού να αναζητηθεί παρά εκεί όπου ζούσανε. Εφόσον: «Κάθε κοινωνία οργανώνεται γύρω από μιαν αντίληψη για το ποιο είναι το νόημα της ζωής, και όταν μεταναστεύεις από μια κοινωνία σε μιαν άλλη μεταναστεύεις από ένα νόημα ζωής σ’ ένα άλλο. Οπότε πρέπει να διαλέξεις, γιατί δεν μπορείς να ζεις τη ζωή σου σαν κόμμα ανάμεσα σε δυο έννοιες».
Και οπωσδήποτε θα έπρεπε και να γραφτεί στη γλώσσα του τη μητρική: «Αν ο Θεός είναι η αλήθεια, τότε η γλώσσα είναι ο Θεός». Μονολογεί και ο αναγνώστης διαπιστώνει σε κάθε σελίδα την ερωτική σχέση του με αυτήν. «Φέρομαι στη γλώσσα μου σαν να είναι η ερωμένη μου, της ψιθυρίζω ερωτόλογα, την αποκαλώ «κοριτσάκι μου», της δίνω γαμήλιες υποσχέσεις», αναγνωρίζει.
Ένα βιβλίο που αποτελεί κιβωτό ζωής, τελικά, και αποχαιρετισμό. Με σοφία και ποίηση, με μελαγχολία, γενναιότητα και γενναιοδωρία, με ρίσκα. Που πλησιάζει και φλερτάρει τις ήττες, τολμά μετωπική αναμέτρηση με τον θάνατο, και τον νικά με επίγνωση, μνήμη, νόημα, αγάπη, γλώσσα και γραφή.
Διότι στις δύσκολες ώρες, μονάχα το λιμανάκι μας μπορεί να μας επαναφέρει στον κεντρικό άξονα: «΄Ηταν ώρα να ξαναγυρίσω στο γραφείο μου και να ξαναπιάσω το σκάψιμο στο μόνο χωράφι που είχα ποτέ στην Ελλάδα: τα ελληνικά μου».
Κι αυτό το χωράφι φροντίζει κατόπιν να μας το κάνει «δωρεά».
«Ο θάνατος μας πλησιάζει και τους δύο. Ποιανού ο θάνατος κάνει τα μεγαλύτερα βήματα δεν είναι δυνατόν να το ξέρω»
«ΜΗΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΓΙΟΙ» του Θοδωρή Καλλιφατίδη, Εκδ. «Γαβριηλίδης», σελ. 263, τιμή: 14 ευρώ.
Ακόμα και στα αστυνομικά του, η ίντριγκα ήταν το πρόσχημα. Η πλοκή, το όχημα για να πάει η ψυχή παραπέρα. Ο αναγνώστης μπορούσε αν ήθελε να ξεφλουδίσει το μυθιστόρημα, αναλόγως τις αντοχές. Μέσα από τους ήρωές του ο Θοδωρής Καλλιφατίδης «τα έλεγε όλα». Το πώς είναι να είσαι ανάμεσα σε δυο πατρίδες, πως είναι να νοσταλγείς, να σκέφτεσαι και να ζεις σε άλλη γλώσσα. Οι ήρωές του, ούτε καλοί, ούτε κακοί, μπαινοβγαίνουν στους ρόλους, δεν είναι κανείς ό,τι δηλώνει. Τους καθορίζει πάντοτε η αναγκαιότητα και η εποχή. Η συγκυρία που όλοι ξέρουμε πόσο σε καθορίζει. Αλλά ο Θοδωρής Καλλιφατίδης είναι και ένας ιδιαίτερα τρυφερός άνθρωπος. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ξέρει και ν’ αγαπά, να αποδίδει τα «σα εκ των σων», να πιάνεται από μια σχέση και να φτάνει στην άκρη του κόσμου.
