«Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΜΠΙΛΥ ΜΠΛΟΥ» της Νένης Ευθυμιάδη, Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», σελ. 290, τιμή: 16 ευρώ.
Εάν απουσίαζε το ελληνικότατο ονοματεπώνυμο, θα έπαιρνες όρκο πως πρόκειται για ξένη πεζογραφία. Ακόμα κι όταν αναφέρεται στην ελληνική πραγματικότητα. Η Νένη Ευθυμιάδη παραμένει από τους πλέον εύστροφους, εγκεφαλικούς, ευφάνταστους και με αυτοσαρκασμό και χιούμορ έλληνες συγγραφείς.
Οι σχέσεις, σε επίπεδο κοινωνίας και οικογένειας, το φόρτε της.
Οι θεσμοί, στο διαρκές στόχαστρό της.
Αλλά και η αντεστραμμένη εικόνα στο ό,τι δηλώσεις, επί τω προκειμένω.
Στους «Πολίτες της σιωπής» εκείνη η μικρή, τελικά, καλή κι εύστροφη τρομοκράτισσα κατακτούσε τις αναγνωστικές καρδιές μας, ποιος μπορεί να ξεχάσει το ότι η γιάφκα ήταν εν τέλει το συνοικιακό ανθοπωλείο;
«Η πόλη των γλάρων» ένα μυθιστόρημα δρόμου, ψυχολογικό θρίλερ όπως και όλα της, διαδραματιζόταν στο Χάλιφαξ διότι η Νένη Ευθυμιάδη είναι κοσμοπολίτισσα συγγραφέας. «Οι τυχοδιώκτες» ήταν μια παρέα φίλων παλιών που εξελίχθηκαν όπως και όλοι μας, δηλαδή «αχ που ‘σαι νιότη που έδειχνες πως θα γινόμουν άλλος».
Στο «Εγώ και ο Μαγγελάνος» έπαιζε με την ίδια τη συγγραφική της υπόσταση, ένα συγγραφέας «σοβαρών θεμάτων και δοκιμίων» που υπόγραφε ως Μαγγελάνος πια, αστυνομικό μυθιστόρημα!
«Ο γιος του Μπίλυ Μπλου» διαδραματίζεται στην αττική ύπαιθρο, στην αττική εξοχή λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα και είναι επίσης θρίλερ χαρακτήρων.
Το πρώτο πρόσωπο που γνωρίζουμε είναι ο Μπίλυ Μπλου, συγκοπτόμενο του Βασίλης Μπλουμιόπουλος, πρώην ακροβάτης με διεθνή καριέρα, 69 ετών και ανήσυχος με τα γηρατειά, αποσυρμένος στην παλιά βίλα του έξω από την Αθήνα.
Γύρω απ’ αυτόν, σαν κομήτες, περιφέρονται όλοι.
Ο Άγγελος Αγγέλου «της Μαρίας και αγνώστου πατρός» που επιμένει καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας να αυτοσυστήνεται ως «ο γιος του Μπίλυ Μπλου». Ο δικηγόρος του Πετράκης Δήμας αντιδρά και ο Μπίλυ Μπλου τον περιμαζεύει στο σπιτάκι του επιστάτη, έστω και χωρίς να τον αναγνωρίζει.
Λίγο αργότερα θα μπει στο παιχνίδι και η γειτονιά:
Ο Βίκτορας που πρώτα σώζει κι ύστερα «σώζεται» από την Σειρήνα. Χρηματιστής που επένδυσε λάθος κι επιχειρεί να γίνει εις μάτην αυτόχειρας. Αλλά ο Θεός ή η ζωή είναι μεγάλος φαρσέρ και η συγγραφέας αυτό θα φροντίσει να το αναδείξει.
Η Σειρήνα, περίεργη υπερήλιξ που περιπολεί μέσα στις άγριες νύχτες.
Η Εύα Ράττερ, πανεπιστημιακός που πλήττει και περιμένει τον αναποφάσιστο Όττο της να επιστρέψει από μακριά, κυνηγώντας την υπέρβαρη Ρόζα της αντί για σοκολάτα να τρώει καρότα.
Ο Πάρης Ρόθος, παλιός ασφαλίτης που «σκοτώνει ό,τι ενοχλεί» κατά συνέπεια και τον αυτοσυστηνόμενο ως «γιο του Μπίλυ Μπλου» (δεν καταδέχεται πια το Άγγελος Αγγέλου αλλά το γιατί δεν θα το μάθουμε εμείς παρά την τελευταία στιγμή και μην επιμένετε, γιατί δεν θα σας πω τον… δολοφόνο).
Η δράση θα αρχίσει από την στιγμή που ο νεαρός «γιος του Μπίλυ Μπλου» θα μοιράσει εκείνα τα περιβόητα «γαλάζια χαρτάκια». Προηγουμένως έχοντας προσληφθεί ως… κηπουρός των πάντων, έπεφτε σαν επιληπτικός κάθε τόσο στη γη και πια είναι σε θέση να μιλήσει για τους κραδασμούς της.
