«Βιβλία κι ανάμεσα μια γάτα,
Φίλοι για κάθε εποχή
Που αν λείψουν άδεια είν’ η ζωή».
Με στίχους Απολιναίρ ξεκινά το κεφάλαιο με το τελεσίδικο τίτλο «Το τέλος». Από τις πρώτες γραμμές, τόσο σαφές: «Τι σκληρό που είναι. Να πηγαίνεις για πολτοποίηση. Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε ένα βιβλίο».
Ένα βιβλίο αφηγείται την ιστορία του: πρωτοπρόσωπα, με παιγνιώδη διάθεση, κωμικά, τραγικά, αλληγορικά, ανατρεπτικά, συγκινητικά, υπερβατικά… Ελπίζει, αγαπά, διψά γι’ αγάπη, συζητά, νοσταλγεί το παρελθόν και παθαίνει κρίσεις πανικού για το μέλλον. Αντικρίζει κατάματα τον θάνατο, θέτει ερωτήματα για την χαοτική πορεία του κόσμου, επιθυμεί διακαώς να διασώσει ό,τι αξίζει. Εκφράζεται με δάκρυα και φιλιά δανεικά, μοιράζεται σοφία με ξένες φράσεις, βγάζει τη γλώσσα στο εκδοτικό στάτους, ακροβατεί ανάμεσα στη φαντασία και την αλήθεια, ανακαλύπτει την καθημερινή ευτυχία, την κάνει κτήμα του, μας την χαρίζει: «Δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί κανείς να περνά δίπλα από ένα δέντρο χωρίς να χαίρεται που υπάρχει» (Ντοστογιέφσκι).
Γεμάτο φράσεις: μαγικές, στοργικές, λυτρωτικές, σοφές, ανατρεπτικές, διαβρωτικές, αλληγορικές, μας χαρίζει την έμπλεη νοημοσύνης «χάρτινη σάρκα» του. «Στο Ράβενσμπρυκ ανακαλύψαμε ότι ένα βιβλίο ήταν πολυτιμότερο απ’ το ψωμί» (Genevieve de Gaulle Anthonioz). Κάτι που οι αναγνώστες γνωρίζουν καλά!
«Δεν έχω παρά λέξεις
όλα τα άλλα τα ξεφορτώθηκα.
Οι λέξεις μού χρησιμεύουν σαν απόθεμα, πολεμοφόδια,
κατάρτι βάρδιας, αστέρι πολικό, φως στην ομίχλη
Μου φτάνουν για να προχωρώ
Και με ζεσταίνουν», ισχυρίζεται.
«Που τις ανακατεύω και ξανά τις ανακατεύω
Με την κρυφή ελπίδα μια μέρα να ζεστάνουν
άλλων ανθρώπων την καρδιά
Ανάλαφρος, άδειος
Με τις λέξεις για μοναδικούς συντρόφους μου.
Ο θάνατος ας έρθει
Δεν υπάρχει τίποτα πια να πάρει», καθαρίζει για μας.
Και παραθέτει με μότο φράση του Έμερσον «ένα ονειρεμένο βιβλιοπωλείο»:
«Όταν ένας άνθρωπος ξέρει να κάνει το καλύτερο κήρυγμα, να γράφει την καλύτερη ιστορία ή να κατασκευάζει την καλύτερη ποντικοπαγίδα, ακόμα κι αν πάει να κατοικήσει στη μέση του δάσους, το πλήθος των επισκεπτών θα βρει ένα μονοπάτι για να φτάσει στην πόρτα του».
Όλα αυτά σε ένα βιβλίο απρόσμενο, πρωτότυπο, «Ένα βιβλίο για πέταμα» που υπογράφει ο Paul Desalmand, μεταφράζει η συγγραφέας Μαρία Γαβαλά και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πόλις». Κάνοντας πράξη τη φράση του Nicole Vedres:
«Μου φαινόταν πως, εάν το βιβλίο έμενε εκεί, χωρίς καν να το ανοίξω, θα άρχιζε να μιλά, με μια φωνή που τη θυμάμαι πάντα, πως ίσως τη νύχτα θα σηκωνόταν, θα έπαιρνε σχήμα, ανθρώπινη μορφή…»
ΥΓ. «Δεν έχω παρά λέξεις», Δευτέρα πρωί με μια λιακάδα ανελέητη (ναι, μου αρέσει η συννεφιά), μετά από μια εβδομάδα διαρκών αποχαιρετισμών. Την Παρασκευή το βράδυ «έφυγε» και η μοναδική γυναίκα που με καμάρωνε σημαιοφόρο στην παρέλαση. Άννα την έλεγαν και ήταν αδελφή της μαμάς μου. Υπερήφανος άνθρωπος και πολύ όμορφη, πριν αποχωρήσει τα είχε ήδη χάσει όλα. Αλλά εγώ έχω τους φίλους μου για τους οποίους προσεύχομαι να είναι καλά. Να είναι χαρούμενοι, ευτυχισμένοι και προστατευμένοι, για τους οποίους φροντίζω κι εγώ να είμαι όρθια, γενναία και καλά. Κι όμορφη κι έξυπνη και καλή, καμία φορά – αν το μπορώ και όσο το μπορώ – φροντίζω. Μόνον γι’ αυτούς. Γιατί το μόνο που έχουμε σ’ αυτή τη ζωή είναι οι φίλοι μας, οι σχέσεις μας. Και οι λέξεις. Που είτε τις γράφουμε, είτε τις διαβάζουμε, δεν μας εγκαταλείπουν ποτέ.
Είναι Δευτέρα με μια ανελέητη λιακάδα που ενίοτε και σε πονά, και «δεν έχω παρά λέξεις/ όλα τ’ άλλα τα ξεφορτώθηκα».
Ανάλαφρη, άδεια, «που τις ανακατεύω και ξανά τις ανακατεύω/ με την κρυφή ελπίδα μια μέρα να ζεστάνουν άλλων ανθρώπων την καρδιά».
Την καρδιά όσων αγαπώ να ζεστάνουν.
Και τη δική σας καρδιά.
Καλημέρα.