Στην «Όλγα της αγάπης» με αφορμή μια φίλη που «φεύγει», θα ξανακάνει όλη τη διαδρομή, ξορκίζοντας με αγάπη, μνήμη και αυτογνωσία τον θάνατο. Θα αναζητήσει σαν έφηβος και πάλι το νόημα της ζωής, θα ξαναβάλει τα ρούχα της ψυχής στην ντουλάπα.
Μιλώντας για την Όλγα, μίλησε για την γλώσσα: «Ύστερα από τόσες δεκαετίες στη Σουηδία και πάνω από τριάντα βιβλία στα σουηδικά, η γλώσσα μου παρέμεινε η ελληνική. Πρώτον γιατί δεν έχω προφορά, δεύτερον γιατί μόνο στα ελληνικά τραγουδάω».
Στο καινούργιο του βιβλίο «Μητέρες και γιοι» μιλώντας για τη μάνα του, μιλά για την πατρίδα: «Όμως η μαμά ήταν η πατρίδα μου. Πάντα έλεγα ότι όταν θα την έχανα, θα έχανα και την πατρίδα. Ξαφνικά αυτό μου φάνηκε κάπως απλουστευτικό. Μπορεί μεν η μαμά να είναι η Ελλάδα, αλλά είναι όλη μου η Ελλάδα;»
Αλλ’ η μητέρα του ζει κι εκείνος στο μεταξύ αποφάσισε να της χαρίσει ένα βιβλίο: «Φέτος έκλεισα τα εξήντα οχτώ κι η μητέρα μου τα ενενήντα δυο. «Δεν ήμουν η κύρια αφορμή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά γεννήθηκα τον ίδιο χρόνο που άρχισε» λέει καμιά φορά με την ειρωνική απόσταση που εμποδίζει πάντα τα συναισθήματά της να πάρουν το πάνω χέρι. Έχουμε γεράσει κι οι δυο κι είναι ώρα να το κάνω αυτό που πάντα ήθελα: να γράψω για κείνη. Δεν ήθελα να το κάνω όσο ζούσε. Τώρα όμως μου φαίνεται πως δεν έχω άλλη επιλογή. Ο θάνατος μας πλησιάζει και τους δύο. Ποιανού ο θάνατος κάνει τα μεγαλύτερα βήματα δεν είναι δυνατόν να το ξέρω».
Κι έτσι ολόκληρο το βιβλίο γίνεται ένα ταξίδι, από την Σουηδία προς την Αθήνα και ύστερα επιστροφή. Ένα ταξίδι διπλό, αποτελώντας ταυτόχρονα και ένα εσωτερικό ταξίδι προς την «αφετηρία». Το κολλημένο στη φούστα της μικρό αγοράκι ζει στη Στοκχόλμη περίπου σαράντα τρία χρόνια και δεν το καλοπιστεύει ούτε αυτή: «Εσύ που δεν ξεκόλλαγες από τη φούστα μου, πήγες τόσο μακριά». «Δεν με κατηγορεί- εκείνος διευκρινίζει- απλά δεν μπορεί να το καταλάβει. Ούτε εγώ το έχω καταλάβει. Έφυγα από την πατρίδα μου, όμως τι ακριβώς ήθελα να αφήσω πίσω μου;»
Για να το καταλάβει, θα αρχίσει ν’ αγγίζει όλα τα πράγματα που έχει αφήσει πίσω του από την αρχή. Θα ξεκινήσει πρώτα από τον πατέρα. Εγκιβωτίζοντας με τρόπο ιδιαίτερο και σεβαστικό τις σημειώσεις εκείνου που αφορούν την καταγωγή και τις ρίζες από τον Πόντο. Κι οι σημειώσεις του πατέρα, θα τον πάνε παντού, ως τη Κολχίδα και τον πατέρα της Μήδειας. Εξάλλου αυτές οι αράδες του για την Μήδεια και τους κήπους τον συντάραξαν, «είναι πάντα τόσο συγκινητικό όταν απρόσμενα στέκεσαι μπροστά στις μνήμες της ανθρωπότητας».