Αυτή η προσωπική εντύπωση περί παρακολούθησης θα φέρει στην αραιοκατοικημένη εξοχική περιοχή κυριολεκτικά τα πάνω- κάτω. Σε συλλογικό επίπεδο (έτσι δεν συμβαίνει πάντα και σε όλους τους κραδασμούς;), εφόσον πολλοί θα φοβηθούν και θα φύγουν, σπίτια όλως μυστηριωδώς θα πιάσουν φωτιά.
Και σε ατομικό (υπάρχουν πάντα και παράπλευρες απώλειες), ο γιος του Μπίλυ Μπλου θα φυγαδευτεί, ο Μπίλυ Μπλου θα απαχθεί, ο Βίκτωρας θα βρεθεί προ των ευθυνών του, ο Πάρης Ρόθος και η Σειρήνα θα αποκαλυφθούν, ο Πετράκης Δήμας θα αμφισβητηθεί, η Εύα Ράττνερ θα αφυπνιστεί επωδύνως, ο Όττο θα προδοθεί και θα συμβιβαστεί, η Ρόζα θα αρχίσει δίαιτα και θέατρο…
Το φινάλε απρόσμενο, ανατρεπτικό και αιφνιδιαστικό.
Αντιστρέφει όλο το προηγούμενο σασπένς και επιλέγει να δει σκωπτικά της ζωής μας την τραγωδία: Ιδεολογίες, εμμονοληψίες, «ο μεγάλος αδελφός» και η σύμβαση της σύγχρονης οικογένειας, στο ανελέητο συγγραφικό στόχαστρο, αντιμετωπίζονται κοινωνιολογικά και ψυχαναλυτικά και κατατροπώνονται με το παντοτινό όπλο, το χιούμορ.
Με οξυδέρκεια και άποψη αντιμετωπίζεται κριτικά η περιοχή, ήτοι το σύγχρονο αττικό τοπίο και τα έγκατα αυτού όπου ακόμα και το… χορτάρι διαθέτει αυτιά και ο σχεδόν αυτιστικός «γιος του Μπίλυ Μπλου» μάτια. Διότι όταν τελειώσει το μυθιστόρημα ο αναγνώστης θα πρέπει όλα να τα ξανασκεφθεί από την αρχή.
Το αποτέλεσμα, ένα μυθιστόρημα που είναι περιπέτεια, ιστορία κατασκοπίας, ψυχολογικό θρίλερ, μπουλβάρ χαρακτήρων, η κωμωδία της ζωής μας και όλα μαζί. Η οξυδερκής αποδοχή των πραγμάτων και το χιούμορ θα αποδειχθούν ο λυτρωτής των πάντων. Διότι «για το τέλος του δεν ανησυχούσε πια ο Μπίλυ Μπλου. Είχε εγκαταλείψει τη μακροχρόνια προετοιμασία του θανάτου, και ας πλησίαζε τα εβδομήντα βιαστικά. Και, εν πάση περιπτώσει, ας πέθαινε όπως τύχαινε! Έτσι δεν συμβαίνει με όλους;» Επειδή αυτό είναι το ζητούμενο, πάντα. Και οι θεσμοί, δεσμοί, ιδεολογίες, θρησκείες, οικογένειες, αστυνομίες, εκείνο πάντοτε υπηρετούν. Αλλά καμιά φορά η συγγραφική ματιά τα αντιμετωπίζει όλα αυτά επαναστατώντας και γελώντας. Και η νίκη πάντοτε επ’ αυτού!
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ-
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ:
Η Νένη Ευθυμιάδη γεννήθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια έγινε δικηγόρος Αθηνών.
Από το 1973 ασχολείται συστηματικά με την πεζογραφία και μέχρι τώρα έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα:
«Εσύ και εγώ μοιάζουμε λιγάκι» (Δωρικός, 1973),
«Ο κήπος με τα αγάλματα» (Νέα Σύνορα, 1978),
«Αθόρυβες μέρες» (Εστία, 1988),
«Τρυφερός θάνατος» (Εστία, 1990),
«Οι πολίτες της σιωπής» (Καστανιώτης, 1993),
«Η πόλη των γλάρων» (Καστανιώτης, 1997),
«Οι τυχοδιώκτες» (Ελληνικά Γράμματα, 2000),
«Εγώ και ο Μαγγελάνος» (Κέδρος, 2005),
«Τρεις νύχτες και ένας νεκρός» (Μίνωας, 2005).
Συμμετείχε επίσης σε πολλές εκδόσεις ομαδικού χαρακτήρα, με μικρότερης έκτασης πεζογραφήματα.
Διηγήματα, δοκίμια και άρθρα της δημοσιεύονται συχνά στον ημερήσιο Τύπο και σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Έχει μεταφράσει δοκίμια και ποιήματα από τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα αγγλικά, και επί τριετία δίδαξε συστηματικά Δημιουργική Γραφή.
Μυθιστορήματα, διηγήματα και δοκίμιά της έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, στα ιταλικά και στα αγγλικά.