6/3/08

Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη…

Της Εαρινής Συμφωνίας που με κάλεσε να ξαναθυμηθώ τον Σεφέρη που ποτέ δεν ξέχασα και την ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό!


ΥΓ1:
«Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
από λιμάνι σε λιμάνι?

…Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
την Κυριακή σαν κατέβουμε ν’ ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζονται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα πού δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν»…

(από το «Μυθιστόρημα»)

ΥΓ2:
«Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης.
Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε
αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει
ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ’ ασφοδίλια,
ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων:

Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη».

(«Αστυάναξ» και πάλι από το «Μυθιστόρημα»)

ΥΓ3:
«Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.
Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη.

Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα…»

(από το «Ο κ. Στρατής Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο»).

ΥΓ4:
«Αυτός ο αγέρας φέρνει στο νου την άνοιξη» έλεγε η φίλη
περπατώντας στο πλευρό μου κοιτάζοντας μακριά «την άνοιξη
που έπεσε ξαφνικά το χειμώνα κοντά στην κλειστή θάλασσα.
Τόσο απροσδόκητα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Πώς θα πεθάνουμε;»

(από την «Τελευταία μέρα»)

ΥΓ5:
«Τίποτε στην Τροία- ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα ατόφιο’
Κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης’
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη»….

(από την «Ελένη»)

Σπαράγματα όλα που ενίοτε βοηθούν να βγει η νύχτα. Και που όλα απαρτίζουν το δικό μου «Μυθιστόρημα». Ο καθείς, όπως τ’ αντέχει!