Κι έτσι κυλά όλο το βιβλίο, ενώνοντας το προσωπικό με το οικουμενικό, το παρόν με το παρελθόν, το ψυχικό και συναισθηματικό με ό,τι πνευματικότερο υπάρχει. Παντρεύοντας γοητευτικά τις ρεαλιστικές περιγραφές με εσωτερικούς μονολόγους, τους σπαρταριστούς διαλόγους με φόβους, διλήμματα και νοσταλγικές μνήμες. Την ιστορία της οικογένειας με τη μοίρα του τόπου. Με συνειρμικό τρόπο που σε πάει παντού: στην ιστορία και τη μυθολογία, στη λογοτεχνία και τη μουσική, στις αναμνήσεις του συγγραφέα και στους… κουραμπιέδες της μαμάς. Διότι ο Καλλιφατίδης μας δίνει ένα βιβλίο που μυρίζει σαν την βρεμένη γη μετά τη βροχή και σαν το βούτυρο που μυρίζουν οι κουραμπιέδες.
Ξαναγυρίζοντας πάλι και πάλι σαν το εγκληματία στον τόπο του εγκλήματος: «Θυμήθηκα τον Αλμπέρ Καμύ, που όταν κάποτε τον ρώτησαν αν θα θυσίαζε τη μητέρα του για κάποιο σκοπό, οποιοδήποτε κι αν ήταν ο σκοπός, κι εκείνος απάντησε χωρίς δισταγμό ότι θα θυσίαζε το σκοπό για την μητέρα του».
Διότι ο Καλλιφατίδης γράφοντας για τη μητέρα του γράφει ταυτόχρονα για όλους τους γιους και τις μητέρες όλες. Για την μαμά που είναι πατρίδα και γλώσσα και είναι αέναη επιστροφή.
Ξορκίζοντας με αυτό το βιβλίο- προσευχή, ποιος ξέρει τι φόβους! Εξάλλου, έχοντας μια μητέρα «πάντα κουβαλάς μέσα σου μια αρχή».
Μια ιστορία, λοιπόν, που δεν θα τελειώσει ποτέ, επειδή μέσα του- μέσα του, μέσα μας- μέσα μας, τίποτε δεν τελειώνει.
«Η ζωή είναι μια συνήθεια που είναι πολύ δύσκολο να την κόψεις»
«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΗΣ» του Θοδωρή Καλλιφατίδη, Εκδ. «Γαβριηλίδης», σελ. 291, τιμή: 16 ευρώ.
«Ο τόπος του εγκλήματος ήταν το σώμα της».
«Οι πληγές της ψυχής δεν είναι σαν τη φωτιά. Δε σβήνουν αν τις σκεπάσεις. Αντίθετα, μαζεύουν πύον, όπως οι υπόγειες λίμνες, νερό από αόρατα ποτάμια.
Αργά ή γρήγορα το σπυρί σπάζει και το δηλητήριο μπαίνει στις φλέβες, στις σκέψεις και στα αισθήματα και σε κάνει δήμιο του εαυτού σου>.
«Δεν είχε κανένα ίχνος τους. Ούτε τους είχε δει- φορούσαν μάσκες- ούτε τους είχε ακούσει – δεν είχαν πει λέξη- κάτι που την είχε κάνει να φοβηθεί ακόμα περισσότερο».
«Ήταν Σάββατο, μόνη και λυπημένη, 34 χρόνων. Παντρεμένη από έρωτα, χωρισμένη από έρωτα. Παντρεύτηκε τον άντρα της γιατί τον αγάπησε, εκείνος τη χώρισε γιατί αγάπησε μιαν άλλη. Άτεκνη αλλά πετυχημένη αστυνομικός, αν κι εκείνη τη στιγμή η μόνη της παρηγοριά ήταν ένα κοφτερό τσεκούρι».
