«Και βέβαια έπαιξες. Όλη σου τη ζωή το ‘χες το στοίχημα. Απλώς δεν το ‘ξερες. Ξέρεις τι χρονιά γράφει πάνω το κέρμα; Χίλια εννιακόσια πενήντα οχτώ. Είκοσι δύο χρόνια ταξίδευε για να φτάσει εδώ. Και τώρα έφτασε. Κι είμαι κι εγώ εδώ. Κι έχω το χέρι μου από πάνω. Κι είναι κορόνα ή γράμματα. Και πρέπει ν’ αποφασίσεις. Να στοιχηματίσεις».
«ΚΑΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΥΣ» του Κόρμακ ΚακΚάρθυ, Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ, Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 273, τιμή: 16 ευρώ.
«Το πρόσωπο που κυμάτιζε κι άλλαζε σχήματα στο μαύρο υγρό του φλιτζανιού ήταν σαν οιωνός για τα μελλούμενα. Για τα πράγματα που χάνουν το σχήμα τους. Που σε παρασέρνουν. Ακούμπησε την κούπα στο τραπέζι και κοίταξε την κοπέλα».
Τη Κάρλα Τζιν, την γυναίκα του Λουέλιν Μος, ενός τριαντάρη που κυνηγώντας αντιλόπες βρήκε τυχαία έναν χαρτοφύλακα με δύο εκατομμύρια δολάρια. Αυτός. Ο σερίφης Μπελ, απ’ τα εικοσιπέντε του χρόνια σερίφης της κομητείας που ισχυρίζεται ότι «οι πολίτες του Τερέλ με πληρώνουν για να τους φυλάω. Δουλειά μου είναι. Με πληρώνουν για να φάω ‘γω την πρώτη σφαίρα. Και την τελευταία, μη σου πω». Δεν γίνεται να μη νοιάζεται. Που του είναι αδύνατον, όμως, παρ’ όλα αυτά, να κατανοήσει αυτόν τον παράλογο, παράφρονα, βίαιο και παντελώς τυχαίο, τυφλό κόσμο.
Και στο καινούργιο του μυθιστόρημα ο Κόρμακ ΜακΚάρθυ έχει τη σύγκρουση Καλού και Κακού, σχεδόν κατά μέτωπον. Σε έναν κόσμο παντελώς αιματοβαμμένο που καταρρέει. Το αντίπαλον δέος, ένας δολοφόνος σχεδόν ρομπότ, αήττητος, ο Σίγκαρ. Περιδιαβαίνει και σπέρνει τον όλεθρο εξολοθρεύοντας με ένα ιδιότυπο φονικό όπλο- αεροπίστολο για την αναισθητοποίηση των βοοειδών πριν από τη σφαγή- τους πάντες.
Θύμα της απληστίας και της κακοδαιμονίας του- βρέθηκε την λάθος στιγμή στον λάθος τόπο- ο Λουέλιν Μος. Παράπλευρες απώλειες, δίχως καν δεύτερη σκέψη (ο συγγραφέας δεν μας επιτρέπει καν να φανταστούμε ενδεχόμενο συναίσθημα ή σκέψη) όσοι βρεθούν στον δρόμο του, οι πάντες. Μοναδική, εξίσου ιδιότυπη ηθική του, η τύχη, ένα νόμισμα. Διότι «Και το πιο μικρό πράγμα μπορεί να γίνει όργανο της μοίρας», συνηθίζει να επαναλαμβάνει ο Σίγκαρ. Κι εσύ, όταν έχεις να κάνεις με τον Σίγκαρ, παίζεις, θέλεις δε θέλεις: «Και βέβαια έπαιξες. Όλη σου τη ζωή το ‘χες το στοίχημα. Απλώς δεν το ‘ξερες. Ξέρεις τι χρονιά γράφει πάνω το κέρμα; Χίλια εννιακόσια πενήντα οχτώ. Είκοσι δύο χρόνια ταξίδευε για να φτάσει εδώ. Και τώρα έφτασε. Κι είμαι κι εγώ εδώ. Κι έχω το χέρι μου από πάνω. Κι είναι κορόνα ή γράμματα. Και πρέπει ν’ αποφασίσεις. Να στοιχηματίσεις».
«Δεν γίνεται άμα δεν ξέρω τι έχω να κερδίσω», ισχυρίζεται πρώτος ο βενζινοπώλης.
Κι ο Σίγκαρ, που δεν αστειεύεται, κυριολεκτεί: «Τα πάντα».
Δυο μονάχα σε ολόκληρη αυτή την αργόσυρτη, προδιαγεγραμμένη, αιματοβαμμένη, παράλογη καταδίωξη «θα κερδίσουν» με το νόμισμα του Σίγκαρ «τα πάντα». Δηλαδή τη ζωή τους. Ο βεζινοπώλης πρώτος που το ξέρει κι ο Σερίφης στο τέλος, χωρίς να το ξέρει.