Με πρόσχημα για άλλη μια φορά ένα αστυνομικό σασπένς και ηρωίδα ήδη αναγνωρίσιμη (έχουν εξάλλου προηγηθεί δύο βιβλία, «Ένα απλό έγκλημα», «Ο έκτος επιβάτης») την ντετέκτιβ Κριστίνα Βέντελ, ο Θοδωρής Καλλιφατίδης μετασχηματίζει σε ένα παιχνίδι σκακιού την εποχή μας. Το παιχνίδι του Καλού με το Κακό που διαρκώς συγχέει τα όρια του και μεταβάλλεται, με συνέπειες απρόβλεπτες. Ο θύτης που είναι ταυτοχρόνως και θύμα. Η ατρόμητη και γενναία αστυνομικός που βρίσκεται ταυτοχρόνως και ατιμασμένη. Οι μετανάστες που βρίσκονται εξόριστοι κάτω από έναν αόρατο αδιάκοπο φόβο. Και πάνω απ’ όλα η ανθρώπινη μοναξιά που οδηγεί τους ανθρώπους σε απόγνωση ή να ερωτεύονται με πάθος. Τον δήμιό τους, τον εαυτό τους στον καθρέφτη ή έναν επικίνδυνο άγνωστο. Το αυτονόητο που έχει πάψει πια να αποτελεί και δεδομένο.
Στο μυθιστόρημά του «Στο βλέμμα της» όλα αρχίζουν με την «ατίμωση» της Κριστίνα.
Τα μόνα πειστήρια του εγκλήματος η φωτογραφία της. Ξύπνησε στο κρεβάτι της μόνη και χαμένη, με σημάδια στο κορμί. Απ’ ό,τι είχε υποστεί, δεν θυμόταν τίποτα. Αλλά κι απ’ εκείνους, δεν θυμόταν κανέναν.
Το κράτησε μυστικό, όπως άλλες γυναίκες, με την ελπίδα ότι η σιωπή κι ο χρόνος θα τη γιάτρευαν.
Γιατρεύει το μίσος; Και η σιωπή δεν έσωσε ποτέ κανέναν.
Ο μίτος του νήματος θα αρχίσει να ξετυλίγεται μέσα από μια παρτίδα σκάκι. Μια νεαρή γυναίκα, μετανάστρια, θα κάνει σκόνη από το αναπηρικό της καροτσάκι την ιδιοφυία του Κάρπιν. Θυσιάζοντας δύο άλογα, έναν αξιωματικό και στο τέλος τον πύργο. Οι γυναίκες, εξάλλου, ήταν πάντα καλές στην τέχνη αυτή «της θυσίας».
Αυτή η παρτίδα σκακιού θα είναι και ο κωδικός αριθμός του βιβλίου. Με κινήσεις απρόσμενες, ανατρεπτικές και απρόβλεπτες και με πολλές αλληγορικές ή και πραγματικές, εν τέλει, θυσίες.
Το αποτέλεσμα, ένα μυθιστόρημα που όπως και όλα τα βιβλία του Καλλιφατίδη, κινείται σε πολλά επίπεδα: στο αμιγώς αστυνομικό κι απολαυστικό. Στο κοινωνικό και πολιτικό, θύτες και θύματα, εξουσία και εξουσιαζόμενοι, αστυνομικοί, μετανάστες, διώκτες και δολοφόνοι. Οι χαρακτήρες, το δυνατό σημείο του. Αντιφατικοί αλλ’ απολύτως εξηγήσιμοι. Τρυφεροί και σκληροί. Ερωτικοί και ταυτόχρονα αμείλικτοι. Αθώοι και φταίχτες ανάλογα τις περιστάσεις και τα σημεία.
Η γλώσσα του, αυτή η μαγική καλλιφατίδεια γλώσσα. Που σε κάνει – παρ’ ότι αστυνομικό- να το διαβάζεις πρωτίστως για την απόλαυση.
Εξάλλου για τον Καλλιφατίδη σημαίνει τόσα πολλά η γλώσσα: «Ήταν το πρώτο ταξίδι στην πατρίδα του μετά από τριάντα πέντε χρόνια. Να ακούει γερμανικά, να μιλάει γερμανικά… Του έδωσαν πίσω την αυθεντική του φωνή. Η ζωή ξανάγινε αυτονόητη. Ήταν σαν να κολυμπούσε ανάσκελα στην πιο μεγάλη θάλασσα: τη γλώσσα του».
Διότι μερικά πράγματα, όπως η προσευχή, τα ραβασάκια, η ποίηση, η εξομολόγηση, τα πιο μύχια, μόνο στην γλώσσα του τη μητρική μπορεί να τα ψιθυρίσει και να τα καταλάβει κανένας.
Ένα βιβλίο που αποδεικνύει ότι «η πραγματική δύναμη είναι πάντα ακίνητη», πως «δεν υπάρχουν αθώοι, ούτε καν οι αγέννητοι» και ότι «η ζωή είναι μια συνήθεια που είναι πολύ δύσκολο να την κόψεις».
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Γεννήθηκε στους Μολάους Λακωνίας το 1938.
Σπούδασε στη σχολή του Κάρολου Κουν και μετά την στρατιωτική του θητεία έφυγε για τη Σουηδία όπου ζει ως σήμερα.
Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης και δίδαξε αργότερα στην ίδια σχολή.
Εχει εκδώσει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, ταξιδιωτικά δοκίμια, θεατρικά έργα. Εχει γράψει σενάρια για τον κινηματογράφο και έχει σκηνοθετήσει μια ταινία.
Βραβεύτηκε με το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος (1981) και το Βραβείο Τιμής της Στοκχόλμης (1992).
Για την «Τιμάνδρα» απέσπασε το βραβείο Στίνα- Ελντ Εκνταλ της σουηδικής Ακαδημίας (1989).
Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 15 γλώσσες.
Από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδη», κυκλοφορούν, επίσης, τα βιβλία του:
«Τιμάνδρα», «Το τελευταίο τριαντάφυλλο»,
«Ποια είναι η Γαβριέλα Ορλόβα»,
«Αγάπη», «Εφτά ώρες στον παράδεισο»,
«Στο φως του Βορά»,
«Μια νέα πατρίδα έξω από το παράθυρό μου»,
«Ένα απλό έγκλημα», «Ο έκτος επιβάτης»,
«Στο βλέμμα της», «Μητέρες και γιοι».
ΥΓ. Η περίπτωση Θοδωρή Καλλιφατίδη είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, και το αναγνωρίζω, θα μπορούσα να πω και «ο αγαπημένος μου συγγραφέας». Η «Όλγα της αγάπης» το πιο παλιό από τα τρία βιβλία στα οποία αναφέρομαι αλλά για μένα το πλέον αγαπημένο. Αφήστε που Όλγα ήθελα να με λένε πάντοτε, Όλγα βάφτισα και την αγαπημένη μου ηρωίδα στο «Να τα μετράω ή να μην τα μετράω τα χρόνια» η οποία κάνει και… γλυπτική! Την αφή εκτιμώ περισσότερο απ’ όλες τις αισθήσεις και μακάρι να «έπιαναν» τα χέρια μου αλλά δεν…. Γλύπτρια θα γίνω στην άλλη ζωή, αν υπάρχει! Ε μετά βρήκα και τ’ άλλα δύο, για την μάνα του και ένα δικό του αστυνομικό, αγαπημένο, και είπα να τα μοιραστώ μαζί σας. Είχα ξετρελαθεί και με «Στο βλέμμα της».
Αλλά με την «Όλγα της αγάπης» είχα κλάψει!