Όλα αρχίζουν από ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ καθαρμάτων στη μέση του πουθενά. Μεξικάνοι έμποροι ναρκωτικών ανταλλάσσουν πυροβολισμούς, πρέζα και χρήματα. Χαμένοι οι πάντες. Ακόμα και ο Μος, που προς στιγμή πίστεψε πως έκανε την τύχη της ζωής του, εφόσον είναι εκείνος που εν μέσω όλων αυτών των νεκρών, βρίσκει την βαλίτσα με τα χρήματα. Αλλά ο πομπός μέσα τους έσερνε πίσω και τον παρανοικό Σίγκαρ. Μπορεί και να μην τον συναντούσε, εάν η στοιχειώδης εναπομείνασα ανθρωπιά δεν τον έστελνε πίσω στον τόπο του μακελειού να δώσει νερό σε κάποιον που αργοπεθαίνει. Σ’ αυτή τη ζωή, μάλλον, δεν θα πρέπει να κάνουμε πράγματα μισά, ειδικά οι τυχοδιωκτικές φύσεις. Τα μισά πράγματα του Μος, θα του στερήσουν τη ζωή. Η τυφλή βία του Σίγκαρ, ακόμα και στους τραυματισμούς του (περιποιείται τα τραύματα με κτηνιατρικά είδη, σαν ζώο) θα τον κάνει άτρωτο. Η απόλυτη καλοσύνη του Σερίφη, θα διασώσει μέσα του ένα κομμάτι συνείδησης ζωντανό και καθαρό.
Διότι με τρόπο αριστουργηματικό ο Κόρμακ ΜακΚάρθυ στον Σερίφη και μόνο χαρίζει χαρακτήρα με βάθος και σκέψη. Παραθέτοντας μια σειρά εξαιρετικών μονολόγων σχεδόν στην αρχή κάθε κεφαλαίου και στην προσπάθειά του να καταλάβει τη νέα τάξη πραγμάτων. Είναι ο μόνος που διαθέτει συνείδηση και ψυχή. Ο Μος, είναι μόνον ένα αγρίμι κυνηγημένο. Ο δε Σίγκαρ, ο απόλυτος κυνηγός. Μόνο το νόμισμα. Η τύχη. Μοναδική ηθική του. Καθόλου τυχαίο που και οι δυο, θύτης και θήραμα, Σίγκαρ και Μος, εξαγοράζουν αντί αιματοβαμμένων χαρτονομισμάτων ρούχα από πιτσιρικάδες πληγωμένοι όντες για να ξεφύγουν. Ακριβώς ίδια κίνηση! Απλώς ο Μος, στέκεται ακόμα κάπου στο μεταίχμιο, παγιδεύεται πρώτα από τον πληγωμένο (που επιστρέφει στον τόπο του μακελειού για να του δώσει νερό) και κατόπιν από την γυναίκα του την οποία ματαίως θα προσπαθήσει να σώσει. Ο Σίγκαρ, όλα κιόλα, κρατά τον λόγο του. Κι είχε πει στον νεκρό πια Μος, ότι κάποια στιγμή θα την βρει και θα την σκοτώσει. Βλέπετε, έχει συνέπεια και το… κακό. Σχεδόν μηχανική. Απόλυτη. Καλοκουρδισμένη.
Ακόμα μια εξαιρετικά ποιητική, απολύτως βίαιη, αργόσυρτη, καθαρή, σχεδόν αρχετυπική μάταιη μάχη. Το Καλό και το Κακό κι ανάμεσά τους το Χάος. Στην καινούργια τάξη πραγμάτων, ένα είναι το βέβαιο: η αήττητη απόλυτη βία. Μοναδική νίκη του Καλού τα ελεγειακά αποσπάσματα, η επίγνωση του Σερίφη. Το πικρό αίσθημα της ήττας, εντάξει, αλλά κι ο σεβασμός στους νεκρούς. Σε ό,τι υπήρξε. Στον πατέρα που θα τον περιμένει μ’ αναμμένη φωτιά απέναντι όποτε φτάσει.
Εξάλλου, κι ο Φρόυντ το είπε, σ’ αυτόν τον κόσμο έχουμε έρθει να χάσουμε τα πάντα: και τη συνείδησή μας. Και στα βιβλία του MακΚάρθυ οι περισσότεροι ήρωες ήδη την έχουν χάσει ευθύς εξ’ αρχής. Παρόλα αυτά και ο Σερίφης στους «μελλοθανάτους» κάπου θα φτάσει και ο πατέρας με τον μικρό γιο του «Στον Δρόμο».
Μια συγκλονιστική κατάδυση στο σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής, ένας σπαρακτικός μονόλογος του ανθρώπου που όντας μόνος στο χάος και στην απόλυτη βία, προσπαθεί να καταλάβει.
Στην ταινία των Κοέν, που επίσης, υπήρξε αριστουργηματική, δυστυχώς δεν γινόταν να αποδοθεί η ψυχοσύνθεση του Σερίφη. Στο βιβλίο, η τελική ήττα κι η ανημπόρια του, όμως, φαντάζει μεγαλειώδης.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Ο Κόρμακ ΜακΚάρθυ γεννήθηκε το 1933 στο Τενεσί και σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς.
Ήδη το πρώτο του μυθιστόρημα, «The Orchard Keeper» (1965), κέρδισε την ομόφωνη αποδοχή της κριτικής, καθώς και το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του Ιδρύματος Φώκνερ.
Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα «Child of God» (1973), «Suttree» (1979) και «Blood Meridian» (1985).
Το 1992, εκδίδοντας το «Όλα τα όμορφα άλογα» (μετ. Αλέκος Μπενρουμπής, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2000), γνωρίζει μεγάλη εμπορική επιτυχία και βραβεύεται με δύο «δύσκολα» βραβεία, το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου και το Βραβείο Κριτικών.
Την ίδια επιτυχία γνώρισαν και τα δύο επόμενα βιβλία της τριλογίας του, τα μυθιστορήματα «Το πέρασμα» (μτφρ. Άννα Παπασταύρου, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2003) και «Πεδινές πολιτείες».
Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του, «Ο δρόμος» (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007) βραβεύτηκε με το Πούλιτζερ λογοτεχνίας.
ΥΓ. Το κείμενο δημοσιεύτηκε σε Κυριακάτικη εφημερίδα εχθές.